† ― †
ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Σύμφωνα με την προφητεία του Σεβάσμιου γέροντα γέννησα το δεύτερο παιδί μου και μετά από περίοδο σαράντα ημερών αφού πήρα την καθιερωμένη ευχή από την Εκκλησία είδα στον ύπνο μου, πως εγώ και η μικρή κορούλα μου Αναστασία μαζί με μια γειτόνισσα βρισκόμασταν σε ένα ψηλό βουνό όπου υπήρχε μια σπηλιά με μια Εκκλησία και μόλις μπήκαμε μέσα είδαμε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, γυμνό, όπως στην Ανάσταση, φορώντας στο κεφάλι του το αγκάθινο στεφάνι.
Έκανα αμέσως μετάνοιες πολλές και όταν τελείωσα ζήτησα να ασπαστώ το χέρι του Χριστού, αλλά η Παναγία με το χέρι της με εμπόδισε και μου είπε: «Μη ακόμη. Έχεις καιρόν δια να ασπασθείς το χέρι Του. Να κάμνεις 20 μετάνοιες κάθε πρωί και κάθε βράδυ επί σαράντα ημέρες και έπειτα θα αξιωθείς να φιλήσεις το χέρι του γιού μου».
Εγώ πίστεψα απολύτως στα λόγια που μου είπε η Παναγία στο όνειρό μου και έκανα κατά γράμμα ότι μου είπε.
† ― †
ΠΩΣ ΕΣΩΘΗ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
Ήταν παραμονή των Βαΐων όταν οι 40 μέρες έληξαν. Το πρωί κατά τις 11 άκουσα και πάλι εκείνο τον περίεργο χτύπο στην εξώπορτά μου, και λέω, «εμπρός, ποιος είναι»; «Εγώ», απαντά ο γέρος και ανοίγει την πόρτα του δωματίου. «Άκουσε Ελένη παιδί μου, μου λέγει. Να σου πω. Οι μετάνοιές σου τελείωσαν, μόνο ένα σου υπολείπεται ακόμη να κάμεις, εάν θέλεις τελείως να συγχωρεθείς. Να υπάγεις να συναντήσεις την θετή σου μητέρα που βρίσκεται στα Πετράλωνα, και να συγχωρεθείτε, να αγαπήσετε. Κατόπιν να υπάγεις εις την θεία σου Θεοφανία, η οποία κατοικεί εις τον Πειραιά και να παραλάβεις την μικράν κόρην σου Αναστασίαν, διότι εάν και αύριο μείνει εκεί θα πάθει μεγάλο κακό, εάν όμως ευρίσκεται πλησίον σου εδώ δεν θα πάθει τίποτε». Και με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε. Το απόγευμα περίμενα τον άντρα μου με αγωνία για να του πω το γεγονός. Όταν γύρισε ο Διονύσης από την δουλειά του (ήταν κτίστης) και άκουσε τα λόγια μου, συγκινήθηκε τόσο, ώστε γονατιστός και με ευλάβεια, μπροστά από τις σεβαστές εικόνες που είχαμε, σήκωσε τα χέρια του προς τον Θεό και ζήτησε την επέμβαση της Θείας δύναμης. Στράφηκε μετά σε εμένα και μου είπε: «Αυτά τα οποία βλέπεις δεν πρέπει να τα εκμυστηρεύεσαι στον ένα και στον άλλο. Πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος που σου παρουσιάζεται συχνά θα είναι ασφαλώς κανένας Άγιος. Εσύ πάντως δεν πρέπει να αδιαφορήσεις, αυτά που σου είπε πρέπει να τα κάνεις».
Την άλλη μέρα πήγα πραγματικά στα Πετράλωνα, βρήκα την μητριά μου και ζήτησα συγχώρεση. Αυτή όχι μόνο με συγχώρεσε, αλλά και με αγκάλιασε και έκλαψε μαζί μου. Έμεινα κοντά της περίπου δύο ώρες και έπειτα πήγα στη θεία μου στον Πειραιά, για να πάρω την μικρή μου κόρη. Η θεία μου προσπάθησε με κάθε τρόπο να με κρατήσει μια ημέρα κοντά της. Δεν μπορούσα όμως να την ευχαριστήσω γιατί είχα υπ’ όψιν μου τους σοβαρούς λόγους του γέροντα. Ο καιρός δεν ήταν καλός και φαινόταν πως θα έβρεχε.
Πραγματικά στο δρόμο άρχισε να βρέχει και αργότερα η βροχή δυνάμωσε. Το αποτέλεσμα ήταν να βραχεί το μικρό και μόλις το έβαλα στην κούνια του άρχισε να το βασανίζει ο πυρετός. Επί τρείς ημέρες η κατάσταση του παιδιού μου ήταν η ίδια. Την Τρίτη μέρα, δηλαδή την Μεγάλη Τετάρτη όμως, βλέποντας να επιδεινώνεται η κατάσταση του μικρού μου, άρχισα να κλαίω απαρηγόρητα, ενώ συγχρόνως παρακαλούσα από τα βάθη της ψυχής μου τον Κύριο, να ευσπλαχνισθεί την οικογένειά μου και να χαρίσει την υγεία στο λατρευτό μου παιδί.
Η ώρα θα ήταν περίπου 11 πμ. Και ενώ είχα σκύψει πάνω από το προσκέφαλο του μικρού μου παιδιού και με δάκρυα στα μάτια περίμενα από στιγμή σε στιγμή την «εξ ύψους βοήθεια», αιφνιδιάστηκα όταν άκουσα τον παρήγορο εκείνο χτύπο. Και όπως έγινε φανερό από τα γεγονότα, ο Κύριος ο Άρχων της ζωής και του θανάτου, άκουσε την φωνή της δέησής μου και πριν τελειώσω τις τελευταίες λέξεις εμφανίστηκε η γλυκιά μορφή του σεβάσμιου Μοναχού. Ποιος είναι; Ρώτησα μόλις άκουσα τους τρεις χτύπους «Εγώ είμαι παιδί μου Ελένη» απαντά, ενώ συγχρόνως ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Μοναχός. Με πλησίασε και μου είπε:
«Τι έχετε πάθει; Γιατί είσαι στενοχωρημένη;» Πώς να μην είμαι στενοχωρημένη γέροντα, του λέω, να το παιδί μου έχει τώρα τρεις μέρες που αρρώστησε και με όλη μου την προσπάθεια αντί να καλυτερεύσει η κατάστασή του, χειροτερεύει.
«Μην κλαίς, μου λέει Ελένη παιδί μου» και αγγίζει με την ευλογημένη δεξιά Αυτού χείρα στο μέτωπο του ασθενούς παιδιού μου. Με λόγια παρηγορητικά, προσπαθεί να με πείσει ότι το παιδί μου δεν έχει τίποτα, ότι δεν πρέπει να κλαίω, και ότι πρέπει να παύσω πλέον να στεναχωριέμαι για την αρρώστια του παιδιού μου. Και έπειτα πλησίασε στο κρεβατάκι του μικρού. Την ώρα εκείνη το πρόσωπό Του έλαβε διάφορες εκφράσεις. Καταλάβαινε κανείς παρατηρώντας το πρόσωπό Του, ότι στο δωμάτιό μου δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή κάποιος απλός άνθρωπος, αλλά κάποιος ανώτερος που κατά Θείο πρόσταγμα είχε την δύναμη να σκορπίσει την χαρά και την υγεία μέσα στο φτωχικό μου σπίτι. Στάθηκε λοιπόν ο γέροντας στην κλίνη του μικρού, έσκυψε επάνω του και χαϊδεύοντας το, του έβαλε στο στόμα μια άσπρη σκόνη, σαν το λευκό μάρμαρο και στράφηκε προς εμένα που είχα μείνει αμίλητη, βλέποντας σαν Θαύμα την διαφορά της υγείας του παιδιού μου, μόλις έλαβε και ήπιε την μικρή εκείνη δόση από τα χέρια του γέροντα, μου είπε: «Μην ταράζεσαι, μην ανησυχείς και το παιδί σου δεν θα πάθει τίποτα. Μόνο πρόσεξε να κάμεις αυτό το οποίο τώρα θα σου ειπώ. Σας είχα δώσει εντολήν, ότι ακόμα κι αν το μικρό κινδυνεύσει να αποθάνει, να μην το βαπτίσετε προτού σας έλεγα εγώ. Λοιπόν ήρθε η ώρα που πρέπει να βαπτισθεί. Αύριο, Μεγάλη Πέμπτη, προ της ακολουθίας του όρθρου, να ειδοποιήσετε τον εφημέριο της εκκλησίας σας δια να βαπτίσει το παιδίον. Γνώριζε δε και τούτο. Ότι κατά την τέλεση του μυστηρίου, θα παρευρίσκομαι και εγώ, με μόνη την διαφορά ότι δεν θα δυνηθεί κανείς να με ίδει, εκτός από ένα ή και δύο άτομα. Εγώ τώρα θα φύγω και πρόσεξε να κάμεις αυτό που σου είπα.» (εδώ πρέπει να σημειώσω ότι όταν εμφανιζόταν ο γέροντας καλόγηρος, μου έλεγε: «Εγώ είμαι παιδί μου Ελένη», και όταν έφευγε,
έλεγε: «Φεύγω εγώ». Αυτά επαναλάμβανε σε κάθε του εμφάνιση).
Το βράδυ, όταν ο σύζυγός μου γύρισε από την εργασία του, τον πληροφόρησα λεπτομερώς για τα όσα συνέβησαν. Ο άντρας μου όταν με άκουσε να εξιστορώ τα θαυμάσια της ημέρας εκείνης γεγονότα, άρχισε να σταυροκοπιέται και να δοξάζει και να ευχαριστεί τον Άγιο Θεό. Πιστεύοντας χωρίς καμία αμφιβολία, σηκώθηκε αμέσως, πήγε στον ιδιοκτήτη της οικίας μας και τον παρακάλεσε να πάνε στο σπίτι του εφημέριου, να του εξιστορήσουν πως έχουν τα πράγματα, γιατί ο ιδιοκτήτης μας επρόκειτο να βαπτίσει το παιδί. Ο πατήρ Αριστείδης δέχθηκε ευχαρίστως να βαπτίσει το παιδί την επόμενη μέρα, πριν από την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης. Κατά την τέλεση όμως του Μυστηρίου, συνέβη το εξής αξιοθαύμαστο.
Κατά την ώρα της Κατηχήσεως ενώ ως συνήθως εμείς οι γονείς των παιδιών βρισκόμασταν έξω από την οικία και ακριβώς την στιγμή που έπρεπε να δοθεί το όνομα στο νεοβαπτιζόμενο, η μικρή μου κόρη Αναστασία άρχισε να φωνάζει αναζητώντας τους γονείς της. «Παππούς – Παππούς» (Παππού η μικρή Αναστασία έλεγε τον σεβάσμιο Καλόγηρο). Μετά από λίγο από τις κραυγές της κόρης μου, εκτός από εμάς τους γονείς της μπήκαν μέσα και άλλοι πολλοί άνθρωποι επιθυμώντας να δουν τον Άγιο γέροντα, αλλά παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν μπόρεσε να τον δει αν και η μικρή εξακολουθούσε να δείχνει με τα χέρια της προς αυτούς, το μέρος όπου είχε σταθεί ο Σεβάσμιος γέροντας.
† ― †
ΠΕΜΠΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Την παραμονή της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ βρισκόμουν στο δωμάτιο μου και διάβαζα ένα θρησκευτικό βιβλίο άκουσα τον συνηθισμένο χτύπο. Αμέσως κατάλαβα περί τίνος πρόκειται, αλλά προτού να προλάβω άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο καλόγηρος, όχι όμως όπως άλλοτε αλλά πολύ διαφορετικός στην εμφάνιση. Και τούτο διότι, ενώ άλλοτε εμφανιζόταν σε ηλικία 65-70 ετών και με ρούχα παλιά σαν ένας φτωχός γέρος που είχε ανάγκη ανθρώπινης βοήθειας, αυτή τη φορά, με κατάπληξή μου αντίκρισα έναν άντρα νεαρό έως 30 ετών, με λαμπρή ενδυμασία. Από την απροσδόκητη αυτή αλλαγή ένιωσα να αλλάζει το χρώμα του προσώπου μου και η γλώσσα μου δέθηκε χωρίς να μπορεί να προφέρει ούτε λέξη.
Ο νεαρός Μοναχός βλέποντας την ψυχολογική μου κατάσταση και την μεγάλη ταραχή μου, άρχισε αμέσως με τα Θεία Του λόγια να με καθησυχάζει. «Μη φοβάσαι μου λέει, μην ανησυχείς. Εγώ είμαι. Πρόσεξε μόνο να κάμεις αυτό που θα σου πω. Αύριον να απομακρύνετε από το μέρος του φούρνου όλες τις ακαθαρσίες και την κόπρον, ώστε ο τόπος αυτός να είναι καθαρός, διότι δεν δύναμαι πλέον να υποφέρω αυτές τις ακαθαρσίες. Τον φούρνον δε άλλη φορά να μην τον χρησιμοποιήσετε αλλά εις το έμπροσθεν αυτού θα ανάπτεις πάντοτε κανδήλι. Επειδή δε είσαι πτωχή και αδυνατείς να διαθέτεις το έλαιον, εγώ θα φροντίζω δι’ αυτό. Εάν δε κάποτε στερηθείς τούτο τελείως να μην στενοχωρείσαι, εγώ θα ανάπτω το κανδήλι. Και το πρώτο που θα ανάψετε το κανδήλι μου θα το πάρετε από το νοικοκύρη σας». Με πολύ σεβασμό και μεγάλη συγκίνηση αλλά χωρίς φόβο (γιατί εφ’ όσον βρισκόμουν κοντά στον Κύριο ποτέ δεν ένιωσα φόβο) τον ρώτησα για πρώτη φορά: «Ποιος είσαι πάτερ δια να σου ανάψω κανδήλι και τι θα πει ο κόσμος;» «Ο κόσμος δεν θα πει τίποτε, μου απαντά. Και αυτοί που θα πουν θα μετανοήσουν. Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός» είπε με μια φωνή μελωδική επιβλητική και αμέσως εξαφανίστηκε σε μια εκτυφλωτική λάμψη, που με έκανε να κλείσω τα μάτια μου.
Όταν μετά από λίγο συνήλθα, από την απροσδόκητη, πρωτοφανή και Ουράνια εξαφάνισή του, έσπευσα αμέσως να καθαρίσω το μέρος του φούρνου και ύστερα το άσπρισα. Όταν γύρισε ο άντρας μου από την δουλειά και του είπα τα καταπληκτικά συμβάντα και την παραγγελία του Ιησού Χριστού να ανάψουμε κανδήλι, γονάτισε μπροστά στα εικονίσματα και προσευχήθηκε για την μεγάλη χάρη και τιμή που έγινε στο φτωχικό μας σπίτι. Την άλλη μέρα πήγε ο σύζυγός μου και παρήγγειλε ένα φανάρι, γιατί σκεφτήκαμε ότι ανοικτό το κανδήλι δεν θα βαστούσε αναμμένο από τον αέρα, έχοντας υπ’ όψιν να το ανάψουμε την επόμενη, ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής, όπως μου είπε ο Κύριος.
Την άλλη μέρα πήγα στον νοικοκύρη μου, ο οποίος μου έδωσε μια οκά λάδι και στον οποίο δεν είπα ακόμη γιατί το θέλω και άναψα το κανδήλι για πρώτη φορά. Το κανδήλι το τοποθέτησα στο μέρος ακριβώς του φούρνου όπου ο Κύριος άφησε την πίτα.
Την ίδια μέρα η μικρή μου κόρη Αναστασία, η οποία ήταν μόλις δύο ετών, βγήκε από το σπίτι με τα παιδικά της παιχνίδια για να παίξει. Όταν απομακρύνθηκε λίγο από το σπίτι και προχώρησε στον δρόμο, περνούσε την ώρα εκείνη ένα αμάξι (άμαξα, κάρο) το οποίο από απροσεξία του αμαξά, την ανέτρεψε και την πάτησε.
Τότε άρχισε η μικρή να φωνάζει και στις φωνές της έτρεξαν μερικοί γείτονες για να δώσουν τις πρώτες βοήθειες στην κόρη μου. Την πήραν στην αγκαλιά τους και μου την έφεραν σπίτι. Εγώ ήμουν απασχολημένη με το μωρό μου, όταν άξαφνα ακούω την φωνή του γνωστού μου καλόγηρου, τον οποίο δεν έβλεπα αυτή την φορά, να επαναλαμβάνει το όνομά μου τρεις φορές: «Ελένη, Ελένη, Ελένη». Μόλις άκουσα την φωνή, ρώτησα: «Ποιος είναι; Τι τρέχει;» Και η ίδια φωνή μου απάντησε: «Ελένη άφησε γρήγορα το παιδί σου στην κούνια και τρέξε έξω». Πετάχτηκα αμέσως έξω στην αυλή μου όπου άκουσα φωνές και κλάματα και οχλοβοή. Κατατρομαγμένη μόλις άνοιξα την πόρτα, βλέπω την μικρή μου κόρη Αναστασία σαν μισοπεθαμένη στα χέρια των γειτόνων μου. Όλοι προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν και να με παρηγορήσουν λέγοντας ότι δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Εγώ φώναζα: «Τι έχει το κορίτσι μου; Γιατί βρίσκεται σε τέτοια χάλια; Σε αυτήν την άθλια κατάσταση;» «Το πήρε λίγο η ρόδα του αμαξιού. Το χτύπησε και έπεσε κάτω».
Δυστυχώς όμως η κόρη μου δεν είχε χτυπήσει λίγο αλλά η ρόδα του αμαξιού είχε περάσει πάνω από το σώμα της. Νόμιζε κανένας, ότι σε λίγα λεπτά η μικρή μου Αναστασία θα ξεψυχούσε. Ο Ύψιστος όμως δεν ήθελε να αφαιρέσει από τις μητρικές μου αγκαλιές την πρωτότοκή μου κόρη. Γι’ αυτό είχε συντελεσθεί το θαύμα, το αμάξι είχε περάσει πάνω από το σώμα του παιδιού, το τόσο τρυφερό και εύθραυστο, χωρίς να πάθει ούτε κάταγμα ούτε κανένα τραύμα. Ο Κύριος το είχε προστατεύσει με την άπειρη ευσπλαχνία του και το έλεός του. Εν τω μεταξύ οι γείτονες είχαν τρέξει να φέρουν το γιατρό. Στον δρόμο τον είχαν βεβαιώσει πως είδαν να περνάνε οι ρόδες του κάρου επάνω από το κορμάκι της μικρής. Μα ο γιατρός μόλις την εξέτασε δεν βρήκε τίποτα, εκτός από διάφορους μώλωπες και κάνοντας τον σταυρό του μου είπε: «Κυρά μου το παιδί σου δεν έχει τίποτα σοβαρό. Γλίτωσε ως εκ θαύματος».
Όταν συνήλθε τελείως η Αναστασία μου ζήτησε να την βάλω να αναπαυθεί. Πριν κοιμηθεί όμως, ζήτησε την εικόνα της Θεοτόκου, την πήρε στα χέρια της, την φίλησε και είπε: «Παναϊτσα μου, κάνε με καλά να πάω άβιο να πάλω καραμέλες…». Και η Παναγία εξεπλήρωσε την παράκληση της αθώας ψυχούλας της μικρής. Έτσι πραγματοποιήθηκε και η προειδοποίηση του Μοναχού ότι το παιδί αν ήταν κοντά μου δεν θα πάθαινε τίποτα
† ― †
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΑΣΗΜΕΝΙΑΣ
Μια μέρα η γειτόνισσά μου κ. Ασημένια, μου εξέφρασε την απορία της γιατί άναβα διαρκώς κανδήλι μπροστά στο φούρνο. Εγώ της εξήγησα τους λόγους και την επομένη η κ. Ασημένια, χωρίς να πει τίποτα, πήγε μόνη της λάδι κι άναψε το κανδήλι. Το ίδιο βράδυ είδε μέσα στον βαθύ ύπνο της, πως μπήκαν στο δωμάτιό της όταν κοιμότανε, μια γυναίκα ψηλή και ωραία ντυμένη σεμνά μαζί με ένα σεβάσμιο γέροντα ο οποίος άρχισε σαν αρχιερέας, να ευλογεί και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού της. Η Ασημένια ξύπνησε, ταραγμένη και προσπαθούσε να δώσει μια εξήγηση του παράδοξου ονείρου της, όταν την άλλη μέρα το πρωί εκεί που άναβα φωτιά ακούω στην πόρτα μου τους συνηθισμένους πια τρεις χτύπους. Ανοίγω και βρίσκομαι μπροστά στη Θεία μορφή του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού ο οποίος μου έδωσε εντολή να πάω στην Ασημένια και να της πω ότι αυτό που είδε στον ύπνο της δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότητα.
Της είχε εμφανισθεί ο Κύριος , επειδή είχε πάει αυθόρμητα, μόνη της, λάδι και είχε ανάψει το κανδήλι του.
«Να της ειπείς, παιδί μου Ελένη, εξακολούθησε ο Κύριος, να ειπεί και εις τους αδελφούς της να έρχονται να μου ανάβουν το κανδήλι και θα έχουν την βοήθειά μου».
Εγώ συγκινήθηκα και δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου που άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου και τόλμησα να πω στον Κύριο: «Καλά, Κύριε, όταν όλα αυτά τα μάθουν οι χωρικοί τι θα πουν»; Γιατί σκέφτηκα μήπως με παρεξηγήσουν πολλοί και με συκοφαντούσαν εκθέτοντας και την οικογένειά μου, ότι τάχα με τον τρόπο αυτόν επεδίωκα ίσως να αποκτήσω υλικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και είχα αναλυθεί σε δάκρυα μπροστά στο Σωτήρα. «Γιατί παιδί μου Ελένη κλαίς;» με ρώτησε. «Κλαίω γιατί σκέφτομαι τι θα πουν οι άνθρωποι όταν ακούσουν από το στόμα μου τέτοια λόγια».
Τότε ο Κύριος με ένα ελαφρό καλοκάγαθο χαμόγελο μου είπε: «Να μην φοβείσαι, Ελένη παιδί μου, καθόλου. Όλα αυτά τα οποία γνωρίζεις δι’ εμέ, ειπέτα εις τους ανθρώπους και εγώ θα σε φωτίσω. Εις το τέλος θα νικήσουν οι λόγοι σου και το θέλημά μου θα γίνει. Τώρα εγώ φεύγω….» Και εξαφανίστηκε.
† ― †
ΟΠΟΥ Η ΕΛΕΝΗ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ
ΤΑΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Εγώ, αμέσως σχεδόν, μόλις έφυγε ο Κύριος, πήγα στο σπίτι της Ασημένιας και άρχισα να της διηγούμαι το όραμα που είχε δει στον ύπνο της. Εκείνη ξαφνιάστηκε γιατί δεν το είχε αφηγηθεί σε κανένα και με κοίταξε με έκπληξη και απορία.
Τότε της εξήγησα την εμφάνιση του Κυρίου και τα όσα μου είπε, να καταστήσω δηλαδή γνωστά τα θαύματα των εμφανίσεών του. Η Ασημένια ύστερα από όσα της είπα πίστεψε και τα υπερφυσικά και τα θεία γεγονότα διαδόθηκαν γρήγορα στο χωριό. Άρχισε σπίτι μας να μαζεύεται πολύς κόσμος, για να ακούσει από το στόμα μου όλα όσα συνέβησαν και πολλοί δεν μπορούσαν να παραδεχτούν πως εμφανίζεται ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός. Δεν ήταν μάλιστα λίγοι εκείνοι που γυρίζοντας στο χωριό με ειρωνεύονταν και με περιγελούσαν, διαδίδοντας ότι ψευδολογούσα. Άλλοι όμως, ερχόντουσαν σπίτι μου με πραγματική ευλάβεια και ακούγοντας την αφήγησή μου καταλαμβανόντουσαν από κατάνυξη και παραδεχόμενοι την αλήθεια δόξαζαν τον Θεό.
† ― †
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΚΑΛΑΜΙΩΤΗ
Μεταξύ αυτών που δεν πίστεψαν στην εμφάνιση του Κυρίου από εμένα, ήταν στο χωριό μας και κάποια Άννα Καλαμιώτη η οποία αμφέβαλε για όσα λέγονταν και άρχισε να λέει σε συνομιλίες με τις γειτόνισσές τις ότι εγώ αποβλέπω σε υλικά συμφέροντα και ότι δεν μπορεί ποτέ μια παντρεμένη γυναίκα να βλέπει τον Χριστό. Σαν να είμαστε οι παντρεμένες γυναίκες, καταραμένες. Αλλά το πρώτο θαύμα του Κυρίου ποιο είναι; Δεν είναι η ευλογία του Γάμου εν Κανά της Γαλιλαίας; Το ίδιο βράδυ όμως ο Κύριος θέλησε να σώσει την Άννα Καλαμιώτη από την απιστία της, γιατί κατά βάθος φαίνεται ότι ήταν καλή χριστιανή. Θέλησε δηλαδή, να βεβαιώσει ότι εκείνα τα οποία έλεγα στους προσερχόμενους ήταν αλήθεια.
Βλέπει λοιπόν, το βράδυ εκείνο η Καλαμιώτη στον ύπνο της, ότι μπήκε στο δωμάτιό της ένας ψηλός άνδρας ο οποίος πλησίασε στο κρεβάτι της και της είπε: «Σήκω Άννα να δεις αυτά που θα σου δείξω». Η Άννα μόλις άκουσε τα λόγια αυτά σηκώθηκε (στον ύπνο της πάντα) και βλέπει ένα φως σχήματος τριγώνου που έλαμπε όπως λάμπει ο ήλιος. Μέσα από αυτό το αστραφτερό φως βλέπει τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό στο δεξιό μέρος και στο αριστερό εμένα. Ακούει συγχρόνως τη φωνή του Κυρίου να της λέει: «Πως συ δεν επίστευσες ενώ ήσουν πιστή; Εγώ είμαι εκείνος ο οποίος εφανερώθει εις την Ελένην. Πρόσεξε να πιστέψεις εις τους λόγους που θα σου ειπώ. Εις την γυναίκα αυτήν κατά της οποίας κατεφέρθης (φέρθηκες) αδίκως και την οποίαν βλέπεις εδώ πλησίον μου, πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη, διότι αν εξακολουθήσεις να δυσπιστείς θα χάσεις την θεία προστασία. Πρέπει οπωσδήποτε αύριο το πρωί να υπάγεις εις το σπίτι της Ελένης να την γνωρίσεις προσωπικώς καλύτερα και να μην αμφιβάλεις εις τους λόγους της». Την στιγμή εκείνη ταράχτηκε και ξύπνησε έντρομη. Πρωί – πρωί ήρθε στο σπίτι μου και αφού με χαιρέτησε άρχισε να μου διηγείται τα όσα της συνέβησαν τη νύχτα.
Ενώ μας διηγείται το όνειρό της, ξαφνικά παρουσιάζεται στο νότιο μέρος της οικίας μου ένα πολύ μικρό λαμπρό άστρο, το οποίο στάθηκε λίγα λεπτά της ώρας επάνω από το εικονοστάσι μου. Όλες οι γυναίκες που ήταν εκείνη την ώρα συγκεντρωμένες στο δωμάτιο έμειναν εκστατικές στο περίεργο και θαυμάσιο εκείνο φαινόμενο και γονατίσανε ψάλλοντας ευχαριστίες και δοξολογίες στον Κύριο.
Μερικές που άκουσαν τις φωνές και τις προσευχές μας, μπήκαν σπίτι μου και πληροφορήθηκαν το τι είχε συμβεί. Το περίεργο αυτό φαινόμενο ανέφερα και στο σύζυγό μου Διονύση, ο οποίος μόλις το άκουσε ύψωσε τα χέρια του προς τον ύψιστο και με ύφος ικετευτικό παρακάλεσε λέγων τα εξής:
-Κύριε τόσο αμαρτωλός είμαι ώστε να μην ίδω τίποτε από τα θαύματά σου; Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και εμέ τον αμαρτωλό δούλο σου και αξίωσέ με να ιδώ έστω και σε όνειρο ένα από όλα τα θαύματά Σου.
† ― †
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΣΑΚΟΥΕΙ ΤΑΣ ΔΕΗΣΕΙΣ ΜΑΣ
Πραγματικά, η δέηση του συζύγου μου εισακούστηκε και την νύκτα εκείνη ενώ κοιμόμασταν, κατά τις τρεις τα ξημερώματα ακούγεται ένας δυνατός κρότος και τινάζονται τα δύο φύλλα της πόρτας, που ήταν κλειστή με τις δύο αμπάρες, (δηλαδή σίδερα τα οποία είχαν όλα τα παλιά σπίτια για να κλείνουν την εξώπορτα από μέσα). Έντρομος ο σύζυγός μου σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο αλλά δεν είδε κανένα. Μπαίνει πάλι μέσα και αφού έκλεισε καλά την πόρτα γονάτισε μπροστά από τις εικόνες και ευχαρίστησε τον Κύριο για το σημείο που αξιώθηκε να δει και το οποίο γι’ αυτόν ήταν αρκετό για να πιστέψει όπως έλεγε και όλα τα άλλα που είχαν συμβεί στο σπίτι μας. Πίστεψε τελείως γιατί είχε αξιωθεί όχι μόνο να δει το μυστηριώδης άνοιγμα της πόρτας, αλλά και το αστέρι εκείνο το λαμπερό το οποίο αναφέρω πιο πάνω και το οποίο μόλις η θύρα άνοιξε εμφανίστηκε και πάλι επάνω από τα εικονίσματα όπως είχε συμβεί και την ημέρα.
† ― †
Η ΘΕΟΔΩΡΑ ΒΛΕΠΕΙ ΛΕΥΚΗΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΝ
Την άλλη μέρα με παρακάλεσε η Θεοδώρα Λουκέσα να της επιτρέψω να αγρυπνήσει στο μέρος εκείνο στο οποίο εμφανιζόταν ο Κύριος. Εγώ δέχτηκα και η Θεοδώρα παρέμεινε μέχρι το πρωί της επόμενης, μαζί με τις άλλες γυναίκες. Ήταν μεσάνυχτα όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένα περιστέρι ολόλευκο το οποίο αφού πέταξε τρεις φορές τριγύρω, εξαφανίστηκε μέσα σε μια μεγαλειώδη λάμψη.
† ― †
ΔΥΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ
Είχαν περάσει αρκετές μέρες που δεν είχα ξαναδεί τον Κύριο, όταν ένα απόγευμα Σαββάτου, ενώ καθόμουν κι έραβα, ακούγεται το συνθηματικό χτύπημα στην πόρτα και εμφανίζεται ο Κύριος, όχι όμως με τη μορφή σεβάσμιου Καλόγηρου αλλά ως γέροντας κρατώντας μια ξύλινη ράβδο σαν αυτή που έχουν οι ποιμένες (γκλίτσα).
-«Είμαι παιδί μου Ελένη, μου είπε, κουρασμένος και θέλω να ξεκουραστώ λίγο. Έρχομαι από την Χαλκίδα».
Και κάθισε και κάλεσε κοντά του τα δύο παιδάκια μου, την Αναστασία και τον Μιχαλάκη.
Εγώ επωφελήθηκα της ευκαιρίας και πήγα να φωνάξω, κρυφά τον άνδρα μου, για να του εκπληρώσω την επιθυμία του που μου είχε εκφράσει πολλές φορές, παρακαλώντας με να δει τον Κύριο, τον οποίο ποτέ δεν είχε γνωρίσει.
-Ελένη μου, μου είχε πει, κοίταξε αν καμιά μέρα έλθει ο Άγιος καλόγηρος και είμαι εδώ κοντά φώναξέ με κρυφά για να τον ιδώ.
Όταν όμως μπήκαμε και οι δυό μαζί στο δωμάτιο ο Κύριος δεν καθότανε στη θέση του, είχαν μείνει μόνο τα παιδιά μου ενώ εκείνος είχε εξαφανισθεί. Έκπληκτοι εγώ και ο σύζυγός μου βγήκαμε για να τον αναζητήσουμε, αλλά μάταια. Ο άνδρας μου στεναχωρημένος έφυγε για την δουλειά του κι εγώ ξαναγύρισα στο σπίτι όπου είδα τον Κύριο να κάθεται στην ίδια θέση που ήταν και προηγουμένως.
-«Ελένη παιδί μου, μου λέγει, ποιος σου είπε να φωνάξεις τον άνδρα σου; Εγώ όταν ήλθατε, εκαθήμην πάντοτε εδώ, αλλά δεν ηδυνήθητε να με ιδήτε».
Και μου έδωσε μερικές συμβουλές για διάφορα οικογενειακά μου θέματα και εξαφανίστηκε μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη.
Ύστερα από λίγες μέρες, που είχαν έλθει αρκετές γυναίκες γειτόνισσες και γνωστές σπίτι μας, μια απ’ αυτές πήγε και κάθισε στον καναπέ που ήταν το συνηθισμένο μέρος όπου καθότανε (το έτος 2000 ο καναπές υπήρχε ακόμη στα Σπάτα) πάντοτε ο Κύριος. Τότε συνέβη το εξής παράδοξο. Το κοριτσάκι μου η Αναστασία, που ήταν μόλις δυόμισι ετών, εφώναξε, όταν είδε την γυναίκα να κάθεται στον καναπέ εκείνο, και απευθύνθηκε σε μένα και μου είπε: -Αυτή η γυναίκα μαμά να μην καθίσει στον καναπέ, γιατί η θείτσα δεν είναι καθαρή. Ο παππούς δεν τη θέλει!
Η δε γυναίκα μου ομολόγησε πράγματι η ίδια ότι δεν ήταν καθαρή γιατί πριν από 10 μέρες είχε κάνει αποβολή. Και εγώ από συμβουλή άλλης φίλης μου, ξέντυσα τον καναπέ και έστρωσα άλλο καθαρό σεντόνι και ένα σχετικώς καινούριο μαξιλάρι, που τα είχα αποκλειστικά για τον Κύριο.
Μια Κυριακή το κανδήλι ήταν σβηστό γιατί είχε σωθεί το λάδι χωρίς να το αντιληφθώ. Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στον μικρό κήπο του σπιτιού και περιποιόμουν τα φυτά. Έξαφνα, γυρίζοντας το κεφάλι μου προς τη θέση που ήταν το κανδήλι, παρατήρησα τον σεβάσμιο Μοναχό να κάθεται πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Βγήκα γρήγορα από τον κήπο και έτρεξα προς τα εκεί αλλά πόση ήταν η έκπληξή μου όταν είδα το κανδήλι να είναι γεμάτο από λάδι και να καίει ενώ ο Κύριος είχε εξαφανισθεί.
Με το θαύμα αυτό ο Κύριος εκπλήρωσε εκείνο που μου είχε πει ότι όταν δεν είχα λάδι για το κανδήλι θα φρόντιζε Εκείνος να το ανάβει.
† ― †
ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ
ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ
Μεταξύ του κόσμου που έρχονταν σπίτι μου, ήρθε κάποτε και μια γνωστή μου νέα, ονομαζόμενη Αιμιλία, 27 περίπου χρονών. Ήταν καλή χριστιανή και γύριζε σε διάφορα μέρη όπου κήρυττε τον λόγο του Θεού. Με την ευκαιρία της επισκέψεώς της, της αφηγήθηκα τα διάφορα αυτά περιστατικά με τις εμφανίσεις του σεβάσμιου Καλόγηρου, το κανδήλι που κατά συμβουλή του είχα τοποθετήσει μαζί με τον άνδρα μου στο μέρος εκείνο που έκαιε διαρκώς. Η Αιμιλία αφού με άκουσε με μεγάλη προσοχή και της ζήτησα την συμβουλή της μου είπε:
-Άκουσε να σου πω Ελένη μου, πρέπει να γνωρίζεις ότι υπάρχουν και πνεύματα πονηρά τα οποία πολλές φορές παρουσιάζονται στους ευσεβείς χριστιανούς με το πρόσωπο Αγγέλου ή ¨Άγιου για να τους εξαπατούν. Ίσως λοιπόν να συμβαίνει το ίδιο και με σένα και πιθανόν να είναι κανένα πνεύμα πονηρό, το οποίο θέλει να σε πειράξει. Λάβε λοιπόν μου λέει, τον σταυρόν τούτο στα χέρια σου και κάνε αυτό το οποίο θα σου πω. (και συγχρόνως μου δίνει ένα ξύλινο σταυρό, τον οποίο είχε πάνω της). Όταν σου παρουσιασθεί και πάλιν ο γέροντας καλόγηρος για τον οποίο μου μίλησες, τότε δείξε τον σταυρό και πες του. Γνωρίζεις τον σταυρό; Εάν απαντήσει γνωρίζω, πες πάλι… πιστεύεις εις τον Χριστό; Εάν σου δοθεί η απάντηση πιστεύω, τότε να πεις. Κάνε λοιπόν το σταυρό σου για να πιστέψω κι εγώ. Όταν τον δεις να κάνει τον σταυρό του, τότε γονάτισε και φίλησέ του το χέρι. Ότι δε σου ειπεί, να το κάνεις. Πρόσεξε, Ελένη, να το κάνεις αυτό που σου λέγω, για να αποδειχθεί εάν πρόκειται περί αγαθού ή πονηρού πνεύματος.
Από τα λόγια αυτά της Αιμιλίας λυπήθηκα αλλά και χάρηκα συγχρόνως γιατί με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να εξακριβώσω την αλήθεια.
Την επόμενη ενώ πήγα κοντά στο φούρνο του οικοπέδου του σπιτιού μας και άναψα το κανδήλι και θυμιάτιζα το μέρος εκείνο, βλέπω έξαφνα μπροστά μου σε μικρή απόσταση τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, ντυμένο τώρα με στολή δεσπότη που άστραφτε ενώ το πρόσωπο Αυτού έλαμπε. Άρχισε δε να λέγει τα εξής:
«Χθες που συζητούσατε με την Αιμιλία εγώ ήμουν κοντά σας και σας άκουγα. Δεν σου είπε Ελένη κακό. Η συμβουλή της ήταν καλή. Ρώτησέ με τώρα, τι θέλεις να με ρωτήσεις».
Και τότε ταραγμένη και τρέμουσα χωρίς όμως να φοβάμαι του λέγω δείχνοντάς του τον σταυρό τον οποίο είχα μαζί μου. –Τον γνωρίζεις τον Σταυρό; Και ο Κύριος στην ερώτησή μου απάντησε. –«Ναι Ελένη παιδί μου, τον γνωρίζω».
Του απευθύνω την άλλη ερώτηση: Πιστεύεις εις τον Χριστό; Στην ερώτησή μου αυτή το πρόσωπο του Κυρίου έλαμψε και με ευχαρίστηση απάντησε: «Πιστεύω»!
Τότε του λέγω: Εφ’ όσον τον σταυρό τον γνωρίζεις και στον Χριστό πιστεύεις, κάνε τον σταυρό σου να δω και εγώ να σε πιστέψω.
Ο λόγχη κεντηθείς υιός της Παρθένου προθύμως εδέχθη όλες τις ερωτήσεις μου και απάντησε σ’ αυτές θέλοντας να μου αποδείξει ότι αυτός που μου μιλούσε την στιγμή εκείνη δεν ήταν απλός και τυχαίος άνθρωπος ή κανένα πονηρό πνεύμα, όπως ίσως είχαν υποθέσει μερικοί. Έκαμε λοιπόν το σημείο του σταυρού τρεις φορές και ύστερα σήκωσε το χέρι του και ευλόγησε τις εικόνες και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ανατολή, Δύση, Βορά και Νότο, ευλόγησε και εμένα λέγοντάς μου. «Άκουσε να σου πω παιδί μου Ελένη. Εγώ είμαι εκείνος που φωτίζω όλο τον κόσμο και πάντα θα τον φωτίζω. Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός. Εσύ θα υποφέρεις, αλλά το θέλημά μου θα γίνει. Εγώ πάντα μαζί σου θα είμαι».
Πείστηκα πια απόλυτα ότι πρόκειται για τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, έκανα τρεις φορές τον σταυρό μου και φίλησα το δεξί χέρι του Σωτήρα μας.
Η ευχαρίστηση που ένιωσα την στιγμή εκείνη από το φίλημα του χεριού του Κυρίου, ήταν τόση, ώστε επί μια ολόκληρη εβδομάδα καταλάβαινα μια αξέχαστη δροσιά στα χείλη μου. Όταν ακούμπησα τα χείλη μου στο χέρι Του, το αισθάνθηκα σαν να ακούμπησα σε ένα μαλακό βελούδο.
† ― †
Η ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ
Μετά την δοκιμασία, ο Κύριος μου λέγει:
«Πρόσεξε τώρα παιδί μου Ελένη καλά σε ότι θα σου πω. Να πάρεις την φίλη σου Βασιλείαν και την Αιμιλίαν, που σου έδωσε τον σταυρό και να πάτε να συναντήσετε τον ιερέα και να του πείτε ότι είναι ανάγκη να έλθουν εδώ να σκάψουν ακριβώς εις το σημείον αυτό που δείχνω (έδειχνε δίπλα ακριβώς από τον φούρνο μια πέτρα αρκετά μεγάλη, η οποία ήταν χωμένη και φαινότανε λίγο) να βγάλουν τον λίθον αυτόν τον οποίο αφού σχίσουν (για να γίνει ίσια και να μπορούν να γραφούν γράμματα) να γράψουν σε σχήμα κύκλου επί του λίθου τας εξής λέξεις:
Και να σκαλίσουν έναν σταυρό εις το μέσον, (ο λίθος αυτός ήταν λίγο κοκκινωπός προς το μπεζ χρώμα). Τον λίθον αυτόν να τοποθετήσουν στην δεξιά πλευρά της εισόδου της εκκλησίας που πρέπει να κτιστεί εξάπαντος εις το οικόπεδον αυτό».
Και με τα τελευταία αυτά λόγια, χωρίς να περιμένει καμιά απάντησή μου ο Κύριος εξαφανίστηκε με μια λάμψη τόσο δυνατή που έκλεισα τα μάτια. Είχαν περάσει λίγες μέρες από τότε και ένα πρωί, ενώ ασχολιόμουν με τις δουλειές του σπιτιού ακούω τους γνωστούς μου πλέον τρεις χτύπους και εισέρχεται ο Κύριος ως καλόγηρος, ο οποίος μου λέγει: «Θα σηκωθείς σήμερα να πας εις τον νοικοκύρη σου που πήρες το λάδι και θα του πεις να μου δώσει το οικόπεδο αυτό δια να κτισθεί μια εκκλησία μου. Κατόπιν θα πας εις τον Ιερέα και θα του πεις να βγάλει την άδεια της ανεγέρσεως. Αυτά να ενεργήσεις μόνη σου. Εγώ φεύγω» μου είπε και εξαφανίστηκε.
Σηκώνομαι αμέσως μετά την αποκάλυψη αυτή που μου έκανε ο Κύριος και πηγαίνω στον νοικοκύρη μου, ο οποίος είναι και κουμπάρος μου (είναι εκείνος που μου βάφτισε το δεύτερο παιδί μου το Μιχάλη) και του λέγω: «Κουμπάρε μου είπε η Χάρη του να του δώσεις το οικόπεδό σου για να κτιστεί η Εκκλησία». Ο κουμπάρος μου για απάντηση μου λέει: «Δεν είναι ανάγκη να τρέχεις εσύ μια γυναίκα. Θα αναλάβω εγώ όλη την υπόθεση. Πήγαινε εσύ και κοίταξε το σπίτι σου και τα παιδιά σου και εγώ θα ενεργήσω. Να μείνεις ήσυχη». Τον χαιρέτησα κι έφυγα.
Πέρασαν από τότε δύο περίπου εβδομάδες χωρίς να γίνει τίποτα. Η στεναχώρια μου ήταν μεγάλη γιατί έβλεπα ότι τα λόγια μου δεν εισακούονται και η επιθυμία του Κυρίου δεν εκπληρώνεται. Μια μέρα ενώ καθόμουν και σκεφτόμουν την αργοπορία αυτή, δέχτηκα την επίσκεψη του ιδιοκτήτη μου. Αφού χαιρετιστήκαμε του λέγω: «Τι γίνεται κουμπάρε για την άδεια;». Τα βάσανα τελείωσαν, μου λέει. Η άδεια μας ήρθε και θα βάλουμε μπρος να χτίσουμε και απευθυνόμενος στον άνδρα μου, Διονύση, του είπε, «να γκρεμίσεις την μάνδρα», και του τόνισε πως η εκκλησία του Χριστού με τη βοήθειά του θα τελειώσει. Και αφού μας χαιρέτησε, αναχώρησε. Εγώ ευχαριστημένη πιστεύοντας τα λόγια του ιδιοκτήτη μας, έμεινα πλέον ήσυχη ότι το θέλημα του Κυρίου θα γινότανε.
Πολλοί όταν άκουσαν ότι η άδεια βγήκε, άρχισαν να δωρίζουν διάφορα υλικά. Πέτρες, αγκωνάρια, τούβλα, ασβέστη, τσιμέντο, άμμο, σίδερα, ξύλα, κ.λπ., και άλλοι χωρικοί πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι η άδεια είχε εκδοθεί, ενώ η πραγματικότητα ήταν, όπως θα αναφέρω παρακάτω, ότι όχι μόνο δεν είχε εκδοθεί, αλλά ούτε καν είχε γίνει καμιά ενέργεια. από εκείνους που είχαν υποσχεθεί ότι θα ενεργήσουν. Ποια τα αίτια, δεν γνωρίζω.. έπρεπε όμως να σκεφτούν ότι εμείς οι άνθρωποι πρέπει να είμαστε προς τον Θεό πιο ευσεβείς και πιο ειλικρινείς. Να γιατί η Θεία Δύναμις που δεν ανέχεται τις κακές συνήθειες και την κατάπτωσή μας, μας αφήνει να αυτοτιμωρούμαστε και ο κόσμος να υποφέρει τόσα και τόσα. Αλήθεια πολλές φορές και αν ακόμη πρόκειται περί Θεού, πόσο ανόητα σκεπτόμαστε εμείς οι άνθρωποι. Πρόχειρο παράδειγμα αυτό που αφηγούμαι. Και να που ο Κύριος έδειξε όπως θα δούμε παρακάτω και πάλι το θαύμα του, υπενθυμίζοντας την ανέγερση της εκκλησίας του.
ΓΙΑ ΤΟ Α! ΜΕΡΟΣ ΠΑΤΗΣΤΕ=> ΕΔΩ
Συνεχίζεται....
ΓΙΑ ΤΟ Α! ΜΕΡΟΣ ΠΑΤΗΣΤΕ=> ΕΔΩ
Συνεχίζεται....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου