(Ματθ. 5, 14-19)
«Ὑμεῖς ἔστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθή, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατείσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ( Ἔσεις οἱ μαθητές μου εἶστε τὸ πνευματικὸ ἅλατι τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς (ἐπειδή με τὸ παράδειγμα καὶ τὴν διδασκαλία σᾶς ἔχετε τὴν δυνατότητα να νοστιμεύετε τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ να προλαβαίνετε τὴν ἠθικὴ σαπίλα).
Ἀλλὰ ἐὰν τὸ ἅλατι χάσει αὐτὴν τὴν ἰδιότητά του, μέ τι ἄλλο θὰ ἀλατιστεῖ, ὥστε να ἀποκτήσει πάλι τὴν οὐσία καὶ δύναμή του; Δεν ἔχει πλέον καμία ἀξία καὶ σὲ τίποτε ἄλλο δεν χρειάζεται, παρὰ να πεταχτεῖ στον δρόμο καὶ να καταπατείται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἔσεις χάσετε τὴν ἠθικὴ σᾶς δύναμη, δὲ θὰ γίνετε μόνο ἄχρηστοι, ἀλλὰ καὶ θὰ περιφρονηθεῖτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους» [Ματθ. 5, 13].Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἔδωσέ τις παραινέσεις που ἔπρεπε, πάλι τοὺς ἀνακουφίζει καὶ τοὺς ἀναπαύει με τοὺς ἐγκωμιασμούς που ἀκολουθοῦν. Ἐπειδὴ οἱ ἐντολὲς ἦσαν ὑψηλὲς καὶ πολὺ ἀνώτερες ἀπὸ αὐτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, για να μὴν ἀνησυχοὺν καὶ να μὴ χάσουν τὸ θάρρος τους οἱ μαθητὲς καὶ να μὴ διερωτώνται: «Πῶς θὰ μπορέσουμε να κάνουμε αὐτὰ τὰ κατορθώματα;», ἄκουσέ τι λέγει: «Ὑμεῖς ἔστε τὸ ἅλας τῆς γης (: Ἔσεις οἱ μαθητές μου εἶστε τὸ ἅλατι τῆς γῆς [ἐπειδή με τὸ παράδειγμα καὶ τὴν διδασκαλία σας ἔχετε τὴν δυνατότητα να νοστιμεύετε τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ να προλαμβάνετε τὴν ἠθικὴ σαπίλα])».. «Μὴ νομίσετε λοιπόν, λέγει, ὅτι καλεῖστε σὲ συνηθισμένους ἀγῶνες, οὔτε ὅτι ἡ διδασκαλία σας θὰ ἀναφέρεται σὲ μικροπράγματα».
«Ὑμεῖς ἔστε τὸ ἅλας τῆς γῆς». Λοιπόν; Οἱ μαθητὲς θεράπευσαν τήν νόσο καὶ ἀποκατέστησαν ὅ,τι ἤταν ἤδη σάπιο; Ἀσφαλῶς ὄχι. Διότι δεν ἤταν δυνατὸν να παστώσουν με ἅλατι καὶ να ἐπαναφέρουν στην ἀρχικὴ τους κατάσταση ὅσα εἴχαν σαπίσει πλέον. Δεν ἔκαναν λοιπὸν αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ τὰ ἀνανέωσε πρῶτα ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς τὰ παρέδωσε καὶ τὰ ἀπήλλαξε ἀπὸ τή δυσωδία, τὰ ἀλάτιζαν καὶ τὰ διατηροῦσαν καὶ τὰ συντηροῦσαν στή νέα αὐτὴ καταστάση, στην ὁποία τὰ παρέλαβαν. Η ἀπαλλαγὴ ἑπομένως ἀπὸ τή σήψη τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἔργο τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἀποφυγὴ ὅμως τῆς ἐπανόδου στην κατάσταση ἐκείνη ἤταν ἔργο τῆς φροντίδας καὶ τοῦ ἐπίπονου ἀγῶνα τῶν ἀποστόλων. Βλέπεις πῶς σιγά-σιγά τοὺς ὑποδεικνύει ὅτι εἶναι ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τοὺς προφῆτες; Διότι λέγει ὅτι εἶναι διδάσκαλοι ὄχι μόνο τῆς Παλαιστίνης, ἀλλὰ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Καὶ δεν εἶναι μόνο διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ φοβεροὶ διδάσκαλοι. Καὶ εἶναι ἄξιο μεγάλου θαυμασμοῦ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἔγιναν ἰδιαίτερα ἀγαπητοὶ σὲ ὅλους, ἂν καὶ δεν κολάκευαν κανέναν, οὔτε εἴχαν ἴχνος δουλοπρεπείας, ἀλλὰ τοὺς καυτηρίαζαν τις ἠθικὲς πληγὲς τους, ὅπως τὸ ἅλατι.
«Μὴν ἐκπλαγεῖτε λοιπόν», λέγει, «ἂν ἄφησα τοὺς ἄλλους καὶ συζητῶ μαζὶ σας καὶ σᾶς ὁδηγω σὲ τόσους κινδύνους. Διότι πρέπει να ἀναλογιστεῖτε σὲ πόσες πόλεις καὶ χωρία καὶ ἔθνη πρόκειται να σᾶς ἀποστείλω ὡς διδασκάλους καὶ πνευματικοὺς καθοδηγητές. Για τὸν λόγο αὐτὸ δέ μου εἶναι ἀρκετὸ να εἶστε ἔσεις μόνο ἠθικοὶ καὶ συνετοί, ἀλλὰ να κάνετε καὶ ἄλλους ὁμοίους με ἐσάς. Αὐτοὶ δέ, ποὺ ἀναλαμβάνουν τέτοιο ἔργο, πρέπει να εἶναι συνετοί, ἀφοῦ πρόκειται για ζητήματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων, καὶ να ἔχουν τόσο περίσσευμα ἀρετῆς, ὥστε να κανοῦν ἐναρέτους καὶ τοὺς ἄλλους. Διότι, ἂν δεν τὸ κατορθώσετε, δὲ θὰ εἶστε ἱκανοὶ οὔτε τοὺς ἑαυτοὺς σᾶς να σώσετε».«Μὴ δυσανασχετεῖτε λοιπόν», λέγει, «για τῇ δυσκολίᾳ που παρουσιάζει ἡ συμμόρφωση πρός τις ἐντολές. Διότι ἐὰν ἀπομακρυνθοὺν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸν ἠθικὸ δρόμο, εἶναι δυνατὸ να τοὺς ἐπαναφέρετε ἔσεις σὲ αὐτόν· ἂν ὅμως ἀπομακρυνθεῖτε ἔσεις, θὰ καταστρέψετε καὶ ἄλλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἑαυτοὺς σᾶς. Ὥστε, ὄσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀποστολὴ σᾶς, τόσο ἔχετε ἀνάγκη μεγαλύτερης προσοχῆς».
Για τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθή, ἐν τίνι ἀλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατείσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (: Ἀλλὰ ἐὰν τὸ ἅλατι χάσει αὐτὴν τὴν ἰδιότητά του, μέ τι ἄλλο θὰ ἀλατιστεῖ, ὥστε να ἀποκτήσει πάλι τὴν οὐσία καὶ δύναμή του; Δεν ἔχει πλέον καμία ἀξία καὶ σὲ τίποτε ἄλλο δεν χρειάζεται, παρὰ να πεταχτεῖ στον δρόμο καὶ να καταπατάται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους)». Οἱ ἄλλοι λοιπὸν εἶναι δυνατὸν να συγχωρηθούν, ἔστω καὶ ἂν ἁμαρτήσουν ἀναρίθμητες φορές. Ἂν ὅμως ἁμαρτήσει μία φορὰ ὁ διδάσκαλος, δὲ θὰ ἔχει οὔτε τὴν παραμικρὴ δικαιολογία καὶ θὰ τιμωρηθεῖ αὐστηρότατα. Για να μὴ διστάσουν λοιπὸν να ἀναλάβουν τὸν ἀγῶνα να ἐξέλθουν στῇ δημόσια δράση, ὅταν ἀκούσουν (ὅτι θὰ εἶναι μακάριοι) ἐὰν τοὺς ὀνειδίζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ τοὺς καταδιώξουν καὶ τοὺς ποὺν κάθε κακολογία καὶ ψευδῆ κατηγορία ἐναντίον τοὺς ἐπειδὴ οἱ μαθητὲς πιστεύουν στον Χριστό, λέγει ὅτι «ἐὰν δεν εἶστε ἕτοιμοι να ἀγωνιστεῖτε για αὐτά, σᾶς διαλεξα ἄδικα. Διότι δεν πρέπει να σᾶς φοβίζουν οἱ κακολογίες, ἀλλὰ ἡ ὑποκριτικὴ συμμόρφωση σᾶς πρός τις ἀπόψεις τῶν ἄλλων· διότι τότε θὰ φύγετε ἀπὸ τὸν ἠθικὸ δρόμο καὶ θὰ καταπατηθεῖτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἂν σᾶς κακολογοὺν ὅμως ἐπειδὴ ἐπιμένετε να τοὺς ἐλέγχετε, πρέπει τότε πολὺ να χαίρεστε. Διότι τὸ ἅλατι ἔχει αὐτὴν τὴν ἰδιότητα, να «δαγκώνει», να προξενεῖ πόνο καὶ λύπη στους ἀδιαφόρους καὶ ἀποχαυνωμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καί τις κοσμικὲς μέριμνες καὶ ἀπολαύσεις. Ἡ κακολογία ἑπομένως εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο, ἀλλὰ δὲ σᾶς βλάπτει. Ἀποτελεῖ ἀντίθετα ἀποδείξῃ τῆς ἐπιμονῆς καὶ τῆς σταθερότητας σᾶς. Ἂν ὅμως φοβηθεῖτε τὴν κακολογία καὶ μειώσετε τὸν ζῆλό που πρέπει να ἔχετε, θὰ πάθετε πολὺ χειρότερα καὶ θὰ σᾶς κακολογοὺν καὶ θὰ σᾶς περιφρονοῦν ὅλοι. Αὐτὸ ἐννοῶ ὅταν λέγω ὅτι ‘’θὰ καταπατηθεῖτε’’».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τοὺς διδάσκει με ἄλλο ὑψηλότερο παράδειγμα: «Ὑμεῖς ἔστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου (: Ἔσεις με τὸ φωτεινὸ σᾶς παράδειγμα καὶ τὰ λόγια σᾶς που μεταδίδουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου εἶστε τὸ πνευματικὸ φῶς τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία βρίσκεται στο σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης)» [Ματθ. 5, 14]. Ὁμιλεῖ πάλι για τὸν κόσμο, ὄχι για ἕνα λαὸ οὔτε για εἴκοσι πόλεις, ἀλλὰ για ὁλοκλήρη τὴν οἰκουμένη. Καὶ ἐννοεῖ τὸ πνευματικὸ φῶς, τὸ νοητό, ποὺ εἶναι πολὺ ἀνώτερο ἀκόμη καὶ ἀπό τις ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅπως καὶ τὸ πνευματικὸ ἅλατι. Καὶ προηγουμένως τοὺς ὀνόμασε «ἅλατι» καὶ ἔπειτα «φῶς» τοὺς ὀνομάζει, για να ἀντιληφθεὶς ποιο εἶναι τὸ κέρδος τῶν αὐστηρῶν λόγων καὶ τῆς ἀξιοσεβαστῆς διδασκαλίας ἡ ὠφέλεια· διότι σὲ συγκρατεῖ καθὼς θέτει σὲ ἐνέργεια τῇ συνείδησή σου καὶ δεν ἀφήνει να καταπέσεις καὶ σὲ καθιστᾲ προνοητικὸ ὁδηγώντας σὲ πρὸς τὴν ἀρετή.
«οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. (: Ὅπως μία πόλη που εἶναι κτισμένη ἐπάνω στο ὅρος, δεν μπορεῖ να κρυφθεῖ, ἔτσι καὶ ὁ δικὸς σᾶς βίος θὰ ὑποπίπτει, εἴτε τὸ θέλετε εἴτε ὄχι, στην ἀντιλήψη τῶν ἀνθρώπων. Οὔτε οἱ ἄνθρωποι ἀναπτουν λυχνάρι καὶ τὸ θέτουν κάτω ἀπὸ τὸν κάδο με τὸν ὁποῖο μετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ τὸ θέτουν ἐπάνω στον λυχνοστάτη, ὥστε να φωτίζει με τῇ λάμψη τοῦ ὅλους ἐκείνους που βρίσκονται μέσα στο σπίτι)».
Προσπαθεῖ πάλι με αὐτὰ τὰ λόγια να τοὺς ὁδηγήσει σὲ ἠθικῇ τελείωση καὶ τοὺς διδάσκει να βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἐπαγρύπνηση, διότι θὰ παρακολουθούνται ἀπὸ ὅλους καὶ θὰ ἔχουν ὡς θεατὲς ὁλοκλήρη τὴν ἀνθρωπότητα. «Μὴν βλέπετε», λέγει, «ὅτι τώρα καθόμαστε ἔδω καὶ ὅτι βρισκόμαστε σὲ κάποια ἀπομέρη γωνία τῆς γῆς. Διότι θὰ γίνετε τόσο περίβλεπτοι, τόσο πολὺ θὰ σᾶς βλέπουν ὅλοι, ὅπως βλέπουν μία πόλη που εἶναι κτισμένη στην κορυφή, καὶ ὅπως βλέπουν μέσα σὲ ἔνα σπίτι τὸ λυχνάρι, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω στο λυχνοστάτη καὶ σκορπίζει γύρῳ τὸ φῶς».
Καὶ ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι στο σημεῖο αὐτὸ τοὺς προετοιμάζει για τὴν ποιμαντορικὴ δράση τοὺς καὶ για να ἔχουν παρρησία· ἡ φράσῃ λοιπὸν «οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη» ἀποδεικνύει τῇ δύναμή Του. Διότι, ὅπως δεν ὑπάρχει τρόπος να κρυφτεῖ ἡ πόλη αὐτή, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο να ἀποσιωπηθεῖ, καὶ να μείνει ἀπαρατήρητο τὸ κήρυγμά Του. Ἐπειδὴ δηλαδὴ μίλησε για διωγμοὺς καὶ κακολογίες καὶ παγίδες καὶ πολέμους, τοὺς ἐνθαρρύνει καί, για να μὴ νομίσουν ὅτι αὐτὰ θὰ μπορέσουν να τοὺς λυγίσουν καὶ να τοὺς κανοῦν να σιωπήσουν, τοὺς λέγει ἐνθαρρύνοντας τοὺς ὅτι ὄχι μόνο δὲ θὰ μείνει ἀπαρατήρητο τὸ κήρυγμα τοὺς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ θὰ φωτίσει ὁλοκλήρῃ τὴν οἰκουμένη. Καὶ για τὸν λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ γίνουν ἔνδοξοι καὶ ἐπιφανεῖς.
Μὲ αὐτὸ λοιπὸν φανερώνει τῇ δύναμή Του. Μὲ τὸ ἀμέσως ἐπόμενο ὅμως τοὺς ζητεῖ να ἐπιδοθούν με ζῆλο στο ἔργο τοὺς καὶ τοὺς λέγει: «οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοίς (: Καὶ ὅταν ἀναπτουν λυχνάρι οἱ ἄνθρωποι, δεν τὸ θέτουν κάτω ἀπὸ τὸν κάδο με τὸν ὁποῖο μετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ τὸ τοποθετοὺν ἐπάνω στον λυχνοστάτη, ὥστε να φωτίζει ὅλους ἐκείνους που βρίσκονται μέσα στο σπίτι. Τὸ φῶς λοιπόν (που πήρατε ἀπὸ ἔμενα καὶ εἶναι τώρα δικὸ σᾶς) ἔτσι ἂς λάμψει ἐμπρὸς στους ἀνθρώπους, για να δουν τὰ καλὰ σᾶς ἔργα καὶ δοξάσουν τὸν Πατέρα σᾶς τὸν οὐράνιο, ποὺ ἔχει τέτοια ἐνάρετα τέκνα)». «Ἐγὼ δηλαδὴ ἄναψα», λέγει, «τὸ φῶς· ἔργο δικὸ σᾶς εἶναι να παραμείνει ἀναμμένο. Καὶ ὄχι μόνο για τὸν ἑαυτὸ σᾶς, ἀλλὰ καὶ για ἐκείνους που θὰ θελήσουν να ἀπολαύσουν αὐτὸ τὸ λαμπερὸ φῶς καὶ να κατευθυνθοὺν πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἂν ζεῖτε λοιπὸν ἐνάρετα καὶ ὅπως ταιριάζει σὲ ἐκείνους που προορίζονται να διδάξουν ὅλη τὴν οἰκουμένη, δὲ θὰ μπορέσουν οἱ κακολογίες να μειώσουν τῇ λάμψη σᾶς. Ἐπιδιώξετε λοιπὸν να εἶναι ἡ ζωὴ σᾶς ἄξια τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε να εἶναι συμπαραστάτης σᾶς παντοῦ, ὅπως θὰ τὴν κηρύσσετε παντοῦ».
Ἔπειτα, ἐκτὸς ἀπὸ τῇ σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων, ὑποσχεται καὶ ἅλλῃ ὠφέλεια, ἱκανὴ να τοὺς ἐνισχύσει στους ἀγῶνες τοὺς καὶ να τοὺς καταστήσει πολὺ προθύμους. «Ἂν εἶναι», λέγει, «ἐνάρετος ὁ βίος σᾶς, δὲ θὰ συμβάλλετε μόνο στον φρονηματισμὸ τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ καὶ στῇ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πάλι ἐὰν ἐνεργεῖτε διαφορετικὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους θὰ ὁδηγήσετε στην αἰώνια καταστροφὴ καὶ θὰ τοὺς κάνετε να βλασφημοὺν τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ». «Πῶς θὰ δοξαστεῖ, ὅμως», θὰ μποροῦσε να ἀπορήσει κάποιος, «ὁ Θεός με τῇ δικῇ μας συμβολῇ, ἀφοῦ θὰ μας κακολογοὺν οἱ ἄνθρωποι;». Δὲ θὰ σᾶς κακολογοὺν ὅλοι. Καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμη που θὰ σᾶς κακολογοὺν ἀπὸ φθόνο, θὰ σᾶς θαυμάζουν καὶ θὰ σᾶς σέβονται κρυφὰ μέσα στῇ συνείδηση τούς, ὅπως ἀκριβῶς κατηγοροῦν ἐνδόμυχα οἱ κόλακες ἐκείνους που ζουν ἀνηθικά.
Λοιπόν; Μας συμβουλεύεις να ζοῦμε πρὸς αὐτοπροβολὴ καί με σκοπὸ τὴν ἀποκτήσῃ δόξας; «Ὄχι! Δεν ἐννοῶ αὐτό. Για τοῦτο δεν σᾶς εἶπα να φροντίζετε να κάνετε γνωστὰ καὶ να προβάλλετε τὰ κατορθώματα σᾶς, οὔτε πάλι σᾶς εἶπα να τὰ ἐπιδεικνύετε, ἀλλὰ «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμών (: ἔτσι ἂς λάμψει τὸ φῶς σᾶς)». Τοῦτο σημαίνει: ‘’να εἶναι πολλὴ ἡ ἀρετὴ σᾶς καὶ ἄφθονη ἡ φλόγα σᾶς καὶ ἀπειρο τὸ φῶς σᾶς’’. Διότι ὅταν εἶναι τόσο πολλὴ ἡ ἀρετή, εἶναι ἀδύνατον να μὴν τὴν προσέξουν, ἀκόμη καὶ ἂν προσπαθεῖ να τὴν κρύψει ὁ ἐνάρετος. Ἡ ζωὴ σᾶς εἶναι ἀδιάβλητη καὶ μὴν τοὺς δίνετε καμία ἀφορμὴ να σᾶς κακολογούν. Καὶ τότε δὲ θὰ μπορέσει κανεὶς να κηλιδώσει τῇ ζωῇ σᾶς, ἔστω καὶ ἂν σᾶς κακολογοὺν χιλιάδες.
Καὶ πολὺ ὡραία εἶπε: «τὸ φῶς». Διότι, ὄσο καὶ ἂν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος να μείνει ἀπαρατήρητος, ὄσο καὶ ἂν προσπαθεί με κάθε τρόπο να παραμένει στην ἀφάνεια, δεν ὑπάρχει τίποτέ που να τοῦ δινεῖ τόση δόξα, ὅση ἡ ἀσκήσῃ τῆς ἀρετῆς. Διότι εἶναι φωτεινότερος ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀκτῖνα, σὰν να ἀκτινοβολεῖ ὁ ἴδιος, καὶ ἐκπέμπει τῇ λάμψη τοῦ ὄχι μόνο πάνω στῇ γῆ, ἀλλὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τοὺς ἐνθαρρύνει περισσότερο. «Καὶ ἂν πονάτε καὶ στενοχωριέστε», λέγει, «ἐπειδὴ σᾶς κακολογούν, να εἶστε βέβαιοι ὅτι θὰ εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοί που θὰ λατρέψουν τὸν Θεό με τῇ βοήθεια σᾶς. Ἡ ἀμοιβὴ σᾶς ἑπομένως προέρχεται ἀπὸ δύο πηγές, καὶ ἐπειδὴ δοξάζεται ὁ Θεός με τῇ δικῇ σᾶς συμβολὴ καὶ ἐπειδὴ σᾶς κακολογοὺν ἐξαιτίας τῆς διδασκαλίας σᾶς περὶ τοῦ Θεοῦ». Για να μὴν ἐπιδιώκουμε λοιπὸν να κακολογούμαστε ὅταν μάθουμε ὅτι θὰ ἀμειφτοῦμε γι’ αὐτό, δεν ἀναφέρει αὐτὸ μόνο, ἀλλὰ προσθέτει καὶ δύο προσδιορισμούς· «ὅταν ἡ κατηγορία εἶναι ψευδὴς» καὶ «ὅταν γίνεται ἐξαιτίας τῆς πίστεως μας πρὸς τὸν Θεό». Καὶ κάνει γνωστὸ συγχρόνως ὅτι δεν ὠφελεῖ ἡ κακολογία μόνο, ἀλλὰ ὠφελοῦν πολὺ καὶ οἱ ἔπαινοι, διότι ἡ δόξα μεταβαίνει πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι τοὺς δημιουργεῖ καλὲς ἐλπίδες. «Διότι», λέγει, «δεν ἔχουν τόση δύναμη οἱ συκοφαντίες τῶν κακῶν ἀνθρώπων, ὥστε να τυφλώσουν τοὺς ἄλλους καὶ να τοὺς κανοῦν να μὴ δουν τὸ δικὸ σᾶς φῶς. Τότε μόνο λοιπὸν θὰ σᾶς καταπατήσουν, ὅταν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τὸν ἠθικὸ δρόμο, ὄχι ὅταν ἐνεργεῖτε ἠθικὰ καὶ σᾶς συκοφαντοῦν. Στῇ δεύτερη αὐτὴ περιπτωση μάλιστα θὰ σᾶς θαυμάζουν πολλοὶ καὶ ὄχι μόνο ἐσάς, ἀλλά, μὲ τῇ δικῇ σᾶς συμβολή, καὶ τὸν Πατέρα σᾶς. Καὶ δεν εἶπε τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν Πατέρα, διότι ἤθελε να ῥίξει ἀπὸ τώρα τὰ σπέρματα τῆς εὐγενείας τὴν ὁποία ἐπρόκειτο να λάβουν». Ἔπειτα, για να δείξει τὴν ὁμοτιμία Τοῦ με τὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶπε παραπάνω: «μὴ στενοχωριέστε ὅταν σᾶς κακολογούν. Διότι σᾶς εἶναι ἀρκετὸ ὅτι σᾶς κακολογοὺν ἐξαιτίας μου»· ἔδω ἀναφέρει τὸν Πατέρα καὶ κάνει γνωστὸ ὅτι ἡ ἰσοτιμία ἰσχύει σὲ ὄλες τις περιπτώσεις [πρβλ. Ματθ. 5, 16].
Ἀφοῦ λοιπὸν γνωρίσαμε τὸ κέρδος που θὰ ἀποκομίσουμε ἀπὸ τὴν προθυμία αὐτὴν καὶ τὸν κίνδυνό που περικλείει ἡ τυχὸν ῥᾳθυμία μας (διότι πολὺ χειρότερο ἀπὸ τῇ δικῇ μας ἀπώλεια εἶναι τὸ να βλασφημείται ὁ Κύριος μας ἐξαιτίας μας) ἂς μὴ γινόμαστε ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ καὶ αἰτία πτώσεως για τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, παρέχοντας τῇ ζωῇ μας πιὸ λαμπρῇ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ ἂν κάποιος θέλει να μας κατηγορεῖ, να μὴ λυπόμαστε ὅταν ἄδικα μας κατηγοροῦν, ἀλλὰ ὅταν δίκαια μας κατηγοροῦν. Διότι ἐὰν ζοῦμε μέσα στην πονηρία, καὶ ἂν ἀκόμη δὲ μας κατηγορεῖ κανένας, θὰ εἴμαστε πιὸ ἄθλιοι ἀπὸ ὅλους, ἐνῶ ἐὰν φροντίζουμε για τὴν ἀρετή, καὶ ἂν ἀκόμη ἡ οἰκουμένη ὁλοκλήρη μας κατηγορεῖ, τότε θὰ εἴμαστε οἱ πιὸ ἀξιοζήλευτοι ἀπὸ ὅλους καὶ θὰ προσελκύσουμε ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν τῇ σωτηρίᾳ· διότι δὲ θὰ προσέξουν τὴν κατηγορία τῶν πονηρῶν, ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ τῆς δικῆς μας ζωῆς. Διότι πραγματικὰ ἡ ἀποδείξῃ που γεννιέται ἀπὸ τὰ ἐνάρετα ἔργα μας εἶναι πιὸ ἠχηρὴ ἀπὸ τῇ φωνῇ κάθε σάλπιγγας, καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ φῶς εἶναι πιὸ λαμπερὸς ὁ καθαρὸς ἠθικὸς βίος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ συκοφάντες.
Συνεπώς, ἐὰν ἔχουμε ὄλες τις ἀνωτέρω ἀρετές, τότε θὰ εἴμαστε καὶ πρᾶοι καὶ ταπεινοὶ καὶ ἐλεήμονες καὶ καθαροῖ καὶ εἰρηνοποιοὶ καὶ δὲ θὰ ἀνταποδίδουμέ τις ὕβρεις, ὅταν ὑβριζόμαστε, ἀλλὰ καὶ θὰ χαιρόμαστε, διότι θὰ προσελκύσουμε ἐκείνους που μας βλέπουν περισσότερο ἀπὸ ὄσο τοὺς προσελκύουν τὰ θαύματα, καὶ ἀκόμη, ὅλοι θὰ διατεθοὺν εὐνοϊκὰ πρὸς ἐμᾶς, εἴτε εἶναι ἄγριοι σὰν θηρία ἢ σὰν δαίμονες ἢ σὰν ὀτιδήποτε ἄλλο. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχουν καὶ μερικοί που θὰ μας κατηγοροῦν να μὴ φοβηθεὶς καθόλου καὶ να μὴ θορυβηθείς, καὶ να μὴ λάβεις ὑπόψη σου ὅτι σὲ ὑβρίζουν δημόσια, ἀλλὰ ἐρεύνησε τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοὺς καὶ θὰ διαπιστώσεις ὅτι σὲ ἐπιδοκιμάζουν καὶ αἰσθάνονται θαυμασμὸ καὶ πολὺ σὲ ἐπαινοῦν.
Ἑπομένως να μὴ λυπᾶσαι, οὔτε να χάνεις τὸ θάρρος σου. Διότι καὶ οἱ ἀπόστολοι για ἄλλους μὲν ἦσαν μυρωδιὰ θανάτου, για ἄλλους ὅμως ἦσαν ἄρωμα ζωῆς [βλ. Β΄ Κορινθ. 2, 14-16: «Τῷ δὲ Θεῶ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἠμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανερούντι δι ἠμῶν ἐν παντὶ τόπῳ· ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις, οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον, οἷς δὲ ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν.
Ἀφοῦ λοιπὸν σκεφτοῦμε αὐτά, ἂς φροντίζουμε για ἕνα πρᾶγμα μόνο, δηλαδὴ να ῥυθμίζουμέ με ἀκρίβεια τῇ ζωῇ μας μὲ γνώμονα τὴν ἠθική, διότι ἔτσι θὰ κατευθύνουμε πρὸς τὴν ἠθικὴ ζωὴ ὅσους κάθονται στο σκοτάδι. Διότι ἡ ἠθικὴ μας συμπεριφορὰ ἔχει τόση δύναμη, ὥστε να μὴν περιορίζεται ἔδω ἡ λάμψη τῆς, ἀλλὰ καὶ να ὁδηγεῖ ἐπιπλέον στῇ λύτρωση ὅσους τὴν ἀκολουθοῦν. Πραγματικά, ὅταν θὰ μας δουν να περιφρονοῦμε ὅλα τὰ ἐγκόσμια καὶ προετοιμαζόμαστε για τῇ μέλλουσα ζωῇ, θὰ ἐπηρεαστοὺν ἀπὸ τὰ ἔργα μας περισσότερο παρὰ ἀπὸ τὰ λόγια μας. Διότι ποῖος εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε να βλέπει ἐκεῖνό που καλοπερνοῦσε καὶ ἤταν πλούσιος μέχρι χθὲς καὶ προχθές, να περιφρονεῖ ὅλα αὐτὰ καὶ να ἀποκτᾷ πτερὰ καὶ να εἶναι ἕτοιμος να ἀγωνιστεῖ πρὸς κάθε ταλαιπωρία καὶ πεῖνα καὶ ἀνέχεια καὶ κινδύνους καὶ θάνατο καὶ σφαγῇ καὶ πρὸς ὅλα ὅσα θεωροῦνται φοβερὰ καὶ να μὴ βεβαιωθεῖ ἐξαιτίας αὐτῶν για τὰ μέλλοντα ἀγαθά; Ἂν ἀσχολούμαστε ὅμως ὑπέρμετρά με τὰ παρόντα καὶ βυθιζόμαστε βαθύτερα μέσα σὲ αὐτά, πῶς εἶναι δυνατὸν να πιστέψουν ὅτι φροντίζουμε για τὴν ἄλλη ζωή;
Ἄκουσες πόσες καὶ πόσο σπουδαῖες ἐντολὲς ἔδωσε ὁ Χριστός. Πότε λοιπὸν θὰ κατορθώσεις να ἐκτελέσεις μία ἀπὸ αὐτές τις ἐντολές; Ὅταν ἀδιαφορεὶς για τὰ πάντα καὶ τρέχεις για να εἰσπράττεις τόκους, να χορηγήσεις δάνεια, να κανεὶς διαπραγματεύσεις, να ἀγοράσεις κοπάδια, να ἐφοδιαστείς με ἀσημικά, να προμηθευτεὶς χωράφια καὶ σπίτια καὶ χιλιάδες ἐπιπλα; Καὶ μάκαρι να ἔφθανε ἕως ἔδω τὸ κακό. Πότε θὰ βρεις ὅμως τὸν καιρὸ να ἐκτελέσεις μία ἀπὸ αὐτές τις ἐντολές, ὅταν μάλιστα συνοδεύει καὶ ἡ ἀδικία τις ἐφάμαρτες αὐτὲς ἐνέργειές σου, ἀφοῦ σφετερίζεσαι ξένα χωράφια, παίρνεις διὰ τῆς βίας σπίτια, ταλαιπωρεῖς τοὺς πτωχοὺς καὶ αὐξάνεις τὴν πεῖνα τούς; Ἀλλὰ κάποτε- κάποτε δινεῖς καὶ ἐλεημοσύνη στους πτωχούς. Μοῦ εἶναι γνωστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνέργειά σου αὐτή σου προξενεῖ μεγάλη βλάβη. Διότι τῇ χαρακτηρίζει ὁ ἐγωισμὸς ἢ ἡ ματαιοδοξία, μὲ ἀποτέλεσμα να μὴν ὠφελεῖσαι οὔτε ἀπό τις καλὲς πράξεις σου. Καὶ δεν ὑπάρχει τίποτα λυπηρότερο ἀπὸ τὸ να ναυαγεῖς ἀκόμη καὶ μέσα στο λιμάνι.
«Για να μὴ συμβεῖ λοιπὸν αὐτό, μὴ ζητεῖς να σοῦ ἀνταποδώσω τὸ καλό πού μου ἔκανες», λέγει ὁ πτωχός, «για να σοῦ τὸ ἀνταποδώσει ὁ Θεός». Διότι λέγει ὁ Κύριος: «πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς (: Ἀλλὰ ἔσεις να ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς σᾶς, να εὐεργετεῖτε καὶ να δανείζετε, χωρὶς να ἀποβλέπετε σὲ καμιὰν ἀνταπόδοση καὶ θὰ εἶναι ὁ μισθὸς σᾶς πολὺς καὶ θὰ εἶστε στῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου, διότι καὶ Αὐτὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικὸς καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηροὺς)» [Λουκ. 6, 36]. «Ὑπάρχει Ἐκεῖνός που θὰ σὲ πληρώσει. Γιατὶ λοιπὸν Τὸν λησμονεὶς καὶ ἀπαιτεῖς να σὲ πληρώσω ἑγὼ ὁ πτωχὸς καὶ τὸ ταλαίπωρος ἄνθρωπος;» Μήπως ἀγανακτεῖ ὁ ὀφειλέτης σου ὅταν Τοῦ ζητάς; Μήπως δεν ἔχει; Μήπως ἀρνεῖται να σὲ πληρώσει; Δὲ βλέπεις τοὺς ἀπείρους θησαυροὺς Τοῦ; Δὲ βλέπεις τὴν ἀπείρη γενναιοδωρία Τοῦ; Κέρδισε λοιπὸν τὴν ἀγάπη Τοῦ καὶ ζήτησέ Του. Διότι εἶναι χαρὰ Τοῦ να Τοῦ ζητεῖς με αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἂν δεῖ ὅμως ὅτι ζητεῖς ἀπὸ ἄλλον αὐτά πού σου ὀφείλει Ἐκεῖνος, σὲ θεωρεῖ ὑβριστῇ Τοῦ. Καὶ ὄχι μόνο δὲ σὲ πληρώνει, ἀλλὰ δικαίως διατυπώνει καὶ κατηγορία ἐναντίον σου. «Γιατί», λέγει «με θεώρησες ἀγνώμονα; Πῶς σχημάτισες τῇ γνώμῃ ὅτι εἶμαι πτωχὸς καί με περιφρονεῖς καὶ τρέχεις να ζητεῖς ἀπὸ ἄλλους; Σὲ ἄλλον δάνεισες καὶ ἀπὸ ἄλλον ζητεῖς να πληρωθείς;». Ἄνθρωπος βέβαια εἰσέπραξε, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ να τοῦ τὰ δώσεις. Καὶ Αὐτὸς θέλει να εἶναι μοναδικὸς χρεώστης καὶ ἐγγυητὴς καὶ για τὸν λόγο αὐτὸν σοῦ παρέχει ἀπειρες εὐκαιρίες να Τοῦ ζητεῖς. «Μὴν ἀφήνεις λοιπὸν τόση προθυμία καὶ τόσο πλοῦτο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ζητεῖς να σὲ πληρώσω ἑγώ που δεν ἔχω τίποτε», λέγει ὁ φτωχὸς χρεώστης. «Γιατὶ ἐπιδεικνύεσαι σὲ ἔμενα ὅταν ἐλεεὶς τοὺς πτωχούς; Μήπως σοῦ εἶπα ἑγὼ να δώσεις; Μήπως σοῦ ἔδωσα ἐγὼ τὴν ἐντολή, ὥστε να ζητεῖς να σὲ πληρώσω ἑγώ;». Ὁ Κύριος εἶπε: «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν (: Ὁποῖος ἐλεεῖ τὸν πτωχὸ δανείζει τὸν Θεὸ)» [Παροιμ. 19, 17]. Στο Θεὸ δεν ἔδωσες τὰ δανεικά; Σὲ Αὐτὸν θὰ ἀπευθυνθείς. Ἀλλὰ δὲ θὰ σοῦ ἐπιστρέψει τὰ πάντα τώρα. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει πρὸς τὸ συμφέρον σοῦ. Διότι εἶναι τέτοιος ὀφειλέτης. Ῥυθμίζει καὶ ἐκτελεῖ τὰ πάντα ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν μόνο να ἐπιστρέψουν τὰ χρέη τούς, ἐνῶ Ἐκεῖνος φροντίζει καὶ να εἶναι ἑξασφαλισμένα τὰ ἐπιστρεφόμενα. Για τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβως αλλα ἐπιστρέφει κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, ἐνῶ ἄλλα τὰ ἐπιστρέφει στην ἄλλη ζωή.
Καὶ ἀφοῦ ἐπιτύχουμέ με τὴν ἐπιείκεια μας πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας ὅ,τι δεν κατορθώσαμε να ἐπιτύχουμέ μέ τις ἄλλες ἀρετὲς μας, ἂς ἀπολαύσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά με τῇ χαρῇ καὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στον ὁποῖο ἀνηκεῖ ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου