Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

« Τα γράμματα του Χριστού»!… υπάρχουν; (Κ.Σ.) και « Τί έγραφε ο Χριστός στη γη;» Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς.

( εικ. Ο Χριστός Παντοκράτωρ, Ιερά Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά, 6ος αι. Το ήθος της μορφής του «φιλανθρώπου» Χριστού, που τονίζει η διαφορετική εκτέλεση των ματιών, αποτελεί ταυτόχρονα εικαστική αποτύπωση θεολογικών περιγραφών- πηγή Αποστολική Διακονία). 

Κ.Σ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Μέσα στην Καινή Διαθήκη, στα βιβλία που έγραψαν οι ιεροί Ευαγγελιστές και οι άγιοι Απόστολοι, διαβάζουμε για την ζωή του Χριστού, την διδασκαλία και το κοσμοσωτήριο έργο Του. Αλλά και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας έγραψαν θεοφώτιστα κείμενα και μέχρι σήμερα έχουν γραφεί ογκώδη βιβλία για το Πρόσωπο και το έργο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που μπορούν να γεμίσουν βιβλιοθήκες ολόκληρες.  Ο  Ίδιος όμως ο Χριστός  άφησε κάποιο γραπτό μνημείο; Όχι. Μόνον δίδαξε. 

Στην Καινή Διαθήκη σε μία και μόνον περίπτωση αναφέρεται ότι ο Ιησούς έσκυψε κάτω και έγραψε με το δάκτυλό Του στη γη°  «Ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην» (Ιωαν. η’ 6). Την περίπτωση αυτήν θα την διαβάσουμε στο παρακάτω  υπέροχο κείμενο του θεόπνευστου και μελίρρυτου αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, με τίτλο « Τί έγραφε ο Χριστός στη γη;».

« Τα γράμματα του Χριστού». Υπάρχουν;

 Ο απ. Παύλος γράφει ότι υπάρχουν γράμματα, τα οποία έστειλε και εξακολουθεί να στέλνει στον κόσμο ο Χριστός.  Τί εννοεί, όμως, ο Απόστολος με τον παράδοξο αυτόν λόγο; Το εξηγεί ο ίδιος στη συνέχεια. «Φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών» (Β' Κορ. γ' 3). Να φανερώνετε σε όλους ότι είσαστε επιστολή, που την έγραψε ο Χριστός με διακόνους Του εμάς τους Αποστόλους. Τα γράμματά Του ο Χριστός, τους λόγους που θέλει να πει στον κόσμο, τους νόμους που ήρθε να παραδώσει στους ανθρώπους για να ζουν σύμφωνα με αυτούς, δεν τους έχει γράψει πάνω σε πέτρινες πλάκες, όπως είχε κάνει στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Τότε παρέδωσε στον Μωυσή τον Νόμο Του γραμμένο πάνω στις πλάκες. Τώρα όμως γράφει τον Νόμο της Καινής Διαθήκης πάνω στις καρδιές των ανθρώπων, που δεν είναι σαν τις άψυχες και ψυχρές πλάκες, αλλά είναι καρδιές σάρκινες, που αισθάνονται και εκτιμούν το περιεχόμενο της θείας γραφής και κάποιες από τις καρδιές αυτές το εγκολπώνονται. Το είχε προαναγγείλει ο Κύριος: «διδούς δώσω νόμους εις την διάνοιαν αυτών και επί καρδίας αυτών γράψω αυτούς» ( Ιερ. λη' 33).

Η επιστολή του Χριστού είναι γραμμένη μέσα στις καρδιές των πιστών με τη χάρη τού Πνεύματος τού ζώντος Θεού, ώστε να είναι ανεξάλειπτη και να παραμένει αιωνίως, όπως Εκείνος, ο οποίος την έγραψε, είναι αιώνιος και ζει εις τους αιώνες. Να πως ακριβώς το γράφει ο απόστολος Παύλος: Είσαστε επιστολή Χριστού, «εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ’ εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β' Κορ. γ' 3).  Στην Παλαιά Διαθήκη οι θεοχάρακτες πλάκες, πάνω στις οποίες είχε γραφεί ο Νόμος, ευρίσκοντο στην Κιβωτό της Διαθήκης! Τώρα κιβωτός της Νέας Διαθήκης είναι η καρδιά κάθε πραγματικού Χριστιανού. Εδώ ο Θεός εργάζεται το έργο Του δια της ανακαινιστικής χάριτος του Αγίου Πνεύματος. «Δώσω υμίν καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν» «καί αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην...». Θα αλλάξω τις καρδιές σας. Θα σας απαλλάξω από κάθε σκληρότητα. Θα σας δώσω καινούργια καρδιά, νέο πνεύμα εντός σας. Θα σας δώσω, την δύναμη να δεχθείτε μέσα σας τον νόμο μου και να πορεύεσθε σύμφωνα με τις εντολές μου (Ιεζ. λς' 26-27). Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε κάποιος λόγος  ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να γράψει γράμματα και επιστολές. Εμείς είμαστε οι επιστολές του Χριστού και πάνω στις καρδιές μας έγραψε τον θείο Νόμο Του, όπως μας λέει ο απ. Παύλος.

Ας διαβάσουμε τώρα τη μία και μοναδική περίπτωση, που ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έγραψε κάτι με το δάκτυλό Του στη γη.

« Τι έγραφε ο Χριστός στη γη;» Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

Κάποτε ο πανάγαθος Κύριος καθόταν μπροστά στο ναό της Ιερουσαλήμ. Μιλούσε σε  κάποιους ανθρώπους και η γλυκιά διδασκαλία Του έτρεφε τις πεινασμένες  καρδιές. Γύρω Του σιγά σιγά μαζεύτηκε ένα μεγάλο πλήθος (βλ. Ιωάν. η’ 2). Μιλούσε στους ανθρώπους ο Κύριος για την αιώνια μακαριότητα, για την ατελεύτητη χαρά που περιμένει τους δίκαιους στην αιώνια κατοικία, στους ουρανούς. Οι άνθρωποι χαίρονταν με τη διδασκαλία Του, με τα θεϊκά Του  λόγια. Η πίκρα πολλών απογοητευμένων ψυχών κι η έχθρα πολλών ανθρώπων που τούς  είχαν προσβάλει, έσβηναν όπως το χιόνι μόλις τ’ αγγίξουν οι θερμές  ακτίνες του ήλιου. Ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσε η υπέροχη αυτή σκηνή  ειρήνης κι αγάπης που έσμιγε τη γη με τον ουρανό, αν δεν την είχε  διακόψει κάτι αναπάντεχο. 

Μα ξαφνικά έγινε κάτι φοβερό, μεσολάβησε μια ενέργεια εχθρική. Κι αιτία ήταν, ως συνήθως, οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι. Τί έκαναν εκείνοι; Μήπως είχαν συλλάβει τον αρχηγό κάποιας συμμορίας  ληστών; Όχι, τίποτα τέτοιο. Έσερναν βίαια μια δυστυχισμένη αμαρτωλή  γυναίκα πού είχε συλληφθεί να μοιχεύει. Την έφερναν θριαμβευτικά λοιπόν με άγριες κι εκκωφαντικές κραυγές. Μόλις την παρουσίασαν μπροστά στο  Χριστό, φώναξαν: 

–  Διδάσκαλε, αύτη η γυνή κατείληπται επ’αυτοφώρω μοιχευομένη° και εν τω  νόμω ημών Μωυσής ενετείλατο τας τοιαύτας λιθάζειν. συ ουν τί λέγεις;

Δάσκαλε,  τη γυναίκα αυτή την πιάσαμε «επ’ αυτοφώρω» να διαπράττει την αμαρτία  της μοιχείας. Κι ο Μωυσής λέει στο νόμο του πως τέτοιες γυναίκες πρέπει  να τις λιθοβολούμε. Εσύ τί λες; (Ιωάν. η’4-6). 

Την υπόθεση την παρουσίασαν μ’ αυτόν τον τρόπο αμαρτωλοί άνθρωποι που  κατηγορούσαν τις αμαρτίες των άλλων, αλλά έκρυβαν με επιμέλεια τις δικές τους. Το πλήθος τρομοκρατήθηκε κι έκανε χώρο στους πρεσβύτερους.  Μερικοί φοβήθηκαν πολύ κι έφυγαν. Ο Κύριος τούς μιλούσε για ζωή και  μακαριότητα, ενώ αυτοί οι φωνακλάδες ούρλιαζαν για το θάνατο.

Θα  ‘ταν σκόπιμο να ρωτούσα: Γιατί όλοι αυτοί οι πρεσβύτεροι κι οι φύλακες  του νόμου δε λιθοβόλησαν μόνοι τους την αμαρτωλή γυναίκα; Γιατί την  έφεραν μπροστά στον Ιησού; Ο νόμος του Μωυσή τούς έδινε το δικαίωμα να  την λιθοβολήσουν. Κανένας δε θα βρισκόταν να προβάλει αντίρρηση, να τούς κατηγορήσει. Γιατί οι Εβραίοι πρεσβύτεροι  έφεραν την αμαρτωλή γυναίκα στον Κύριο;

Όχι,  δεν περίμεναν οι πρεσβύτεροι να πετύχουν κάποια μετατροπή της ποινής ή  ν’ αποσπάσουν επιείκεια από μέρους Του. Κάθε άλλο μάλιστα. Την έφεραν μ’  ένα προμελετημένο και μοχθηρό σχέδιο: να παγιδεύσουν τον Κύριο, να πει  λόγια αντίθετα στο νόμο κι έπειτα να τον κατηγορήσουν. Ήθελαν μ’ ένα χτύπημα να τελειώνουν με δύο ζωές: μια της αμαρτωλής γυναίκας κι άλλη μια του Χριστού. 

«Συ ουν τί λέγεις;». Γιατί τον ρώτησαν αφού ο νόμος του Μωυσή ήταν σαφής; Ο ευαγγελιστής αποκαλύπτει το δόλο τους με τα εξής λόγια: «Τούτο δε είπον εκπειράζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ’ αυτού» (Λουκ. η’ 6). Το  είπαν αυτό για να τον βάλουν σε πειρασμό και να βρουν έπειτα αιτία να  τον κατηγορήσουν.

Είχαν ξανασηκώσει μια φορά τα χέρια τους για να τον λιθοβολήσουν, αλλά τους  ξέφυγε. Τώρα όμως πίστευαν πως βρήκαν μια ευκαιρία να πραγματοποιήσουν  την επιθυμία τους. Και θα γινόταν αυτό εκεί μπροστά, στο ναό του  Σολομώντα, όπου φυλάσσονταν οι πλάκες των εντολών στην Κιβωτό της  Διαθήκης, μπροστά σ’ ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Θα γινόταν εκεί όπου Αυτός, ο Χριστός, θα ‘πρεπε να πει κάτι αντίθετο στην εντολή του Μωυσή. Κι έτσι θα πετύχαιναν το στόχο τους. Θα λιθοβολούσαν  μέχρι θανάτου τόσο το Χριστό όσο και την αμαρτωλή γυναίκα. Και βέβαια  ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να λιθοβολήσουν το Χριστό παρά την πόρνη, όπως  αργότερα ζήτησαν με περισσό ζήλο από τον Πιλάτο να ελευθερώσει τον ληστή Βαραββά αντί για το Χριστό.

Όλοι όσοι παρευρίσκονταν στη σκηνή περίμεναν δύο πράγματα να γίνουν: είτε με την ευσπλαχνία Του ο Κύριος να ελευθερώσει την αμαρτωλή γυναίκα,  παραβιάζοντας έτσι το νόμο, είτε να τηρήσει το νόμο και να τους πει:  «Πράξετε όπως ορίζει ο νόμος». Έτσι όμως θα παρέβαινε τη δική Του εντολή για έλεος και καλοσύνη. Στην πρώτη περίπτωση θα τον καταδικάζανε σε  θάνατο. Στη δεύτερη θα γινόταν ρεζίλι, άξιος χλευασμού και περιφρόνησης.

Με το που του έκαναν την ερώτηση «συ ουν τί λέγεις;» οι κατήγοροι,  επικράτησε νεκρική σιγή. Σιγή ανάμεσα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί  και σιγή ανάμεσα στους κριτές της αμαρτωλής γυναίκας. Η σιγή είχε κόψει  και την ανάσα στην ψυχή της αμαρτωλής γυναίκας. Μεγάλη σιγή επικρατεί  στα μεγάλα τσίρκα όταν οι θηριοδαμαστές περιφέρουν τα λιοντάρια και τις  τίγρεις και τούς δίνουν εντολές να εκτελέσουν διάφορες κινήσεις, να  λάβουν περίεργες για ζώα στάσεις και να παίζουν σύμφωνα με τις διαταγές  τους. Μπροστά μας όμως τώρα δεν έχουμε θηριοδαμαστές, αλλά τον δαμαστή των ανθρώπων.  Κι αυτό είναι ένα καθήκον πολύ πιο δύσκολο από το προηγούμενο. Συχνά  είναι πολύ πιο σκληρό να ημερέψεις εκείνους πού έχουν εξαγριωθεί λόγω  της αμαρτίας, παρά να ημερέψεις εκείνους πού είναι άγριοι από τη φύση  τους. «Συ ουν τί λέγεις;», του είπαν πιεστικά γι’ άλλη μια φορά με  πρόσωπα που τα φλόγιζε η κακία.

Τότε ο νομοθέτης της αγάπης και της ευσέβειας έσκυψε κι άρχισε να γράφει  ήρεμα με το χέρι Του στο έδαφος (βλ. Ιωάν. η’ 6). Τί έγραφε ο Χριστός  στο χώμα; Ο ευαγγελιστής κρατά σιγή εδώ, δεν μας αναφέρει τί έγραφε ο  Χριστός. Ήταν πολύ κακό κι αποτρόπαιο αυτό για να το γράψει στο βιβλίο  της χαράς. Το αναφέρει η παράδοση όμως κι είναι κάτι τρομερό. Ο Χριστός  έγραψε κάτι αναπάντεχο που θα ξάφνιαζε τους πρεσβύτερους, τους  κατήγορους της αμαρτωλής γυναίκας. Με το δάχτυλο Του αποκάλυψε την κρυφή ανομία τους. Γιατί αυτοί οι διαπομπευτές των αμαρτιών των άλλων ήξεραν  πολύ καλά να κρύβουν τα δικά τους κρίματα. Είναι όμως άσκοπο να  προσπαθείς να κρύψεις κάτι από το μάτι που τα βλέπει όλα.

Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, έγραψε ο Κύριος στο έδαφος:

Ο Μ(εσουλάμ) έκλεψε θησαυρό από το ναό.

Ο Α (σήρ) διέπραξε μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του.

Ο  Σ(αλούμ) έχει κάνει ψευδομαρτυρίες.

Ο Ε(λέντ) έχει δείρει τον πατέρα του.

Ο Α(μαρίς) είναι σοδομίτης.

Ο Ι(ωήλ) έχει προσκυνήσει τα είδωλα.

Αυτά έγραψε, τη μια πρόταση μετά την άλλη, το δάχτυλο του δίκαιου κριτή. Κι  εκείνοι στους οποίους αναφέρονταν τα λόγια αυτά έσκυψαν και τα διάβασαν  με ανέκφραστο τρόμο. Έτρεμαν από φόβο, δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον στα μάτια. Ξέχασαν πια τελείως την αμαρτωλή γυναίκα. Το μόνο  που σκέφτονταν ήταν ο εαυτός τους, ο δικός τους θάνατος που είχε  χαραχτεί στο χώμα. Ούτε μια γλώσσα δεν είχε τη δύναμη να κινηθεί, να  ξανακάνει την ενοχλητική και πονηρή ερώτηση: «Συ ουν τί λέγεις;»

Ο Κύριος δεν είπε τίποτα. Αυτό που είναι τόσο βρώμικο, του πρέπει να  γραφτεί στο βρώμικο χώμα. Ένας άλλος λόγος που ο Κύριος έγραψε στο χώμα  είναι ακόμα πιο δυνατός και πιο σπουδαίος. Αυτό που γράφεται στο χώμα  σβήνει εύκολα. Ο Χριστός δεν ήθελε να μάθει ο καθένας τις αμαρτίες τους.  Αν το ήθελε αυτό, θα τις είχε διακηρύξει μπροστά σε όλους. Και τότε  όλοι θα τούς κατηγορούσαν και θα τούς λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου,  σύμφωνα με το νόμο.

Εκείνος όμως, ο άκακος αμνός του Θεού, δεν ζήτησε εκδίκηση ή θάνατο για κείνους  που του είχαν προετοιμάσει χιλιάδες θανάτους, που ήθελαν το δικό Του  θάνατο περισσότερο απ’ όσο ποθούσαν για τους ίδιους την αιώνια ζωή. Ο  Κύριος ήθελε μόνο να τούς διορθώσει, να τούς μάθει πως πρέπει να  σκέφτονται τον εαυτό τους, ν’ ασχολούνται με τις δικές τους αμαρτίες.  Ήθελε να τούς υπενθυμίσει πως ενώ τούς βάραινε το φορτίο των δικών τους  αμαρτιών, δεν έπρεπε να κρίνουν τις αμαρτίες των άλλων. Αυτό μόνο ήθελε ο Κύριος. Κι όταν αυτό έγινε, το χώμα ισοπεδώθηκε πάλι κι όσα είχαν  γραφτεί σβήστηκαν.

Μετά απ’ αυτά ο Κύριος σηκώθηκε και τούς είπε ήρεμα: «Ο αναμάρτητος υμών  πρώτος λίθον βαλέτω επ’ αυτήν» (Ίωάν. η’7). Όποιος από σας είναι  αναμάρτητος, ας της ρίξει την πρώτη πέτρα. Αυτό λειτούργησε σα να  αφαίρεσε κάποιος τα όπλα των εχθρών κι ύστερα τούς είπε: «Και τώρα  πυροβολήστε!»

Οι πρώην αγέρωχοι δικαστές της αμαρτωλής γυναίκας έστεκαν τώρα  αφοπλισμένοι, ένιωθαν αυτοί τώρα σαν ένοχοι μπροστά στον κριτή, άφωνοι,  ακίνητοι, λες κι ήταν καρφωμένοι στη γη. Ο πανεύσπλαχνος Κύριος όμως  έσκυψε πάλι κι έγραφε στη γη. Τί έγραψε αυτή τη φορά; Ίσως τις άλλες κρυφές αμαρτίες και  ανομίες τους, ώστε για μακρό χρονικό διάστημα να μην ξανανοίξουν το  στόμα τους. Ίσως και να ‘γραφε τί λογιών άνθρωποι πρέπει να ‘ναι οι πρεσβύτεροι και οι  άρχοντες των λαών. Αυτό δεν μας ενδιαφέρει και τόσο πολύ εμάς τώρα.  Εκείνο που είναι σπουδαίο, είναι πως με το γράψιμο στο χώμα πέτυχε τρεις στόχους: πρώτο, έδωσε τέλος και διάλυσε την καταιγίδα που του είχαν  ετοιμάσει οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων° δεύτερο, ξύπνησε τη ναρκωμένη τους συνείδηση στις νεκρωμένες καρδιές τους, έστω και για λίγο° και τρίτο,  γλίτωσε την αμαρτωλή γυναίκα από το θάνατο. Αυτό γίνεται φανερό από τα  λόγια του ευαγγελίου: «οι δε ακούσαντες εξήρχοντο εις καθ εις, αρξάμενοι από των πρεσβυτέρων, και κατελείφθη ο Ιησούς και η γυνή εν μέσω ούσα»  (Ίωάν. η’ 9).

Εκείνοι δε σαν άκουσαν τα λόγια Του άρχισαν να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον,  με πρώτους τους πρεσβύτερους στην ηλικία. Στο τέλος έμεινε μόνος ο  Ιησούς και η γυναίκα, που έστεκε όρθια ανάμεσα σε όλους.

Το προαύλιο του ναού ξαφνικά άδειασε. Δεν έμεινε κανένας, εκτός από τους  δύο που οι πρεσβύτεροι τούς είχαν καταδικάσει σε θάνατο, δηλαδή η  αμαρτωλή γυναίκα κι ο αναμάρτητος Χριστός. Η γυναίκα έστεκε όρθια, ο  Χριστός ήταν σκυφτός κι έγραφε στο έδαφος. Για λίγο επικράτησε απόλυτη  σιγή. Μετά ο Κύριος ανασηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω κι αφού δεν είδε  κανέναν είπε στη γυναίκα: «Γύναι, πού εισιν; ουδείς σε κατέκρινεν;». Πού είναι οι κατήγοροί σου; Κανένας δεν σε κατέκρινε, δεν ζητάει το  λιθοβολισμό σου;

Ο Κύριος γνώριζε πως κανένας δεν την καταδίκαζε τώρα. Αλλά θέλησε με την  ερώτηση Του να της εμπνεύσει εμπιστοσύνη, ώστε να μπορέσει ν’ ακούσει  και να κατανοήσει καλύτερα αυτά που θα της έλεγε στη συνέχεια.  Λειτούργησε όπως ένας επιδέξιος γιατρός, που πρώτα δίνει κουράγιο στον  άρρωστο κι ύστερα του χορηγεί τη θεραπεία. Ουδείς σε κατέκρινεν; Η  γυναίκα κατόρθωσε να ξαναβρεί τη λαλιά της κι απάντησε: «ουδείς, Κύριε».  Κανένας δεν με κατακρίνει πια, Κύριε. Τα λόγια αυτά τα πρόφερε ένα  αξιολύπητο πλάσμα, που πριν από λίγο δεν έλπιζε να ξαναμιλήσει, ένα  πλάσμα πού ένιωθε μια ανάσα πραγματικής χαράς ίσως για πρώτη φορά στη  ζωή της.

Τελικά ο αγαθός Κύριος είπε στη γυναίκα: «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω πορεύου και  από του νυν μηκέτι αμάρτανε» (Ίωάν. η’11). Ούτε εγώ σε κατακρίνω.  Πήγαινε. Μόνο από τώρα και στο εξής μην αμαρτήσεις ξανά.

Όταν οι λύκοι χαρίζουν τη ζωή στα θύματα τους, τότε, όπως είναι φυσικό, ούτε ο βοσκός θέλει να πεθάνουν τα πρόβατα. Είναι σημαντικό όμως να  βεβαιωθούμε πως η αθώωση που πρόσφερε ο Χριστός σημαίνει πολύ  περισσότερα από την αθώωση που προσφέρουν οι άνθρωποι. Όταν οι άνθρωποι  δεν σε κατακρίνουν για την αμαρτία σου, σημαίνει πως δεν ορίζουν κάποια  τιμωρία για την αμαρτία, μα αφήνουν την αμαρτία πάνω σου. Όταν όμως δεν  κρίνει ο Θεός, σημαίνει πως συγχωρεί την αμαρτία σου, σε απαλλάσσει απ’ αυτήν, την απομακρύνει σαν πύον και καθαρίζει την πληγή της ψυχής σου. Γι’ αυτό και τα λόγια ουδέ εγώ σε κατακρίνω, είναι σα να λένε: «Οι αμαρτίες σου συγχωρούνται, κόρη. Πήγαινε και μην ξαναμαρτήσεις».

Τί ανέκφραστη χαρά! Η χαρά της αλήθειας! Ο Κύριος αποκάλυψε την αλήθεια σε κείνους που λογαριάζονταν χαμένοι, απολωλότα. Τί χαρά δικαιοσύνης! Ο  Κύριος «εποίησε» δικαιοσύνη. Τί χαρά ελέους! Ο Κύριος έδειξε το έλεος  Του. Τί χαρά της ζωής! Ο Κύριος διατήρησε τη ζωή. Αυτό είναι το  ευαγγέλιο του Χριστού. Σημαίνει καλή αγγελία, ευχάριστη είδηση. Αυτά  είναι τα καλά νέα, η διδασκαλία της χαράς. Αυτή είναι μια σελίδα από το  Βιβλίο της Χαράς.

( κεφ. « Τί έγραφε ο Χριστός στη γη;» του βιβλίου «Η τραγωδία της πίστεως-Οι επτά αιτίες που μαραίνουν την πίστη», ΑΓ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ. γ’ 2016, μεταφ.-επιμ. Πέτρου Μπότση).

                                                           Κ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου