Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

«Μπορεῖ νὰ γίνει (χωρισμὸς Ἐκκλησίας-Κράτους) καὶ χωρὶς ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος»!

Δὲν εἶναι καθόλου τυχαία οὔτε ἡ συγκυρία οὔτε τὸ περιεχόμενον τοῦ ἄρθρου, τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη εἰς τὴν ἐφημερίδα «Τὰ Νέα» τῆς 16ης Μαρτίου 2024 καὶ συνέγραψεν ὁ πρ. Ὑπουργὸς κ. Μ. Σταθόπουλος. Ἀπηχεῖ τὰς αὐτὰς προθέσεις, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά, μὲ τὸ βιβλίον «Ἕνα καινοτόμο Σύνταγμα γιὰ τὴν Ἑλλάδα» τοῦ ΥΠΕΞ κ. Γ. Γεραπετρίτη, τοῦ κ. Ι. Κτιστάκη ἄρχοντος τοῦ Φαναρίου καὶ παρακαθημένου εἰς τὸ δεῖπνον διὰ τὰ πρόσφατα 84α γενέθλια(!) τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, καὶ ἄλλων Πανεπιστημιακῶν, ὅπου ἡ ἐπίκλησις τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ ἄρθρον 3 διαγράφονται (βλ.ΦΩΤΟ).

Τώρα προχωροῦν αἱ καταστάσεις ἕνα βῆμα παρακάτω, ἀφοῦ μὲ τὰ ἰδιωτικὰ πανεπιστήμια, παρεκάμφθη ἤδη τὸ Σύνταγμα… Ἂς δώση προσοχὴν ἡ Ἱεραρχία. Παραθέτομεν τὸ ἄρθρον:

  «Ἡ ψήφιση τοῦ νόμου γιὰ τὰ ὁμόφυλα ζευγάρια προκάλεσε σοβαρὲς τριβὲς στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Τελικὰ ἡ αἰτία βρίσκεται στὴν ὑπέρμετρη ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως ὁρισμένων Μητροπολιτῶν ποὺ ἔδειξαν ὅτι δὲν ἀναγνωρίζουν τὴ δικαιοδοσία τῆς Πολιτείας νὰ νομοθετεῖ σὲ θέματα οἰκογενειακοῦ δικαίου χωρὶς τὴν ἔγκρισή της. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ ἐκφράσει πρὸς τὴν Πολιτεία τὴ γνώμη της καὶ τὶς διαφωνίες της γιὰ τὸν νόμο, ἀλλὰ ὄφειλε νὰ σεβασθεῖ ὅτι, ὅταν πρόκειται γιὰ ἔννομες καὶ ὄχι θρησκευτικὲς συνέπειες ἑνὸς νόμου, ἡ σχετικὴ ἁρμοδιότητα γιὰ τὴ λήψη ἀποφάσεων ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν Πολιτεία.

  Τὰ σύννεφα αὐτὰ στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας προκάλεσαν σχόλια σχετικὰ μὲ τὸ ἂν ὡρίμασαν πλέον τὰ πράγματα, γιὰ νὰ προχωρήσουμε σὲ ἕνα χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Ἀκούστηκε ὅμως ἀμέσως μετὰ ὁ ἀντίλογος ὅτι ὁ χωρισμὸς προϋποθέτει ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει ρυθμίσεις ἀσύμβατες μὲ τὸ σύστημα τοῦ χωρισμοῦ. Εἶναι ὅμως πράγματι ἀδύνατος ὁ χωρισμὸς χωρὶς ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος; Πρὶν δοθεῖ ἀπάντηση, θὰ πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι ὁ χωρισμὸς δὲν συνεπάγεται τερματισμὸ τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ὑφίστανται σὲ φιλικὸ κλῖμα. Σημαίνει μόνο ὅτι θὰ ὑπάρξει διάκριση τῶν ἁρμοδιοτήτων μεταξύ τους: Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔχει ἁρμοδιότητα γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα καὶ ἡ Πολιτεία γιὰ τὰ κοσμικά.

  Τὸ Σύνταγμα περιέχει βεβαίως κάποιες διατάξεις ἀντίθετες μὲ τὴ διάκριση τῶν ἁρμοδιοτήτων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀλλὰ αὐτὲς ἔχουν λιγότερο πρακτικὴ σημασία καὶ περισσότερο συμβολικὴ (π.χ. τὸ Προοίμιο τοῦ Συντάγματος ἀρχίζει μὲ τὴν ἔκφραση «εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» καὶ τὸ ἄρθρο 32 Συντ. προβλέπει θρησκευτικὸ ὅρκο γιὰ τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας) ἢ ἁπλῶς διαπιστωτικὴ σημασία (π.χ. ἡ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 3 Σύντ. ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα) ἢ κάπως «ρητορικὴ» (κατὰ τὴ σχετικὴ διατύπωση τοῦ Φαίδωνα Βεγλερῆ), δηλαδὴ μὲ ἀπροσδιόριστο τὸ συγκεκριμένο περιεχόμενό τους (ὅπως ἡ ἀναφορὰ στὴν ἀνάπτυξη, μέσῳ τῆς παιδείας, μεταξὺ ἄλλων καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης – ἄρθρ. 16 § 2). Οἱ κυριότερες παρεμβάσεις τῆς Ἐκκλησίας σὲ ζητήματα τῆς Πολιτείας ἢ τῆς Πολιτείας σὲ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας γίνονται εἴτε μὲ νόμους εἴτε στὴν πράξη. Ἂν αὐτὲς οἱ παρεμβάσεις παραμεριστοῦν, θὰ ἔχουμε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν χωρισμὸ χωρὶς συνταγματικὴ ἀναθεώρηση. Θὰ πῶ μερικὰ παραδείγματα τῶν σπουδαιότερων παρεμβάσεων.

Μὲ νόμο τοῦ κράτους ψηφίζεται ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ περιέχει ρυθμίσεις γιὰ τὸ πῶς ἐκλέγεται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πῶς ἐκλέγονται οἱ Μητροπολίτες, πῶς διοικεῖται ἡ Ἐκκλησία κ.λπ. Ἔτσι ὑπονομεύεται στὸ σημαντικὸ αὐτὸ θέμα ἡ αὐτονομία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μπορεῖ νὰ ρυθμίζει ἀπὸ μόνη της τὰ ζητήματα αὐτά, ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, δυνάμει τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (ἄρθρο 13 Συντ.). Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ὁ προηγούμενος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σὲ παλαιὰ μελέτη του ἄσκησε κριτικὴ κατὰ τῶν νομοθετικῶν παρεμβάσεων στὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα, ὑποστηρίζοντας τὰ ἑξῆς: «Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δική της ὑπόθεσις. Ἄλλως δὲν ἔχομεν εἰς τὴν Ἑλλάδα θρησκευτικὴν ἐλευθερίαν ἢ μᾶλλον ἔχομεν διὰ ὅλας τὰς ἄλλας θρησκείας ἐκτὸς τῆς ἐπικρατούσης. Καιρὸς νὰ ἐπανέλθομεν εἰς τὴν συνταγματικὴν τάξιν» [ἐννοεῖ προφανῶς τὴ συνταγματικῶς προστατευόμενη θρησκευτικὴ ἐλευθερία]. Ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ ἰδιότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων ὡς νομικῶν προσώπων δημοσίου δικαίου μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἁπλῶς ἐκκλησιαστικὰ νομικὰ πρόσωπα (ἰδιαίτερη κατηγορία νομικῶν προσώπων).

Μὲ νόμο ἐπίσης μπορεῖ νὰ καθιερωθεῖ ὁ πολιτικὸς γάμος ὡς ὑποχρεωτικὸς γιὰ ὅσους θέλουν τὶς ἔννομες συνέπειες τοῦ γάμου (δικαιώματα, ὑποχρεώσεις κ.λπ.), δηλαδὴ τὴν ἀναγνώριση τοῦ γάμου ἀπὸ τὴν Πολιτεία. Ὁ θρησκευτικὸς τύπος τοῦ γάμου θὰ παραμείνει ἐλεύθερος γιὰ ὅσους θέλουν καὶ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν γάμο τους (καὶ προφανῶς αὐτοὶ στὴν ἐποχή μας θὰ εἶναι οἱ περισσότεροι). Ἡ παραγωγὴ ἔννομων συνεπειῶν μὲ τὸν θρησκευτικὸ γάμο συν­ιστᾶ παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας σὲ ζητήματα ἁρμοδιότητας τῆς Πολιτείας.

Παραδείγματα παρεμβάσεων ἀντίθετων μὲ τὸ σύστημα τοῦ χωρισμοῦ στὴν πράξη: Ἡ ἔναρξη κάθε χρόνο τῶν συνεδριάσεων τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τοῦ σπουδαιότερου δημοκρατικοῦ ὀργάνου τῆς Πολιτείας, μὲ θρησκευτικὴ τελετὴ (ἁγιασμὸ κ.λπ.), οἱ εἰκόνες στὰ δικαστήρια, τὰ ὁποῖα ἀπονέμουν κοσμικὴ δικαιοσύνη σὲ Ἕλληνες πολίτες ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κ.λπ.

Δὲν συνιστᾶ ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση σὲ θέματα κοσμικὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἑορτολόγιο συγκαθορίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ τὶς ἀργίες δημόσιων ὑπηρεσιῶν καὶ ἐργαζομένων. Αὐτὲς οἱ ἑορτὲς (Κυριακὴ ἀργία, Χριστούγεννα, Πάσχα κ.λπ.) πέρασαν πιὰ ὁριστικὰ στὴ διοικητικὴ καὶ τὴν ἐργατικὴ νομοθεσία καὶ πολιτογραφήθηκαν ὡς ὄχι μόνο θρησκευτικὲς ἀλλὰ καὶ κοσμικὲς ἀργίες. Ὡς τέτοιες ὑπόκεινται βέβαια σὲ τροποποιήσεις ἀπὸ τὴν πολιτειακὴ ἐξουσία. Σὲ τυχὸν κατάργηση ἀργίας αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀπὸ τὴν Πολιτεία θὰ πρέπει πάντως νὰ συνυπολογίζεται ἡ ἀνάγκη σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας ἄσκησης τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν ἐνεργὰ θρησκευόμενων πολιτῶν (ἄρθρ. 13 Συντ.), π.χ. νὰ μὴ παρεμποδίζεται οὐσιωδῶς ἡ ἄσκηση αὐτῶν τῶν καθηκόντων (πλὴν λογικῶν ἐξαιρέσεων), ὅπως ἡ ἐπιθυμία (καὶ πρακτικὴ) ἐργαζομένου γιὰ ἐκκλησιασμό του τὶς πρωινὲς ὧρες τῆς Κυριακῆς.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας μπορεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ καὶ χωρὶς ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει ἡ πολιτικὴ βούληση. Ἂν τὸ ἀποτολμήσει ἡ σημερινὴ κυβέρνηση, τοῦτο θὰ συνιστᾶ ἕνα πολὺ σημαντικὸ βῆμα πρὸς μία νέα ἐποχή».


orthodoxostypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου