Ὁ φθονερὸς εἶναι ἐχθρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Διακατέχεται πὰντοτε ἀπὸ λύπη καὶ στενοχωρεῖ τὸν ἑαυτό του, λὲς καὶ τοῦ εἶναι ἐχθρός.
Ὁ φθονερὸς εἶναι δυστυχέστερος τῶν ἄλλων, σκεπτόμενος πόσο οἱ ἄλλοι πονοῦν καὶ ὺποφὲρουν μὲ τὶς συμφορές τους, ἑνῶ ὁ ἴδιος καὶ στενοχωριέται μὲ τὰ δικά του δεινά, ἀλλὰ ταυτόχρονα ζηλεύει καὶ λυπᾶται καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων.
Ὀ φθονερὸς εἶναι ἀνόητος καὶ κακός. Ἀνοητος γιατὶ προτιμὰει τὸ δικο του κακὸ, παρὰ τὸ ξὲνο ἀγαθό καὶ κακὸς γιατὶ ζητὰει τὸ κακὸ τοῦ ἄλλου, παρὰ τὸ δικό του καλό. Ὁ φθονερὸς εἶναι δοῦλος φοβεροῦ τυράννου.
Ἡ εἰκόνα τοῦ φθονεροῦ εἶναι πάρα πολὺ ἄσχημη. Ἡ θλίψη καὶ ἡ πίκρα ἔχουν ζωγραφίσει στὸ πρόσωπὸ του, τὶς δικὲς τους ἀπεχθεῖς εἰκόνες. Τὸ βλέμμα του εἶναι ψυχρὸ καὶ θολὸ τὰ μάγουλα του κρεμασμένα, τὰ φρύδια του σφιγμένα, τὰ χείλη του σουφρωμένα, τὸ στῆθος του πιεσμένο, τὸ κεφάλι σκυμμένο. Ὁ φθονερὸς ἔχει ψυχὴ μοχθηρὴ ποὺ τὴ συνθλίβουν τὰ πάθη.
Ἔχει σκληρὴ καὶ πωρωμένη καρδιά ποὺ τὴν κεντάει πάντα ἡ ζήλεια καὶ αἱμορραγεῖ ἀπὸ τὶς πληγές. Στὰ μάτια του δὲν λάμπει ποτὲ ἡ χαρὰ καὶ δὲν σκιρτᾶ ἡ καρδιά του ἀπὸ ἀναγγελία καλῆς εἴδησης. Ὁ φθονερὸς ματιάζει εὔκολα, εἶναι λοίδορος, συκοφάντης, κατάλαλος, ἐριστικὸς, συζεῖ μὲ τὸν θάνατο στὸ διηνεκές.
Ὁ φθονερὸς ἔχει μόνο μία χαρὰ νὰ συγκινεῖ τὴν καρδιά του καὶ νὰ ἁπλώνει μιὰ πονηρὴ λάμψη στὰ μάτια του: τὴ χαρὰ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν καταστροφὴ αὐτῶν ποὺ φθονεῖ.
Χαίρεται τόσο ἀπὸ τὰ βάσανα τῶν ἄλλων, ὅπως ἀκριβῶς χαίρεται ὁ χοῖρος μέσα στὴ λάσπη. Τότε ὁ φθονερὸς ἀνακουφίζεται καὶ ἀναπνέει ἐλεύθερα, ὅταν πάθουν κακὰ αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὰ ἀγαθά. Τότε μόνο εὐθυμεῖ, ὅταν τὸ πάθος τῆς ζήλιας κορεσθεῖ ἀπὸ τὴν παντελὴ διαφθορὰ ἢ καταστροφὴ αὐτῶν ποὺ φθονεῖ.
Ὁ φθονερὸς εἶναι φοβερὸς καὶ ἀποτρόπαιος ἄνθρωπος. Κατοικία του θὰ εἶναι ὁ Τάρταρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου