Ἡ Θαυμαστή ἁλιεία
(Λουκ. 5’ 1-11)
Αὐτὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ περιστατικὰ ποὺ γίνονταν ὅταν συνάζονταν μεγάλα πλήθη γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαλέξει καλλίτερο τόπο ἀπὸ μιὰ βάρκα, γιὰ νὰ Τὸν βλέπουν καὶ νὰ Τὸν ἀκοῦν ὅλοι. Στὴν παραλία ὑπῆρχαν δύο πλοιάρια κι οἱ ψαράδες ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ πλύσιμο τῶν διχτυῶν.
Τὰ πλοιάρια αὐτὰ ἦταν κλασσικὰ μικρὰ ψαροκάικα, σὰν κι αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα στὴ λίμνη Γεννησαρέτ. Τὸ πλοιάριο ὅπου μπῆκε ὁ Κύριος ἀνῆκε στὸ Σίμωνα, τὸν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο. Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὸ Σίμωνα ν’ ἀπομακρύνει λίγο τό πλοιάριο ἀπὸ τὴν ἀμμουδιὰ κι ἔπειτα κάθισε ἐκεῖ κι ἄρχισε νὰ διδάσκει τὰ πλήθη.Τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινε στὸ πλοιάριο ὁ Κύριος στόχευε σὲ πολλοὺς στόχους. Πρῶτο, τοῦ ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ πλοιάριο, νὰ τοὺς βοηθήσει καὶ νὰ θρέψει τὶς ψυχές τους μὲ τὴ γλυκιὰ διδαχή Του. Δεύτερο, ἤξερε πὼς οἱ ψαράδες ἦταν στενοχωρημένοι κι ἀπογοητευμένοι ἐπειδὴ ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιάσει καὶ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. Ἔτσι ἤθελε νὰ τοὺς παρηγορήσει μὲ μιὰ καλὴ ψαριά, νὰ ἱκανοποιήσει τὶς σωματικὲς κι ἄλλες ἀνάγκες τους, γιατί ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας, ὅπως καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας, εἶναι «ὁ διδοὺς τροφὴν πάση σαρκὶ» (Ψάλμ. 135, 25). Τρίτο, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἐκλεκτῶν Του, ἐνισχύοντας τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον, στὴν παντοδυναμία Του καὶ στὴν ἀπεριόριστη εὐσπλαχνία Του. Τελευταίο, μὰ σπουδαιότερο, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ κάνει ξεκάθαρο στοὺς μαθητές Του, καὶ μέσῳ αὐτῶν σ’ ὅλους ἐμᾶς, πώς μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον καὶ μέσῳ Ἐκείνου, ὅλα εἶναι δυνατά· πὼς ὅλοι οἱ κόποι τῶν ἀνθρώπων χωρὶς τὴ βοήθειά Του εἶναι τόσο μάταιοι, ὅσο ἄδεια ἦταν καὶ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων ποὺ κόπιασαν ὅλη νύχτα καὶ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. Ὁ Κύριος πέτυχε το πρῶτο στόχο Του καὶ τώρα προχωροῦσε στὸ δεύτερο. Εἶπε λοιπὸν στὸν Σίμωνα νὰ πάει στὰ βαθιὰ καὶ νὰ ξαναρίξει τὰ δίχτυα.
Ὁ Σίμων δὲν ἤξερε ἀκόμα ποιὸς ἦταν ὁ Χριστός. Τὸν ὀνόμασε «ἐπιστάτη», δηλαδὴ «κύριο», τοῦ ἔδειξε σεβασμὸ δηλαδή, ὅπως ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Βρισκόταν μακριὰ ὅμως ἀπὸ τοῦ νὰ πιστέψει τὸν Χριστὸ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριο. Στὴν ἀρχὴ παραπονέθηκε πὼς εἶχαν κοπιάσει ὅλη νύχτα καὶ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι, ἐπειδὴ σεβόταν τὸ Χριστὸ ὅμως ὡς καλὸ καὶ σοφὸ δάσκαλο, ἤθελε νὰ τὸν ὑπακούσει καὶ νὰ ξαναρίξει τὰ δίχτυα.
Ὁ Θεὸς δὲν ἀνταμείβει ποτὲ τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων τόσο πολύ, ὅσο ἀνταμείβει μιὰ ὑπάκουη καρδιά. Ἡ ὁλοπρόθυμη ὑπακοὴ τοῦ Πέτρου ἀποδείχτηκε πολὺ μεγάλη, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔθεσε ἀμέσως σὲ ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, μ’ ὅλο ποὺ πρέπει νὰ ἦταν κατάκοπος καὶ ἄυπνος, μούσκεμα καὶ ἀπογοητευμένος, μετὰ ἀπὸ μιὰ νύχτα ἄκαρπης προσπάθειας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπακοὴ του ἀνταμείφθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ τῶν ψαριῶν, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὰ ψάρια, τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ μὲ τὸ πνεῦμα Του νὰ συγκεντρωθοῦν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ δίχτυα. Τὰ ψάρια δὲν ἔχουν φωνή. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ μὲ τὴ δική Του φωνὴ νὰ πᾶνε στὰ δίχτυα, ὅπως μὲ τὴ φωνὴ Του ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνέμους νὰ σταματήσουν καὶ στὴν ταραγμένη θάλασσα νὰ γαληνέψει.
Τὰ ψάρια δὲν ἄκουσαν τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συναχτοῦν μέσα στὰ δίχτυα. Τὰ ‘φέρε ἐκεῖ ἡ δύναμή Του. Μὲ τὸ νὰ μαζευτοῦν στὰ δίχτυα τόσο πολλὰ ψάρια, ὁ Κύριος ἀντάμειψε πλούσια τὴν ὁλονύκτια προσπάθεια τῶν ψαράδων, ἐξανέμισε τὶς ἀνησυχίες τους καὶ κάλυψε τὶς σωματικὲς ἀνάγκες τους. Ἔτσι τὴν ἴδια μέρα πέτυχε καὶ τόν δεύτερο στόχο Του.
Σὰν εἶδε τόσο μεγάλο πλῆθος ἀπὸ ψάρια, ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ ὡς τότε στὴ ζωὴ τοῦ ὁ Σίμων κι ἕνας ἄλλος ποὺ ἦταν μαζί του στὴ βάρκα, ἔκανε σινιάλο στοὺς συναδέλφους του νὰ πλησιάσουν μὲ τὴ δική τους βάρκα. Καὶ δὲν γέμισε μόνο ἡ βάρκα τοῦ Σίμωνα μὲ ψάρια, μὰ κι ἡ βάρκα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννη. Καὶ γέμισαν τόσο πολύ, ὥστε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν κινδύνευαν νὰ βουλιάξουν. Κι ἴσως νὰ εἶχαν βουλιάξει, ἂν δὲν ἦταν κοντά τους ὁ Κύριος.
Γεμάτος δέος ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο θέαμα, ὁ Πέτρος ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ δὲν ἀμφέβαλε πώς τέτοια καλὴ ψαριὰ ὀφειλόταν στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ πλοιάριο κι ὄχι στὶς δικές του προσπάθειες. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ συγκλόνισε τὸν Σίμωνα ὡς τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του, γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια δὲν ὀνόμασε πιὰ τὸν Ἰησοῦ «ἐπιστάτη», ἀλλὰ «Κύριο». Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει «ἐπιστάτης», «ἀφεντικό», μὰ μόνο ἕνας Κύριος ὑπάρχει. Ὅταν ἄκουγε τὸ σοφὸ δάσκαλο νὰ διδάσκει τὰ πλήθη ἀπὸ τὸ πλοῖο ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν ἀκτή, ὁ Σίμων τὸν ὀνόμασε «Ἐπιστάτη» ἢ «Διδάσκαλο». Τώρα ὅμως ποὺ εἶδε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ἔργο Του, τὸν ὁμολόγησε «Κύριο».
Ἃς δώσουμε προσοχὴ στὸν τρόπο ποὺ μίλησε ὁ Σίμων στὸν Κύριο. Ἀντί νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του καὶ τὸ θαυμασμό του γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα, ἐκεῖνος εἶπε: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ». Τὸ ἴδιο δνὲ ζήτησαν καί οἱ κάτοικοι τῶν Γαδάρων ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὅταν θεράπευσε τὸν δαιμονισμένο; Τὸ ἴδιο ζήτησαν κι ἐκεῖνοι, μὰ δὲν εἶχαν τὸ ἴδιο κίνητρο μὲ τὸν Πέτρο. Οἱ Γαδαρηνοὶ ἀπομάκρυναν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν τόπο τους ἀπὸ πλεονεξία, ἐπειδὴ οἱ δαίμονες ποὺ ἔβγαλε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο ὁδήγησαν τοὺς χοίρους στὸν πνιγμό. Ὁ Πέτρος ὅμως συνέχισε, λέγοντας: «ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμι». Ὁ λόγος ποὺ ζήτησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του, ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τῆς ἀναξιότητάς του.
Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς ἁμαρτωλότητας ἐνώπιόν του Θεοῦ εἶναι μιὰ πολύτιμη πέτρα γιὰ τὴν ψυχή. Ὁ Κύριος τὴν ἐκτιμᾶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς τυπικοὺς ὕμνους δοξολογίας κι εὐχαριστίας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ψάλλει πολλοὺς τέτοιους ὕμνους στὸν Θεὸ χωρὶς τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, δὲν ὠφελεῖται καθόλου. Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὸν Χριστὸ κι ὁ Χριστὸς πραγματοποιεῖ τὴν ἀναγέννηση. Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας εἴναι τό ξεκίνημα στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Στὸν φόβο ποὺ ἔνιωθε ὁ Πέτρος, καθὼς γονάτιζε μπροστά Του, ὁ εὔσπλαχνος καὶ πάνσοφος Κύριος ἀπάντησε: «μὴ φοβοῦ·ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν». Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι μιὰ θάλασσα γεμάτη πάθη, ἡ Ἐκκλησία Μου εἶναι πλοῖο καὶ τὸ Εὐαγγέλιό μου δίχτυ, ὅπου θ’ ἁλιεύσεις ἀνθρώπους. Χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα. Μαζί μου ὅμως θὰ ἔχετε τόσο καλὲς ψαριές, ποὺ θὰ γεμίσουν τὰ δίχτυά σας. Φτάνει νὰ εἶστε ὑπάκουοι σὲ Μένα, ὅπως κάνατε καὶ σήμερα. Καὶ τότε δὲν θὰ σᾶς φοβίζει κανένα βάθος καὶ ποτὲ δὲ θὰ γυρίσετε μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ ψάρεμα.
«Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῶ» (Λουκ. 5’ 11). Ἐγκατέλειψαν τὰ πλοιάρια. Ἄς τὰ πάρουν ἄλλοι κι ἃς τὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ὁ Πέτρος ἄφησε καὶ τὸ σπίτι του καὶ τὴ γυναῖκα του. Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης ἄφησαν τὸ σπίτι καὶ τὸν πατέρα τους. Κι ὅλοι τους τὸν ἀκολούθησαν. Γιά ποιὸ λόγο νὰ στενοχωρηθοῦν; Δέν εἶχαν ἀγωνιστεῖ ὅλη νύχτα ἄσκοπα; Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, θὰ μποροῦσε νὰ θρέψει κι αὐτοὺς καὶ τὶς οἰκογένειές τους. Ἐκεῖνος ποὺ στολίζει τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ κάνει πιὸ θαυμαστὰ ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Σολομώντα, ὁ ἴδιος θὰ φροντίσει καὶ γιὰ τὸ δικό τους ντύσιμο. Ἡ τροφὴ καὶ τὸ ντύσιμο εἶναι τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἔχουν νὰ φροντίσουν. Ἐδῶ ὁ Κύριος τούς καλεῖ στὸ μέγιστο: στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει τὸ μέγιστο, εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν μπορέσει νὰ τοὺς δώσει τὸ ἐλάχιστο; Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔγραψε ἀργότερα: «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλλει περὶ ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. 5’ 7). Τέλος, ἂν Τὸν ὑπακοῦν ἀκόμα καὶ τὰ κωφάλαλα ψάρια στὸ νερό, πῶς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, τὰ λογικὰ ὄντα;
Ὁλόκληρο τό περιστατικὸ αὐτὸ ἔχει κι ἕνα βαθύτερο νόημα. Τό πλοῖο σημαίνει τὸ σῶμα. Τὰ σχισμένα δίχτυα σημαίνουν τὸ παλιὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ βάθη τῆς θάλασσας σημαίνουν τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ Κύριος κατοικεῖ σ’ ἕναν ὑπάκουο ἄνθρωπο, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀκτὴ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καὶ πηγαίνει ἀπὸ τὶς αἰσθητικὲς σκιὲς στὰ πνευματικὰ βάθη. Στὰ βάθη αὐτὰ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύπτει τ’ ἀμέτρητα πλούτη τῶν δωρεῶν Του, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιζόταν μάταια σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Οἱ δωρεὲς αὐτὲς εἶναι τόσο μεγάλες, ὥστε τὸ παλιὸ πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀντέξει καὶ σχίζεται. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος πὼς δὲν βάζουν καινούργιο κρασὶ σὲ παλιὰ ἀσκιά.
Ὅταν ὁ ὑπάκουος ἄνθρωπος βλέπει τ’ ἀναρίθμητα πλούτη τῶν δωρεῶν Του, γεμίζει δέος καὶ κατάπληξη τόσο γιὰ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες. Θὰ ἤθελε σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ φύγει ὁ Θεὸς ἀπὸ κοντά του κι ὁ ἴδιος νὰ γυρίσει στὸ παλιό του πνεῦμα καὶ στὴν παλιά του ζωή. Μόλις ὅμως ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ κι ἡ εὐσπλαχνία Του ἀποκαλυφθοῦν στὸν ἄνθρωπο, τότε τοῦ φανερώνεται ἀκαριαία ἡ ἁμαρτωλότητα κι ἡ ἀναξιότητά του, ἡ ἀποξένωσή του ἀπ’ Αὐτόν.
Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ὁδηγηθεῖ στὰ βάθη. Δὲν θὰ λάβει σοβαρὰ τὴν κραυγὴ του «ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ». Ξέρει ὅτι ἡ κραυγὴ αὐτὴ βγαίνει ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ δίνει θάρρος καὶ τὸν παρηγορεῖ μὲ τὰ λόγια, «μὴ φοβοῦ».
Ὅταν ὁ Θεὸς χορηγεῖ σ’ ἕναν ὑπάκουο ἄνθρωπο τὰ θεϊκὰ κι ἀνεκλάλητα χαρίσματά Του, δὲν θέλει τὰ χαρίσματα αὐτὰ νὰ σταματήσουν σ’ ἐκεῖνον, ὅπως τὸ τάλαντο ποὺ ἔκρυψε ὁ πονηρὸς δοῦλος στὴ γῆ. Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ τὸν ὑπάκουο ἄνθρωπο νὰ μοιραστεῖ τὰ χαρίσματά του μὲ ἄλλους. Γι’ αὐτὸ ὁ Πέτρος κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἄλλου πλοιαρίου νὰ κάνουν χῶρο γιὰ νὰ βάλουν κι ἐκεῖ ψάρια. Μοίρασαν τὴ σοδειά τους μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καθὼς καὶ μὲ τοὺς συντρόφους τους. Ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης κι οἱ σύντροφοί τους κουράστηκαν κι αὐτοὶ γιὰ νὰ σύρουν τὰ δίχτυα, ν’ ἀδειάσουν τὰ ψάρια καὶ νὰ κωπηλατήσουν ὡς τὴν ἀκτή. Κάθε ὑπάκουος ἄνθρωπος ποὺ λαβαίνει τὸ δῶρο του ἀπὸ κάποιον ἄλλον, πρέπει νὰ ξέρει πὼς τὸ δῶρο αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἔτσι πρέπει ἀμέσως, χωρὶς χρονοτριβή, ν’ ἀρχίσει νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴ διατήρηση, τὸν πολλαπλασιασμὸ καὶ τὴ μετάδοση τοῦ δώρου.
Ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπή εἶναι γεμάτη ἀπὸ διδαχὲς γιὰ μᾶς, γιὰ τὴ γενιά μας, ὅπως καὶ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων ἦταν γεμάτα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα ψάρια. Ἄς μποροῦσαν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι νὰ πάρουν ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τουλάχιστον τό μάθημα τῆς ὑπακοῆς στὸν Θεό! Ὅλες οἱ ἄλλες διδαχὲς τότε θὰ ἦταν ἀκόλουθές της κι ὅλα τά καλὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου θ’ ἁλιεύονταν στὰ χρυσὰ δίχτυα τῆς εὐαγγελικῆς ὑπακοῆς.
Ἔχουμε μπροστὰ μας δύο παραδείγματα ὑπακοῆς: τὴν ὑπακοὴ τῶν ψαριῶν καὶ τὴν ὑπακοὴ τῶν ἀποστόλων. Ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο εἶναι πιὸ σπουδαία; Αὐτὸ εἶναι αὐταπόδεικτο. Τὰ ψάρια ὑπακοῦνε στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ θυσιάζουν τὴ ζωή τους στὰ πόδια Του. Ὁ Κύριος τά δημιούργησε γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου.
Προσέξτε ὅμως πῶς τὰ ψάρια λειτουργοῦν καὶ γιὰ τὴν πνευματική του ἀνάγκη. Σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, στοὺς ἐπαναστατημένους κι ἀνυπάκουους ἀνθρώπους, λειτουργοῦν ὡς παράδειγμα ὑπακοῆς στὸν Δημιουργό τους. Τὰ ψάρια αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν περισσότερο γνωστὰ ἂν εἶχαν ἀφεθεῖ νὰ ζήσουν καὶ νὰ κολυμποῦν στὴ Λίμνη τῆς Γεννησαρέτ. Ἐξαγόρασαν τὴ ζωή τους μὲ τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ σχέδιο τοῦ Κυρίου, τοῦ Λυτρωτῆ, σὰν παράδειγμα καὶ ἐπίπληξη στὸν ἀνυπάκουο ἄνθρωπο. Τ’ ἀνεξιχνίαστο ἔλεος τοῦ Κυρίου εἶναι φανερὸ ἐδῶ: Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὅλα τά πλάσματά Του γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν δρόμο ποὺ ἔχασε, νὰ τὸν ἀφυπνίσει, νὰ τὸν διεγείρει καὶ νὰ τὸν ὑψώσει πάλι στὴν προτέρα του ἀξία καὶ δόξα.
Τὸ παράδειγμα τῆς ὑπακοῆς τῶν ἀποστόλων εἶναι ἐπίσης συγκινητικό. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι συνήθως ἔχουν πιὸ στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὰ σπίτια καὶ τὶς οἰκογένειές τους ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους. Οἱ κοσμικοὶ ἔχουν πολλοὺς καὶ ποικίλους δεσμοὺς μὲ τὸν κόσμο. Κι ἂν ἀκόμα χαλαρώσει ἕνας δεσμός τους, ἔχουν πολλοὺς ἄλλους. Κι ὅμως, οἱ ἁπλοὶ ψαράδες τά ἐγκατέλειψαν ὅλα, ἔσπασαν τοὺς λίγους ἀλλὰ πολὺ δυνατοὺς δεσμούς τους μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ σπίτια καὶ τὶς οἰκογένειές τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Κύριο στὰ μεγάλα καὶ πλούσια πνευματικὰ βάθη χωρὶς νὰ πάρουν τίποτα μαζί τους, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό τους. Ὁ χρόνος ἔδειξε πώς ὁ Κύριος τούς ἀντάμειψε πλούσια γιὰ τὴν ὑπακοή τους. Ἀναδείχτηκαν στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ καὶ μεγάλοι ἅγιοι στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Ἄς βιαστοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ν’ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς ὑπακοῆς τους. Ἡ νύχτα τῆς ἐπίγειας διαδρομῆς μας τελειώνει. Ὅλοι οἱ κόποι τῆς νύχτας εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς μάταιοι, τὰ δίχτυα μας εἶναι ἄδεια, οἱ καρδιὲς μας γεμάτες κακία, οἱ ψυχὲς κι ὁ νοῦς μας λιμοκτονοῦν, ἀφοῦ ἔχουν στερηθεῖ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἁγίου. Νικολάου Βελιμίροβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου