Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Φθόνος : Ὁρισμός, πηγή, αἰτίες, ὁμάδες ὑψηλοῦ κινδύνου καί χαρακτηριστικά.


ΟΡΙΣΜΟΣ

Ὁ φθόνος εἶναι μία λύπη καί μία πικρία γιά τήν ὑπεροχή, τήν προκοπή ἤ τά ἀγαθά τοῦ πλησίον. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, φθόνος εἶναι ἐπίσης ἡ χαρά γιά τή δυστυχία τοῦ πλησίον.

ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ: Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ


Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: Πονηρός εἶναι ὁ διάβολος καί δημιουργός κάθε κακίας. Καί ὅπως ἀκριβῶς ἀκολουθεῖ στόν ἀγαθό ἡ ἀ-φθονία (ἀπουσία τοῦ φθόνου) ἔτσι καί ἀκολουθεῖ στόν διάβολο ἡ βασκανία (φθόνος-ζήλεια)... Τί ἐξαγρίωσε τόν ἀρχέκακο δαίμονα στόν πόλεμο κατά τῶν ἀνθρώπων; Ὄχι ὁ φθόνος; Ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου του ἀποδείχθηκε καί φανερά Θεομάχος. Ἀπό τήν μία μεριά ὑπέφερε μέ τόν Θεό πού ἔκανε αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά στόν ἄνθρωπο. Ἀπ' τήν ἄλλη τά  ἔβαζε μέ τόν ἄνθρωπο ἀφοῦ μέ τόν Θεό δέν μποροῦσε»[1].

ΑΙΤΙΕΣ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ

1)   Ὁ φθόνος πηγάζει ἀπό τήν κενοδοξία. 

Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ [Ἰησοῦ] τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασιν καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. 5.25 εἰ ζῶμεν πνεύματι͵ πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. 5.26 μὴ γινώμεθα κενόδοξοι͵ ἀλλήλους προκαλούμενοι͵ ἀλλήλοις φθονοῦντες»( Γαλ. 5, 24-26).

2)   Ἡ κενοδοξία και ἡ οἴηση. 

Λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος[2]: 
«Τίς κενοδοξίᾳ κρατούμενος καί οἰήσει κατεχόμενος, φθόνου ποτέ ἤ βασκανίας ἀπαλλαγήσεται;»

3)   Ὁ ἀδόκιμος (ἄρρωστος, διεστραμμένος, δυσλειτουργῶν) νοῦς.

Ὁ φθόνος εἶναι προϊόν τοῦ ἀδόκιμου νοῦ τόν ὁποῖο παραχωρεῖ  ὁ Θεός σ’ αὐτούς πού θεοποίησαν τά κτίσματα (εἰδωλολάτρες): Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: 

«Διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτοῖς ἐφανέρωσεν. 1.20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθορᾶται͵ ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης͵ εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους· 1.21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ ηὐχαρίστησαν͵ ἀλλ΄ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία. 1.22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν͵ 1.23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν. 1.24 Διὸ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς͵ 1.25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει͵ καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα͵ ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 1.26 διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας· αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν͵ 1.27 ὁμοίως τε καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους͵ ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. 1.28 καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει͵ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν͵ ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα͵ 1.29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ͵ μεστοὺς φθόνου, φόνου ἔριδος, δόλου, κακοηθείας͵ ψιθυριστάς (Ρωμ. 1,19-29).  

4)Ἡ χαλαρότης τῆς ψυχῆς, ἡ ἀμέλεια

Δίδασκε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος:« Οἱ ψυχικά ἀκαλλιέργητοι καί ἀμαθεῖς θεωροῦν γελοῖο πρᾶγμα τούς λόγους (γιά τά πνευματικά καί τίς ἀρετές) καί δέν θέλουν νά τούς ἀκοῦν ἐπειδή ἐλέγχονται γιά τήν κατάστασή τους. Συνάμα θέλουν  καί ὅλους τούς ἄλλους νά εἶναι ὅλοι ὅμοιοι μέ αὐτούς. Ὁμοίως ἐκεῖνοι πού εἶναι παραδομένοι σέ σαρκικά ἁμαρτήματα φροντίζουν ὥστε ὅλοι οἱ ἄλλοι νά εἶναι  χειρότεροί τους, νομίζοντας οἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐπειδή θά εἶναι πολλοί οἱ ἁμαρτάνοντες, θά γλυτώσουν καί οἱ ἴδιοι ἀπό τήν κατηγορία (καί τήν καταδίκη). Ἡ ράθυμη (καί χαλαρή-πλαδαρή) ψυχή χάνεται καί σκοτίζεται ἐξαιτίας τῆς κακίας, διότι ἔχει μέσα της ἀσωτεία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, θυμό, αὐθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ραθυμία, λύπη, δειλία, ἀσθένεια, μῖσος, φιλοκατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἁπάτη, λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μέ τέτοιες κακίες και παρόμοιες τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχή πού χωρίζεται ἀπό τόν Θεό[3].
Γράφει καί ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: . Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της. Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα»[4].

ΟΜΑΔΕΣ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Ποιοί κινδυνεύουν περισσότερο ἀπό τόν φθόνο;

Ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος Ἀριστοτέλης λέει, ὅτι δύο τύποι ἀνθρώπων εἶναι ὑποδουλωμένοι στό πάθος τοῦ φθόνου:

α) Οἱ φιλόδοξοι, γιατί δέν ὑποφέρουν νά τούς ξεπερνοῦν ἄλλοι σέ φήμη, δόξα, πλούτη κ.λ.π. καί

β) οἱ μικρόψυχοι καί ἀνικανοποίητοι, γιατί, ὅσα ἀγαθά κι’ ἄν ἔχουν, πάντα τά ξένα τούς φαίνονται καλύτερα και μεγαλύτερα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ


1)     Ὁ φθόνος στερεῖται κάθε συγγνώμης καί κάθε λογικῆς.

Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Διότι ἐάν αὐτούς πού ὁρμοῦν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν δέν τούς ἀφήνει (ὁ Θεός) νά φύγουν ἀτιμώρητοι, πολύ περισσότερο (τιμωρεῖ ὁ Θεός) αὐτούς πού βασκαίνουν (φθονοῦν καί ἐπιτιτίθενται σ') ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν τούς ἀδίκησαν σέ τίποτε. Διότι ἐάν αὐτός πού ἀγαπᾶ  ὅποιον τόν ἀγαπᾶ, δέν ἔχει τίποτε περισσότερο ἀπό τούς τελῶνες, πόσο μᾶλλον ἐκεῖνος πού μισεῖ αὐτόν πού δέν τόν ἀδίκησε σέ τίποτε, εἶναι δυνατόν ν' ἀξιωθεῖ κάποιας φιλανθρωπίας;
Γιατί λοιπόν πονᾶς ἄνθρωπε μέ τά καλά τοῦ πλησίον; Ἐάν πρέπει νά πονᾶς, γιά τά κακά τά ὁποῖα ἐμεῖς πάσχουμε, ἔπρεπε νά πονᾶς· καί ὄχι γιά αὐτά στά ὁποῖα βλέπουμε τούς ἄλλους νά εὐδοκιμοῦν. Ἤ δέν γνωρίζεις, ὅτι στερεῖται κάθε συγγνώμης αὐτό  τό ἁμάρτημα; Καί εἶναι φυσικά. 

Διότι ὁ πόρνος ἔχει νά πεῖ γιά τήν ἐπιθυμία (ὅτι ὑποκύπτει παρασυρόμενος ἀπό αὐτήν), καί ὁ κλέπτης γιά τήν φτώχεια (ὅτι ἀναγκάζεται ἀπό τήν ἀνάγκη) καί ὁ ἀνδροφόνος γιά τόν θυμό (ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς παραφορᾶς τοῦ θυμοῦ φόνευσε). Ψυχρές μέν καί ἄλογες (προφάσεις), ὅμως πράγματι ὅλοι αὐτοί ἔχουν  νά εἰποῦν αὐτές τίς προφάσεις· σύ δέ (πού φθονεῖς) ποίαν αἰτίαν θά ἐπικαλεστεῖς, πές μου; Καμμία ἄλλη παρά μόνο τήν ἐπιτεταμένη πονηρία (κακία). Διότι ἐνῶ ἔχουμε ἐντολή νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, ἐμεῖς (ἀντίθετα) μισοῦμε καί αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, ποίαν τιμωρία δέν θά (πρέπει νά) ὑποστοῦμε; Ἐάν αὐτός πού ἀγαπᾶ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν δέν θά ἔχει καθόλου καλλίτερη θέση ἀπό τούς ἐθνικούς·  (τότε) αὐτός ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά βλάψει, αὐτούς πού δέν τόν ἀδίκησαν σέ τίποτε ποία συγγνώμη θά ἔχει; Ὁ δαίμονας φθονεῖ μέν, τούς ἀνθρώπους , ἐνῶ ἀντίθετα κανένα  δαίμονα (δέν φθονεῖ). Σύ δέ ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, φθονεῖς τούς ἀνθρώπους; Καί ποιά συγγνώμη θά ἐπιτύχεις;»[5]

2)     Τά χαρακτηριστικά τοῦ φθονεροῦ.

Σκιαγραφία τοῦ χαρακτήρα του φθονοῦντος ἀπό τόν Μ. Βασίλειο: 

«Εἶναι δέ φανεροί κάπως καί ἀπό αὐτό τό πρόσωπο (τους) αὐτοί πού φθονοῦν. Τό μάτι τους εἶναι ξηρό καί δέν λάμπει, ἡ παρειά κατηφής, τά φρύδια μαζεμένα, ἡ ψυχή συγχυσμένη ἀπό τό πάθος, ἀφοῦ δέν ἔχει τό κριτήριο τῆς ἀλήθειας γιά τά πράγματα. 

Δέν ὑπάρχει  κατ' αὐτούς πράξη ἐνάρετη πού ἀξίζει νά ἐπαινεθεῖ , οὔτε δύναμη λόγου στολισμένη μέ σεμνότητα καί χάριτες, οὔτε κάτι ἄλλο ἀπό τά ἀξιοζήλευτα καί περίβλεπτα( πού ἀξίζουν τόν ἔπαινο). Ὅπως δέ ἀκριβῶς οἱ γύπες  ἔρχονται πρός τά βρωμερά ἐνῶ πετοῦν πάνω ἀπό πολλά λειβάδια, ἀπό πολλούς γλυκεῖς καί εὐώδεις τόπους (ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τούς φθονερούς). 

Ἐπίσης οἱ μύγες ἐκεῖνο μέν πού ἔχει ὑγεία τό παρατρέχουν, πρός δέ τό ἕλκος βιάζονται νά φθάσουν. Ἔτσι καί οἱ φθονεροί στά ἀληθινά λαμπρά κατορθώματα τῆς ζωῆς καί στά μεγάλα κατορθώματα οὔτε κἄν ρίχνουν ἔνα βλέμμα, ἐνῶ στά  σαθρά ἐπιτίθενται. Κι ἄν συμβεῖ σέ κάτι νά πταίσει κάποιος, ὅπως πολλές φορές συμβαίνει στά ἀνθρώπινα, αὐτό τό δημοσιεύουν καί ἀπό αὐτό θέλουν νά (ἀνα)γνωρίζουν (καί νά δημοσιοποιοῦν) τούς ἄνδρες, ὅπως ἀκριβῶς οἱ πονηροί ἐκ τῶν ζωγράφων ἀπεικονίζουν καί σηματοδοτοῦν τίς μορφές τῶν ζωγραφουμένων ἤ ἀπό τήν στριμμένη πρός τά μέσα μύτη ἤ ἀπό κάποια οὐλή ἤ ἀπό κάποιο κολόβωμα τό ὁποῖο ὑπῆρξε εἴτε ἐκ φύσεως εἴτε  (δημιουργήθηκε) ἀπό κάποιο ἀτύχημα.

Εἶναι φοβεροί δέ  (οἱ φθονεροί) στό νά διαστρέφουν τά πάντα καί νά  τά  ὑποβιβάζουν πρός τό χειρότερο. Ἐπίσης καταφέρνουν νά φτύνουν τό ἐπαινετό καί νά διαβάλουν τήν ἀρετή διά μέσου τῆς γειτονικῆς της κακίας.  Ἔτσι ὀνομάζουν θρασύν τόν ἀνδρεῖο, καί ἀνάλγητο τόν σώφρονα. Τόν δίκαιο τόν ὀνομάζουν ἀπηνή· τόν φρόνιμο κακοῦργο. Καί τόν μεγαλοπρεπή τόν διαβάλλουν ὡς βάναυσο καί τόν ἐλευθέριο ὡς ἄσωτο· πάλιν τόν οἰκονομικό (τόν ὀνομάζουν) φειδωλό (τσιγγούνη). Καί πραγματικά πάντα, δέν τούς λείπει ἡ ἱκανότητα ὥστε γιά ὅλα τά εἴδη τῆς ἀρετῆς νά βρίσκουν ἕνα ὄνομα μέ τό ὁποῖο νά τήν παρουσιάζουν ὡς τήν ἀντίθετή της κακία»[6].


[1] Μ. Βασιλείου, Περί φθόνου, Work #027 31.372.23 to Work #027 31.385.36
[2] Τοῦ ὁσίου καί μεγάλου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Πρεσβυτέρου καί ἡγουμένου Μονῆς τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τῆς Ξηροκέρκου, Ἔργα, Τόμος 1ος (Α΄), Κατηχήσεις καί Εὐχαριστίαι, Λόγος Β΄(28)
Περί τοῦ φεύγειν τούς λοιμούς καί φθοροποιούς τῶν ἀνθρώπων καί τούς λόγους αὐτῶν ἀποπέμπεσθαι καί πρός τήν ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς ἀναστῆναι. Ἔτι δέ καί περί τοῦ δεῖν σκοπεῖν εἰ τά τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἔχομεν. Καί περί δακρύων καί κατανύξεως.
[3]Άγιος Αντώνιος ὁ Μέγας, Η Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Συμβουλές γά τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἐνάρετη ζωή σέ 170 Κεφάλαια, Κεφάλαιο 8.
[4]Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς(Ὁμιλία στήν Β΄Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/week/b_week/bweek_8.htm): 
[5]Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί φθόνου, Work #338 63.677.10t  to Work #338 63.682.6
[6] Μ. Βασιλείου, Περί φθόνου, Work #027 31.372.23 to Work #027 31.385.36

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου