Μια μέρα, που κατάκοπος και πεινασμένος από δύσκολες στρατιωτικές υποχρεώσεις, βρισκόταν μόνος σ’ ένα άγριο μέρος, παρουσιάστηκε μπροστά του η Παναγία.
Κρατούσε στα χέρια της ένα πιάτο καλό φαί και ένα κανάτι με νερό.
Αλλά τί κρίμα ! Όσο λαχταρούσε το ζεστό φαί και το δροσερό νερό, τόσο αηδίαζε από το πιάτο και το κανάτι ! Τόσο ήταν βρώμικα και σιχαμερά !
-Ποιά είσαι; Ρώτησε δειλά ο νεαρός.
-Είμαι η Παναγία, του απάντησε. Ακούω τις προσευχές σου και ήρθα.
-Και πώς, Παναγία Δέσποινά μου, να μπορέσω να φάω από τόσο βρώμικα σκεύη ;
-Εγώ, παιδί μου, – απάντησε η Παναγία – πώς θέλεις να ακούω τις προσευχές σου, που βγαίνουν από μια βρώμικη καρδιά ;
Και λέγοντας αυτά η Θεομήτωρ εξαφανίστηκε.
Και ο νεαρός ;
Έπεσε σε βαθιά περισυλλογή.
Σκεφτόταν, πόσα λάθη έκανε στη ζωή του.
Μήπως είναι πολύ προτιμότερη η καθαρή καρδιά, που ζητάει η Παναγία, από πολλά θεωρούμενα αγαθά ;
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1992-ΜΑΡΤΙΟΣ 1993, αριθ. 48-50, σελ. 144.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου