Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

«Πόλεμος», Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

( « Η αποθέωση του πολέμου», έργο Vasily Vereshchagin, 1871)

Κ.Σ.

Βαδίζοντας μέσα στη ζωή, μικρά μου μυρμηγκάκια, άκουσα μία συζήτηση, που μπορεί και σε σας να προξενήσει φόβο για τους ανθρώπους.

Ρωτά ο μικρός Βελιζάρ τη μητέρα του:

-Γιατί η γη σείεται, μάνα μου; Γιατί βογκούν τα δρύινα δάση με παράξενη φωνή; Γιατί ο αέρας είναι τόσο βαρύς σαν κάποιος να τον πιέζει στη γη, κι ο ήλιος τόσο μαραμένος, σα να ’ναι άρρωστος; Γιατί, μητέρα, τα κοπάδια φεύγουν από το λιβάδι και τα πουλιά κρύβονται στις φωλιές τους; Γιατί, μητέρα, ο πατέρας και τ’ αδέλφια δεν είναι σήμερα στο σπίτι, κι εσύ, γιατί εσύ είσαι τόσο χλωμή; Γιατί είσαι τόσο σιωπηλή, τόσο ήσυχη• σαν πνεύμα περπατάς στις άκρες των δαχτύλων• πες, μητέρα, γιατί;

- Επειδή γίνεται πόλεμος, γιέ μου. Γι’ αυτό, επειδή οι άνθρωποι πολεμούν, γι’ αυτό.

-Οι άνθρωποι πολεμούν, λες, μητέρα; Όμως μην ψιθυρίζεις, μητέρα, μίλα πιο δυνατά και πιο καθαρά. Τί σημαίνει αυτό το «πόλεμος», μητέρα;

-Αυτό σημαίνει, ότι οι άνθρωποι μάχονται, γιέ μου. Αυτό σημαίνει, ότι οι άνθρωποι σφάζονται μ’ εκείνη τη μάχαιρα που έβαλε ό Χριστός , και μ’ εκείνες τις μάχαιρες που ούτε μέχρι το Χριστό, ούτε μετά, ποτέ δεν τις έφαγε η σκουριά, αλλά πάντοτε λάμπουν ακονισμένες.

- Χα χα χα! γέλασε ο Βελιζάρ. Μ’ άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος κόβει το λαιμό τού ανθρώπου, όπως εγώ του κοτόπουλου. Κι όταν το δέρμα στο λαιμό τεντωθεί καλά, τότε ο άνθρωπος πριονίζει τον άνθρωπο με το μαχαίρι, εδώ κι εκεί, όπως εγώ το κοτόπουλο. Κι όταν τρίξει ο χόνδρος και το κόκαλο κάτω από το χόνδρο αντηχήσει, τότε ο ένας άνθρωπος πέφτει στο χώμα, ενώ ο άλλος μένει στέκοντας μπροστά στο κόκκινο σιντριβάνι, ικανοποιημένος όπως εγώ πάνω από το σφαγμένο κοτόπουλο; Είναι έτσι, μητέρα; Χα χα χα! Και μ’ αυτό φοβήθηκε όλη η φύση;

-Σώπασε, φρικτό παιδί! Είπε η μητέρα τρέμοντας. Σώπασε, δεν είναι έτσι. Αυτό είναι το πεπρωμένο που κρέμεται πάνω από το ανθρώπινο γένος.

Ο χρόνος περνά, ο Βελιζάρ γερνά. Ρωτά ο μικρός Θεόδωρος, γιος του Βελιζάρ, τη μητέρα του:

 - Γιατί σείεται η γη, μάνα μου; Γιατί οι γυναίκες περπατούν ντυμένες στα μαύρα και οργώνουν τη γη τ’ αδύναμα παιδιά; Πού είναι οι άνθρωποι, πού είναι ο πατέρας, μάνα μου; Γιατί δεν ακούγεται πουθενά τραγούδι; Γιατί εσύ, μητέρα, σηκώνεσαι τόσο συχνά τη νύχτα, ανεβαίνεις στη στέγη του σπιτιού και κοιτάζεις το βορρά, τόση πολύ ώρα κοιτάς το βορρά, απ’ όπου έρχεται ένας βρόντος και κάτι ασυνήθιστες πυρκαγιές κάθε τόσο δένουν τον ουρανό με τη γη; Γιατί είσαι τόσο χλωμή, τόσο σιωπηλή και ήσυχη: σαν πνεύμα περπατάς στις άκρες των δαχτύλων: πες, μητέρα, γιατί;

-Επειδή γίνεται πόλεμος, γιέ μου. Επειδή οι άνθρωποι πολεμούν, γι’ αυτό.

-Επειδή οι άνθρωποι πολεμούν, λες, μητέρα; Όμως μην ψιθυρίζεις, μίλα πιο δυνατά και  πιο καθαρά. Τί σημαίνει «πόλεμος», μητέρα;

-Αυτό σημαίνει, ότι ο άνθρωπος τον άνθρωπο με σφαίρες γαζώνει και με φωτιά τον καίει. Κι αυτό σημαίνει, ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν την τέχνη των πατέρων τους: ποτίζουν με το αίμα τους και σημαδεύουν με τους σκελετούς τους τα σύνορα πάνω στη γη. Κι αυτό σημαίνει, ότι στους ανθρώπους είναι πιο αγαπητό το μαύρο χώμα από τ’ αδέλφια τους που ’χουν το ίδιο αίμα. Κι αυτό σημαίνει, ότι στους ανθρώπους δεν είναι αγαπητός ο αρχαίος προφητικός λόγος για την αδελφοσύνη τους.

-Χα χα χα! γέλασε ο Θεόδωρος. Αυτό σημαίνει, μ’ άλλα λόγια, ότι ο άνθρωπος του ανθρώπου σπάει ένα-ένα τα πλευρά, και κάνει τάχα ότι δεν ακούει το ράγισμα των οστών, όπως εγώ όταν σπάω τα ξυλαράκια στο παλιό καλάθι. Κι όταν ανοίξει μία πόρτα στο στήθος, τότε ό άνθρωπος χύνει φωτιά μέσα στον άνθρωπο, όπως εγώ στο τσακισμένο καλάθι. Κι όταν η φωτιά αρχίζει να στεγνώνει το αίμα και να ξεκοκαλίζει την καρδιά, τότε ο άνθρωπος στέκει πάνω από τον άνθρωπο, μπροστά στη στήλη του καπνού και κάνει τάχα ότι δεν αισθάνεται καμιά οσμή. Όπως εγώ επάνω από το τσακισμένο καλάθι που καίγεται. Καλά σε κατάλαβα, μητέρα; Χα χα χα! Εσύ, λοιπόν, γι’ αυτό δεν μπορείς να κοιμηθείς;

-Σώπασε, απαίσιο παιδί! Είπε η μητέρα και την ίδια στιγμή ταράχθηκε. Σώπασε• δεν με κατάλαβες. Αυτή είναι η μοίρα, που βασιλεύει πάνω στο ανθρώπινο γένος.

Ο χρόνος περνά, ο Θεόδωρος μεγαλώνει. Ρωτά ο μικρός Μπόρις, γιος του Θεόδωρου, τη μητέρα του: 

- Τί είναι αυτή η αναταραχή γύρω μας, μάνα; Τί είναι αυτοί οι άνθρωποι που εδώ και μερικές μέρες τούς πάνε με τα κάρα δίπλα από το σπίτι μας, μ’ άσπρα πανιά πάνω στο κεφάλι, γύρω από τα πόδια, γύρω από τα χέρια, γύρω από το στήθος; Κοίταξε στο δρόμο, μάνα, κάτω απ’ αυτό το κάρο τρέχουν κόκκινες σταγόνες στο χώμα! Αυτό το αίμα από κάποιον χύνεται. Ποιανού είναι, μάνα; Γιατί εκεί στο λόφο το νεκροταφείο μας, εδώ και αρκετό καιρό είναι γεμάτο κόσμο, μάνα, γιατί τρέχει ο παπάς κάθε πρωί τόσο νωρίς εκεί και επιστρέφει τόσο αργά από εκεί; Γιατί εγώ κι εσύ τόσο καιρό είμαστε μόνοι μας στο σπίτι, μάνα; Όμως πριν απ’ όλα πες μου, γιατί κλαίς, μέρα νύχτα, μάνα;

-Επειδή, γίνεται πόλεμος, γιέ μου. Επειδή οι άνθρωποι πολεμούν, γι’ αυτό.

-Επειδή οι άνθρωποι πολεμούν, λες, μάνα; Όμως μην ψιθυρίζεις, μίλα πιο δυνατά και πιο καθαρά. Τί σημαίνει πόλεμος, μάνα;

-Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι γκρεμίζουν και κείνο που έχτισαν οι ίδιοι και κείνο που έχτισε ό Θεός. Κι αυτό σημαίνει, ότι οι άνθρωποι φτύνουν πάνω σ’ όλα εκείνα που κάποτε ονόμαζαν όμορφα και ρίχνουν λάσπη σ’ όλα εκείνα που κάποτε ονόμαζαν καλά. Κι αυτό σημαίνει, ότι οι άνθρωποι δίνουν ευκαιρία και στον εαυτό τους και στο Θεό για νέα δημιουργία. Ο Θεός, γιέ μου, δεν θα κουραστεί με τη δημιουργία, όμως οι άνθρωποι συχνά κι εύκολα κουράζονται κατά τη νέα δημιουργία• αυτοί μόνο παραμορφώνουν, λερώνουν, κατασπαράζουν, γκρεμίζουν και τότε κουρασμένοι, κάθονται στα χαλάσματα και με τη λύρα στα χέρια σαν τους τυφλούς στις αγορές, κλαίνε πάνω από το παρελθόν και ζητιανεύουν ψωμί από το Θεό.

Ο πόλεμος είναι η νίκη της μοίρας, γιέ μου, πάνω στο ανθρώπινο γένος.

- Αχ, μάνα, πόσο άθλιοι είναι οι άνθρωποι, με τους οποίους κι εγώ ίσως αύριο θα πάω στον πόλεμο ενάντια στο πεπρωμένο! Πότε ο πόλεμος, μάνα, θα σημαίνει νίκη του ανθρώπινου γένους πάνω στο πεπρωμένο; Αχ, μάνα, αυτή η μέρα θα είναι από τώρα ο στόχος όλων των επιθυμιών μου κι όλης της δύναμής μου! Να πολεμάς τους ανθρώπους, μητέρα, για μένα είναι μικρό, απαίσιο και περιφρονητικό πράγμα.

( Από το βιβλίο « Λόγοι πάνω από μία μυρμηγκοφωλιά», αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς,  7ος λόγος « Πόλεμος», εκδ. καθ’ Οδόν, 2022).

                                                                                              Κ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου