Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Πώς συνήθισε ο Έλληνας τον αέρα της παρακμής

Η πρωτογονική ψυχολογία τού “άρπαξε να έχεις”, τού “ζήσε εσύ και άσε τους άλλους να πεθάνουν”

Γιατί ο Νεοέλληνας δε θα μπορέσει να ανακτήσει το θάρρος του, την τόλμη του, το όνειρό του, την ελπίδα του;

Όχι φυσικά γιατί προχώρησε σε μια εξατομικευμένη-ατομοκεντρική καταναλωτική κοινωνία. Όχι γιατί έπαψε να υπάρχει η κοινωνία του προσώπου (υπήρξε ποτέ;) όπως οι νεο-ορθόδοξοι διατείνονταν, αλλά γιατί ο Νεοέλληνας άρχισε να σκέφτεται τόσο, όσο του χρειάζεται για να γνωρίσει το παρένθετο πρόσωπο που θα τον βολέψει στο Δημόσιο, θα τον βοηθήσει να πάρει το δάνειό του για να ξεκινήσει την επιχείρησή του, θα τον προσλάβει ως υπάλληλο κάποιος επιχειρηματίας. 

Οι εγγράμματοι/μεσιγραμματισμένοι διανοούμενοι μάς λένε ότι οι φάσεις που πέρασε ο Ελληνισμός ήταν από τον οπλίτη-πολίτη της Κλασικής Εποχής στον πολίτη-πρόσωπο της Βυζαντινής Περιόδου, στην οργανική κοινότητα του ελληνικού πνεύματος. Εξελίχθηκε έτσι όμως η ιστορική διαδρομή; Ή μήπως υπήρξε μια μοιραία ιστορική κόπωση από την Κλασική Εποχή που οδήγησε στο σημερινό ρημαδιό, άλλοτε αργά και άλλοτε με επιτάχυνση; 

Τα μοντέλα οπλίτης-πολίτης και πολίτης-πρόσωπο είχαν αναφορά στην κοινότητα και όχι στην κοινωνία. Στην κοινότητα ιδίαζε η ψυχοδυναμική του ελληνικού έθνους, εκεί υπήρχε μια συγκεκριμένη και δημιουργική ταυτότητα. Εκεί ο πολίτης- οπλίτης-πρόσωπο ξεκόβει από την πρωτογονική ψυχολογία του ατομικού συμφέροντος της εξατομικευμένης “νιτερεσίας”, από τα δευτοροκλασάτα της κόλασης, τα ομολογημένα ανομολόγητα συμφέροντα τα οποία αναστέλλουν κάθε δημιουργική προώθηση. Όχι όμως και τότε δεν υπήρχαν και εξαντικειμενικεύσεις που υποκινούσαν τον Έλληνα σε ψυχικά υποθέματα και σε κλίμακες της φτήνιας και της χαμοζωής. 

Και ιδεομανής υπήρξε ο Έλληνας και εκμεταλλευτικός, σε καμιά περίπτωση όμως εξοντωτικός και ποτέ ύπουλος. Έτσι κι αλλιώς, περνώντας από την παννοηματική ερμηνεία του κόσμου ή για να το πούμε κι αλλιώς, περνώντας από την πολυσημειολογία του κόσμου, το κέντρο ως δύναμη και ομοιομορφικός δεσμός χάνει την αίγλη του και όλα αποκεντροθετούνται. Η ζωή γίνεται ένας γλυκός πειρασμός, που κάποιες φορές – ίσως τις περισσότερες – καταλήγει να γίνει μια παθολογική απόληξη, μια ροπή προς την προχειρότητα, τη χαλαρότητα και τον εκχυδαϊσμό. Η υπαρκτή συναισθηματικότητα, παιδικότητα (κατά Νίτσε) και αφέλεια της ελληνικής ψυχής γίνεται πλαδαρότητα, πονηριά και ατομική ιδιοτέλεια. 

Εξάλλου, η ελληνική κουλτούρα από την Κλασική Εποχή έως και σήμερα αταβιστικά γνώριζε ότι τα κέντρα και οι συντεταγμένες έχουν τελειώσει (αυτά αναζητούσε η δυτική σκέψη, ας θυμηθούμε τον Καρτέσιο) και ο περισπασμός, η αποκεντροθέτηση αποτελούν πλέον την ενορατική σύλληψη. Μπροστά λοιπόν στην παννοηματική ερμηνεία του κόσμου δημιουργήθηκαν αντιφάσεις που υπήρξαν κάποιες φορές δημιουργικές και τις περισσότερες φορές καταστροφικές. 

Ήταν εύκολο, λοιπόν, ο Έλληνας με μια παννοηματική-παρανοηματική συλλογική αυταπάτη και αντιμετωπίζοντας τις συνθήκες της αναγκαιότητας να συνθηκολογήσει με ό,τι τον οπισθοχωρούσε ηθικά και πνευματικά. Εδώ έχασε το μέτρο. Και ενώ έθετε ως απαραβίαστο όρο την ελευθερία του, η οποία αποτελούσε και υπέρβαση κάθε μορφής αναγκαιότητας, δημιουργήθηκε μια σχέση παραναλώματος, η οποία εξάντλησε κάθε αντίσταση και άρνηση. Εκεί ακριβώς καλλιεργήθηκε και μια πρωτογονική ψυχολογία, του “άρπαξε να έχεις”, του “ζήσε εσύ και άσε τους άλλους να πεθάνουν” και μαζί με τα παραπάνω ένας φανατισμός και μια μισαλλοδοξία. Παράλληλα, υποχωρώντας σε όλα τις αντιστάσεις του δέχτηκε να εξανδραποδιστεί, αναπτύσσοντας και έναν κομπλεξισμό που όλα θα έπρεπε να τα φέρνει ο Έλληνας στα μέτρα της αναπηρίας του, εκφράζοντας παράλληλα έναν αρνητισμό που έβρισκε εύκολη διέξοδο στον μειονεκτισμό, σταματώντας έτσι κάθε ποιοτικό ευγενισμό της ζωής του. Και ενώ ως άμυνα του Έλληνα ήταν να μυθολογεί την άρση της έκπτωσής του (για παράδειγμα οι περιπέτειες του Οδυσσέα) στην πορεία του, κόπηκαν όλες οι γέφυρές του με τις άμυνες που διέθετε, φτιάχνοντας έτσι ένα μοντέλο πολίτης της μονοσήμαντης χρησιμοθηρικής βιολογικο-ιδεολογίας του, που ενοικεί στις κατοχικές συμβάσεις ζωής, συνηθίζοντας τον αέρα της παρακμής. 

* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου