To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λέει «ΟΧΙ» στο «δικαίωμα στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία»
Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης
Οι θιασώτες του «δικαιώματος στο θάνατο»/της ευθανασίας θα απογοητευτούν από την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου!
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) εξέδωσε στις 13 Ιουνίου 2024 την πολυαναμενόμενη απόφαση Karsai v. Hungary [1] η οποία αφορά το εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει δικαίωμα στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία επί τη βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) την ώρα που οι θεσμικές και κοινωνικές συζητήσεις επ’ αυτού εκτυλίσσονται σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά το Δικαστήριο με απόφασή του νομολογεί ότι η ανακουφιστική φροντίδα του ασθενούς είναι «ουσιώδης για τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς τέλους ζωής».
Στο Δικαστήριο είχε προσφύγει ένας νομικός ο οποίος εργαζόταν παλαιότερα στο ΕΔΑΔ και πάσχει από μια νευροεκφυλιστική νόσο. Είχε την προσδοκία να αναγνωριστεί από το Δικαστήριο το δικαίωμα στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν μπορεί να νομολογήσει υπέρ της κατοχύρωσης ενός τέτοιου δικαιώματος, γεγονός που θα συνεπαγόταν υποχρέωση να νομιμοποιηθεί η πρακτική στα 46 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης!
Προς υποστήριξη της απαγόρευσης της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας από τα περισσότερα κράτη-μέλη το Δικαστήριο επεσήμανε ότι «οι ευρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις και οι κίνδυνοι κατάχρησης και λάθους που συνεπάγεται ο ιατρικώς υποβοηθούμενος θάνατος βαραίνουν σε μεγάλο βαθμό στην πλάστιγγα».
Επίσης το Δικαστήριο θεωρεί ότι τα κράτη-μέλη έχουν «σημαντικό περιθώριο εκτίμησης» (margin of appreciation) σε αυτό το πεδίο, δεδομένης της ιδιαίτερα ευαίσθητης ηθικής φύσης του ζητήματος και ότι η πλειοψηφία των κρατών-μελών συνεχίζει να απαγορεύει την πρακτική βάσει του ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, τα κράτη μπορούν να συνεχίσουν να απαγορεύουν την ευθανασία και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο τους και μπορούν ακόμη και να διώξουν ποινικά όσους εμπλέκονται σε αυτές τις πρακτικές στο εξωτερικό με τους δικούς τους πολίτες.
Μόνο ένας από τους επτά δικαστές της σύνθεσης είχε την αντίθετη άποψη.
Παραθέτοντας τον γνωστό φιλόσοφο Ronald Dworkin ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε θεσπίσει ένα τέτοιο δικαίωμα χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, δυνάμει «μιας τόσο αναγκαίας και προοδευτικής ερμηνείας της Σύμβασης». Κυρίως όμως στήριξε την θέση του στον συχνά επαναλαμβανόμενο από το Δικαστήριο ισχυρισμό ότι η Σύμβαση είναι ένα «ζωντανό όργανο» (living instrument), όχι ένα σταθερό κείμενο και επομένως μπορεί να παρακαμφθεί το άρθρο 2 κατά το οποίο «εις ουδένα δύναται να επιβληθεί εκ προθέσεως θάνατος».
Τέλος, με έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα νομικό συλλογικό το Δικαστήριο επέλεξε να τονίσει ξεκάθαρα τη σημασία και την αναγκαιότητα της «υψηλής ποιότητας ανακουφιστικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε αποτελεσματική διαχείριση του πόνου», την οποία περιέγραψε ως «απαραίτητο για την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς τέλους ζωής». Για πρώτη φορά στην ιστορία του το Δικαστήριο έδωσε τόση έμφαση στην παρηγορητική φροντίδα και την παρουσίασε ότι εμπίπτει στις θετικές υποχρεώσεις των κρατών-μελών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου