Έκτος από τους μάρτυρας των παλαιών χρόνων έχουμε και το νέφος των νεομαρτύρων τους μάρτυρας, που μαρτύρησαν στον καιρό της Τουρκοκρατίας. Οι περισσότεροι από τους νεομάρτυρας είχαν εξωμόσει, είχαν αρνηθή τον Χριστό δια πολλούς και διαφόρους λόγους και αιτίες και συμπτώσεις. Μετεμελήθησαν όμως και ομολόγησαν τον Χριστόν, έμαρτύρησαν, έστεφανώθησαν και είναι άγιοι στον ουρανό. Το παράδειγμα τους είναι πάρα πολύ όμορφο, είναι ζωντανό. Όποιος διαβάζει τους νεομάρτυρες γίνεται όλος πυρ και ποθεί κι αυτός να μαρτυρήση.
Από τους νεομάρτυρας θα σας αναφέρω έναν, το όνομα «Ιωάννης». Αυτός ομολόγησε τον Χριστόν μας ενώπιον του κατή, τού Τούρκου δικαστή λέγων: «Ό Χριστός έστιν ο Θεός μου και ο Μωάμεθ είναι ο πλάνος και ψευδοπροφήτης». Αφού τον τυράννησε ο δικαστής και τον έκλεισε στην φυλακή, έλαχε να άκολουθήση η Μεγάλη Εβδομάδα. Παρεκάλεσε τον Θεόν ο Νεομάρτυς Ιωάννης να μαρτυρήση κατά την ήμερα του Άγιου Πάσχα. Εισηκούσθη η προσευχή του και την ήμερα του Αγίου Πάσχα τον εκάλεσε εις δευτέραν απολογίαν ο δικαστής.
Όταν τον πήραν οι στρατιώτες και τον οδηγούσαν στο δικαστήριο, μπαίνοντας μέσα στον δικαστικό χώρο, ήταν όλος πυρ, όλος αγάπη, όλος ανάστασι και Πάσχα μέσα του. Προχωρώντας έψαλλε το· «Χριστός Ανέστη» τρελλός από χαρά. Του φώναζαν οι Τούρκοι: «Τρελλός είσαι, παλάβωσες; Τι είναι αυτά που λές;»… Αυτός· «Χριστός Ανέστη!» έψαλλε. Τελικά αφού καταδικάσθηκε να τον αποκεφαλίσουν, τον πήραν οι στρατιώτες εν συνεχεία και τον οδηγούσαν στην πλατεία, όπου θα εγίνετο θέαμα όλου του κόσμου. Οι δε Χριστιανοί μας προσηύχοντο και παρακαλούσαν τον Θεό, ο μάρτυς να νικήση και να στεφανωθή προς καταισχύνην του διαβόλου και των Μωαμεθανών. Όπως και έγένετο.
Πηγαίνοντας προς το μαρτύριο, τόσον έτρεχε ο Νεομάρτυς να φτάση το γρηγορώτερο στο σπαθί, για να αναχώρηση για τον ουρανό, που από την τρεχάλα και την χαρά του, πάτησε τους Τούρκους, και τον ένα και τον άλλον στρατιώτη, που ήταν δίπλα του, και του λένε:
– Μα που πηγαίνεις εσύ γκιαούρη; Σε πανηγύρι πηγαίνεις;
– Που ξέρετε εσείς, που πηγαίνω εγώ! τους λέει. Κι όταν έφτασε στον τόπο της καταδίκης λέει στον Τούρκο:
– Αν είσαι παλληκάρι, μπορείς να μου πάρης το κεφάλι με τη μία;
Σκεφθήτε θάρρος και ομορφιά! Εκείνος φούντωσε από εγωισμό και λέει:
– Πως δεν μπορώ!…
Του δίνει μιά με το σπαθί, έξω το κεφάλι!
Βλέπουμε αυτό το νέφος των μαρτύρων να είναι τόσον θερμοί -και βέβαια στους χρόνους δεν είναι πολύ μακρυά από μας, πολύ πίσω, αλλά όμως είχαν την ίδια μαρτυρική θέλησι και αγάπη των παλαιών και να στεφανώνωνται έτσι, όπως και οι παλαιοί μεγαλομάρτυρες. Ο Ίδιος ο Θεός ήταν και τότε, είναι και τώρα και ο Ιδιος θα είναι και στο μέλλον. Και το Αγιον Πνεύμα το αυτό, όπως ενίσχυσε εκείνους, θα ενίσχυση κι εμάς, εάν η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού θελήση και μας ελεήση και συγκαταβή, και μας αξιώση να δώσουμε κι εμείς την καλήν ομολογίαν ενώπιον άθεων, ενώπιον άσεβων και να αξιωθούμε κι εμείς του μαρτυρίου. Διότι τα έργα μας είναι τόσον άχρηστα, οι αμαρτίες μας ειναι τόσες πολλές, τα πάθη μας θηρία ολόκληρα, που μόνον ένα μαρτύριο και μία ομολογία θα μας σώση. Διότι οι άγιοι των έσχατων χρόνων θα είναι ομολογητές, δηλαδή θα είναι αυτοί που θα ομολογήσουν, όπως είπαμε και στην αρχή του λόγου, τον Χριστό μας αληθή Θεόν «εν σαρκί εληλυθότα».
Σκεφθήτε τι ομορφιά να όμολογήση ένας χριστιανός στην σημερινή εποχή ενώπιον άσεβων την Θεότητα του Χριστού, την Θεότητα την Τρισυπόστατον, και να βρεθή ομολογητής και για μιά στιγμή να τον πάρουν οι άγγελοι και να αρχίσουν τα ουράνια εμβατήρια της νίκης και των επαίνων!
Όλοι μας λέμε: «Μα, πως θα μαρτυρήσουμε; Εμείς δεν μπορούμε να σηκώσουμε ένα πονόδοντο· εγώ πρώτος». Μας αγκυλώνει μία βελόνα, ο,τιδήποτεκαί αμέσως αρχίζουμε να πονούμε, να φωνάζουμε, να θέλουμε οινόπνευμα, τα ένα, το άλλο. Μόλις πονέσουμε λίγο, αμέσως τρέχουμε στον γιατρό, στα φάρμακα. Μα εκεί δεν θα είναι τέτοιες περιπτώσεις, εκεί θα είναι μαρτύρια σκέτα. Φοβερά πράγματα! Τι θα γίνη τότε; Ο πόθος υπάρχει, αλλά το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ αντιστέκεται, αντιδρά, δεν θέλει να υπομείνη πόνο και θλίψι.
Θα σας φέρω τα παράδειγμα ενός μάρτυρος, ενός παιδιού, που μαρτύρησε πολύ παλιά, και θα δήτε πως μαρτυρεί ο άνθρωπος και πως «συν τω πειρασμω και η έκβασις» (1 Κορ. 10, 13). Ο Θεός καλεί έναν άνθρωπο στο μαρτύριο και ενώ προηγουμένως ήταν εντελώς δειλός και φυγόπονος, μετά γίνεται θηρίο. Μα πώς; Ακούστε.
Ένας ηγεμόνας θα πήγαινε σε πόλεμο κι όπως συνήθιζαν, θα πήγαινε στο μαντείο να πάρη πληροφορία από τον δαίμονα, να του πη αν θα νικήση ή όχι στον πόλεμο. Κι απαντά το μαντείο, ο δαίμονας: «Θα σου απαντήσω, εάν βγάλης από την πόλη σου τα λείψανα του ιερομάρτυρος Βαβύλα και των Τριών Παίδων». Αμέσως διατάσσει τους χριστιανούς να πάρουν τα Αγια Λείψανα αυτών των Αγίων, να τα βγάλουν έξω της πόλεως, ώστε να μπόρεση ο διάβολος να του απαντήση· «ναι ή όχι» για τον πόλεμο.
Οι Χριστιανοί μας, μεγάλοι, μικροί και παιδιά, παίρνοντας τα Άγια Λείψανα, τα έβγαζαν με ψαλμούς και με ύμνους κι έλεγαν: «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, εργα χειρών ανθρώπων… οφθαλμούς έχουσιν και ουκ οψονται, ώτα έχουσιν και ουκ ακούουσιν… όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά» (Ψαλμ. 113, 12). Ο ηγεμών, όταν άκουσε όλα αυτά, λέει: «Αυτοί μας βρίζουν μ’ αυτά που λέγουν». Στέλνει τους στρατιώτες και συλλαμβάνει ορισμένους.
Μεταξύ αυτών που συνέλαβαν οι στρατιώτες, ήταν κι ένα νεαρό παιδί δεκαοκτώ ετών, το όνομα Θεόδωρος. Αυτόν τον Θεόδωρον τον κρέμασαν επάνω σε ένα στύλο, του έβγαλαν τα ρούχα και με χειράγρες, δηλαδή σιδερένια χέρια που είχαν νύχια με μαχαίρια μπροστά, του έξυναν το σώμα, του έκαναν αυλακιές και το αίμα του έτρεχε ποτάμι. Έτσι όπως ήταν ζωντανό το παιδί, κρεμασμένο, του ξύνανε όλα τα μέλη του και στις πληγές έρριχναν ξύδι κι αλάτι· είχε γίνει σαν ένα σφάγιο. Από το πρωΐ μέχρι το βράδυ οι στρατιώτες άλλαζαν ο ένας κατόπιν του άλλου και το κατάντησαν σχεδόν νεκρό. Αφου είδαν ότι θα πεθάνη πλέον κι ότι δεν έχει ζωή, τον ξεκρέμασαν και τον έδωσαν στους συγγενείς του. Το πήραν το παιδί οι συγγενείς στο σπίτι, άρχισαν τις περιποιήσεις κ.λ.π. Το παιδί άνοιξε τα μάτια του κι άρχισαν να του λένε οι γονείς του:
– Παιδί μου Θεόδωρε, πως έκανες υπομονή; Πώς δεν γόγγυσες; Πώς δεν φώναξες;
– Να σας πω. Όταν με κρέμασαν επάνω στο στύλο κι άρχισαν οι στρατιώτες να με σχίζουν μ’ εκείνα τα σιδερένια αιχμηρά χέρια, άρχισα να πονάω τρομερά κι ο πόνος πήγαινε μέχρι την καρδιά μου. Και είπα: «Ταλαίπωρε Θεόδωρε, κάνε υπομονή σ’ αυτόν τον πόνο για να αποφυγής τον αίώνιον πόνον της κολάσεως». Θεμελιώνοντας την σκέψι πάνω σ’ αυτόν τον λογισμό της κολάσεως, είπα· «θα κάνω υπομονή». Κι εκεί που θεμελίωσα πάνω σ’ αυτόν τον λογισμό και την άπόφασι, βλέπω να έρχωνται τρεις νέοι πανέμορφοι. Ο ένας κρατούσε μία λεκάνη από ουράνιον μύρο. Ο άλλος κρατούσε πετσετάκια στα χέρια του και με πλησίασε. Ο τρίτος έπαιρνε ένα πετσετάκι, το βουτούσε μέσα στο άρωμα και μου το άπλωνε στο πρόσωπο. Από την ευωδία αυτή από το άγιο μύρο, δεν καταλάβαινα πλέον ούτε πόνο, ούτε θλίψι, ούτε τίποτα. Ζούσα μία μακαριότητα και μία αγγελική κατάστασι, που θα ήταν καλύτερα ποτέ να μη με κατέβαζαν από κει, από το ξύλο διότι όταν με κατέβασαν, αμέσως έφυγαν οι άγγελοι. Και για χρόνια να με ξύνανε, θα ήμουν ευτυχής.
Εδώ βλέπουμε ότι στα μαρτύρια επεμβαίνει υπερφυσικώς ο Θεός. Ο Θεός είναι αυτός που ξεκινάει το μαρτύριο και το τελειώνει. Εάν το θεϊκόν πυρ δέεν πυρπόληση την καρδιά, την ψυχή του όμολογητού, είναι ανθρωπίνως αδύνατον ο άνθρωπος να δώση την μαρτυρία του Χριστού και να υπομείνη γενναίως και θριαμβευτικά το μαρτύριον. Γι’ αυτό, όταν μας λέγη ο λογισμός: «Μα, πως θα μαρτυρήσης, πως θα ύπομείνης, κοίταξε πως δεν μπορείς να σήκωσης και τον ελάχιστο πόνο», να πιστεύουμε τότε ότι, όταν κρίνη ο Θεός να μαρτυρήσουμε, θα έρθη ο ίδιος ο Χριστός, θα στείλη το Αγιον Πνεύμα, θα στείλη το πυρ το ουράνιον, θα μας πυρπόληση και θα μας δώση την δύναμι του μαρτυρίου.
Επειδή όπως βλέπουμε να εξελίσσωνται τα πράγματα στον κόσμο κι όπως πιστεύουμε απ’ όσα η Εκκλησία μας μάς έχει πληροφορήσει προφητικά, οι δύσκολοι καιροί μάς πλησιάζουν ίσως να είμεθα εις τον εξωτερικό κύκλο και εν συνεχεία θα προχωρούμε στον κατόπιν και στον κατόπιν και θα φθάσουμε στο κέντρο- αυτό που θα πρέπη να μας απασχόληση ουσιαστικά είναι το «ενός έστι χρεία». Να έτοιμαζώμεθα ολοένα και πνευματικώτερα, να έτοιμαζώμεθα ψυχικά, να καθαρίζουμε τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία, να μετανοούμε για την αμαρτία που έχουμε πράξει ή για ό,τι θα πράξουμε στην συνέχεια, ώστε να βρεθούμε όσον γίνεται καλύτερα προετοιμασμένοι προς αυτό το τέλος. Δεν ξέρουμε αν και στις ήμερες μας φθάσουμε στο μαρτύριο.
Οι γονείς θα πρέπει να επιμεληθούν την πίστι στα παιδιά τους. Να εμφυτεύσουν, να μεταλαμπαδεύσουν την δική τους πίστι, την δική τους Όρθοδοξία στα παιδιά τους. Να τους αναπτύξουν το θέμα της Θεότητος· να πιστέψουν στον Θεό, διότι κλονίζονται τα παιδιά από το πνεύμα της απιστίας που επικρατεί παντού. Διότι εάν τα παιδιά μας δεν θάχουν πίστι γενναία στην ψυχή τους, πώς θα αντιμετωπίσουν μεθαύριο τον προφητευμένο Αντίχριστο; Πώς θα αντιμετωπίσουν τους πολλούς υπάρχοντας αντίχριστους, όπως είναι οι Χιλιαστές και τόσες άλλες φοβερές αιρέσεις, εάν δεν έχουν καθαρά την πίστι στον Χριστό;
Βέβαια θα ήταν πάρα πολύ ωφέλιμο, ίσως στο μέλλον, να γίνουν ωρισμένες ομιλίες γύρω από την πίστι στον Θεό με αποδείξεις της υπάρξεως του Θεού, ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν θεμέλιο, διότι χωρίς θεμέλιο ένα σπίτι πέφτει. Να αποκτήσουν θεμέλιο γερό, σταθερό της πίστεως μέσα τους, ώστε να είναι εις θέσιν να μπουν μεθαύριο στην άθλησι για την ομολογία της Θεότητος του Χριστού μας.
Θα πρέπει να αναλάβουμε έναν αγώνα όλοι μας να βοηθήσουμε τα παιδιά, διότι όπως διαβλέπω, παρά την καλή τους προαίρεσι και την απλότητα που τα διακρίνει, στο θέμα της πίστεως είναι αδύναμα. Και τούτο, διότι δεν βρήκανε αυτά που βρήκαμε εμείς από την πατρίδα. Εδώ βρήκαν αδύνατα πράγματα κι επομένως είναι πάρα πολύ φυσικό να είναι κι αυτά αδύναμα. Θα πρέπει να τα δυναμώσουμε και να τα εμψυχώσουμε στην πίστι. Αυτό το μάθημα βέβαια θα γίνη στο μέλλον και να μας βοηθήση ο Θεός να το κάνουμε, διότι θα είναι μεγάλη ευεργεσία προς τα παιδιά.
Όπως γνωρίζετε η μικρή μας αποστολή έληξε και θα αναχωρήσουμε. Θα σας παρακαλέσουμε να εύχεσθε και πάλι του χρόνου να ανταμώσουμε, να άλληλοπαρακληθούμε και να βοηθήσουμε όσο μπορούμε. Εμείς από πλευράς μας σας ευχόμαστε πάρα πολύ· έτσι σας παρακαλούμε να εύχεσθε και σεις για μας, ώστε να έχουμε την υγεία και την δύναμι να έρχώμεθα και να παρέχουμε αυτήν την ελάχιστη και μικρή βοήθεια.
(Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Η Τέχνη της σωτηρίας (ομιλίαι), Τόμος Α΄, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Άγιος Όρος ,βε΄).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου