ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 3η Απριλίου 2023
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην σύγχρονη διαφοροποίηση της ακαδημαϊκής θεολογίας, η οποία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει προσδεθεί στο άρμα του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Συγκρητισμού. Με χαρά και ευγνωμοσύνη ενθυμούμεθα, όσοι περάσαμε από τα έδρανα των Θεολογικών Σχολών, τους Καθηγητές μας, οι οποίοι μας εδίδασκαν την μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την αληθινή Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Σήμερα δυστυχώς με λύπη και απογοήτευση διαπιστώνουμε, ότι αυτή η βασική και θεμελιώδης αλήθεια της πίστεώς μας αμφισβητείται και ανατρέπτεται από νεώτερους καθηγητές.
Χωρίς να παραθεωρούμε την επιστημονική τους κατάρτιση, αναγκαστήκαμε πολλές φορές να ασκήσουμε επιβεβλημένη κριτική σε θέσεις και απόψεις των, που παρεκκλίνουν από την Ορθόδοξη πίστη, με βάση πάντα την Ορθόδοξη Πατερική και Κανονική μας Παράδοση και την βαθειά μας πεποίθηση, ότι εκτός αυτής δεν υπάρχει σωτηρία. Χαιρόμαστε, που μέχρι τώρα δεν υπήρξε σοβαρός αντίλογος στις εν λόγω ανακοινώσεις μας, διότι φροντίζουμε να έχουν σαφή και αυστηρή βιβλική και πατερική θεμελίωση. Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από την κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου του Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Βλασίου Φειδά, με τίτλο: «Το Σύμβολον της Πίστεως - Φύση και ιδιότητες της Εκκλησίας», σε έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μελετήσαμε με προσοχή το πολυσέλιδο πόνημα και εκ προοιμίου τονίζουμε, ότι δεν θεωρούμε απορριπτέο στο σύνολό του το σύγγραμμα του κ. Καθηγητή. Το βιβλίο είναι, κατά τη γνώμη μας, αξιόλογο μόνο σε ορισμένα κεφάλαιά του, στα οποία εκφράζεται όντως η Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Και πιο συγκεκριμένα στη διαπραγμάτευση των θεμάτων που αναφέρονται στις εκκλησιολογικές συγχύσεις της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως, στην απόρριψη του όρου «μετουσίωση» των παπικών και στην αποδοχή του όρου «μεταβολή» των τιμίων δώρων, που καθιέρωσαν οι άγιοι Πατέρες μας, στη θεολογική ανάλυση της φύσεως και των ιδιοτήτων της Εκκλησίας, όπως θεμελιώνονται στο Ιερό Σύμβολο της Πίστεως και σε ορισμένα ακόμη δευτερεύοντα θέματα.
Διαπιστώσαμε όμως δυστυχώς και αρκετές θέσεις και ισχυρισμούς, οι οποίοι κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν εκφράζουν, ούτε απηχούν την δογματική διδασκαλία και την Πατερική και Κανονική μας Παράδοση. Πρόκειται για θέσεις, οι οποίες «πάσχουν» θεολογικά και εγείρουν ερωτηματικά και αντιρρήσεις. Οι Ορθόδοξες θέσεις του βιβλίου αναμιγνύονται και συμφύρονται μ’ ένα τόσο επιδέξιο τρόπο με τις μη Ορθόδοξες, έτσι ώστε ο αναγνώστης να θεωρήσει και τις μη Ορθόδοξες, ως Ορθόδοξες. Πιο συγκεκριμένα γίνεται, κατά την ταπεινή μας γνώμη, μια προσπάθεια να «ντυθεί» με Ορθόδοξο μανδύα η πλάνη. Να πεισθεί ο αναγνώστης, ότι δήθεν οι ετερόδοξοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως αιρετικοί και εκτός της Εκκλησίας, όπως επί αιώνες εθεωρούντο μέχρι σήμερα. Ότι δήθεν ο μέχρι σήμερα γενόμενος Θεολογικός Διάλογος με τους ετεροδόξους έφερε πολλά θετικά αποτελέσματα. Ότι δήθεν η «Σύνοδος» της Κρήτης παρήγαγε ορθοδοξότατα κείμενα. Και τέλος ότι δήθεν οι Ιεροί Κανόνες δεν απαγορεύουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς παρά μόνο τα συλλείτουργα μ’ αυτούς. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η λέξη «Οικουμενισμός» πουθενά δεν αναφέρεται στο βιβλίο, λες και η εν λόγω αίρεση δεν υφίσταται. Προφανώς ο συγγραφέας θεληματικά την αγνοεί και προσπαθεί να την αποκρύψει πίσω από τη φράση «Οικουμενική Κίνηση». Ας πάρουμε όμως τα πράγματα, ένα – ένα, με τη σειρά.
***
Α) Ξεκινούμε πρώτα με την σαφώς Ορθόδοξη ανάλυση και περιγραφή, που μας δίδει γύρω από τις ιδιότητες της Εκκλησίας. Γράφει: «Η εκκλησία είναι μία, όχι μόνο γιατί, όπως συνήθως υποστηρίζεται, μία είναι η κεφαλή του εκκλησιαστικού σώματος, ήτοι ο Χριστός, ένα είναι το ζωοποιούν το εκκλησιαστικό σώμα άγιο Πνεύμα, μία είναι η πίστη του όλου εκκλησιαστικού σώματος, ένα είναι το βάπτισμα για όλα τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος κ.λ.π., αλλά κυρίως και απαραιτήτως γιατί μία είναι η τελούσα τη θεία ευχαριστία επίγεια Εκκλησία, στην οποία συγκροτείται φανερώνεται, τρέφεται και αυξάνει το ένα και μοναδικό αιώνιο ιστορικό σώμα του Χριστού, ήτοι σε κάθε συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία και σε όλες τις ανά την οικουμένη τοπικές Εκκλησίες», (σελ. 73).
Ωστόσο φαίνεται να αγνοεί εδώ ο κ. Καθηγητής, ότι οι ως άνω Ορθόδοξες θέσεις περί της μοναδικότητος της Εκκλησίας δέχθηκαν δυστυχώς, (και κατ’ επανάληψη), καίριο πλήγμα από ένα όχι τυχαίο πρόσωπο, αλλά από τον ίδιο τον παν. Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο σε κατά καιρούς δημόσιες διακηρύξεις και δηλώσεις του. Πιο συγκεκριμένα με πολλή θλίψη και οδύνη ψυχής γίναμε μάρτυρες των όσων διεκήρυξε κατά την συνάντησή του με τον «πάπα» Φραγκίσκο στα Ιεροσόλυμα τον Μάϊο του 2014. Μεταξύ άλλων ο κ. Βαρθολομαίος διατύπωσε μια καινοφανή Εκκλησιολογία, εντελώς ξένη προς την δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία παρουσιάζεται ως Μία και ταυτόχρονα διεσπασμένη εν χρόνω. Είπε: «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η ιδρυθείσα υπό του εν ‘αρχή Λόγου’, του ‘όντος προς τον Θεόν’ Λόγου, κατά τον ευαγγελιστήν της αγάπης, δυστυχώς κατά την επί γης στρατείαν αυτής, λόγω της υπερισχύσεως της ανθρωπίνης αδυναμίας και του πεπερασμένου θελήματος του ανθρωπίνου νοός, διεσπάσθη εν χρόνω. Ούτω διεμορφώθησαν καταστάσεις και ομάδες ποικίλαι εκ των οποίων εκάστη διεκδικεί ‘αυθεντίαν’ και ‘αλήθειαν’»[1]. Γύρω από την καινοφανή αυτή, όπως θα φανεί στη συνέχεια, διακήρυξη έχει ασχοληθεί η «Σύναξη κληρικών και Μοναχών», η οποία εξέδωσε σχετικό φυλλάδιο το 2015, με τίτλο: «Η νέα Εκκλησιολογία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και επίκαιρα ομολογιακά κείμενα»[2] και παραπέμπουμε εκεί για περισσότερα στοιχεία. Από το φυλλάδιο αυτό παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«…Η θέση αυτή, [περί μιας και ταυτόχρονα διεσπασμένης Εκκλησίας], συνιστά συνειδητή άρνηση τουλάχιστον της ενότητος της ‘Μιάς’ Εκκλησίας ως ιδιότητος και οντολογικού Της δεδομένου. Η συμπερίληψη της ιδιότητος αυτής στο εκκλησιολογικό άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, αποτελεί την έκφραση της αυτοσυνειδησίας και αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και κατά συνέπειαν όποιος – κληρικός, ή λαϊκός - αμφισβητεί συνειδητώς, ή απορρρίπτει την πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή οριοθετείται με κάθε ακρίβεια στους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων και ιδιαιτέρως στα μονοσήμαντα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, ευλόγως εκπίπτει από το Σώμα της Εκκλησίας, υποκείμενος σε καθαίρεση, ή αφορισμό κατά τις Οικουμενικές Συνόδους[3]»[4].
«Η σαφής υπόσχεση του Κυρίου, ότι ‘πύλαι άδου ου κατισχύσουσι’[5] της Εκκλησίας, πολλώ μάλλον επειδή ‘το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστίν και το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί’[6], καταρρίπτει κάθε ισχυρισμό του Πατριάρχου, ότι ‘υπερίσχυσεν ο ανθρώπινος παράγων’ στη β΄ χιλιετία της ιστορίας Της! Είναι σαφείς εν προκειμένω οι διαπιστώσεις των αγίων Πατέρων: Για τον Μ. Βασίλειο ο Χριστός ‘εν μέσω’ της Εκκλησίας ‘εγένετο, χαριζόμενος αυτή το μη σαλεύεσθαι’[7]· Ο Θεολόγος Γρηγόριος ονομάζει την Εκκλησία ‘κληρονομίαν Χριστού μεγάλην και ου παυσομένην, αλλ’ αεί βαδιουμένην’[8], ο δε Χρυσόστομος Ιωάννης διακηρύσσει ότι η Εκκλησία ονομάζεται από την Γραφή ‘όρος, δια το απερίτρεπτον και πέτρα, δια το άφθαρτον[9]».[10]
«Εκκλησία διῃρημένη καί διεσπασμένη είναι τραγέλαφος καί ψιλή φαντασία…. Η ενότης της δογματικής πίστεως είναι λοιπόν επίσης δεδομένον της Εκκλησίας· διότι καθώς η Κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, δεν μπορεί να διασπασθεί – ‘ου μεμέρισται ο Χριστός’[11] -, έτσι και στην Εκκλησία υφίσταται ‘εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα’[12] και όχι δογματική πολυφωνία· Η Εκκλησία διαμορφώνει ενιαία πίστη στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, ‘κατά μίαν της πίστεως και χάριν και κλήσιν τους πιστούς αλλήλοις ενοειδώς συνάπτουσα’ [13]».[14]
«Οι πεποιθήσεις αυτές του Οικουμενικού Πατριάρχου, [περί μιας και ταυτόχρονα διεσπασμένης Εκκλησίας], έχουν εμπράκτως βεβαιωθεί με διάφορες παλαιότερες εκδηλώσεις του οικουμενιστικού γίγνεσθαι: επί παραδείγματι, με την παρουσία, ή και συμπροσευχή του Οικουμενικού Πατριάρχου σε εσπερινό της Θρονικής Εορτής της Ρώμης, (Ιούνιος 1995), στην κηδεία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, (Απρίλιος 2005), σε παπική λειτουργία στο Βατικανό, (Ιούνιος 2008), σε συνεδρία της Συνόδου των Καθολικών Επισκόπων, (Οκτώβριος 2008) και στην πρώτη επίσημη λειτουργία του Πάπα Φραγκίσκου, (Μάρτιος 2013). Με την από κοινού ευλόγηση των Ορθοδόξων πιστών από τον κ. Βαρθολομαίο και τον Καρδινάλιο Cassidy, (Φανάρι, Θρονική Εορτή 1992), καθώς και με τη συμμετοχή του Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στο Φανάρι, (Νοέμβριος 2006), όπου ο Πάπας, φορώντας ωμοφόριο, απήγγειλε το ‘Πάτερ ημών’ και του εψάλη Πολυχρόνιον!….Ακόμη, με την επίδοση αγίου Ποτηρίου ως δώρου στον νεοεκλεγέντα ουνίτη, (εν Αθήναις), επίσκοπο ‘Καρκαβίας’, Δημήτριο Σαλάχα, (Μάιος 2008). Με τη συμμετοχή του παπικού επισκόπου Louis Pelâtre στον εσπερινό της αγάπης στο Φανάρι το Πάσχα του 2009, έθος που συνεχίσθηκε και τα επόμενα έτη, με είσοδο των ετεροδόξων στο ιερό Βήμα διά της Ωραίας Πύλης. Με τη συμμετοχή του κ. Βαρθολομαίου στη Σύνοδο των Αγγλικανών στο Labeth Palace, (Νοέμβριος 1993)».[15]
Ερωτούμε τον κ. Καθηγητή: Πολύ ορθά κ. Καθηγητά μας παραθέτετε την Ορθόδοξη διδασκαλία για την μοναδικότητα και την ενότητα της Εκκλησίας. Γιατί όμως θεληματικά αγνοείτε και αποσιωπάτε, όσα κακόδοξα διεκήρυξε ο κ. Βαρθολομαίος; Γιατί δεν διαμαρτυρηθήκατε και γιατί δεν ανατρέψετε τις εν λόγω κακόδοξες θέσεις;
Β) Στη συνέχεια ο κ. Καθηγητής στις σελίδες 125 - 147 στα κεφάλαια με τίτλους: «Η εκκλησιολογία της Εγκυκλίου της Αγίας και Μεγάλης συνόδου, (Κρήτη 2016)» και «Η Εγκύκλιος της Συνόδου και οι ιδιότητες της Εκκλησίας», μας ομιλεί για τη «Σύνοδο» της Κρήτης και τα κείμενά της, με ειδικότερη αναφορά στην «Εγκύκλιο» και στον «Κανονισμό Λειτουργίας» της. Κατ’ αρχήν δεν βρήκαμε στα δύο αυτά κεφάλαια την παραμικρή κριτική σχετικά με την εν λόγω «Σύνοδο». Ούτε για τον τρόπο συγκροτήσεώς της, ούτε για τις αποφάσεις της, ούτε για τις αθέμιτες μεθοδεύσεις που επιχειρήθηκαν σ’ αυτήν. Κατά τον συγγραφέα η «Σύνοδος» ήταν πέρα για πέρα Ορθόδοξη και αποτελούσε την αυθεντική συνέχεια των εννέα Οικουμενικών Συνόδων, στην οποία, εκφράσθηκε «η συνοδική συνείδηση της πατερικής παραδόσεως», (σελ.126). Αυτή «η συνοδική συνείδηση» ειδικότερα εκφράσθηκε και διακηρύχθηκε στον «Κανονισμό Λειτουργίας» της που εγκρίθηκε ομοφώνως από τη Σύναξη των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος…αποτελεί αυθεντικήν έκφρασιν της κανονικής παραδόσεως και της διαχρονικής εκκλησιαστικής πράξεως διά την λειτουργία του δυνοδικού συστήματος εν τη μια, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία (=Ορθοδόξω), και συγκαλείται υπό της Α.Θ. παναγιότητος του οικουμενικού πατριάρχου και των μακαριωτάτων προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων αυτοκεφάλων ορθοδόξων Εκκλησιών, συγκροτείται δε υπό των ορισθέντων μελών των αντιπροσώπων αυτών», (σελ. 127).
Ωστόσο φαίνεται να αγνοεί ο κ. Καθηγητής, ότι τόσον η παραπάνω διακήρυξη του «Κανονισμού», όσον επίσης και τα οκτώ κείμενα που παρήγαγε η «Σύνοδος» προκάλεσαν θυελλώδεις αντιδράσεις και δέχθηκαν δριμύτατη κριτική από πνευματικούς άνδρες και θεολογικές προσωπικότητες της εποχής μας, εγνωσμένου κύρους. Οι εύστοχες παρατηρήσεις τους, οι οποίες εκφράσθηκαν σε Ορθόδοξες Επιστημονικές Ημερίδες, (πριν και μετά τη «Σύνοδο») και σε κείμενα και δημοσιεύσεις τους, (που αποτελούν μνημεία Ορθοδόξου Θεολογίας), δυστυχώς προκλητικά αγνοήθηκαν μέχρι σήμερα από τους αρμοδίους εκκλησιαστικούς ηγέτες. Αγνοήθηκαν δυστυχώς και από τον κ. Καθηγητή. Γιατί άραγε; Δεν θα έπρεπε να κάνει τον κόπο, να τις μελετήσει, να τις σχολιάσει και, εφ’ όσον πιστεύει ότι δεν είναι σύμφωνες με την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, να τις ανατρέψει;
Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: Στη Θεολογική - Επιστημονικὴ Ημερίδα που διοργάνωσε η Ι. Μητρόπολις Πειραιώς στις 23 Μαρτίου 2016 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας Πειραιώς επισημάνθηκαν, (επί τη βάσει των εγκριθέντων προσυνοδικών κειμένων), μεταξύ άλλων τα εξής:
«1. Υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος. Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνον εικοσιτεσσάρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης, ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμό, ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι ‘χριστιανοί της Δύσεως’, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της να έχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο και ισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά ούτε και Πανορθόδοξος, μπορεί να αποκληθεί η εν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.
2. Εξ’ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτό απαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος - μία Εκκλησία, με απαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται να έχει ιδική του ψήφο, και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων, να ισχύσει η αρχή: ‘η ψήφος των πλειόνων κρατείτω’.
3. Απαράδεκτο θεωρούμε επίσης να προαποφασίζονται τα θέματα και ο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών να έχει εκφράσει συνοδικώς την επί των θεμάτων αυτών τοποθέτησή των.
4. Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων, μας βεβαιώνει ότι αυτές συνεκαλούντο κάθε φορά που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματική εμπειρία της εκκλησιαστικής αλήθειας και την έκφρασή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται όχι για να οριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμική αναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού».[16]
Τι έχει να πεί ο κ. καθηγητής πάνω στις ορθότατες αυτές διαπιστώσεις;
Πέραν αυτών, φαίνεται να αγνοεί ο κ. Καθηγητής ότι:
Η «Σύνοδος» αυτή συγκλήθηκε κατά παράβαση του «Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας», που υπογράφτηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο εν λόγω «Κανονισμός» μεταξύ άλλων προέβλεπε, ότι η Σύνοδος «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών», (αρθ.1). Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας και Αντιοχείας), ζήτησαν την αναβολή της με σκοπό την εκ νέου μελέτη των προσυνοδικών κειμένων, διότι αυτά περιείχαν αντιφάσεις, ασάφειες και κακόδοξες διατυπώσεις. Επειδή όμως το αίτημά τους απερρίφθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τελικά αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στη «Σύνοδο». Επειδή λοιπόν η «Σύνοδος» συνεκλήθη χωρίς την σύμφωνη γνώμη όλων των Προκαθημένων και επειδή παρεβιάσθη το άρθρο 1 του «Κανονισμού», πρέπει να θεωρηθεί ως άκυρη. Γι’ αυτό άλλωστε και έχασε τον πανορθόδοξο χαρακτήρα της, αφού δεν αναγνωρίσθηκε από τα 2/3 περίπου της παγκοσμίου Ορθοδοξίας. Τι έχει να μας πει ο κ. Καθηγητής επ’ αυτών;
Οι επισημάνσεις - προβλέψεις της ως άνω μνημονευθείσης Θεολογικής - Επιστημονικὴς Ημερίδος, επαληθεύτηκαν πέρα για πέρα μετά την πραγματοποίηση της εν λόγω «Συνόδου». Η μελέτη των οκτώ Συνοδικών Κειμένων που αυτή παρήγαγε, του τρόπου με τον οποίο λειτούργησε και των γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια των συνεδριάσεων και στο παρασκήνιο, μας οδηγούν μεταξύ άλλων στα εξής συμπεράσματα:
Ότι η «Σύνοδος» αυτή:
1) Δεν αποτελεί οργανική συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων, διότι δεν έχει τίποτε κοινό μ’ αυτές. Και τούτο διότι: α) Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι συνεκαλούντο πρωτίστως και κυρίως, για να καταδικάσουν αιρέσεις της εποχής των. Η «Σύνοδος» της Κρήτης καμιά αίρεση δεν επεσήμανε, ούτε κατεδίκασε. Η λέξη αίρεση είναι άγνωστη στα κείμενά της. Αντίθετα μάλιστα κατοχύρωσε και νομιμοποίησε συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού β) Προσκάλεσε εκπροσώπους των αιρετικών κοινοτήτων των Παπικών, Προτεσταντών και Μονοφυσιτών ως τιμώμενα πρόσωπα, κάτι που είναι μια πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν υπήρξε το φαινόμενο να προσκαλούνται αιρετικοί ως τιμώμενα πρόσωπα, αλλά πάντοτε ως υπόδικοι και ως απολογούμενοι, ως ένοχοι αιρετικών διδασκαλιών. γ) Οι αποφάσεις που έλαβε ήταν προαποφασισμένες. Οι προειλημμένες αποφάσεις, όπου ο ανθρώπινος παράγων παίζει τον κυρίαρχο, ή και τον αποκλειστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, αποτελούν κατ’ ουσίαν εμπαιγμό του αγίου Πνεύματος και ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Πως είναι δυνατό με τέτοιου είδους ανθρώπινες μεθοδεύσεις, ξένες προς την Παράδοση της Εκκλησίας μας, να θεωρηθεί μια τέτοια Σύνοδος ως γεγονός Πεντηκοστής, όπου θα πνεύσει και θα ομιλήσει δια των Συνοδικών μελών το ίδιο το άγιο Πνεύμα, αφού οι αποφάσεις είναι ήδη προειλλημμένες;
2) Αυτοαναγορεύθηκε ως η υπέρτατη αυθεντία και ο έσχατος κριτής σε θέματα πίστεως και επομένως παραθεωρήθηκε το γεγονός ότι έσχατος κριτής, της ορθότητος και της εγκυρότητος των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας, το οποίο με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, ή απορρίπτει τις αποφάσεις των Συνόδων. Μια ματιά στην Εκκλησιαστική μας Ιστορία επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
3) Στο παρασκήνιο της «Συνόδου» χρησιμοποιήθηκαν αθέμιτες μεθοδεύσεις και ασκήθηκαν απαράδεκτες πιέσεις προς τους ολίγους εκείνους επισκόπους, που δεν δέχθηκαν να υπογράψουν το κακόδοξο κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος αποκάλυψε, ότι δέχτηκε απίστευτες ύβρεις και απειλές από επισκόπους, επειδή υπερασπίσθηκε την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας ως την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Σε δημοσίευμά του με τίτλο: «Γιατί δεν υπέγραψα» αποκάλυψε τα εξής: «Ένας ακόµη λόγος, που δεν είναι βέβαια και ουσιαστικός, αλλά έχει ένα ειδικό βάρος, είναι ότι ασκήθηκε έντονη λεκτική κριτική προς την Εκκλησία της Ελλάδος για την απόφασή της. Βέβαια, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυµος απέρριψε µέ πολύ σηµαντικό λόγο την υβριστική αυτή τοποθέτηση. Τελικά, όµως, η αντίδραση αυτή έπαιξε έναν ψυχολογικό ρόλο στην διαµόρφωση της άλλης πρότασης. Τουλάχιστον εγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση και υβριστική αντιµετώπιση από Ιεράρχες για την στάση µου, πληροφορήθηκα δε ότι πιέσεις δέχθηκαν και άλλοι Αρχιερείς της Εκκλησίας µας. Και επειδή πάντοτε ενεργώ µέ ψυχραιµία, νηφιαλιότητα και ελευθερία, δεν µπορούσα να αποδεχθώ τέτοιες υβριστικές πρακτικές».[17] Επίσης από την 25μελή αντιπροσωπία της Εκκλησίας της Σερβίας οι δεκαεπτά αρνήθηκαν να υπογράψουν το προβληματικό ως άνω κείμενο. Επειδή όμως το εψήφισε ο προκαθήμενος, θεωρήθηκε εψηφισμένο από όλους, μολονότι η πλειοψηφία το απέρριψε.
Τι έχει να μας πεί ο κ. καθηγητής πάνω στις ορθότατες αυτές διαπιστώσεις;
Γ) Στις σελίδες 227-228, αναφερόμενος στο συνοδικό κείμενο με τίτλο «H σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» αναφέρει: «‘Κατά την οντολογικήν φύσιν της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθεί’. Παρά ταύτα η αγία και μεγάλη σύνοδος έκρινε τελικώς αναγκαία την αποδοχήν, κατ’ οικονομίαν εκκλησιαστικήν, ότι ‘η ορθόδοξος εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής Εκκλησιών, ή ομολογιών’». Ωστόσο οι παρά πάνω φράσεις δέχθηκαν θυελλώδεις αντιδράσεις και σκληρή κριτική από πολλά, εγνωσμένου θεολογικού κύρους, πρόσωπα και φορείς, οι οποίοι με παρεμβάσεις των επεσήμαναν ότι «πάσχει» σοβαρά θεολογικά. Πιο συγκεκριμένα:
α) Χρησιμοποιείται ο όρος «Εκκλησία» αδιακρίτως για τους Ορθοδόξους και για τους ετεροδόξους αιρετικούς, με αποτέλεσμα να μην οριοθετείται με σαφήνεια η Ορθοδοξία από την αίρεση, η αλήθεια από το ψεύδος. Ενώ στην παράγραφο 1 ορθότατα διακηρύσσεται ότι: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ούσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία…», παρά κάτω στην 6η παράγραφο διατυπώνεται: «Παρά ταύτα, η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Στη δεύτερη πρόταση έχουμε αφ’ ενός μεν κακόδοξη διατύπωση και αφ’ ετέρου αντίφαση σε σχέση με την πρώτη. Είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτός ο όρος «Εκκλησία» στους ετεροδόξους, επειδή αυτοί έχουν καταδικασθεί από Ορθόδοξες Οικουμενικές Συνόδους ως αιρετικοί και έχουν αποκοπεί από το σώμα της. Ο όρος «ετερόδοξη Εκκλησία», είναι αντιφατικός, αφού οι δύο λέξεις αλληλοαναιρούνται. Και τούτο διότι η λέξη «ετερόδοξος», σημαίνει εκείνον που πιστεύει διαφορετικά από την πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δηλαδή σημαίνει τον αιρετικό. Δεν υπάρχουν «ετερόδοξες Εκκλησίες», επειδή δεν υπάρχει ετερόδοξος Χριστός.
Η προσπάθεια να δικαιολογηθή ο όρος «ετερόδοξες Εκκλησίες», ως «τεχνικός όρο», είναι άστοχη, διότι η Εκκλησία ουδέποτε σε προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους, χρησιμοποίησε «τεχνικούς όρους», για να εκφράσει τη δογματική της διδασκαλία, αλλά πάντοτε οι συνοδικοί Πατέρες φρόντιζαν να διατυπώσουν τις δογματικές αλήθειες της πίστεως με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και ακρίβεια. Ώφειλε λοιπόν και η «Σύνοδος» της Κρήτης να εκφράσει την δογματική της αυτοσυνειδησία με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και ακρίβεια, έτσι ώστε να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο παρερμηνείας, ή αντιφάσεως.
β) Μία άλλη δικαιολογία που προβλήθηκε είναι ότι με την φράση «ιστορική ονομασία», αποκλείσθηκε η απόδοση εκκλησιαστικότητος στους ετεροδόξους. Ωστόσο, δεν ευσταθεί, διότι η φράση «ιστορική ονομασία», ισοδυναμεί με τη φράση «ιστορική υπάρξη», αφού ποτέ δεν ονομάζουμε κάτι που δεν υπάρχει. Η χρησιμοποίηση του ορου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους κατ’ ουσίαν εισάγει στην Ορθόδοξη θεολογία μία νέα αιρετίζουσα εκκλησιολογία, η οποία δεν έχει απολύτως καμμία σχέση με την Ορθόδοξη θεολογία και πατερική Παράδοση. Αποτελεί εισαγωγή της προτεσταντικής θεωρίας των «κλάδων», όπως επισημαίνει ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Δ. Τσελεγγίδης και της νέας εκκλησιολογίας της Β΄ Βατικανὴς Συνόδου.[18]
γ) Παρουσιάζεται η Εκκλησία ως μία και αδιαίρετη και ταυτόχρονα ως διεσπασμένη. Ενώ δηλαδή στην 6η παράγραφο διατυπώνεται: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας, η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή», παράλληλα διατυπώνεται στην ίδια παράγραφο η ύπαρξη και άλλων «Εκκλησιών» με τις οποίες η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν βρίσκεται σε εκκλησιαστική κοινωνία: «…άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Όμως, η απουσία εκκλησιαστικής κοινωνίας με τις «άλλες» αυτές «Εκκλησίες» υποδηλώνει διαίρεση και διάσπαση. Παράλληλα, ενώ στο κείμενο γίνεται κατά κόρον λόγος για «αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητος», πουθενά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια, των ετεροδόξων, απάρνηση των κακοδοξιών των και επιστροφή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, πράγμα που φανερώνει ότι το ζητούμενο είναι η ενότητα των «Εκκλησιών» παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές και όχι η ενότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Για περισσότερα στοιχεία γύρω από τη συγκρότηση, τις αποφάσεις και την κριτική που δέχθηκε η εν λόγω «Σύνοδος», παραπέμπουμε τον κ. Καθηγητή στη μελέτη μας με τίτλο: «Η «Σύνοδος της Κρήτης, (2016), Προπαρασκευή – Συγκρότηση- Αποφάσεις- Συνέπειες».[19]
Τι έχει να μας πεί ο κ. καθηγητής επ’ αυτών;
Δ) Στο κεφάλαιο με τίτλο: «Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους Ιερούς Κανόνας», (σελ. 262 - 295), ο κ. Καθηγητής διαπραγματεύεται τόσο το ζήτημα της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση και τα διαχριστιανικά όργανα, όσο και αυτό των συμπροσευχών με τους ετεροδόξους. Ειδικότερα στη σελ. 263 γράφει: «Η συμμετοχή λοιπόν της ορθοδόξου Εκκλησίας εις την ίδρυσιν (1948) του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, (ΠΣΕ), ως ενός θεσμικού οργάνου δια τον συντονισμόν της συνεργασίας των Χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών ενώπιον της κοινής πλέον απειλής δι’ ολόκληρον τον χριστιανικόν κόσμον ήτο όχι μόνον οφειλετική, αλλά και διορατική πρωτοβουλία του οικουμενικού πατριαρχείου δια την υποστήριξη των εμπεριστάτων ορθοδόξων Εκκλησιών».
Φαίνεται να αγνοεί ωστόσο ο κ. Καθηγητής ότι οι Ιεροί Κανόνες, (όπως αυτοί καταχωρούνται στο Ιερό Πηδάλιο της Εκκλησίας), επειδή έχουν διαχρονικό και θεόπνευστο κύρος, θεσπίσθηκαν από τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες για να αποτελούν γνώμονα και οδηγό στην πορεία πλεύσεως όλων των Τοπικών Εκκλησιών, (μηδέ του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξαιρουμένου), ασχέτως των οιονδήποτε παγκοσμίων αλλαγών, η μεταβολών, η ανακατατάξεων, η «απειλών». Διότι αλλοίμονο αν η Εκκλησία προσδιορίζει τις όποιες ενέργειές της με κοσμικά και πολιτικά κριτήρια και όχι με καθαρά θεολογικά, με γνώμονα δηλαδή την Αγία Γραφή και τους Ιερούς Κανόνες. Στην περίπτωση αυτή εκτροχιάζεται, εκκοσμικεύεται και εκπίπτει της αποστολής της. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο ομότιμος Καθηγητής πρωτοπ. π. Θεόδωρος Ζήσης: «Η επίκληση ιστορικών αλλαγών, νοοτροπίας, εποχής, εκκλησιαστικών συμφερόντων, δυσμενών ιστορικών συνθηκών, οι οποίες δήθεν επιβάλλουν τα οικουμενιστικά ανοίγματα, δεν έχει κανένα θεολογικό και ιστορικό έρεισμα. Ουδέποτε η Εκκλησία βρέθηκε σε χειρότερη κατάσταση από την σκληρή εποχή των διωγμών κατά τους τρεις πρώτους αιώνες. Τότε δεν ανέδειξε οικουμενιστές κληρικούς και θεολόγους για να την προσαρμόσουν και να την εκκοσμικεύσουν, ταυτίζοντάς την με τις αιρέσεις και τις άλλες θρησκείες, αλλά μάρτυρας και ομολογητάς. Η ανθρώπινες συμμαχίες και η ανθρώπινη ισχύς αφαιρούν την θεϊκή συμμαχία, ‘κενώνουν’, αδειάζουν την δύναμη του σταυρού και εξασθενούν την Εκκλησία…Το ίδιο συνέβη και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και την σκληρή δουλεία και καταπίεση που επέβαλε ο αλλόθρησκος κατακτητής».[20]
Αν μελετήσουμε την ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ΠΣΕ με βάση τους Ιερούς Κανόνες, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη, η συνύπαρξη και συνεργασία της με τις αιρετικές προτεσταντικές ομολογίες συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Όπως επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κυρός Κων. Μουρατίδης: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνοθύλευμα των αιρέσεων του ΠΣΕ προσκρούει ‘α πριόρι’ και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της μιας, αγίας καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Διότι αλλεπάληλλα και βεβαίως αναπάντητα παραμένουν εν προκειμένω τα ερωτήματα: Πως συμβιβάζεται η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας διεκδικουμένη αποκλειστική υπ’ αυτής ταύτησις μετά της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας προς την συμμετοχήν αυτής εις το ΠΣΕ;…Πως είναι δυνατόν η μία αγία Εκκλησία του Χριστού να συμμετέχη ως μέλος, να εντάσσεται μετά των άλλων αιρέσεων ισοτίμως και εκ πολλών απόψεων να τίθεται εις απείρως μειονεκτικωτέραν θέσιν έναντι των αιρέσεων, εις ένα κανονισμόν και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις της πλειοψηφίας των αιρετικών; Πως είναι δυνατόν η Μία, Αγία Εκκλησία να μετέχει ενός οργανισμού, εντός του οποίου να συνεργάζεται μεθ’ αιρετικών, να συμπροσεύχεται μετ’ αυτών και να λαμβάνει θέσιν από κοινού μετ’ αυτών ως εκπροσώπων της Χριστιανικής Πίστεως εις τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος; Ή το έτι χείρον, να συντάσσωνται θεολογικά κείμενα υπό αιρετικών και εν πλήρει σχεδόν απουσία των Ορθοδόξων και να εκπροσωπούν τρόπον τινά τα κείμενα αυτά και την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν; Έτι πλέον. Πως είναι δυνατόν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία να μετέχει εις ένα οργανισμόν, η συμμετοχή εις τον οποίον να συνεπάγηται την αλλοτρίωσιν θεμελιώδους δικαιώματος της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, του επανευαγγελισμού δηλαδή και της επαναφοράς των αιρετικών εις την Εκκλησίαν, εξ’ ης απεσχίσθησαν, δεδομένου ότι ως γνωστόν, βασική υποχρέωσις των μετεχουσών εις το ΠΣΕ ‘Εκκλησιών’ είναι και η μη άσκησις προσηλυτισμού; Τέλος δέον ιδιαιτέρως να υπογραμμισθή το γεγονός, ότι δια της συμμετοχής της εις το ΠΣΕ η Ορθοδοξία παρητήθη κατ’ ουσίαν της οικουμενικής αυτής αποστολής υπέρ του ΠΣΕ, όπερ και κατά την γνώμην μου συνιστά το μέγιστον και πλέον οδυνηρόν πλήγμα κατά του απολυτρωτικού έργου, το οποίον είναι κεκλημένη να επιτελέση εν μέσω του συγχρόνου κόσμου».[21]
Πάνω στο ίδιο θέμα ο εσχάτως αγιοκαταταχθείς άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία!».[22]
Τι έχει να πεί ο κ. καθηγητής πάνω στις ορθότατες αυτές διαπιστώσεις;
Στη σελ. 265 προσθέτει: «Ούτως η συμμετοχή εις την οικουμενική κίνησιν εχαρακτηρίσθη αυθαιρέτως και επιπολαίως ως ‘προδοσία’ της ορθοδοξίας διότι ήτο δήθεν εις πλήρη αντίθεσιν προς την ορθόδοξον κανονικήν παράδοσιν και επικίνδυνος διά το ορθόδοξον φρόνημα». Το ότι η συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση, (και κατ’ επέκταση στο ΠΣΕ), έρχεται πράγματι σε πλήρη αντίθεση προς την Ορθόδοξη Κανονική Παράδοση, αποδείχθηκε με όσα παραπάνω παραθέσαμε. Ο δε χαρακτηρισμός ως «προδοσία» της Ορθοδοξίας δεν είναι ιδικός μας, αλλά του κορυφαίου δογματικού θεολόγου και αγίου της Εκκλησίας μας Ιουστίνου του Πόποβιτς: «Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία!». Ο παραπάνω χαρακτηρισμός ενός όχι τυχαίου θεολόγου, αλλά ενός αγίου και θεοφωτίστου ανδρός της Εκκλησίας μας θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον να προβληματίσει τον κ. Καθηγητή και να τον βοηθήσει να αλλάξει ριζικά τη στάση του στο εν λόγω θέμα.
Στη σελίδα 263 γράφει: «Αι περίφημοι Εγκύκλιοι επιστολαί του οικουμενικού πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ (1902,1904) έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου και προέτειναν την προώθησιν της ιδέας ενός εποοκοδομητικού διαλόγου μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών, διά την κοινήν αντιμετώπισιν της επερχομένης λαίλαπος…». Ρωτάμε τον κ. καθηγητή: Γνωρίζει άραγε, ποιος πράγματι υπήρξε ο ως άνω Πατριάρχης, τον οποίο με τόση καύχηση εγκωμιάζει; Ο μοναχός π. Σεραφείμ Ζήσης σέ μία πολλή σημαντική μελέτη του μέ τίτλο: «Στοιχεία επιδράσεως της Μασονίας στόν πρώιμο ελληνικό Οικουμενισμό»,[23] μας αποκαλύπτει, με ντοκουμέντα και αδιάσειστες μαρτυρίες την μασονική ιδιότητα του εν λόγω Πατριάρχου. Γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ της Κωνσταντινουπόλεως (1878-1884 και 1901-1912)· Αναφέρεται ως μασόνος σε διάφορες μασονικές πηγές. Επί παραδείγματι στον επίσημο ιστοχώρο της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος,[24] στο (δίτομο) έργο του Μιχάλη Φυσεντζίδη, ‘Επιφανείς και Διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες’[25] και επίσης στην Εγκυκλοπαιδεία της Ελευθέρας Τεκτονικής του Νέστορος Λάσκαρι, (1951), επανεκδοθείσα ως ‘Το Μαύρο Λεξικό της Ελληνικής Μασονίας’ από τον πρώην Ελευθεροτέκτονα και αργότερα αντι-Μασόνο συγγραφέα και δημοσιογράφο, κυρό Βασίλη Λαμπρόπουλο».[26]
Ε) Στο ίδιο ως άνω κεφάλαιο με τίτλο: «Το ζήτημα της συμπροσευχής…», διαπραγματεύεται και το θέμα των συμπροσευχών με τους ετεροδόξους, οι οποίες σαφέστατα απαγορεύονται από πλήθος Ιερών Κανόνων, (ι, ια, με, μστ, ξδ των αγίων Αποστόλων, στ, θ, λα, λβ, λγ της Συνόδου της Λαοδικείας, θ του Τιμοθέου Αλεξανδρείας κ.α.). Και ενώ οι Ιεροί Κανόνες είναι σαφέστατοι, ώστε να μην επιδέχονται καμία παρερμηνεία, ο κ. Καθηγητής προσπαθεί να δώσει μια διαφορετική ερμηνεία σ’ αυτούς και να πείσει τον αναγνώστη, ότι όταν οι Ιεροί Κανόνες χρησιμοποιούν το ρήμα «συνεύχεσθαι» δεν εννοούν την συμπροσευχή, αλλά τη συλλειτουργία με τους ετεροδόξους. Γράφει: «Συνεπώς η αληθής έννοια των ανωτέρω κανόνων αναφέρεται εις μόνην την εύλογον και αυτονόητον απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν αυτών εις πάσαν άλλην προσευχήν» (σελ. 275). Στη σελ. 273 προσθέτει: «Συνεπώς είναι ευνόητον ότι ο ΜΕ΄ και οι λοιποί σχετικοί Αποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε το ‘συνεύχεσθαι’ προς πράξεις συλλειτουργίας, ή συνιερουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των αιρετικών».
Εδώ μόλις είναι ανάγκη να επισημάνουμε, ότι άλλο είναι το νοηματικό περιεχόμενο του ρήματος «συνεύχεσθαι» και άλλο αυτό του ρήματος «συλλειτουργείν», ή «συνιερουργείν». Την διαφορά των δύο ρημάτων την γνωρίζουν σαφέστατα τόσον οι συντάκτες των Ιερών Κανόνων, όσον και οι κανονολόγοι Θεόδωρος Βαλσαμών, Ιωάννης Ζωναράς και άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, τους οποίους επικαλείται, (αν και επιλεκτικά), ο κ. Καθηγητής. Γι’ αυτό και ουδέποτε συγχέουν, ή ταυτίζουν το νοηματικό περιεχόμενο των δύο ρημάτων. Για τους παραπάνω κορυφαίους κανονολόγους τόσον η συμπροσευχή, όσο και η συλλειτουργία με τους ετεροδόξους απαγορεύονται ρητά από τους Ιερούς Κανόνες. Το ότι «οι Αποστολικοί Κανόνες συνδέουν πάντοτε το ‘συνεύχεσθαι’ προς πράξεις συλλειτουργίας, ή συνιερουργίας», σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι και ταυτίζουν το «συνεύχεσθαι» προς το «συλλειτουργείν». Απλώς νομοθετούν πάνω σε δύο διαφορετικά ζητήματα. Γι’ αυτό άλλωστε και επιβάλλουν διαφορετικές ποινές κατά περίπτωση.
Ο πρωτοπρ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, (Μ.Θ.), σε μελέτη του με τίτλο: «Η συμπροσευχή με αιρετικούς. Προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας»[27] παρατηρεί σχετικά ότι: «Όταν ο Κανόνας Ι΄ των αγίων Αποστόλων επιβάλλει αφορισμό σε όποιον ‘καν εν οίκω συνεύξηται’ με ακοινώνητον, (αιρετικό, ή αφορισμένο), προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση της Θ. Λειτουργίας, διότι η τέλεση Θ. Λειτουργίας εν οίκω απαγορεύεται αυστηρά σύμφωνα με τον Κανόνα ΝΗ΄ της εν Λαοδικεία Συνόδου. Άρα με το ‘καν εν οίκω συνεύξηται’ εννοεί οποιαδήποτε άλλη συμπροσευχή….Ο Κανόνας ΜΕ΄ των αγίων Αποστόλων είναι σαφής και αντιδιαστέλλει πλήρως την απλή συμπροσευχή με αιρετικούς από την τέλεση οποιασδήποτε ιερατικής πράξεως, άρα και Θ. Λειτουργίας…Όταν ο Κανών ΞΕ΄ των αγίων Αποστόλων απαγορεύει την είσοδο σε Ιουδαϊκή, ή αιρετική Σύναξη με σκοπό την προσευχή δεν εννοεί ασφαλώς τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία και σε ‘κοινό ποτήριο’ διότι στην Ιουδαϊκή Συναγωγή ποτέ δεν τελείται Θ. Ευχαριστία, ούτε μπορεί να υπάρξει ‘κοινό ποτήριο’. Ασφαλώς εννοεί την απλή προσευχή και αυτήν απαγορεύει».[28]
Ο αρχ. π. Κύριλλος Κωστόπουλος, ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών και δρ. Θεολογίας σε μελέτη του με τίτλο «Συμπροσευχή. Η αντικανονικότητα του ‘συνεύχεσθαι’ με αιρετικούς»,[29] σε πλήρη συμφωνία με τον π. Αναστάσιο παρατηρεί σχετικά τα εξής: Αναφερόμενος στον ΜΕ΄ Κανόνα των αγίων Αποστόλων, γράφει: «Σύμφωνα με την διευκρίνηση που ακολουθεί στο κείμενο του Κανόνος, το επιτίμιο του αφορισμού αφορά σε κάθε πράξη η οποία φανερώνει απλή προσευχή δύο, ή περισσοτέρων προσώπων, όπου συνευρίσκονται Ορθόδοξοι κληρικοί ομού μετά αιρετικών, χωρίς να λαμβάνει χώρα κάποια ιερατική πράξη και ευλογία».[30] Αναφερόμενος στον Ι΄ Αποστολικό Κανόνα παρατηρεί: «Η φράση του Κανόνος ‘καν εν οίκω’ φανερώνει την καθολική απαγόρευση της οποιασδήπτε συμπροσευχής με ακοινώνητο - αιρετικό και προφανώς δεν αναφέρεται σε συλλειτουργία».[31]
Με βάση την παρά πάνω ερμηνεία των Ιερών Κανόνων ο κ. Καθηγητής προχωρεί στη συνέχεια και σε άλλα περαιτέρω συμπεράσματα. Στη σελίδα 262 ισχυρίζεται ότι «το ζήτημα της συμμετοχής ορθοδόξων κληρικών και λαϊκών εις προσευχάς μετά των ετεροδόξων είναι αναπόφευκτος συνέπεια των επισήμων αποφάσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να συμμετέχει δι’ εκπροσώπων εις τα θεσμικά όργανα και τας δραστηριότητας της συγχρόνου Οικουμενικής Κινήσεως δια την ενότητα των Χριστιανών». Στη σελίδα 267 τις δικαιολογεί ως «ζήτημα αληθούς εννοίας» των Ιερών Κανόνων.
Στη σελίδα 295 αποφαίνεται ότι «κατά την ορθήν ερμηνείαν των προαναφερομένων σχετικών Κανόνων, (ι, ια, με, μστ, ξδ Αποστόλων, στ, θ, λα, λβ, λγ Λαοδικείας, θ Τιμοθέου Αλεξανδρείας κλπ), [η ορθόδοξος Εκκλησία], όχι μόνον δέχεται την παρουσίαν ετεροδόξων εις την ορθόδοξον θείαν Λειτουργίαν, αλλά και θεωρεί αυτονόητον την μετ’ αυτών κοινήν προσευχήν εις τον διάλογον διά την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας». Ιδιαίτερα μας εκπλήσσει η εκτίμησή του ότι την χαρακτηρίζει ως «αυτονόητον»! Με άλλα λόγια, οι άγιοι Πατέρες άλλα αποφάσιζαν και θέσπιζαν και άλλα εννοούσαν! Και ενώ για το σύνολο εκκλησιαστικό σώμα, τόσον οι συμπροσευχές, όσο και η «παρουσία ετεροδόξων εις την ορθόδοξον θείαν Λειτουργίαν», επί πολλούς αιώνες δεν ήταν καθόλου αυτονόητες, έγιναν αυτονόητες εδώ και μερικές δεκαετίες! Μάλιστα στη σελίδα 286 προσθέτει ότι οι Ιεροί Κανόνες ενθαρρύνουν τις συμπροσευχές. Γράφει: «… προς την αληθή έννοιαν τόσον του ασαφούς γράμματος, όσον και του σαφούς πνεύματος των προβαλλομένων Ιερών Κανόνων, οι οποίοι όχι μόνον ανέχονται, αλλά και ενθαρρύνουν την κοινήν προσευχήν προς ενίσχυσιν της εκπεφρασμένης διαθέσεως εποικοδομητικού θεολογικού διαλόγου δια την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος»! Δεν μας λέει όμως σε ποιό Ιερό Κανόνα συνάντησε «ανοχή και ενθάρρυνση» για συμπροσευχές με τους αιρετικούς!
Σε άλλο σημείο, στη σελίδα 268, αρνείται την διαχρονική ισχύ των Ιερών Κανόνων. Γράφει: «Ούτως οι αναφερόμενοι εις το πρόβλημα της συμπροσευχής των ορθοδόξων μετά των αιρετικών ι. κανόνες δεν δύνανται να κατανοηθούν και πολλώ μάλλον να ερμηνευθούν εις τας πραγματικάς διαστάσεις αυτών, χωρίς σαφή αναφοράν αυτών εις τας επικινδύνους δια την ενότητα της Εκκλησίας καταστάσεις του Δ΄ αιώνος…»! Κατά τον κ. Καθηγητή οι παρά πάνω διαχρονικού και θεοπνεύστου κύρους Ιεροί Κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται διαφορετικά σε κάθε εποχή, ανάλογα με τα προβλήματα και τις «καταστάσεις» που αντιμετωπίζει η Εκκλησία. Είχαν τη σημασία τους και την ποιμαντική σκοπιμότητά τους τον 4ον αιώνα, ενώ σήμερα ούτε λίγο, ούτε πολύ είναι ανεφάρμοστοι και απαιτείται, αν όχι η κατάργησή τους, τουλάχιστον η επανερμηνεία τους με βάση τα σημερινά δεδομένα!
Στη σελίδα 287 αναφέρει το εξής παράδοξο: «… η παρουσία αυτών (σ.σ. των ετεροδόξων) εις την ορθόδοξον θείαν Λειτουργίαν», θεωρείται αναγκαία, «όχι μόνον διότι εις ουδέν βλάπτει», [προφανώς τους ορθοδόξους], «αλλά και διότι διά του συνεκκλησιασμού αυτών εις την ορθόδοξον θείαν Λειτουργίαν ενισχύεται πολλώ μάλλον ο πόθος αυτών δια την συμμετοχήν και εις το κοινόν Ποτήριον…»! Δεν μας λέει όμως, πόσους αιρετικούς παρακίνησε η Ορθόδοξη θεία Λειτουργία, μετά από δεκαετίες συμπροσευχών, ώστε να τους μεταστρέψει στην ορθή και απαραχάρακτη πίστη της Ορθοδοξίας και να τους οδηγήσει με πόθο, όπως τονίζει, στο κοινό Ποτήριο! Απ’ ότι γνωρίζουμε κανένα από τα ετερόδοξα μέλη, που συμμετείχαν στους Θεολογικούς Διαλόγους, δεν αρνήθηκε τις κακοδοξίες του και δεν εντάχτηκε στη Ορθόδοξη Εκκλησία με αφορμή τις συμπροσευχές!
Στη σελ. 292 αναφερόμενος στην ερμηνεία των ΜΕ΄ Αποστολικού και ΛΓ΄ της Λαοδικείας Ιερών Κανόνων, καταλήγει σε άλλο ένα συμπέρασμα. Γράφει: «Υπό την έννοιαν όμως ταύτην είναι ευνόητον ότι ο ΜΕ΄ Αποστολικός κανών και ο ΛΓ΄ κανών της Λαοδικείας έχουν πλέον αναλογικήν μόνον αναφοράν εις το σύγχρονον ζήτημα των σχέσεων της ορθοδόξου Εκκλησίας προς την οικουμενική κίνησιν διά την ενότητα των χριστιανών, διό και μόνον εις την περίπτωσιν ‘συλλειτουργίας’, εφαρμόζονται σήμερον και κατά το σαφές όμως πνεύμα και όχι βεβαίως κατά το ασαφές γράμμα αυτών». Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς του κ. Καθηγητή, οι παρά πάνω Ιεροί Κανόνες είναι ασαφείς στη διατύπωσή τους και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, παρά μόνο κατά το «πνεύμα» τους. Πίσω από την ασαφή τους διατύπωση θα πρέπει να αναζητήσουμε το «σαφές πνεύμα» αυτών, το οποίο σημαίνει κατά τον κ. Καθηγητή προφανώς τη «συλλειτουργία» με τους ετεροδόξους. Την ασάφεια των εν λόγω Ιερών Κανόνων δεν μπόρεσαν δυστυχώς να την διακρίνουν τα εκατομμύρια των κληρικών και λαϊκών, που την ανέγνωσαν μέχρι σήμερα και ευτυχώς που βρέθηκε ο κ. Καθηγητής, ο οποίος μόλις τον 21ο αιώνα την επεσήμανε και μας διαφώτισε σχετικά!
Παρά κάτω μας δίδει και την αιτιολογία της ασάφειάς τους. Γράφει μεταξύ άλλων, (σελ. 292): «Πρώτον ανεφέροντο εις επισήμως κατεγνωσμένους υπό της Εκκλησίας αιρετικούς, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Παλαιοκαθολικοί, οι Αγγλικανοί και οι Προτεστάντες δεν έχουν καταδικασθεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως, ως αιρετικοί, κατά προφανώς εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας και επ’ ελπίδι αποκαταστάσεως της μεθ’ ημών εκκλησιαστικής κοινωνίας. Ούτω είναι αβάσιμοι οι υπό τινών αυθαίρετες και ακρίτως αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών, αφού μόνον η Εκκλησία δύναται να χαρακτηρίζει, δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως τα εκτός των ορίων του σώματος αυτής υφιστάμενα άλλα χριστιανικά σώματα ως αιρετικά, ή ως σχισματικά»!
Λυπούμαστε που ο κ. Καθηγητής καταφεύγει σ’ αυτή την επιχειρηματολογία της δήθεν μη συνοδικής καταδίκης του Δυτικού Χριστιανισμού από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ως ακαδημαϊκός θεολόγος και ως λιπαρός γνώστης της Εκκλησιαστικής ιστορίας δεν δικαιολογείται να αγνοεί, ότι τόσον ο Παπισμός, όσο και το γνήσιο τέκνο του, ο Προτεσταντισμός, είναι σαφέστατα και αποδεδειγμένα συνοδικά καταδικασμένοι από πλειάδα Ορθοδόξων Συνόδων, για τις δεκάδες πλάνες και κακοδοξίες τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες: Την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 787, όπου έχουμε την καταδίκη των εικονομάχων και κατ’ επέκταση των προτεσταντών, οι οποίοι δεν προσκυνούν τις ιερές εικόνες. Την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο του 879-80, η οποία καταδίκασε το φιλιόκβε και το πρωτείο του πάπα. Τις Ησυχαστικές Συνόδους του 1341,1347,1351, (Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος), που καταδίκασαν τον αιρετικό σχολαστικισμό και την κτιστή χάρη. Τις Συνόδους, εν Κωνσταντινουπόλει, (1440), εν Ρωσία, (1441), εν Ιεροσολύμοις, (1443), εν Κωνσταντινουπόλει, (1450), εν Κωνσταντινουπόλει, (1484), οι οποίες καταδίκασαν και αποκήρυξαν την ψευδοσύνοδο της Φεράρας –Φλωρεντίας και κατ’ επέκταση τον Παπισμό. Την Σύνοδο εν Κωνσταντινουπόλει, (1722), η οποία καταδίκασε τα «της Λατινικής κακοδοξίας και κακοφροσύνης δόγματα». Την Σύνοδο εν Κωσταντινουπόλει, (1838), η οποία καταδίκασε δριμύτατα τις ετεροδιδασκαλίες του Παπισμού, ως «βλασφημίας κατά της Ευαγγελικής αληθείας», ως «εωσφορικήν πλάνην», ως «απομάκρυνσιν από του Θεού και της αμώμου και αδόλου Πίστεως του Ιησού Χριστού». Την Σύνοδο εν Κωνσταντινουπόλει, (1848), η οποία καταδίκασε τον Παπισμό ως αίρεση: «Τούτων των πλατυνθεισών, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, επί μέγα μέρος της Οικουμένης αιρέσεων, ήν ποτε ο Αρειανισμός, έστι δε την σήμερον και ο Παπισμός», τον οποίο χαρακτηρίζει ως «ανατρέποντα πάσας τας Οικουμενικάς Συνόδους διά των πλανών του»!
Εις ό,τι αφορά τον Προτεσταντισμό, επισημαίνουμε τα εξής: Κάθε Ορθόδοξη Σύνοδος που καταδίκασε τον Παπισμό για συγκεκριμένες αιρετικές διδασκαλίες του, οι οποίες όμως ενσωματώθηκαν και στον Προτεσταντισμό, (όπως για παράδειγμα το φιλιόκβε), έχει καταδικάσει κατ’ επέκταση και τον Προτεσταντισμό. Έτσι, για παράδειγμα, η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος που καταδίκασε τον Παπισμό λόγω του φιλιόκβε, καταδίκασε κατ’ επέκταση και τον Προτεσταντισμό. Πέραν αυτών των Ορθοδόξων Συνόδων μνημονεύουμε: Την εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο του 1638, η οποία καθήρεσε τον Κύριλλο Λούκαρι και καταδίκασε την καλβινίζουσα ομολογία πίστεως του. Η καταδίκη της Ομολογίας του ανανεώθηκε από νέα Σύνοδο εν Κωνσταντινουπόλει, (1642) από τη Σύνοδο του Ιασίου, (1642), και τη Σύνοδο των Ιεροσολύμων, (1672). Επίσης όλοι οι άγιοι οι μετά το σχίσμα του 1054 όπως και η αλάνθαστη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος, ομοφώνως θεωρούν τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό ως αιρέσεις.
Ποια άλλη εκκλησιαστική πράξη ήθελε ο κ. Καθηγητής, για να πεισθεί ότι οι Παπικοί και οι Προτεστάντες είναι αιρετικοί; Δεν του αρκούν οι τόσες επίσημες συνοδικές καταδίκες; Αλλά ποιος περιμένει στις ημέρες μας να αναγνωριστούν οι παραπάνω συνοδικές καταδίκες του Δυτικού Χριστιανισμού, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των συγχρόνων Ιεραρχών, τόσο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο και άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, έχουν διαποτιστεί μέχρι «μυελού οστέων», από την στρέβλωση των θεμάτων; Θεωρούμε εδώ σημαντικό να επισημάνουμε ότι σε κανένα σημείο του βιβλίου του ο κ. Καθηγητής δεν αναφέρει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Αντίθετα, αποκαλεί ως «Εκκλησίες» τους ετεροδόξους, αποδεχόμενος προφανώς την θέση, ότι οι ετερόδοξοι είναι Εκκλησίες, με τον Ορθόδοξο εκκλησιολογικό όρο!
ΣΤ) Στη σελίδα 294 αλλάζει θέμα και μας ομιλεί για τους Θεολογικούς Διαλόγους. Γράφει: «Τα κοινά θεολογικά κείμενα των σημαντικών θεολογικών διαλόγων της Ορθοδοξου Εκκλησίας μετά των Παλαιοκαθολικών, των αντιχαλκηδονίων Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, των Ρωμαιοκαθολικών, των Αγγλικανών, των Λουθηρανών και των Μεταρρυθμισμένων προβάλλουν σοβαράς τας επί των κρισίμων θεμάτων καθιερωμένας θέσεις της ορθοδόξου παραδόσεως, ως επίσης και τα σημεία διαφωνίας αυτής επί των θέσεων των ετεροδόξων, οι οποίοι ενίσχυσαν το ενδιαφέρον αυτών δια την πατερικήν παράδοσιν και την ορθόδοξον θεολογίαν…»!
Ρωτάμε τον κ. Καθηγητή: Είναι βέβαιος ότι τα κείμενα αυτά «προβάλλουν σοβαράς τας επί των κρισίμων θεμάτων καθιερωμένας θέσεις της ορθοδόξου παραδόσεως»; Για παράδειγμα τα κείμενα του Balamand, της Ραβέννας, του Πόρτο Αλέγκρε, ή του Πουσάν απηχούν την Ορθόδοξη θεολογία και Παράδοση; Η πραγματικότητα δυστυχώς τον διαψεύδει. Δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε στο σχολιασμό αυτών των κοινών κειμένων, διότι η παρούσα δημοσίευσή μας θα απαιτούσε τριπλάσιο αριθμό σελίδων. Απλώς τον παραπέμπουμε στην πρόσφατη μελέτη μας με τίτλο: «Η ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου προτεσταντικού και παπικού οικουμενισμού»[32], αντί άλλης απαντήσεως.
Ζ) Ο κ. Καθηγητής τελειώνει με την στηλίτευση όσων αντιτίθενται στις «στενές επαφές» με τους ετεροδόξους. Στη σελίδα 293 γράφει: «…η υποστήριξις του ισοτίμου και εποικοδομητικού θεολογικού διαλόγου είχε και έχει ανάγκην των διακριτικών και επισήμων επαφών των εκκλησιαστικών ηγετών, καίτοι αύται ενοχλούν τους αυτόκλητους προστάτας του ορθοδόξου πληρώματος». Και στη σελίδα 295: «Εν τη οικονομία ταύτη δεν χωρούν άκριτοι ή αλαζονικαί επικρίσεις κατά των ετεροδόξων διά την ικανοποίησιν ξένων προς την αποστολήν της Εκκλησίας ιδιωτικών, ή άλλων σκοπιμοτήτων»! Ρωτάμε τον κ. Καθηγητή: Πότε στο παρελθόν η Εκκλησία διαλέχτηκε με τους αιρετικούς επί ισοτίμου διαλόγου; Ό διάλογος των αγίων Πατέρων με τους αιρετικούς είχε χαρακτήρα νουθεσίας και αποσκοπούσε στην μετάνοια και επιστροφή των στην Ορθοδοξία. Αντίθετα ο σύγχρονος διάλογος, (όπως εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε μετά από πολλές δεκαετίες), αποσκοπούσε και αποσκοπεί στην αμοιβαία αναγνώριση των διαλεγομένων. Τρανταχτό παράδειγμα το κείμενο του Balamand. Πέραν αυτών: Μπορούν να θεωρηθούν ως «αυτόκλητοι προστάτες του ορθοδόξου πληρώματος» οι μεγάλες σύγχρονες πατερικές και ομολογητικές μορφές, που αγωνίστηκαν κατά του Οικουμενισμού, όπως ο αγίος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο Αγίος Νικόλαος Αχρίδος (Βελιμίροβιτς), ο Άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς, ο όσιος γέρων Παΐσιος, ο όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ο όσιος Σεραφείμ Ρόουζ, ο π. Εφραίμ στην Αριζόνα, π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο π. Αθανάσιος ο Μυτιληναίος, π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ο π. Μάρκος Μανώλης, ο π. Σ. Σαράντης, οι μακαριστοί Καθηγητές Κ. Μουρατίδης, π. Γ. Μεταλληνός και οι σύγχρονοι Καθηγητές π. Θ. Ζήσης, κ. Δ. Τσελεγγίδης; Μήπως και αυτοί διακατέχονταν από «αλαζονικές επικρίσεις», καταπολεμώντας τις δυτικές πλάνες; Διερωτόμαστε, ποια «ιδιωτική σκοπιμότητα» εξυπηρετούσε ο αγώνας των; Τι περισσότερο «άτοπο», από αυτούς κάνουμε, όσοι προσπαθούμε να βαδίσουμε πάνω στα χνάρια τους;
Κλείνοντας το παρόν μικρό πόνημά μας, τονίζουμε ότι θεωρήσαμε αναγκαίο να ασκήσουμε κριτική και να ανασκευάσουμε θέσεις που δεν απηχούν την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον μεν διότι στο σύγγραμμα του κ. Καθηγητού αναμιγνύεται, κατά την ταπεινή μας γνώμη, η Ορθοδοξία με την αντορθόδοξη θεώρηση, ώστε ο αναγνώστης που δεν έχει γυμνασμένα τα θεολογικά του αισθητήρια, να αδυνατεί να διακρίνει τις Ορθόδοξες θέσεις. Οπότε κινδυνεύει να παρασυρθεί και να θεωρήσει τα μη Ορθόδοξα στοιχεία ως Ορθόδοξα. Και δεύτερον, διότι το σύγγραμμα προβλήθηκε με το κύρος και τη φήμη ενός διαπρεπούς Καθηγητού. Ακόμη λυπούμαστε διότι το εν λόγω σύγγραμμα εκδόθηκε από τον επίσημο εκδοτικό φορέα της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Αποστολική Διακονία, ώστε να προβάλλονται οι θέσεις αυτές, ως δήθεν διδασκαλία της Εκκλησίας μας και να αλλοιώνεται το Ορθόδοξο φρόνημα των αναγνωστών του.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
[1] Βλ. «Η νέα Εκκλησιολογία του οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και επίκαιρα ομολογιακά κείμενα», Εκδ. «Σύναξη ορθοδόξων κληρικών και Μοναχών», Ιανουάριος 2015, σελ. 9
[2] Βλ. «Η νέα Εκκλησιολογία του οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου….. ο.π. σελ. 9 και εξής.
[3] Βλ. ἱερόν ζ΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
[4] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 13.
[5] Ματθ. 16, 18.
[6] Α΄ Κορ. 1, 25
[7] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ὁμιλία εἰς τόν με΄ Ψαλμόν 5, PG 29B, 424B.C.
[8] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος Δ΄ (Κατά Ἰουλιανοῦ Βασιλέως Α΄) 67, PG 35, 588C-589A.
[9] Τό χωρίον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου παρά τῷ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἱερά Παράλληλα, Στοιχεῖον Ε, τίτλος ΣΤ΄, PG 95, 1436A.
[10] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 13- 14.
[11] Α΄ Κορ. 1, 13
[12] Ἐφ. 4,5
[13] ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Μυσταγωγία 24, PG 91, 705Β.
[14] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 15-16.
[15] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 12.
[17] «Γιατί δέν ὑπέγραψα», Βλ. περιοδ. «Θεοδρομία», «Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος», ἔτος ΙΗ΄ τεύχη 3-4, Δεκέμβριος 2016, σελ. 403-404.
[18]«Σύντομη ἀποτιμήσῃ τῆς ‘Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου’ στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, (19-26.6.2016), Βλ. περιοδ. «Θεοδρομία», «Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος», ἔτος ΙΗ΄ τεύχη 3-4, Δεκέμβριος 2016, σελ. 635: «Ὅμως στή ‘Διάσκεψη’ τῆς Κρήτης, δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τούς Μαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιά τήν χριστολογική τους αἵρεση ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἕκτη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν».
[19] Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου, (Μ.Θ.) Συγγραφέως, Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.
[20] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, «Δικαιολογείται η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε.;», Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 499-500
[21] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας», Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.
[22]Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Θεολογική γνωμοδότηση προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Σερβίας με τίτλο: «Ορθοδοξία και Οικουμενισμός. Μια ορθόδοξος γνωμάτευσις και μαρτυρία». Η γνωμοδότηση έχει δημοσιευθεί με εισαγωγικό σημείωμα του τότε ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς στο περιοδικό «Κοινωνία», 18, (1975), σ. 95- 101, σε μετάφραση από τα σερβικά της Μαρίνας Σκλήρη.
25] Μ. ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗΣ, Επιφανείς και Διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες 1800-1970, τόμ. 1, Εκδ. «Βογιατζή», Αθήνα 2008, σσ. 165-169.
[26] Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, ‘Το Μαύρο Λεξικό της Ελλληνικής Μασονίας’, μέρος β , Εκδ. Βασδέκης, Αθήνα 2001, σ. 170· «Ιωακείμ ο Γ΄ Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, 1834, †1912. Ευρυτάτης μορφώσεως και αντιλήψεως ιεράρχης, επηδαλιούχησε μετά πραγματικής σωφροσύνης και παραδειγματικού θάρρους το σκάφος της Εκκλησίας εν μέσω δεινών σκοπέλων. Μυηθείς εις τον Τεκτονισμόν εφήρμοσεν εμπράκτως τας αρχάς του επιδείξας ψυχικήν ρώμην αξιοθαύμαστον».
[27] Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009.
[28] Πρωτοπρ. π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου, «Η συμπροσευχή με αιρετικούς. Προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας», Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 48-49
[29] Εκδ. «Γρηγόρη», Β΄ Έκδοση, Αθήνα 2021.
[30] Αρχ. π. Κύριλλου Κωστόπουλου, «Συμπροσευχή. Η αντικανονικότητα του ‘συνεύχεσθαι’ με αιρετικούς» Εκδ. «Γρηγόρη», Β΄ Έκδοση, Αθήνα 2021, σελ. 136-137
[31] Αρχ. π. Κύριλλου Κωστόπουλου, «Συμπροσευχή….ο.π. σελ. 138-139.
[32] Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου, (Μ.Θ.) Συγγραφέως, Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, «Η ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου προτεσταντικού και παπικού οικουμενισμού», Εκδ. Γ΄ Πειραιάς 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου