Toυ Γιάννη Παπαμιχαήλ,
τ.Καθηγητή Εκπαιδευτικής
Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
Μια Προοπτική Επιστημονικής Απάντησης στην Τεχνοεπιστημονική Θεολογία του Χαράρι
Όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν με κάποια ανησυχία και απογοήτευση ότι καμία πραγματική παιδαγωγική διαδικασία, καμία παράδοση γνώσεων, μεθόδων σκέψης και αξιών από την προηγούμενη στην επόμενη γενιά, δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη, τόσο μέσα όσο και έξω από τις σχολικές αίθουσες. Το παραπάνω πρέπει να μπει σε συνάρτηση με την γενικότερη απαξίωση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού, τόσο από τους μαθητές, όσο και από τους διάφορους γονείς και κηδεμόνες που περιφέρονται (και συχνά παραφέρονται), γύρω από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Οι νεότερες «απομαγευμένες» συνειδήσεις φαίνονται όλο και πιο συχνά να έχουν κυριολεκτικά μαγευτεί από τις πληροφορίες, τις επικοινωνιακές δυνατότητες, τα διαδραστικά παιχνίδια – από «πράγματα» δηλαδή στα οποία έχουν πρόσβαση μέσω των έξυπνων κινητών. Πρόκειται ίσως για μια αισθητηριακή και γνωστική μεταβολή που με ψυχολογικούς, ίσως και με ανθρωπολογικούς όρους, συνιστά ένα αποφασιστικό βήμα προς την πρόωρη διπλή αποκοπή των διαδικασιών ανάπτυξης της λογικής (ατομικής και κοινής σε όλα τα ανθρώπινα άτομα): αποκοπή αφενός από το κοινωνιοϊστορικό διυποκειμενικό πλαίσιο της ανθρώπινης επικοινωνίας, αφετέρου από το αισθητό, το χειροπιαστό, το σωματικά γνώριμο, το συγκεκριμένο. Συνιστά με άλλα λόγια ένα βήμα προς την συμβολική αποκοινωνιοποίηση και αποϋλοποίηση των πραγματικών θεμελίων της ανθρώπινης συνείδησης. Θα λέγαμε ότι ακόμα και η ζωντανή ανθρώπινη φωνή ή το τυπωμένο σε χαρτί βιβλίο, για τους νέους που μεγαλώνουν μετά το 2007 (όταν ο Steve Jobs αποκάλυψε το iphone) τείνουν να χάσουν το κύρος τους, την επαφή τους με την πραγματικότητα: για τα νέα παιδιά, αυτές οι «παλιές» κοινωνιογνωστικές πραγματικότητες (του δασκάλου που παραδίδει, του τυπωμένου βιβλίου που διαβάζεται με προσοχή κλπ.) μοιάζουν λίγο με μουσειακά είδη. Κάνουν όλο και περισσότερους εφήβους να χασμουριούνται από ανία.
Ίσως βέβαια οι παραπάνω απογοητευμένοι εκπαιδευτικοί να υπερβάλλουν. Εν μέρει τουλάχιστον. Διότι θα παρατηρούσαμε πως υπάρχουν ακόμα αρκετοί διδάσκοντες που σαγηνεύουν με τη διδασκαλία τους τους μαθητές ή έστω κεντρίζουν το ενδιαφέρον τους. Υπάρχουν ακόμα γονείς που σέβονται τους δασκάλους των παιδιών τους, ακόμα και αν για κάποιους λόγους δεν τους εκτιμούν ως παιδαγωγούς. Υπάρχουν αρκετοί ενήλικοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν με τις ιδέες και τις πράξεις τους, «λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση». Υπάρχουν αρκετοί μαθητές που καταλαβαίνουν ακόμα την αξία ενός καλού βιβλίου ή μιας παιδαγωγικής προσπάθειας να τους κάνει να σκεφτούν πως να υπερβούν τα γνωστικά εμπόδια και τις δυσκολίες της διδακτέας ύλης. Θα έλεγε εντούτοις κανείς ότι παρόμοιες μέχρι πρόσφατα κανονικότητες τείνουν να καταντήσουν εξαιρέσεις, διευκολύνοντας τον ήπιο χαρακτήρα της μετάβασης στη «νέα ψηφιακή εποχή». Άλλωστε, η εμπειρία της πρόσφατης διαχείρισης σημαντικών ασθενειών, ήδη έδειξε ότι ένα μεγάλο τμήμα της ενήλικης ανθρωπότητας καταπίνει με απίστευτη ευκολία οτιδήποτε, οποιοδήποτε αφήγημα διαβιβάζεται στους πολίτες μέσα από τις οικιακές οθόνες, ενώ παράλληλα δείχνουν μεγάλες επιφυλάξεις απέναντι στις διαψεύσεις του εκάστοτε αφηγήματος, που είτε παραμένουν τυπικά ανεπίσημες, είτε προέρχονται από την καθημερινή, φυσική και κοινωνική εμπειρία του καθενός.
Η μετάβαση από τον Homo Sapiens στον Μετάνθρωπο ως νέα θεολογία
Είναι θεμιτό λοιπόν να υποθέσουμε ότι στην προέκταση όλων αυτών, «κάπου εκεί», οι φαινομενικά ρεαλιστικές προβλέψεις των διαφόρων Χαράρι περί «χακαρίσματος των εγκεφάλων» αποκτούν το πραγματικό, πολιτισμικό, «μετανθρώπινο» νόημά τους. Αν βέβαια μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί όντως μια τεχνολογική πρόοδο, «χαράρι της»!
Όμως, σε πείσμα των μετανθρωπιστών της διπλανής πόρτας και των αφελών ανθρωπολογικών αφηγημάτων που ενθουσιάζουν τους απανταχού θαυμαστές των Χαράριδων, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: τι είναι και πως εξελίσσεται από οντογενετικής και ανθρωπολογικής άποψης η σκέψη ενός όντος ενσώματου και κατ’ εξοχήν κοινωνικού όπως ο άνθρωπος; Με ποιες λειτουργίες, σε ποιο περιβάλλον, σε ποιες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες αναπτύσσεται ο νεοφλοιός; Λόγου χάρη, ποιος ήταν ο ρόλος της αναγκαίας κοινωνικής συνεργασίας των κυνηγών – τροφοσυλλεκτών στην επιβίωση και εξέλιξή τους ως είδος;
Δεν πρόκειται για άλυτα φιλοσοφικά μυστήρια, αλλά για πραγματικά επιστημονικά προβλήματα, που παρά τις αναμφισβήτητες προόδους στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής, για την σταδιακή και πραγματική επίλυσή τους, δεν επιδέχονται απλουστευτικές, εργαλειακές, αυστηρά τεχνοεπιστημονικές απαντήσεις. Ίσως, δεν επιδέχονται απαντήσεις που είναι κυρίως οργανωμένες γύρω από το αναλογικό παράδειγμα του ασώματου και ασυγκίνητου ηλεκτρονικού υπολογιστή: Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι απλώς ένας ψηφιακός επεξεργαστής πληροφοριών που θα ήταν από την φύση του (;) προγραμματισμένος να λειτουργεί «σαν» ένας μεγάλος σύγχρονος υπολογιστής.
Αφού γίνεται τόσος λόγος περί της μετάβασης από τον Homo Sapiens στον Μετάνθρωπο, δεν θα έπρεπε λοιπόν να αναρωτηθούμε πιο συστηματικά για το «τι είναι» και από που προέκυψε αυτός ο Sapiens; Σε ποιες υλικές και περιβαλλοντικές καταστάσεις α-πορίας (έλλειψης πόρων αναγκαίων για την επιβίωση), σταδιακής εγκατάστασης των νομαδικών ανθρώπινων πληθυσμών σε κάποιο συγκεκριμένο έδαφος, πολλαπλασιασμού των παραγωγικών δραστηριοτήτων επί της γης, κατανομής της εργασίας ανάμεσα στα φύλα, στις ηλικίες κλπ., αναπτύχθηκαν και ιεραρχήθηκαν άραγε οι ανθρώπινες κοινωνίες, σταθεροποιήθηκαν καταρχάς συναισθηματικά και στη συνέχεια πολιτικά οι δεσμοί και οι αντιπαλότητες μεταξύ των ατόμων και των κοινωνιών; Σε ποιες συνθήκες εξελίχθηκαν τα συμβολικά και υλικά εργαλεία τους, οικοδομήθηκαν οι πολιτισμοί ως ενδιάμεσοι μεταξύ αφενός των ανθρώπινων ατόμων και αφετέρου της αντίξοης φύσης; Πως και πότε συνεπώς αναπτύχθηκαν οι λογικές και οι τεχνικές δεξιότητες και οι γνώσεις των ατόμων που με την εκπαίδευσή τους μαθαίνουν την χρήση λίγων ή πολλών πολιτισμικών ενισχυτών (J. Bruner) της ατομικής σκέψης (γλώσσα, συστήματα συμβολισμών, αρίθμησης, υπολογισμού, επιστημονικές έννοιες, τεχνολογίες χαρακτηριστικές μιας εποχής κλπ.);
Συνοπτικά, τόσο για τους βιολόγους όσο και για τους ανθρωπολόγους, η μετάβαση στον Sapiens σηματοδοτεί μια σύνθετη βιολογικο-κοινωνική εξελικτική διαδικασία όπου η βιολογική σφαίρα της εξέλιξης δεν είναι ποτέ ανεξάρτητη της κοινωνικής, ούτε βέβαια «έρχεται πρώτη και συμπληρώνεται» από την κοινωνική. Όπως έχουν δείξει οι έρευνες, ίσως το ιδιαίτερο γνώρισμα του Homo Sapiens είναι ότι το νεογέννητό του γεννιέται «πρόωρα» από την άποψη της ανάπτυξης του εγκεφάλου του, η οποία σε μεγάλο βαθμό λαμβάνει χώρα μετά την γέννησή του – γι’ αυτό άλλωστε το μικρό αυτό πλάσμα είναι ανίκανο να επιβιώσει μόνο του, χωρίς την φροντίδα του άμεσου κοινωνικού του περιβάλλοντος. Χωρίς αυτή την φροντίδα – με απλοϊκούς όρους, αυτήν την «αγάπη των γονέων για το παιδί» και χωρίς την απαγόρευση ή το αρχέγονο ταμπού της ανθρωποφαγίας, το ανθρώπινο είδος απλώς δεν θα είχε υπάρξει ποτέ επί του πλανήτη ή θα είχε εξαφανιστεί πολύ σύντομα. Πιο σύγχρονες έρευνες (Hausler M., Frenandiѐre P., Απρίλιος 2022, Communications Biology), όχι μόνο επιβεβαιώνουν αυτό το δεδομένο, αλλά και εγγράφουν την εγκεφαλική ανωριμότητα του ανθρώπινου νεογέννητου – συνεπώς, την κοινωνιογενή του μετέπειτα ανάπτυξη, σε μια εξελικτική διαδικασία που εμφανίζεται πολύ πριν τον Sapiens (και ενδεχομένως ερμηνεύει την μετέπειτα εμφάνισή του), ήδη με τον Αυστραλοπίθηκο, δηλαδή με τα δίποδα που προηγήθηκαν του Sapiens κατά 2-3 εκατομμύρια χρόνια.
Τι θα ήταν λοιπόν μια ανθρώπινη ατομική νοημοσύνη νοούμενη αποκλειστικά ως νευρωνική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από την κοινωνική και ιστορική της εγγραφή;
Όσοι ομιλούν με βεβαιότητες για μετανθρώπους μέσα από τα αναμφισβήτητα επιτεύγματα της τεχνητής νοημοσύνης, θα έπρεπε να απαντήσουν με σαφήνεια στο εξής απλό ερώτημα: Θα μπορούσε άραγε κάποτε μια μηχανή, όσο ευφυώς κι αν έχει προγραμματιστεί (από κάποιους ανθρώπους) ή «μπολιαστεί» με ανθρώπινα βιολογικά δεδομένα, να συγκινηθεί αυθόρμητα η ίδια στη θέα του αινιγματικού «Χαμόγελου της Τζοκόντα» ή έστω να συγκροτήσει βιωματικά την συναισθηματικά, φαντασιακά και κοινωνικά φορτισμένη έννοια της συν-κίνησης; Αν ναι, πως ακριβώς; Πως ακριβώς η ευφυής μηχανή θα προγραμματιστεί ώστε να μαθαίνει μόνη της να επεξεργάζεται βιωματικές καταστάσεις πρώιμης επαφής με τον κόσμο σωματικά θεμελιωμένες με αναμνήσεις μητρικής αγκαλιάς και συνύπαρξης; Μήπως απλώς βλέποντας το ερέθισμα που προσφέρει με το χαμόγελό της η Τζοκόντα στους «κανονικά κοινωνικοποιημένους ανθρώπους»; Πως ακριβώς η ευφυής μηχανή θα μπορούσε να διαισθανθεί το υποδηλούμενο, σημαινόμενο νόημα μιας μεταφορικής χρήσης της γλώσσας που θα δήλωνε λόγου χάρη ότι κάποιο κοινό αγαθό που αποκαλείται «ελευθερία», «βγήκε» (;) από τα ιερά κόκκαλα κάποιων ομιλούντων διπόδων που αυτοαποκαλούνται «Έλληνες»;
Όπως το περιγράφει με έκδηλο θαυμασμό ο ίδιος ο Χαράρι (Sapiens, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2015), ο μετάνθρωπος ως βιονικό ον, ως «νους μέσα σε έναν υπολογιστή», θα διαθέτει ωστόσο κάτι πέραν της συνείδησης, αλλά εντούτοις σε μεγάλο βαθμό «θα μπορεί να μιλάει και να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος» (σ. 420). Πως όμως μιλάνε και συμπεριφέρονται οι πραγματικοί άνθρωποι; Ο Χαράρι δεν ασχολείται ιδιαίτερα με αυτό το ερώτημα. Πρόκειται άραγε για ζωντανό πλάσμα, αναρωτιέται ρητορικά. «Εξαρτάται τι εννοούμε ζωντανό», απαντάει ίδιος. «Σίγουρα έχει παραχθεί από μια νέα εξελικτική διαδικασία, εντελώς ανεξάρτητα από τους περιορισμούς της οργανικής εξέλιξης» (σ. 419). Το Cyborg αυτό (σ. 415) θα έχει μόνο συλλογικές αναμνήσεις που θα αντλεί από τράπεζες δεδομένων. Δεν θα ενδιαφέρεται ούτε για έθνη, ούτε για θρησκείες, ούτε για κοινωνικές τάξεις, ούτε για καπιταλιστικά ή κομμουνιστικά καθεστώτα, ούτε για το αν το φύλο του θα είναι αρσενικό ή θηλυκό. Το Εγώ, το Εσύ, ο Άντρας, η Γυναίκα, η Αγάπη, το Μίσος, θα πάψουν να έχουν σχέση με την πραγματικότητα (σ. 422). Πιο απλά, οι τεχνοεπιστήμες, μας λέει ο Χαράρι «θα δημιουργήσουν κάτι πραγματικά ανώτερό μας, κάτι που θα μας βλέπει όσο συγκαταβατικά βλέπουμε εμείς τους Νεάντερταλ» (σ. 423, η υπογράμμιση δική μας).
Κουλτούρες woke και μετανθρωπισμός
Ίσως οι κουλτούρες woke, made καταρχάς in USA, να αποτελούν την ιδεολογική προετοιμασία ημών των «καθυστερημένων Sapiens» να υποδεχτούμε τον βιονικό υπάνθρωπο ως μετάνθρωπο, δηλαδή σαν μια νομοτελειακή πρόοδο. Πράγματι, εντός του φιλελεύθερου πλαισίου πολιτικής σκέψης όπου αναπτύσσεται, η κουλτούρα woke εξαντλεί τις «προοδευτικές» ιδεολογικές της αξιώσεις στην προσπάθεια να πείσει τους ανθρώπους ότι η έννοια της παγκόσμιας κοινωνίας οφείλει να γίνεται στο εξής κατανοητή υπό το μοναδικό πρίσμα της καταπίεσης ή των διακρίσεων που υφίσταται κάθε «μειονότητα». Από που προκύπτει αυτή η «μειονότητα»; Προκύπτει από τη συστηματική ανάδειξη μιας κάποιας ειδοποιού διαφοράς που ευκαιριακά έστω, ομαδοποιεί σε συγκυριακές μικροκοινότητες, σύμφωνα με κάποιο ουσιώδες ή επουσιώδες διακριτικό κριτήριο, τις 7 περίπου δις μονάδες των πολιτών του κόσμου που απαρτίζουν το φανταστικό πολιτικό υποκείμενο της απολύτως εξατομικευμένης ανθρωπότητας. Στις πολλές και ολοένα περισσότερες κατηγορίες των μειονοτοποιημένων διαφορετικών κάθε είδους, που διεκδικούν τα δικαιώματά τους ως μειονότητες στο όνομα της νομικής εξίσωσης των συνθηκών της ζωής, ίσως θα πρέπει στο προσεχές μέλλον να περιμένουμε την ένταξη των «συνειδησιακά διαφορετικών» βιονικών κατασκευών. Η πολιτική ορθότητα θα απαγορεύει τότε στους «Sapiens» την έμφαση στην ειδοποιό συνειδησιακή διαφορά τους από τους μετανθρώπους και την «ρατσιστική» απαξίωση των cyborg ως τεχνολογικά συγκροτημένων υπανθρώπων. Οι σημερινοί άνθρωποι θα πρέπει μας λέει κλείνοντας το βιβλίο του ο Χαράρι να μάθουν από σήμερα να επιθυμούν μια τέτοια εξέλιξη. (σ. 425) Ίσως αυτό το έμμεσο ψυχοπολιτικό πρόταγμα εξηγεί μεταξύ άλλων γιατί δεν ακούγεται παρά μια αδύναμη ηθικολογική διαμαρτυρία στις προεπιστημονικές αερολογίες και στις προφητείες των μετανθρωπιστών της αγοράς και όχι κάποιος συστηματικός, επιστημονικός κριτικός αντίλογος. Πράγματι, ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι, ιστορικοί, πολιτικοί επιστήμονες, ακόμα και φιλόσοφοι μοιάζουν να ακούν εξ αποστάσεως και με κάποια φαινομενική αδιαφορία τον χείμαρρο των αποφθεγμάτων, των καταχρηστικών ερμηνειών και των γενικεύσεων που πριν λίγες μόλις δεκαετίες θα προκαλούσε στην επιστημονική κοινότητα του δυτικού κόσμου όχι μόνο επιφυλάξεις, αλλά και θυμηδία. Ενώ σήμερα, προβάλλονται ενθουσιωδώς στα ΜΜΕ σαν «υπό συζήτηση καινοτόμες ιδέες» που ενδεχομένως θα έπρεπε να διδαχθούν κάποια στιγμή στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.
Η συνείδηση προσαρμόζεται στην εικονική πραγματικότητα
Διασκεδάζοντας με τα avatar τις εικονικές πραγματικότητες, ο σύγχρονος παγιδευμένος πολίτης «ξαναφτιάχνει τον κόσμο» κατά βούληση και από το σπίτι του. Επανατοποθετεί σε αυτόν τον φανταστικό κόσμο τις εξιδανικευμένες εικόνες του εαυτού του, χωρίς πλέον το βάρος της άλλης «κακής πραγματικότητας». Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης καθίσταται απλώς μια επιλογή, μια ατομική ελευθερία αυτοπροσδιορισμού του κάθε ψηφιακώς χειραφετημένου καταναλωτή που βρίσκει δυσβάσταχτους όλους τους φυσικούς και κοινωνικούς περιορισμούς.
Κάπου εκεί η εξ αποστάσεως εξατομικευμένη διδασκαλία και η τυποποίηση κάθε διδακτέας ύλης υπό μορφή οδηγιών ή διαδικαστικών πληροφοριών, συναντά τη συνθήκη του καθοδηγούμενου αυτοδίδακτου και τη συνείδηση που έχει ο ίδιος για την πρόοδο των δεξιοτήτων του. Πριν καν διαγνωστούν «εθισμοί στο διαδίκτυο», ο υπολογισμός των διαδικασιών απορροφά την σκέψη, την προσοχή και το ενδιαφέρον τόσο που κάθε άλλη επικοινωνία με το υπόλοιπο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον απαξιώνεται. Η επιδεξιότητα των δακτύλων τείνει να υποκαταστήσει τις υπόλοιπες αισθητηριακές και κινησιακές δεξιότητες. Η ίδια η σκέψη και τα συναισθήματα (οι συγκινήσεις, τα πάθη κλπ.) τείνουν να ανακυκλωθούν κατά αντανάκλαση θα λέγαμε των απαιτήσεων του ψηφιακού περιβάλλοντος. Προκύπτει συνεπώς ένας ατομικός νους κατ’ εικόνα και ομοίωση του εικονικού αποϋλοποιημένου ψηφιακού κόσμου επί του οποίου ο νους αυτός ασκεί και αναδιαμορφώνει τα λογικά σχήματα της σκέψης και της δράσης του.
Ενδεχομένως λοιπόν με τις κατάλληλες «εκπαιδευτικές» συνθήκες, θα μπορούσε κάποτε η νοημοσύνη και η σκέψη του σημερινού ανθρώπου να καταντήσει μια αλγοριθμική διαδικασία επίλυσης προβλημάτων: Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι «προφητείες» του μετανθρωπισμού, ως αυτοεκπληρούμενες, να επαληθευτούν στο προσεχές μέλλον: όλο το σύστημα χειραγώγησης και εκπαίδευσης στοχεύει στην προετοιμασία αυτής της «επαλήθευσης». Διότι όντως μπορεί να καταγραφεί και να αναπαραχθεί τεχνητά η δραστηριότητα του εγκεφάλου ως υλικού «αποθηκευτικού» υπόβαθρου της μνήμης ή της λογικής σκέψης νοούμενης περιοριστικά ως αλγοριθμικής διαδικασίας υπολογισμού. Εντούτοις, οι ίδιες καταγραφές καθίστανται άχρηστες, ανούσιες, ενδεχομένως και τεχνικά αδύνατες όταν πρόκειται για την σχέση των συνειρμών με τους οποίους λειτουργεί πραγματικά η πραγματική, συγκινησιακά φορτισμένη ανθρώπινη σκέψη με τα πρωτογενή βιώματα του καθενός. Όταν πρόκειται δηλαδή για την σχέση της λογικής (ενδεχομένως και παράλογης) σκέψης ή συμπεριφοράς με «πράγματα» και «δεδομένα», όπως η μυρωδιά ενός θυμαρότοπου από τις ραχούλες του Πάρνωνα. Πιο λογοτεχνικά, με τους όρους του Μαρσέλ Προύστ («στην Αναζήτηση του Χαμένου χρόνου), την σχέση των τωρινών συνειρμών του ενήλικου ατόμου την στιγμή που γεύεται ένα αμυγδαλωτό με τις επικαιροποιημένες στην μνήμη του κοινωνικές και γνωστικές περιστάσεις που συνόδευσαν κάποτε κατά το μακρινό παρελθόν μια ανάλογη γευστική εμπειρία. Ή ακόμα το εκπληκτικό αίσθημα του deja -vu ενός επιληπτικού ενήλικου ατόμου στην θέα της αναλαμπής της πανσελήνου σε μια λιμνούλα, που επαναφέρει αναπάντεχα στην μνήμη του ανάλογα βρεφικά βιώματα, σε άμεση συνάρτηση με συγκεχυμένες επώδυνες αναμνήσεις απουσίας της εργαζόμενης μητέρας του ( Ταινία La Luna, Bertolucci, 1979).
Κάπως έτσι λειτουργεί ο σύνθετος ανθρώπινος νους ενσωματώνοντας στο τυπικό και αφηρημένο επίπεδο της λειτουργίας του την πραγματική ιστορία του ατόμου δηλαδή τα βιώματα, τα σχήματα και τις γνώσεις που χαρακτηρίζουν τα προηγούμενα, αισθησιοκινητικά και προλογικά στάδια της εξέλιξης της νοημοσύνης και γενικότερα της προσωπικότητάς του.
Πρόκειται για έναν τεράστιας σημασίας προβληματισμό σχετικό με τις διαδικασίες της μετάβασης που εκθέτει απλά και γλαφυρά η κ. Σαρηγιαννίδη στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της Ψυχοκοινωνιολογικά Θραύσματα της Σύγχρονης Πραγματικότητας, εκδ. Ινφογνώμων, 2020, με τίτλο: «Αλήθεια, Αννούλα, τι είναι η πατρίδα μας;».
Ενδεικτικές διαδικασίες μετανθρωποποίησης: Ένα βήμα μπρος δύο βήματα πίσω
Μήπως όμως, όπως θα ρωτούσε ο θιασώτης του μετανθρωπισμού, από πολύ νωρίς κατά την πρώιμη συγκρότηση της νοημοσύνης ή την οικοδόμηση των αξιών και των δεξιοτήτων, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε παρόμοιες «ψυχοκοινωνικές κακοτοπιές», συγκινησιακά βιωμένες ως καταστάσεις ζώσας και ένθερμης κοινωνικοποίησης των ατόμων; Βιωμένες συνεπώς ως συνθήκες νοηματοδότησης ενός κόσμου αισθησιοκινητικά ανιχνεύσιμου, εδαφικά συγκεκριμενοποιημένου και ιστορικά θεμελιωμένου, δηλαδή πραγματικού και όχι μόνο εικονικού και προσομοιωμένου; Κάτι τέτοιο μοιάζουν πράγματι να υπονοούν και να προτείνουν οι διάφοροι «προοδευτικοί μετανθρωπιστές» στην υπηρεσία του σημερινού καθεστώτος κυριαρχίας και διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού. Τότε ο μοναχικός χρήστης αυτοματοποιημένων τεχνητών διαμεσολαβητών καθώς και ο καταναλωτής διαθέσιμων πληροφοριών από τις τηλεοράσεις και το διαδίκτυο, ο απελευθερωμένος από κοινωνικούς και φυσικούς καταναγκασμούς δικαιωματούχος πληβείος που πια, όπως ήδη προβλέπει κυνικά ο Χαράρι, θα αποτελεί σε λίγο ένα «άχρηστο ανθρώπινο πλεόνασμα» – ο παραπάνω «ούτε καν δούλος» (Παπαμιχαήλ Γ. Ανυπόφορο Βουητό του Κενού εκδ. Αγγελάκη, 2016), θα μπορούσε χωρίς κοινωνικούς κραδασμούς και μεταφυσικές ανησυχίες, να υποκατασταθεί μαζικά από κάποιον ψηφιακό «μετάνθρωπο».
Για να απαλλαγούμε οριστικά από τα ιερά και τα όσια του παρελθόντος, καθώς και από τις παιδαγωγικές πρακτικές του ήδη παλαιού, νεότερου ιστορικού κόσμου, πρέπει, όπως μας λένε οι διάφοροι Χαράρι, να πιστέψουμε στον εαυτό μας, δηλαδή στις απεριόριστες δυνατότητες της τεχνοεπιστήμης να οργανώσει την πορεία της ανθρωπότητας προς την πρόοδο. Είναι βέβαια η πρώτη αισιόδοξα ψυχολογίζουσα ανάγνωση των «πιστεύω» των απανταχού «επανεκκινητών», που συγκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις. Οι προθέσεις αυτές περιγράφονται καλύτερα στη δεύτερη ανάγνωση που συνίσταται στην αντιστροφή της πρώτης. Αυτή η δεύτερη ανάγνωση πιο πολιτική, «συνταγογραφεί» τι «θα πρέπει» να γίνει και τι θα πρέπει να καταργηθεί: «για να πιστέψουν οι άνθρωποι στις απεριόριστες δυνατότητες της τεχνοεπιστήμης να οργανώσει την πορεία της ανθρωπότητας προς την πρόοδο, πρέπει να αισθάνονται ότι μόνον έτσι θα δείχνουν τις «θετικές τους σκέψεις» και ότι πιστεύουν πραγματικά στον εαυτό τους. Θα πρέπει γι’ αυτό να απαλλάξουν από νωρίς την εκπαίδευσή τους και τις πεποιθήσεις τους από τα ιερά και τα όσια του ιστορικού παρελθόντος τους καθώς και τις αντίστοιχες, συναισθηματικά ένθερμες παιδαγωγικές πρακτικές».
Στο όνομα της ατομικής τους χειραφέτησης, οι νέοι άνθρωποι πρέπει να συνηθίσουν με επαναλήψεις ακόμα και των πιο αδιανόητων πρακτικά καταστάσεων, όχι μόνο να ανέχονται με αδιαφορία οτιδήποτε έως σήμερα φαινόταν αδύνατο ή οτιδήποτε καταπατάει αυτά τα ιερά και τα όσια των παραδόσεων ή της ιστορίας τους, όχι μόνο να αμφισβητούν την όποια προνομιακή συναισθηματική τους σχέση με τους οικείους τους στα πλαίσια της οικογένειας, της κοινότητας ή της πατρίδας τους, όχι μόνο να αποδέχονται ως νομοτελειακή κάθε είδους υπέρβαση κάθε σταθερότητας ή κανονικότητας, όχι μόνο να ξεκόψουν από κάθε «στερεότυπο κανονιστικό καταναγκασμό» στο πεδίο των κοινωνικών αναφορών της λογικής ή των βιολογικών προκαθορισμών (τις διπολικές κατανομές των ταυτοτήτων του φύλου σε άντρες και γυναίκες ή τους κανόνες στους τρόπους έκφρασης και συν-εννόησης κλπ.), αλλά και να απαλλαγούν από όλες τις δεσμεύσεις, εμπειρικές ή συμβολικές, εμφανίζουν οι σχέσεις των ανθρώπων με την γλώσσα, τον χώρο και τον χρόνο κατά το διάστημα της οικοδόμησης της νοημοσύνης, της λογικής και των γνώσεων. Παίζοντας, επικοινωνώντας εξ αποστάσεως ή διασκεδάζοντας μέσω των εφαρμογών της εικονικής και ψηφιακά οργανωμένης πραγματικότητας, δηλαδή με τη βοήθεια υπολογιστών και έξυπνων συσκευών, τα νέα άτομα μοιάζουν όντως να «χειραφετούνται από το πραγματικό». Κάτι τέτοιο προφανώς δεν μπορεί να γίνει παρά με την παρότρυνση ή έστω την ανοχή του κοινωνικού περιβάλλοντος των ενηλίκων.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν πολλά λογισμικά ερευνητικώς ατεκμηρίωτα που ωστόσο διατίθενται στην αγορά με την υπόθεση και την υπόσχεση ότι «καλλιεργούν αφηρημένες γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες» ή την «έκφραση του συναισθηματικού κόσμου των παιδιών» χωρίς τις απαραίτητες μακροχρόνιες έρευνες που θα απαιτούσε η επαλήθευση μιας τέτοιας υπόθεσης.
Κάποιες παρατηρήσεις εν είδει επιλόγου
Εν κατακλείδι, σε συνάρτηση με τα παραπάνω, τυχαία διαβάσαμε κάπου την πρόσφατη εμπειρία δύο ζευγαριών Γάλλων τουριστών με δύο έφηβες κόρες που με ένα ιστιοφόρο πέρασαν δύο εβδομάδες στην Ελλάδα διασχίζοντας το Αιγαίο. Τα δύο κορίτσια παρατήρησαν ίσως με κάποια υποκριτική δυσαρέσκεια οι γονείς, ελάχιστα βγήκαν στον ήλιο ή μπήκαν στη θάλασσα, διότι δεν ξεμύτισαν σχεδόν καθόλου από την καμπίνα τους: ήταν μονίμως απασχολημένα με τον Talking Tom. Ο Tom αυτός είναι ένας αξιολάτρευτος «γάτος που μιλάει» και χρειάζεται διαρκή προσοχή διότι «δεν ανέχεται καθόλου τη μοναξιά». Πρόκειται για μια εφαρμογή που στοιχίζει ελάχιστα και απασχολεί τόσο πολύ τα παιδιά που εξασφαλίζει στους γονείς «την ησυχία τους».
Όπως διαβάσαμε, η εφαρμογή αυτή αγοράστηκε από τους Κινέζους 1 δις δολάρια και έκανε πάμπλουτους τους Σλοβένους που τη δημιούργησαν. Είναι όμως εξίσου ενδιαφέρον ότι οι νέοι αυτοί Σλοβένοι δισεκατομμυριούχοι, όπως ακριβώς και ο πασίγνωστος ιδιοκτήτης εταιρειών πληροφορικής (που παρεμπιπτόντως είναι και ο πιο μεγάλος ιδιοκτήτης εκτάσεων των ΗΠΑ), έσπευσαν να αγοράσουν με τα χρήματά τους τεράστιες εκτάσεις… με ένα κάστρο στην μέση: Θα έλεγε κανείς ότι αντίθετα από τις μεγάλες πληβειακές μάζες, οι «ελίτ» (που είναι κυρίως ελίτ του χρήματος, ενώ κατά τα άλλα βρίσκονται σε επίπεδο Σβαμπ και χρειάζονται ίσως κάποια γνωστική επανεκκίνηση), οι ελίτ λοιπόν αυτές, ή ένα μικρό τμήμα τους που έστω συγκεχυμένα, διαισθάνεται τι διακυβεύεται, ιδιαίτερα δε εκείνες που πλούτισαν στο πεδίο της πληροφορικής, της εικονικής πραγματικότητας ή της επεξεργασίας εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης που απευθύνονται σε παιδιά και σε νέους, μοιάζουν να ξέρουν καλά τι είναι και που βρίσκεται η πραγματική πραγματικότητα. Και προφανώς, όπως ο προαναφερόμενος επιχειρηματίας της πληροφορικής και γαιοκτήμονας, όχι μόνον απαγορεύουν στα μικρά παιδιά τους να χάνουν τις ώρες τους μπροστά στις οθόνες, αλλά και σπεύδουν επί του εδάφους να το οικειοποιηθούν…
Γλωσσάρι
Αισθησιοκινητικό Πλαίσιο Ανάπτυξης της Νοημοσύνης:
Σύμφωνα με την γενετική επιστημολογία είναι το πρώτο στάδιο ανάπτυξης της νοημοσύνης και της σκέψης του παιδιού (0 έως δύο ετών περίπου). Χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη σχημάτων δράσης μέσω των αισθήσεων και των κινήσεων και τελειώνει με την κατάκτηση των πρώτων γλωσσικών δεξιοτήτων.
Προλογικό Πλαίσιο ανάπτυξης της Νοημοσύνης
Σύμφωνα με την γενετική επιστημολογία είναι η ανάπτυξη των λογικών πράξεων της παιδικής σκέψης (2 έως 7 ετών περίπου) που χαρακτηρίζεται από την παιδική μαγική και ανιμιστική σκέψη. Στο στάδιο αυτό δεν έχουν κατακτηθεί οι πιο σύνθετες λογικές δυνατότητες χειρισμού της πραγματικότητας.
Αναλογικό Παράδειγμα:
Στην μεθοδολογία αναλογικό παράδειγμα ονομάζεται ένα ερμηνευτικό ή περιγραφικό πλαίσιο κατανόησης ενός νέου ή ακόμα άγνωστου φαινομένου στη βάση της αναλογίας του με την λειτουργία κάποιου ήδη γνωστού πράγματος. (Είναι σαν… ή είναι όπως…)
Αυτοεκπληρούμενη Προφητεία
Η διαδικασία κατά την οποία το άτομο κάνει μια πρόβλεψη για το μέλλον και στη συνέχεια συμπεριφέρεται (είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι) με τέτοιο τρόπο ώστε να καλλιεργήσει τις συνθήκες να πραγματοποιηθεί όντως αυτό που αρχικά είχε προβλέψει.
https://resaltomag.blogspot.com/2022/11/blog-post_13.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου