Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Ἠλεκτρονικὲς Ταυτότητες καὶ Θεμελιώδη Δικαιώματα

Γράφει ὁ κ. Χρῆστος Παπασωτηρίου, Δικηγόρος παρ’ Ἀρείῳ Πάγῳ

Ἀναλογιζόμενοι τὴν πορεία τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, σὲ ἕνα δηλαδὴ ἐκ τῶν πλέον βασικῶν διεθνῶν νομικῶν ὀντοτήτων καὶ Ὀργανισμῶν τῆς πολυπλόκαμης λερναίας νεωτερικότητος, ἰδίως κατὰ τὰ ἔτη μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τῶν μνημονίων καὶ τῶν συναφῶν πρὸς αὐτὰ ‘ὑποχρεώσεων’, ποὺ αὐταρχικῶς ‘ἀνελήφθησαν’ παρὰ τὴν ῥητὴ ἀντίθετη βούληση τοῦ λαοῦ, ὅπως ὅλως ἐνδεικτικῶς ἐξεφράσθη καὶ σὲ συντριπτικὸ ποσοστὸ κατὰ τὸ δημοψήφισμα τοῦ 2015,

μποροῦμε μετὰ βεβαιότητος νὰ διαπιστώσουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολίτες βιώνουν ἔντονα τὴν συστηματικὴ ὑπονόμευση καὶ τὸν ἀπόλυτο κατεξευτελισμὸ τῶν θεσμῶν τῆς δημοκρατίας καὶ τοῦ κράτους δικαίου, καθὼς καὶ τὴν ἀσφυκτικὴ οἰκονομικὴ καταπίεση ποὺ μαζὶ μὲ τὴν βιαία ἐν πολλοῖς καὶ ὑπὸ ὅρους αἰσχροκέρδειας ‘μετάθεση’ δικαιωμάτων ἐπὶ τῆς δημοσίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδιωτικῆς περιουσίας ἀποτελοῦν τὰ ἀναπόφευκτα συνεπακόλουθα τῆς ἐν λόγῳ ὑπονομεύσεως καὶ κατεξευτελισμοῦ, σκιαγραφομένης σὲ ‘ὅλο της τὸ μεγαλεῖο’ τῆς εἰκόνας γενικῆς διαλύσεως τῆς πατρίδος, ἀλλὰ καὶ τῆς πλήρους διαψεύσεως τοῦ αἰσθήματος ἐμπιστοσύνης τῶν πολιτῶν στὶς κρατικὲς ἀρχὲς καὶ στοὺς πολιτικοὺς τους φορεῖς.

Ὅλη αὐτὴ ἡ καταστροφὴ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς χώρας μεταφράζεται ἀπὸ τὰ χείλη τῶν ἰδίων τῶν πολιτικῶν παραγόντων ποὺ συν­ετέλεσαν σ’ αὐτήν, ὡς δῆθεν «σωτηρία», ἐνίοτε δὲ καὶ ὡς «εὐκαιρία», τοὺς πικροὺς καρποὺς τῆς ὁποίας ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία γεύθηκε στὴν πτωχοποίηση μεγάλου μέρους τοῦ λαοῦ, στὴν ἀνεργία τῶν νέων καὶ στὴν ἐξώθησή τους πρὸς μετανάστευση καὶ βεβαίως σὲ πλῆθος ἄλλων τραγικῶν περιστάσεων. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρονται τὸ δυστύχημα στὰ Τέμπη, ὅπου ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἀπέκδυση ἀπὸ τὰ δικαιώματα τοῦ πρώην ΟΣΕ καὶ ἡ μεταβίβασή τους στὴν ἀνάλογη ἰταλικὴ κρατικὴ ἑταιρεία ἔγινε δῆθεν «γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ οἰκονομία ἀπὸ ἕνα ζημιογόνο Ὀργανισμό», ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἐγνώσθη ὅτι ὁ βασικὸς ὑπαίτιος σταθμάρχης τοποθετήθηκε στὴν πολύφερνη θέση μὲ κομματικὴ φωτογραφικὴ διάταξη, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ περιπτώσεις τῶν προσφάτων πλημμυρῶν στὴν Θεσσαλία, ὅπου ὄχι μόνον κατέστη ἀντιληπτὴ ἡ ἀνεπάρκεια τῆς κυβερνήσεως νὰ προστατεύσει τὸν λαὸ ἀπὸ τὸν πνιγμό, ἀλλὰ προέκυψε καὶ ὅτι οἱ πλημμῦρες αὐτὲς καὶ φυσικὰ οἱ θάνατοι ἐπῆλθαν συνεπείᾳ συγκεκριμένων παραλείψεων πραγματοποιήσεως τῶν ὑποδεδειγμένων ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους μηχανικοὺς ἀποστραγγιστικῶν ἔργων.

Ἡ ‘σωτηρία’ λοιπὸν αὐτὴ ἢ ἡ ‘εὐκαιρία’, ἡ ὁποία φυσικὰ ἐπιτελεῖται κατ’ ἐξακολούθησιν, παρὰ τὴν κυρίαρχη βούληση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ μὲ κατάχρηση τῆς δικῆς του, τῆς λαϊκῆς δηλαδή, ἐξουσίας, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἐκδήλωση ὄχι ἁπλῶς τοῦ μὴ δημοκρατικοῦ τρόπου λειτουργίας τοῦ κράτους, ἀλλὰ τῆς οὐσιαστικῆς καὶ μεθοδευμένης παραφθορᾶς καὶ καταπτώσεως τοῦ πολιτεύματος, τὴν ὁποίαν ὁ Ἀριστοτέλης ἀβίαστα θὰ προσδιώριζε ἐννοιολογικῶς εἴτε ὡς ὀλιγαρχία εἴτε ὡς ἐκλογικὴ κληρονομικὴ μοναρχία, ὅπου οἰκογένειες ἡγεμόνων ἐναλλάσσονται στὸν θρόνο τῆς ἐξουσίας μὲ ἐκλογὲς ἀνὰ τὰ συνταγματικῶς, κατὰ τὰ λοιπά, προσδιοριζόμενα χρονικὰ διαστήματα.

Τὴν ἄποψή μας αὐτὴν στηρίζουμε στὴν ἀπόλυτη ἐπίγνωση τοῦ κυρίου γνωρίσματος τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ «τῶν πλειόνων ἀρχή», ὅπως ἐμφατικῶς τίθεται στὸν ἐπιτάφιο τοῦ Περικλέους (Θουκυδίδου ἱστορία 2.37.1), ἡ ἐξουσία δηλαδὴ τῶν περισσοτέρων, πρᾶγμα ποὺ φυσικὰ δὲν ὑφίσταται ἐν προκειμένῳ κατ’ ἀδιαμφισβήτητη ὀντολογικὰ κατάσταση, τὴν ὁποίαν βιώνει ὁ λαός μας μὲ τὴν προμνησθεῖσα διάψευση τῆς ἐμπιστοσύνης του πρὸς τὸ κράτος καὶ τοὺς πολιτικοὺς φορεῖς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Ἄλλωστε ἐμεῖς, οἱ Ἕλληνες, ἔχουμε ἐν τέλει τὸ μοναδικό, μεταξὺ τῶν λαῶν τῆς ὑφηλίου, προνόμιο, νὰ μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔννοια τῆς δημοκρατίας σὲ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος, ἀφοῦ αὐτὴ (ἡ ἔννοια) περιέχεται στὴν ἴδια τὴν λέξη, ἡ ὁποία καὶ σημαίνει «τὸ κράτος τοῦ Δήμου», τοῦ Λαοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ Σύνταγμά μας εἶναι τὸ ὑπέρτατο πολιτειακὸ ὄργανο καὶ φυσικὰ ὁ φορέας τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ κυριαρχίας.

Μέσα στὸ συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικὸ πλαίσιο οὐσιαστικῆς ἀπενεργοποιήσεως τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος καὶ δεδομένου ὅτι κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη (Πολιτικά, κεφάλαιον Ζ, στίχοι: 40-43 καὶ 1317b 1-17) ἡ ἐλευθερία συνιστᾷ προϋπόθεση τῆς δημοκρατίας, ἀλγεινῶς εἰς τὰ ὦτα τῶν πολιτῶν ἀκούεται ἡ ἐσχάτη κυβερνητικὴ ἐμμονὴ στὴν ἀντικατάσταση τῶν ἐγχάρτων δελτίων ἀστυνομικῶν ταὐτοτήτων μὲ ἠλεκτρονικὲς ταὐτότητες.

Κατὰ τὴν ὁμιλία του στὴν Διεθνὴ Ἔκθεση Θεσσαλονίκης τὴν 17η Σεπτεμβρίου ἐ.ἔ. ὁ πρωθυπουργὸς ἀπαξίωσε τὴν εὔλογη, ὅπως καταδεικνύεται εὐθὺς παρακάτω, ἀνησυχία σημαντικῆς μερίδος τῶν πολιτῶν ὑπονομεύοντας τὸ νέο τεθὲν γι’ αὐτοὺς πρόβλημα καὶ ἰσχυριζόμενος ὅτι «δὲν πρόκειται νὰ συνομιλήσει μὲ τὸ παράλογο», ἐπικαλούμενος ἑνωσιακὴ ὑποχρέωση τῆς χώρας, ὑπονοῶν κατ’ οὐσίαν τὸν ἀπὸ 20ῆς Ἰουνίου 2019 κανονισμὸ (ΕΕ) 2019/1157 τοῦ Συμβουλίου καὶ τοῦ Κοινοβουλίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ἔτσι, ἐνῶ ἄριστα γνωρίζει τὴν προϊστορία τοῦ ζητήματος, ὑποβιβάζει τὴν σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὀρθοδόξους καὶ συνάμα παρουσιάζεται νὰ λησμονεῖ ὅτι τὴν προηγηθεῖσα συναφῆ ἀρχικὴ προσπάθεια τοῦ ἔτους 1986 πρὸς ἐφαρμογὴν τοῦ ἀλήστου μνήμης «νόμου Κουτσόγιωργα» καὶ δὴ ὡς ἐντελῶς ἀνελευθέρου μέτρου εἶχε ἀνατρέψει μὲ ἐντατικὸ ἀγῶνα ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἐπιβάλλοντας μὲ δημοκρατικὸ σθένος τὴν κυρίαρχη βούλησή του, ἀγῶνα, τὸν ὁποῖον εἶχε διὰ νόμου ἀναγνωρίσει ἐν ἔτει 1991 ἡ Βουλή, κατόπιν εἰσηγήσεως τῆς ἰδίας τῆς κυβερνήσεως τοῦ πατρός του!

Σύμφωνα μὲ τὸν εὐρωπαϊκὸ αὐτὸν κανονισμό, οἱ ἠλεκτρονικὲς ταὐτότητες πρόκειται νὰ φέρουν ἠλεκτρονικὸ μέσο ἀποθηκεύσεως ὑψηλῆς ἀσφαλείας, τὸ ὁποῖο περιέχει βιομετρικὰ προσωπικὰ δεδομένα συνιστάμενα σὲ εἰκόνα τοῦ προσώπου τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου καὶ δύο δακτυλικὰ ἀποτυπώματα σὲ ψηφιακοὺς μορφοτύπους, ποὺ λαμβάνονται στὰ ἀστυνομικὰ τμήματα καθ’ ὅμοιον ἀκριβῶς τρόπο, ὅπως κατὰ τὴν σήμανση προσώπων κατηγορουμένων γιὰ τὴν διάπραξη ἀξιοποίνων πράξεων κακουργηματικοῦ χαρακτῆρος. Σημειωτέον ὅτι ἡ ἠλεκτρονικὴ λήψη βιομετρικῶν δεδομένων καὶ δὴ δακτυλικῶν ἀποτυπωμάτων πρὸς ταὐτοποίηση τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ ἀπαγορευμένη πρακτική, ὅπως συνάγεται ἐκ τῶν ἀποφάσεων ὑπ’ ἀριθμοὺς 52/2003 καὶ 59/2005 τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος, ἐνῶ ἄλλωστε κι ἡ ἁπλὴ λήψη δακτυλικοῦ ἀποτυπώματος ἔχει πρὸ πολλοῦ καταργηθεῖ ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν εἰσέτι ἐκδιδομένων ἐγχάρτων ἀστυνομικῶν ταὐτοτήτων. Παράλληλα ἡ νέα ταὐτότητα δύναται νὰ φέρει καὶ ἕτερο συναφὲς μέσον ἀποθηκεύσεως δεδομένων γιὰ τὴν «διευκόλυνση» τῶν πολιτῶν κατὰ τὶς διαδικασίες τῆς οὕτω καλουμένης ἠλεκτρονικῆς διακυβερνήσεως πρὸς χάριν τῆς ὑλοποιήσεως ὅλων ἐν γένει τῶν συναλλαγῶν τους.

Ὁ προβληματισμὸς ποὺ ἀναπτύσσεται σχετικὰ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ συγκεκριμένου μέτρου ἔγκειται σὲ δύο ἐπίπεδα ποὺ παρουσιάζουν μέγιστο νομικὸ ἐνδιαφέρον. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν προσβολὴ τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος τῆς συντριπτικῆς πλειονότητος τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων πολιτῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὸ ζήτημα τῆς νομιμότητος τῆς συλλογῆς προσωπικῶν καὶ δὴ βιομετρικῶν δεδομένων. Ἐπειδή, ἐξ ἄλλου, τὰ συγκεκριμένα ζητήματα ἐγείρονται ἐκ τῆς ἐπικαλουμένης ἀπὸ τὴν κυβέρνηση ὑποχρεώσεως ἐφαρμογῆς τοῦ ὡς ἄνω ἑνωσιακοῦ κανονισμοῦ, φρονοῦμε ὅτι σκόπιμο εἶναι νὰ ἀπαντηθοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τῶν συναφῶν καὶ ἐφαρμοστέων ἐν προκειμένῳ διατάξεων τοῦ δικαίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.

Κατ’ ἀρχὴν λοιπόν, βάσει τοῦ ἄρθρου 10 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως προστατεύεται τόσο τὸ δικαίωμα στὴν θρησκευτικὴ συνείδηση, ὅσο καί τό δικαίωμα ἀντιρρήσεως διά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως.

Ὁσάκις γενικῆς ἰσχύος ἑνωσιακή διάταξη καί δή κανονισμός θίγει βασικούς κανόνες ὡρισμένης θρησκείας ἐπιτάσσουσα ὑποχρεώσεις, οἱ ὁποῖες τυγχάνουν ἀσύμβατες πρός τούς κανόνες αὐτούς, δύναται νά προκαλέσει στούς πιστούς τῆς ἐν λόγῳ θρησκείας δίλημμα θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἀσυμβίβαστο πρός τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 10 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων τῆς Ἑνώσεως.

Οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 10 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων αὐτοτελῶς ἰσχύουσες, ἀλλά καί ἐν συνδυασμῷ πρός τήν περί ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας διάταξη τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ αὐτοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων καταλύουν τό ἐν λόγῳ δίλημμα ἀφ’ ἑνός μέν ἐπιβάλλουσες τό ἀπαραβίαστον τῆς θρησκευτικῆς συν­ειδήσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐπιτρέπουσες στούς πολίτες τήν ἐπίκλησιν ἀντιρρήσεων διά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὥστε νά ἐξαιροῦνται νομίμως τῆς ἐφαρμογῆς παντός προσβάλλοντος τήν θρησκευτική τους συνείδηση κανόνος τοῦ παραγώγου ἑνωσιακοῦ δικαίου.

Τοιουτοτρόπως πρέπει ἐν προκειμένῳ νὰ ἐξετασθεῖ ἂν ὁ ἐν θέματι εὐρωπαϊκὸς κανονισμός, ρυθμίζων τά στοιχεῖα καί τό περιεχόμενο τοῦ νέου τύπου τῶν ταὐτοτήτων καί δή τό προβλεπόμενο σ’ αὐτὸν ἠλεκτρονικὸ μέσο ἀποθηκεύσεως, δύναται νὰ θίξει τὴν θρησκευτική συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν κατὰ παράβασιν τῶν προμιμνησκόμενων διατάξεων τοῦ ἄρθρου 10 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων.

Ἐν πρώτοις τὸ περιεχόμενο τοῦ συνειδησιακοῦ διλήμματος, τὸ ὁποῖο καταγγέλλουν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἐκ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἠλεκτρονικοῦ τύπου ἀστυνομικῆς ταὐτότητος, καθορίζεται ἀπὸ τὴν ἄμεση καὶ προφανῆ σύγκρουσή της πρὸς τὶς συναφεῖς μὲ τὸ θέμα διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.

Ὁ Ἅγιος Παΐσιος συνέβαλε καίρια στὴν διαμόρφωση τῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων ἐπὶ τοῦ θέματος τῶν ταὐτοτήτων καὶ στὴν σχετικὴ πνευματική τους προπαρασκευή, ἐξηγώντας μὲ τὸ προφητικό του χάρισμα τί ἐστὶ ἡ νέα αὐτή, ἠλεκτρονική ταυτότητα, οἱ προσπάθειες ἐπιβολῆς τῆς ὁποίας στόν χριστεπῴνυμο ἑλληνικὸ λαό, σὲ ἐθνικὸ ἐπίπεδο, ἔχουν ἐκκινήσει ἀπό τοῦ ἔτους 1986,  διά  τῆς  θεσπίσεως  τῶν συ­ν­­αφῶν διατάξεων τοῦ προμνησθέντος «νόμου Κουτσόγιωργα» (Ν. 1599/1986) καί ἐξικνοῦνται πλέον ἕως τοῦ νῦν ἐκδοθέντος εὐρωπαϊκοῦ κανονισμοῦ σαφῶς θίγοντος βασικὴ πτυχὴ τῆς χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν ὀρθοδόξων (ἀμέσως σχετιζομένην πρός τήν σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς), ἡ ὁποία ἐν τούτοις, συνιστῶσα ἀναπόσπαστο καί θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καὶ ἀξιοπρέπειας, τυγχάνει παντελῶς ἀπαραβίαστη ἐκ μέρους τῶν ὡς ἄνω ὀργάνων τῆς Ἑνώσεως καὶ τῶν κρατῶν της μελῶν δυνάμει τῆς ῥητῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων.

Σύμφωνα δέ μὲ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση, στὴν ὁποία νομίμως, δυνάμει τοῦ προοιμίου τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων, καθώς καί τοῦ ἄρθρου 17 παρ. 1 τῆς Συνθήκης Λειτουργίας τῆς ΕΕ, προσήκει ὁ ἀπόλυτος σεβασμός ἐκ μέρους ἁπάντων τῶν ὀργάνων τόσο τῆς Ἑνώσεως, ὅσο καὶ τῆς ἑλλαδικῆς πολιτείας, σὲ ἑκάστη κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας εἷς ἐκ τῶν ἁγίων Πατέρων κατέχει τό “Πρωτεῖον τῆς ἀληθείας”, ἐκφράζων αὐθεντικῶς διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἐφ’ ὡρισμένου ζητήματος (Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελ. 269, 302). Αὐτός ἀκριβῶς ὁ πατήρ, ὁ κατέχων τό τῆς ἀληθείας Πρωτεῖον ἐπί τοῦ συγκεκριμένου ζητήματος, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη.

Εἰδικώτερα, ὁ Ἅγιος Παΐσιος κατέλιπε στοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς τό ἰδιόχειρο αὐτοῦ κείμενο ὑπό τόν τίτλο “Τά σημεῖα τῶν καιρῶν”, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ καθορίζεται τὸ περιεχόμενο τῆς συνειδήσεώς τους ἀποκλειστικῶς ἐν σχέσει πρός τό ζήτημα τῶν νέων ἠλεκτρονικῶν ταὐτοτήτων, τήν ἔκδοση τῶν ὁποίων ὑποχρεωτικῶς διά τοῦ ὡς ἄνω εὐρωπαϊκοῦ κανονισμοῦ καλοῦνται νά αἰτηθοῦν οἱ πολίτες παρά τῶν ἀστυνομικῶν ἀρχῶν εἰς ἀντικατάστασιν τῶν νῦν ἰσχυουσῶν ταὐτοτήτων.

Στὸ κείμενό του αὐτὸ ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔχει πλήρως, σαφῶς καί ἐναργέστατα προειδοποιήσει ἅπαντες τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ὅτι ἡ λήψη τῆς ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος συνιστᾷ ἄρνησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ιησοῦ Χριστοῦ, πτώση καί ἀποστασία, ποὺ ἄγει στήν ἀπώλεια τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς.

Κατὰ συνέπειαν, ὁ ἐπίμαχος κανονισμός, διὰ τοῦ ὁποίου στανικῶς καί καταναγκαστικῶς ἐπιτάσσονται οἱ πολίτες νά λάβουν τήν νέαν αὐτὴ ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα ἀντικαθιστῶντες συνάμα τὶς νῦν ἰσχύουσες ἔγχαρτες ἀστυνομικὲς τοιαῦτες θίγει ἀναμφισβήτητα καὶ μάλιστα κατὰ τρόπον καίριο καί ἄμεσο, τήν συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἐπί τοῦ ὡς ἄνω σημαντικοτάτου θέματος κατά παράβασιν τῶν ἀνωτέρω διατάξεων τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων.

Ἐπί πλέον, συναφῶς διαποιμαίνουσα τόν χριστεπῴνυμο λαὸ ἐπί τῶν δογμάτων τοῦ συγκεκριμένου ἀκριβῶς θέματος, ἁπτομένου ἀμέσως τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί πάντοτε συμφώνως πρὸς τὶς ἁγιοπνευματικὲς διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, ἡ Ἱερά Κοινότης τῶν Ἀντιπροσώπων καί Προϊσταμένων τῶν εἴκοσιν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τυγχάνουσα – μαζὶ μὲ τὸν λαό – ἡ φυσική θεματοφύλαξ τῶν διδαχῶν τοῦ Ἁγίου καί δή τοῦ ὡς ἄνω ἰδιοχείρου αὐτοῦ κειμένου ὑπό τόν τίτλο “Τά σημεῖα τῶν καιρῶν”, ὅταν κατετέθη στήν «βουλὴ τῶν Ἑλλήνων» τό συναφές νομοσχέδιο περί τῆς καλουμένης “ἠλεκτρονικῆς  διακυβερνήσεως”, καί ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐκ νέου ἐξαγγελίας τῆς νέας ἠλεκτρονικῆς ἀστυνομικῆς ταὐτότητος (“κάρτας τοῦ πολίτου”), ἐξέδωκε τήν ἀπό 22-4/5-5-2011 ὁμόφωνη ἀνακοίνωση, διά τῆς ὁποίας αὐτολεξεὶ ἔχει διακηρύξει ὅτι:

“Ἡ ‘Κάρτα τοῦ Πολίτη’ ταὐτοποιεῖ τήν προσωπικότητα τοῦ πολίτη καί τόν μετατρέπει σέ ἕνα ἀριθμό τοῦ συστήματος τῆς ἠλεκτρονικῆς διακυβερνήσεως. Ὅλοι οἱ πολίτες ἐντάσσονται πλέον σέ ἕνα ἠλεκτρονικό σύστημα, τό ὁποῖο ἐλέγχει καί ἐπεξεργάζεται τά στοιχεῖα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς (οἰκονομική δραστηριότητα, θέματα ὑγείας, ἐργασίας, κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς κλπ.), καταργῶντας οὐσιαστικά τίς προσωπικές τους ἐλευθερίες”.

Ἐπεσήμανε δέ ὡσαύτως ἡ ὡς ἄνω Ἱερὰ Κοινότης τόν κίνδυνο παραβιάσεως τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν χριστιανῶν καί συνάμα ἐκάλεσε τήν μέν “ἑλληνική κυβέρνησι νά μή προχωρήσῃ εἰς τήν ἔκδοσιν τῆς ἠλεκτρονικῆς Κάρτας τοῦ Πολίτη”, τούς δέ χριστιανούς νά χρησιμοποιοῦν μόνον τά συμβατικά μέσα ταὐτοποιήσεώς των.

Οὕτως ὁ κανονισμὸς ἐπιβάλλοντας – παρά τήν ρητή ἀπαίτηση τοῦ Χάρτου Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων – τήν ἄνευ προηγουμένης συναινέσεως τοῦ πολίτη ποὺ τυγχάνει ὀρθόδοξος ὑποχρεωτική λήψη τῆς ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος παραβιάζει τό δικαίωμά του ἀντιρρήσεων γιά τούς συγκεκριμένους ὡς ἄνω λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, τό ὁποῖο κατοχυροῦται στό ἄρθρο 10 παρ. 2 τοῦ ἐν λόγῳ Χάρτου.

Ὅμως, πλέον τῆς κατοχυρώσεώς του στόν Χάρτη, τὸ συγκεκριμένο δικαίωμα ἀντιρρήσεως γιά τούς συγκεκριμένους λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως συνιστᾷ ἕνα ἀληθῶς κεκτημένο καὶ ἀναφαίρετο δικαίωμα τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων πολιτῶν.

Διότι, ὅταν θεσπίσθηκε ὁ Νόμος 1599/1986 περί σχέσεων κράτους – πολίτου καί περί καθιερώσεως νέου τύπου δελτίου ταὐτότητος, εἶχε ἀρχικῶς προβλεφθεῖ ἡ ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν πρός λήψη ταὐτότητος μέ τόν λεγόμενο Ε.Κ.Α.Μ., τόν ἑνιαῖο δηλαδή κωδικόν ἀριθμό μητρῴου, ὁ ὁποῖος καθιστοῦσε τεχνικῶς ἐφικτή τήν ἄνευ συναινέσεως τοῦ πολίτου ὑποχρεωτική ἠλεκτρονικήν ἐπεξεργασία προσωπικῶν του δεδομένων. Τότε λοιπόν, ἀρχιερατεύοντος τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Σεραφείμ, ἐσημειώθησαν ἔντονες καί μαζικές διαμαρτυρίες τῶν πολιτῶν ἀμιγῶς διά λόγους θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐν τῇ πράξει παρεμπόδιση τῆς ἐφαρμογῆς καί τὴν ἔκπτωση σὲ καθεστὼς ἀνενεργείας τῶν σχετικῶν διατάξεων, κατὰ πασίδηλο ἱστορικὸ γεγονός.

Ἐν συνεχείᾳ καὶ συγκεκριμένα πέντε ἔτη ἀργότερα, ἐξεδόθη ὁ Νόμος 1988/1991, διά τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ ὁποίου κατηργήθησαν καὶ ῥητῶς οἱ διατάξεις περί Ε.Κ.Α.Μ. Διά τῆς εἰσηγητικῆς μάλιστα ἐκθέσεως τοῦ Νόμου αὐτοῦ (1988/1991) ὁ Ἕλλην νομοθέτης ἀνεγνώρισε τό γεγονός ὅτι οἱ διατάξεις αὐτὲς εἶχαν καταστεῖ ἀνενεργεῖς καί συγκεκριμένα ὅτι ὁ ἠλεκτρονικός τρόπος ταὐτοποιήσεως τῶν πολιτῶν προσέκρουσε στήν καθολική ἀντίδραση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἐνῷ συνάμα ἐπεσήμανε καί κατέγραψε τήν ἀνάγκη προστασίας τῶν πολιτῶν ἀπό τήν ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν τους δεδομένων δι’ ἠλεκτρονικῶν μέσων, περίπτωση ἀναγνωρισθεῖσα ὑπό τοῦ κράτους ὡς ἀντίθετη πρός τήν ρητή βούληση καὶ τοῦ νομοθέτου (πλέον δηλαδὴ τῆς κυριάρχου βουλήσεως τῶν Ἑλλήνων).

Διά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές παρατίθεται τό σχετικό χωρίο τῆς εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως τοῦ Νόμου 1988/1991, ἔχον ὡς ἑξῆς:

Οἱ ἀνωτέρω διατάξεις, ἄν καί παρῆλθε πενταετία ἀπό τήν ψήφισή τους, δέν ἔγινε δυνατό νά ἐφαρμοστοῦν, γεγονός πού ὀφείλεται τόσο στό ὅτι ἐμφανίσθηκαν στήν πρακτική ἀρκετές σοβαρές δυσκολίες, ὅσο καί στό ὅτι ὑπῆρξε καθολική, σχεδόν, λαϊκή ἀντίδραση στόν ἑνιαῖο κωδικό ἀριθμό μητρῴου πού καθιερώθηκε. (…) Ἐπί πλέον καί προκειμένου νά προστατευθοῦν οἱ Ἕλληνες πολίτες ἀπό τήν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐπεξεργασία προσωπικῶν τους στοιχείων μέ ἠλεκτρονικά μέσα, καταργεῖται ὁ ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός μητρῴου (Ε.Κ.Α.Μ.).

Ἄρθρο 6. Μέ τό ἄρθρο αὐτό καταργοῦνται τά ἄρθρα 2 καί 5 τοῦ Ν. 1599/1986, πού ἀναφέρονται στόν ἑνιαῖο κωδικό ἀριθμό μητρῴου (Ε.Κ.Α.Μ.), πού τόσες ἀμφισβητήσεις καί πλῆθος ἐπικρίσεων προκάλεσε”.

Ἡ εὔλογος ἀπορία καί πάντως τό μεῖζον νομικό ζήτημα, τό ὁποῖον ἀναποφεύκτως καί κατά λογική ἀκολουθία ἐγείρεται ἐκ τῆς εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως τοῦ ὡς ἄνω Νόμου 1988/1991 καί ἐν συσχετισμῷ πρός τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ᾧδε κρισιολογουμένου κανονισμοῦ καὶ τῆς κυβερνήσεως ποὺ ἀξιώνει τὴν ἐφαρμογή του, συνίσταται στό ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον ὁ Ἕλλην νομοθέτης θέλησε νά προστατεύσει τούς Ἕλληνες πολίτες ἀπό τήν ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν τους δεδομένων καί ἀπό τά ἀληθῶς “πρωτόγονα” ἠλεκτρονικά μέσα τοῦ 1986, ὅτε εἶχαν θεσπισθεῖ οἱ συναφεῖς διατάξεις τοῦ Νόμου 1599/1986, τὶς ὁποῖες καὶ ἐπί τούτου κατήργησε (διά τοῦ Ν. 1988/1991), πόσον ἔτι ἐντονωτέρα τυγχάνει ἡ ἀνάγκη ἐπιδιώξεως τοῦ ἰδίου νομίμου σκοποῦ γιά τήν προστασία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν ἀπό τήν ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν τους δεδομένων σήμερα (37 ἔτη μετά τόν Ν. 1599/1986), ὁπότε ἡ ἠλεκτρονική τεχνολογία παρουσιάζει ραγδαία, θεαματικῶς ἐντυπωσιακὴ καὶ διαρκῆ ἐξέλιξη, ἄν ὄχι ἐπί ἑβδομαδιαίας, ὁπωσδήποτε ἐπί μηνιαίας, πλέον, βάσεως;

Καί ἐνῷ αὐτή εἶναι ἡ ἐπίσημη, ῥητὴ καὶ ἀδιαμφισβήτητη βούληση καὶ στάση ἀκόμη καὶ τοῦ Ἕλληνος νομοθέτου, ὁ ὁποῖος ὡς παράνομη ἀντιμετωπίζει τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος τῶν πολιτῶν μέ τήν χρήση ἠλεκτρονικῶν μέσων καί ἐνῷ ἡ συγκεκριμένη βούληση καί στάση του δεσμεύει ἄμεσα τήν ἑλλαδικὴ πολιτεία, τόσο σὲ ἐθνικό, ὅσον σὲ ἑνωσιακό πεδίο, ἐν τούτοις τὸ Εὐρωπαϊκό κοινοβούλιο καί τὸ Συμβούλιο, συγκείμενα καί ἐξ Ἑλλήνων ἀντιπροσώπων, ὑπό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐκλελεγμένων, θέλησαν νά ἐπιβάλλουν στοὺς Ἕλληνες, ὄντας κατὰ συντριπτικὴ πλειονότητα ὀρθοδόξους χριστιανικούς, τήν ὑποχρεωτικὴ καί πειθαναγκαστική λήψη τῆς ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος, χωρίς τόν ὀφειλόμενο σεβασμὸ πρός τήν ὀρθόδοξη χριστιανική τους συνείδηση καὶ παράδοση καὶ τὸ συναφές τους δικαίωμα ἀντιρρήσεων ἐπί τῇ βάσει τῆς συγκεκριμένης ὀρθοδόξου συν­ειδήσεως καὶ παραδόσεώς των παραβιάσαντες συνάμα καί τό νόμιμο δικαίωμά τους πρός παροχή προηγουμένης συναινέσεως γιὰ τήν ἐν λόγῳ ἠλεκτρονικὴ ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν δεδομένων, καίτοι ἄριστα ἐγνώριζαν τό πασίδηλο γεγονός τῆς παλλαϊκῆς ἀντιδράσεως ἀπὸ τὸ 1986 ἔναντι τῆς ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος διά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως.

Ἡ χριστιανικὴ λοιπόν συνείδηση τῶν Ἑλλήνων θίγεται ἀμέσως ἐκ τοῦ ἐν θέματι κανονισμοῦ, κατ’ ἐφαρμογὴν τοῦ ὁποίου ὁ μή φέρων ἠλεκτρονικὴ ταὐτότητα πολίτης ἐξ ἀντικειμένου – ἀφοῦ δέν θά δύναται νά ἀποδειχθοῦν τά στοιχεῖα τῆς ταὐτότητός του – θά ἀντιμετωπίσει ἀποκλεισμούς τιθέμενος ἐκτός τοῦ οἰκονομικοῦ, κοινωνικοῦ καί πολιτικοῦ γίγνεσθαι, ὅπου, κατά τήν κοινή πεῖρα, ἀπαιτεῖται ὡς θεμελιώδης προϋπόθεση ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ ἡ χρήση τῆς ἀστυνομικῆς ταυτότητος, ὡς φέρ’ εἰπεῖν κατά τὶς πλέον στοιχειώδεις καθημερινὲς συναλλαγὲς καὶ δὴ μέ τὶς κρατικές, δικαστικές, δημοτικές, ἀστυνομικές, ὑγειονομικὲς κλπ. ἀρχὲς καί ὑπηρεσίες, ὡς καί γιά τήν ἄσκηση τῶν ἐκλογικῶν δικαιωμάτων, ἀλλὰ καὶ μὲ ἰδιωτικοὺς φορεῖς, ὅπως οἱ τράπεζες. Συνάμα καταστρατηγεῖται πλήρως καί ἐπί τῆς οὐσίας φιμοῦται τό συγκεκριμένο δικαίωμα ἀντιρρήσεων διά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως.

Ἑπομένως διά τοῦ ὡς ἄνω κανονισμοῦ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός Ἕλλην πολίτης τίθεται πρό ἑνὸς ἀδηρίτου συνειδησιακοῦ διλήμματος: Προκειμένου νά ἐξυπηρετήσει τὶς πλέον στοιχειώδεις ἐκ τῶν καθημερινῶν του ἀναγκῶν καί ἁπλῶν συναλλαγῶν, ἅτε πρός τήν ἰδίαν αὐτοῦ καί τῆς οἰκογενείας του ὕπαρξιν συναπτομένων κατά τά ἀσφαλῆ καί ἀδιαμφισβήτητα τῆς κοινῆς πείρας διδάγματα, δέν καλεῖται νά ἐπιδείξει ἕνα ἁπλὸ ἀστυνομικὸ δελτίο πρός ταὐτοποίησιν μόνον τοῦ προσώπου του, ἀλλ’ ἐπί τῆς οὐσίας νά ἀποδεχθεῖ καί νά χρησιμοποιήσει μία ἠλεκτρονική κάρτα/ ταὐτότητα, τήν λήψη τῆς ὁποίας ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἁγιοπνευματικῶς καί ἐν τῷ προορατικῷ τούτου χαρίσματι, τῷ ὑπό τοῦ Κυρίου αὐτῷ χαρισθέντι, περιγράφει ὡς πτώση καί ἀποστασία καί ἄρνηση τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ συγκεκριμένος ἀμέσως συνεπαγόμενος ἐκ τῆς μή λήψεως τῆς ἠλεκτρονικῆς ταὐτότητος ἀποκλεισμός, ὁ ὁποῖος ἀληθῶς δέν ἔχει προηγούμενον εἰς τά παγκόσμια χρονικά καταπατήσεως τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, πλέον τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, συν­ιστᾷ προσβολή καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητος καί τῶν κατοχυρούντων αὐτὴν ἄρθρων 5 (παρ. 1 καί 4) τῆς Συνθήκης ΕΕ καί 52 τοῦ ΧΘΔΕΕ.

Καθότι κατ’ ἐξοχήν ἡ ἀστυνομική ταὐτότητα, ὡς βασική προϋπόθεση πάσης συναλλαγῆς μετά τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καί ὑπηρεσιῶν, ἀλλά καί μεταξὺ τῶν ἰδιωτῶν πρέπει νά ἐπιτρέπει καί νά διευκολύνει τὶς ἐν λόγῳ συναλλαγὲς καὶ δικαιώματα καί ἐπ’ οὐδενὶ νά τά ἀποκλείει, νά τά παρεμποδίζει ἢ νὰ τὰ καταργεῖ καί ἐνῶ ἡ ταὐτοποίηση τούτων δύναται νά γίνεται ἐπί τῇ βάσει τῶν ἑτέρων ὑφισταμένων καί εὐρύτατα ἀπό δεκαετιῶν χρησιμοποιουμένων καί πάντως ὀλιγώτερον ἐπαχθῶν μέτρων, ἤτοι διά τῶν νῦν ἰσχυουσῶν ἀστυνομικῶν ταὐτοτήτων, μή ἐξικνουμένων τῶν πολιτῶν ἕως τοῦ ἠθικοῦ καί ψυχικοῦ των καταναγκασμοῦ νὰ ἔλθουν σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἴδια τὴν θρησκευτική τους συνείδηση, ὥστε νὰ μὴν ἀντιμετωπίσουν τὸν ἀποκλεισμὸ ἀπό τὴν κοινωνική, πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ζωή, τὸν ἐπαπειλούμενο αὐτὸν ἰδιότυπο «πολιτικὸ θάνατο» καὶ ἐκτοπισμό τους στὸ περιθώριο.

Πρός τούτοις τό ζήτημα τῶν ἠλεκτρονικῶν ταὐ­τοτήτων σχετίζεται κατ’ ἐξοχήν καί πρός τήν ἀνθρωπίνη ἀξία καί ὕπαρξη, βασικὴ πτυχὴ τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἡ θρησκευτική πίστη καί συνείδηση, ἡ ὁποία (ἀνθρωπίνη ἀξία) κατά τήν παράγραφον 1 τοῦ ΧΘΔΕΕ εἶναι ἀπαραβίαστος, εἰς τρόπον ὥστε οὐδείς δύναται – ἐπ’ ἀπειλῇ μάλιστα τοῦ ἀπολύτου ἀποκλεισμοῦ τῶν πολιτῶν ἀπό τὶς στοιχειώδεις καθημερινές τους συναλλαγὲς πρός ἀπόδειξιν τῆς ταυτοπροσωπίας – νά τοὺς ὑποχρεώσει νά ἀποδεχθοῦν, νά ζητήσουν, νά λάβουν καί νά χρησιμοποιήσουν τήν συγκεκριμένου τύπου ἠλεκτρονικὴ ἀστυνομικὴ ταὐτότητα. Διότι οἱ πιστοὶ πειθόμενοι στήν ἀνωτέρω ἱερὰ παρακαταθήκη τοῦ Ἁγίου Παϊσίου θεωροῦν ὅτι, ἐάν ὑπέπιπταν ποτέ στόν ψυχικό καταναγκασμό νά λάβουν κατ’ ἄρθρα 2 ἐδάφιον α΄ καί 5 τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κανονισμοῦ, τήν ἐν λόγῳ ἠλεκτρονική ταὐτότητα, τῇ οἰκείᾳ αὐτῶν βουλήσει, θά διέπρατταν προδοσία καί ἄρνηση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Ὑψίστου αὐτῶν Ἰδανικοῦ, θιγομένης οὕτω βαναύσως καί τῆς ὑπό τοῦ ἄρθρου 1 ΧΘΔΕΕ προστατευομένης καί δή ὡς ἀπαραβιάστου, ἀνθρωπίνης των ἀξίας καί μάλιστα ὡς πρός τήν θεμελιώδη αὐτῆς πτυχή τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς συνειδήσεως, ἀπολύτως προστατευομένης δυνάμει τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 10 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ.

Κατ’ ἐφαρμογήν συνάμα καί τῆς κατ’ ἄρθρα 5 (παρ. 1 καί 4) τῆς Συνθήκης ΕΕ καί 52 ΧΘΔΕΕ ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητος, ἐφ’ ὅσον ὑφίστανται πράγματι ἐναλλακτικά μέτρα γιὰ τήν ἐπίτευξη τοῦ προβλεπομένου στὴν ἑνωσιακὴ ἤ καί τήν ἐθνική νομοθεσία σκοποῦ, τά ὁποῖα δέν θίγουν τήν θρησκευτική συνείδηση τῶν πολιτῶν, τότε πρέπει νά προβλέπονται καί νά ἐφαρμόζονται αὐτά γιὰ τούς πολίτες, τούς ἐπικαλουμένους  ἀντιρρήσεις διά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως.

Ἐξ ἄλλου θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ ὡς ἄνω κανονισμὸς ἁπλῶς καὶ μόνον θέτει τὴν δυνατότητα χρησιμοποιήσεως τῶν ἀστυνομικῶν ταὐτοτήτων ὡς ἐναλλακτικῶν – ἀντὶ τῶν διαβατηρίων – μέσων ταὐτοποιήσεως ἐπὶ τῇ βάσει τῶν προτύπων τοῦ (ὑπ’ ἀριθμὸν 9303) κανονισμοῦ τοῦ Διεθνοῦς Ὀργανισμοῦ Πολιτικῆς Ἀεροπορίας. Ἐπ’ οὐδενὶ φυσικὰ καταργεῖ τὰ διαβατήρια, προκειμένου νὰ ταξιδεύσει κάποιος σὲ χώρα τῆς Ἑνώσεως. Δὲν ὑποχρεοῦται δηλαδὴ νὰ κατέχει μίαν τέτοιων προδιαγραφῶν ταὐτότητα, γιὰ νὰ ταξιδεύσει. Ἄρα ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ συναφὴς προβαλλόμενος λόγος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση, πρὸς δικαιολόγησιν τῆς ἐπὶ τούτου ἀνύπαρκτης ὑποχρεωτικότητος τῆς νέας ταὐτότητος, εἶναι κατάδηλα ἀνεπέρειστος.

Ἐν κατακλεῖδι τὰ συγκεκριμένα ὡς ἄνω ἐλαττώματα ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν εὐρωπαϊκὸ κανονισμὸ περὶ ταὐτοτήτων, ἐγείρουν ἀμέσως ζήτημα ἐλλείψεως νομιμότητός του καὶ συνεπάγονται προσβολὴ τοῦ ἑνωσιακοῦ κράτους δικαίου καὶ παραβίαση τῶν ὡς ἄνω θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῆς ἀντιρρήσεως στὴν συλλογὴ προσωπικῶν καὶ δὴ βιομετρικῶν δεδομένων, τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, καθὼς καὶ τῆς ἀντιρρήσεως διά τέτοιους λόγους (συνειδήσεως) τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων, συνιστώσης βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπίνης των ἀξίας καὶ ἄρα παραβίασιν καὶ αὐτῆς τῆς τελευταίας ὡς ἐξ ἴσου θεμελιώδους δικαιώματος.

Ὁ πολύπαθος λαός μας ἔχει ἀποδείξει ὅτι διαθέτει ἦθος καὶ φιλότιμο, τὸ ὁποῖον ἰδιαιτέρως ἐκδηλώνει, ὁσάκις ἀντιλαμβάνεται ὅτι πρόκειται νὰ τοῦ στερήσουν τὴν ἐλευθερία. Πρέπει νὰ ἐνεργήσει πρωτίστως γιὰ λόγους ἀρχῆς, γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς νομιμότητος, τοῦ κράτους δικαίου καὶ νὰ μὴν ὑποκύψει στὴν παράνομη ψυχολογικὴ βία ποὺ τοῦ ἀσκεῖται.

Δὲν χρειάζεται νὰ σκεφθοῦμε πῶς θὰ ἀντιδροῦ­σαν φέρ’ εἰπεῖν οἱ πατέρες καὶ παπποῦδες μας τὴν δεκαετία τοῦ 1940, ἄν τοὺς ἐτίθετο ἀνάλογο συνειδησιακὸ δίλημμα. Ἀλλὰ καὶ μήπως οἱ πλεῖ­στοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες, ποὺ μὲ ὅπλο πρωτίστως τὴν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς τους, δὲν ἦσαν αὐτοὶ ποὺ κονιορτοποίησαν τὸν «νόμο Κουτσόγιωργα»; Ὁ Ἕλλην πολίτης, προσωπικὰ καὶ ἀτομικά, δύναται νὰ καταστήσει ἐν τοῖς πράγμασιν ἀνενεργὸ τὸν εὐρωπαϊκὸ κανονισμὸ ποὺ τοῦ στερεῖ τὴν ἐλευθερία, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε μὲ τὸν «νόμο Κουτσόγιωργα», ἀσκώντας ἔμπρακτα τὸ δικαίωμά του στὴν θρησκευτική του συνείδηση, καθὼς καὶ αὐτὸ τῶν ἀντιρρήσεων στὴν συλλογὴ τῶν προσωπικῶν του δεδομένων. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἔμπρακτη ἄσκηση δικαιωμάτων ἀποτελεῖ συνάμα καὶ δημοκρατικό του καθῆκον ἔναντι τῆς προκειμένης περιπτώσεως μαζικῆς στερήσεως τῆς ἐλευθερίας. Ὁ συνειδητοποιημένος πολίτης ὀφείλει νὰ ἀσκεῖ τὰ δικαιώματά του, νὰ μὴ παραιτεῖται ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ μὴν ἀνέχεται τὴν κατάργηση ἢ τὴν ὑπονόμευσή τους οὔτε γι’ αὐτὸν τὸν ἴδιο οὔτε γιὰ τοὺς συμπολίτες του. Ὁ πολίτης ὡς ἀναπόσπαστο μέλος τοῦ κυριάρχου ὀργάνου τοῦ κράτους ποὺ καλεῖται «Λαός», ὀφείλει ἐπίσης νὰ συν­ειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ὁ ἐντολέας στὴν διαχείριση παντὸς ἀφορῶντος εἰς αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του ζητήματος καὶ ὅτι ὁ ἐντολοδόχος του, δηλαδὴ ἡ κυβέρνηση δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀριθμητικῶς μηδαμινὸ καὶ ἰσχνότατο σῶμα προσώπων, τὸ ὁποῖο ἔχει προστήσει, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ καὶ γιὰ νὰ πραγματοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Ταὐτόχρονα ὁ πολίτης ὀφείλει νὰ ἐλέγχει αὐστηρὰ τὸν ἐντολοδόχο καὶ νὰ ἀπαιτεῖ λογοδοσία γιὰ πᾶσα σημειουμένη παρέκκλιση ἢ αὐθαιρεσία του.

Ἡ εὐθύνη τῆς μοναδικῆς ἐπιλογῆς εὑρίσκεται στὰ χέρια ἑκάστου πολίτη χωριστὰ καὶ ἔχει ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ βαρύνουσα σημασία, καθ’ ὅσον δὲν ἀφορᾷ μόνον σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὸ μέλλον καὶ στὴν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν του, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος καλεῖται ἀπὸ τὸ κράτος, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ Συμβούλιο καὶ τὸ Κοινοβούλιο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως νὰ προδώσει, νὰ παραδώσει καὶ νὰ δέσει μὲ τὰ ἀδυσώπητα ψηφιακὰ δεσμὰ τῆς σύγχρονης ἠλεκτρονικῆς φυλακῆς, στὴν ὁποίαν βιαίως καὶ καταπατώντας τὴν ἀνθρώπινη ἀξία, νεωτερικὰ θεσμικὰ ὄργανα καὶ παράγοντες ἐγνωσμένης ἀναξιοπιστίας ἐπιχειροῦν νὰ μετασχηματίσουν τὴν ζωή του.

Ἀθῆναι, 19 Σεπτεμβρίου 2023


πηγη: https://orthodoxostypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου