Γύρισε, κοίταξε τους μαθητές του στα μάτια έναν-έναν. Τους κοίταξε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, χλωμός, βουβός, πικραμένος.
– Αυτά όλα τα οποία εκάματε, άρχισε σιγά-σιγά να λέει, με λυπούν βαθύτατα. Με αναγκάζουν να τιμωρήσω τον εαυτό μου.
– Τον εαυτό σας, κύριε σχολάρχα; έκανε καταγεμάτος απορία ο παιδονόμος.
– Μάλιστα. Να ...τιμωρήσω τον εαυτόν μου εις απεργίαν πείνης. Κύριε παιδονόμε, από ταύτην την μεσημβρίαν θα ειδοποιήσετε τον μάγειρον επί τρείς ημέρας να μην μου αποστέλλει φαγητόν. ᾽Εξηγήθημεν; Την ώρα του φαγητού θα προσεύχομαι διά την ανωμαλίαν.
– Μάλιστα.
– Με λυπούν, παιδιά μου, με λυπούν… σείς, αυριανοί ιερείς του ᾽Υψίστου! Πηγαίνετε, παρακαλώ, και είθε ο Κύριος να αποστείλει έλεος και φωτισμόν… είθε να σας συγχωρήσει.
᾽Απόμειναν άναυδοι. ᾽Απόμειναν να τον κοιτάζουν. Τα μάτια του μέσα στην σοβαρότητα και την συντριβή τους τόξευαν κάτι το ανομολόγητο, κάτι το μεγαλειώδες.
– Πηγαίνετε… ξανάκουσαν την φωνή του. Και παρακαλώ μέχρι της μεσημβρίας να έχετε πλήρως συμφιλιωθεί. Διότι άλλως θα συνεχίσω την τιμωρίαν.
Τά πόδια κινήθηκαν, τα παπούτσια σύρθηκαν στο πάτωμα. Βγήκαν από το γραφείο ένας-ένας σκυφτοί, κατακίτρινοι, συνεπαρμένοι από φόβο και δέος.Τό μεσημέρι και οι τέσσερις δεν φάνηκαν στην τράπεζα, δεν έβαλαν μπουκιά στο στόμα. Κλείστηκαν στις κάμαρές τους κι έκλαψαν.
῎Εκλαψαν όσο ποτέ στην ζωή τους᾽.
(᾽Από το βιβλίο του Σ. Χονδρόπουλου, ῾Ο άγιος του αιώνα μας, σσ. 146-148).http://amfoterodexios.blogspot.com/, adontes.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου