Κ.Σ.
χρόνος. αρχ., αβεβ. ετύμου. Η λέξη διακρινόταν από τα αρχ. συνώνυμα καιρός, το οποίο δήλωνε τμήμα χρόνου με συγκεκριμένα όρια, και αιών το οποίο σήμαινε κυρίως ''μακρά διάρκεια, αιωνιότητα''. Η λ. δήλωνε εξ αρχής τόσο τη βασική σημ. της συνέχειας και διάρκειας όσο και μέρη της, που μπορούν να μετρηθούν και να ταξινομηθούν. Η λ. χρόνος την ελληνιστ. εποχή απέκτησε την επιπρόσθετη σημ. ''έτος'', όπως σήμερα (Πηγή: Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη).