Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης
Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς ἔχει σεβασμὸ στὰ μοναστήρια, γιατί εἶναι διδασκαλεῖα εὐσέβειας καὶ ἀρετῆς. Στὴν ἐνορία του διδάσκεται ἀπὸ τοὺς ἄξιους κληρικοὺς τὸ περιεχόμενο τῆς πίστης, τὶς ἠθικὲς ἐντολὲς καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Σπανιότερα ὅμως ἀκούει βιωματικὲς διδαχὲς ἀπὸ ἀφοσιωμένους στὴν Ἐκκλησία ἀνθρώπους.
Ἀκούει παραδείγματος χάρη γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιεῖται, γιατί πρόκειται γιὰ εὔκολη θεωρία. Θέλει νὰ μάθει γιὰ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς, γιὰ τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ ἀποτελέσματα. Θέλει νὰ γνωρίσει τὸν προσευχόμενο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀκαταπαύστως μετανοοῦντα. Αὐτὸν ποὺ ἔχει δεχτεῖ τὴν καλὴ ἀλλοίωση στὴν καρδιά του ἀπὸ τὸν καθημερινὸ πνευματικό του ἀγώνα.Οἱ ἐπιθυμίες αὐτὲς τοῦ χριστιανοῦ ποὺ ζεῖ στὸν κόσμο, ἱκανοποιοῦνται σ’ ἕνα βαθμὸ μὲ τὶς ἐπισκέψεις του σέ μοναστήρια καὶ μὲ τὴ συνάντηση καὶ ἐπικοινωνία μὲ μοναχούς, ποὺ διακρίνονται γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο τους. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἐπισκέπτονται τὰ μοναστήρια, γιὰ νὰ ὠφελοῦνται πνευματικὰ καὶ νὰ παραδειγματίζονται ἀπὸ τοὺς μοναχούς. Εἶναι ἀριστουργηματικὸς ὁ λόγος του: «Οἱ ἅγιοι εἶναι φωτεινὰ λυχνάρια, ποὺ φωτίζουν παντοῦ· στέκονται σὰν τείχη γύρω ἀπὸ τὶς πόλεις. Γι’ αὐτὸ κατέλαβαν τὶς ἐρημιές, γιὰ νὰ διδάξουν καὶ σένα νὰ περιφρονεῖς τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου. Γιατί αὐτοί, ἐπειδὴ εἶναι ἰσχυροί, καὶ στὴ μέση τῆς τρικυμίας μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν γαλήνη. Σὺ ὅμως, ποὺ ἀπὸ παντοῦ κυκλώνεσαι ἀπὸ τὰ κύματα, χρειάζεσαι ἡσυχία, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖς λίγο ἀπὸ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματα. Βάδιζε λοιπὸν ἐκεῖ συνεχῶς, ὥστε, ἀφοῦ καθαρίσεις τὴ διαρκῆ κηλίδα τῆς ἁμαρτίας μὲ τὶς εὐχὲς καὶ συμβουλὲς ἐκείνων, καὶ τὴν ἐδῶ ζωή σου νὰ τὴν περάσεις κατὰ τρόπο ἄριστο καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ νὰ ἐπιτύχεις».1 Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος μας: «Οἱ πράγματικὰ ἅγιοι, ποὺ ζοῦν μόνιμα στὶς ἐρημιὲς μοιάζουν μὲ λιμάνι γεμᾶτο γαλήνη. Εἶναι σὰν τοὺς φάρους, ποὺ τοποθετημένοι στὴν εἴσοδο τῶν λιμανιῶν, φωτίζουν ἀπὸ ψηλὰ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ καὶ προσελκύουν ὅλους ἀνεξαιρέτως πρὸς τὴ δική τους γαλήνη, μὴ ἀφήνοντας νὰ ναυαγήσουν ἐκείνους ποὺ προσβλέπουν σ’ αὐτούς, μὴ ἀφήνοντας νὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι ἐκείνους, ποὺ ἔχουν στραμμένα πρὸς τὰ ἐκεῖ τὰ βλέμματά τους. Πήγαινε στὶς σκηνὲς τῶν ἁγίων· ὅταν καταφεύγεις σὲ μοναστήρι ἁγίου ἀνθρώπου, εἶναι σὰν νὰ πηγαίνεις ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Δὲν βλέπεις ἐκεῖ ὅσα βλέπεις στὸ σπίτι· εἶναι ἀπὸ ὅλα καθαρὸς ὁ ὅμιλος ἐκεῖνος· ἐπικρατεῖ πολλὴ σιγὴ καὶ ἡσυχία· δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου. Ἂν μείνεις ἐκεῖ καὶ μιὰ μόνον ἡμέρα, ἢ καὶ δεύτερη, τότε θὰ αἰσθανθεῖς περισσότερο τὴν πνευματικὴ ἀγαλλίαση»2.
Στὰ μοναστήρια συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ κόσμου. Κάποτε παραξενεύονται κιόλας, γιατί οἱ ἴδιοι εἶναι αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν καὶ στὴν καθημερινή τους ζωὴ τὰ ἱκανοποιοῦν σὲ μεγάλο βαθμό, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ πάθη τους τὰ θεωροῦν ἀθῶα καὶ «ἀνθρώπινα».
Oἱ ὑπηρεσίες τῶν ἁγίων ἀνθρώπων εἶναι ἀναγκαῖες στὴν κοινωνία, ποὺ εἶναι ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἔχει ἀνάγκη, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν στὸ ποιμαντικό της ἔργο καὶ νὰ μὴ ἐμπιστεύεται σὲ ἀνάξιους κληρικούς. Νὰ μὴ συμβαίνει αὐτό, ποὺ εἶχε διαπιστώσει ὁ Χρυσόστομος στὴν ἐποχή του ὅτι ἐκεῖνοι, ποὺ ζοῦν ἠθικὸ βίο, ἔχουν παρρησία καὶ εἶναι τίμιοι «ἔχουν καταλάβει τὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ κοντά μας καὶ ἀποχωρίστηκαν, σὰν νὰ εἶναι ἐχθρικὸ καὶ ξένο τὸ κοινωνικὸ σῶμα καὶ ὄχι δικό τους. Ἔτσι κατέλαβαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα διαφθορεῖς, γεμᾶτοι ἀπὸ ἄπειρα κακά. Τὰ ἀξιώματα κατάντησαν νὰ ἐξαγοράζονται. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν αἰτία γεννιοῦνται ἄπειρα κακά, καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, γιὰ νὰ διορθώσει τὴν κατάσταση, κανεὶς νὰ τοὺς ἐπιπλήξει, ἀλλὰ ἡ ἀταξία σχεδὸν καθιερώθηκε καὶ συνεχίζει τὴν πορεία της».3
Εὐθύνη γιὰ ὅσα θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ συμβαίνουν στὴν Ἐκκλησία πρωτίστως ἔχουν οἱ μητροπολίτες, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν διατηροῦν καλὲς σχέσεις μὲ τὰ μοναστήρια τῶν περιφερειῶν τους καὶ ἀρνοῦνται καὶ τὴ στοιχειώδη συνεργασία μαζί τους. Οἱ λόγοι ἄλλοτε εἶναι οἰκονομικοὶ καὶ ἄλλοτε πνευματικοί, δηλαδὴ δὲν ἀνέχονται νὰ ἔχουν μεγάλη φήμη στὸ λαὸ οἱ ἐνάρετοι μοναχοὶ καὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἐπισκιάζονται μὲ τὶς ἀπερίσκεπτες ἐνέργειές τους, γιατί ὁ λαὸς βλέπει, ἀκούει καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ μητροπολιτικὰ μέγαρα.
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Τόμος Γ΄, Ἀθήνα 1995, σελ. 517. 2. Ὅπ. παρ., σελ. 517 – 518. 3. Ὅπ. παρ., σελ. 518-519.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου