Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών
«Χρωστάτε και σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα’ ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές, θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί» (Κωστής Παλαμάς)
Κυρίαρχο διπλωματικό δόγμα που διέπει διαχρονικά την άσκηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η νομιμοποίηση των επεκτατικών βλέψεων της Άγκυρας, μέσω της επίκλησης ευλογοφανών λόγων που στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο ή σε διεθνείς συνθήκες.
Η Τουρκία, υπηρετώντας με απόλυτη προσήλωση και συνέπεια την στρατηγική επιδίωξή της για την επαναχάραξη των συνόρων με τα γειτονικά της κράτη (για δικό της όφελος), δεν διστάζει να προσφεύγει στην χρήση (Ιράκ, Συρία) ή στην απειλή χρήσης (Ελλάδα) στρατιωτικής βίας, επιχειρώντας να εκφοβίσει τους λαούς των όμορων χωρών και υπονομεύοντας σταθερά την εθνική τους κυριαρχία.
Το επόμενο έτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (24-7-1923), η οποία καθόρισε τα σύνορα του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Κατά το διάστημα αυτό, η Τουρκία δεν εγκατέλειψε ούτε για μια στιγμή την επίμονη προσπάθεια ανατροπής και ακύρωσης των όρων της συνθήκης που εναντιώνονταν στην υλοποίηση των γεωπολιτικών της σχεδιασμών.
Σύμφωνα με το 14ο άρθρο της Συνθήκης της Λωζάνης, αποφασίστηκε τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος (εκ των οποίων το μεν πρώτο κατοικούνταν εξ ολοκλήρου από ελληνικό πληθυσμό, ενώ στο δεύτερο η ελληνική παρουσία έφθανε αντιστοίχως σε ποσοστό 80%) να παραμείνουν υπό τουρκική κυριαρχία, με την ρητή όμως πρόνοια να υπαχθούν σε ειδικό διοικητικό καθεστώς, το οποίο θα διασφάλιζε συνθήκες ελευθερίας και οικονομικής ανάπτυξης των αυτόχθονων Ελλήνων κατοίκων.
Εντούτοις, η τουρκική κυβέρνηση έσπευσε μόλις τρία χρόνια μετά την υπογραφή της (το 1926) να ακυρώσει την ευεργετική διάταξη της Συνθήκης, θέτοντας τα θεμέλια του βίαιου εκτουρκισμού του τοπικού πληθυσμού.
Με την συνθήκη της Λωζάνης υπήρξε η de jure αναγνώριση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, δηλ. στην Λέσβο, Χίο, Σάμο, Λήμνο, Ικαρία και Σαμοθράκη. Η Άγκυρα όμως, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ΄60, υιοθετώντας (από τότε) επιθετική στάση, εγκατέστησε στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας την Στρατιά του Αιγαίου, ενώ στο λιμάνι της Σμύρνης ναυλοχούσαν μόνιμα πολεμικά αποβατικά σκάφη, εποφθαλμιώντας την εδαφική ακεραιότητα των ελληνικών νησιών.
Η Ελλάδα, ασκώντας το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας που προβλέπεται ρητά στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 51), μερίμνησε για τον στρατιωτικό εξοπλισμό και την αμυντική θωράκιση των νησιών, προκειμένου να αποτρέψει την εκδήλωση τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης που θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική μας κυριαρχία.
Δυστυχώς, η Τουρκία εξελίσσεται σε σοβαρή περιφερειακή δύναμη που προωθεί τον ιστορικό ρεβιζιονισμό (αναθεωρητισμό), επιδιώκοντας σταθερά την ακύρωση ή την τροποποίηση των όρων της Συνθήκης της Λωζάνης, ενώ η διαχρονικά ενδοτική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην προκλητικότητα της Άγκυρας, ανατροφοδοτεί τον τουρκικό επεκτατισμό που απειλεί σήμερα να ανατρέψει το υφιστάμενο status quo στο Αιγαίο.
Η παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών που εδρεύει στην Χάγη της Ολλανδίας (Δ.Δ.Χ.) (κύριο δικαστικό όργανο του Ο.Η.Ε. με σκοπό την ειρηνική επίλυση και διευθέτηση των διακρατικών διενέξεων σχετικά με την ερμηνεία μιας συνθήκης ή ενός νομικού θέματος διεθνούς δικαίου) οφείλει να γίνει εντός του πλαισίου του αμοιβαίου σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και των διεθνών συνθηκών, χωρίς την προβολή μαξιμαλιστικών απαιτήσεων, μέσα σε κλίμα καλής γειτονίας και αποφυγής προκλητικών ενεργειών ή δηλώσεων.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε με έμφαση ότι κατά την πάγια αρχή της ελληνικής διπλωματίας, ως ελληνοτουρκική διαφορά που χρήζει παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αναγνωρίζεται μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.) στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, και όχι οι υπόλοιπες «ελληνοτουρκικές διαφορές», τις οποίες μέχρι πρότινος η ελληνική διπλωματία χαρακτήριζε (και ορθά) ως «παράλογες τουρκικές αξιώσεις».
Επομένως, ως διμερής διαφορά σύμφωνα με την καθιερωμένη ατζέντα των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων νοείται:
μόνο εκείνη που αφορά τον καθορισμό του εύρους της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κάθε άλλη επιπρόσθετη «διαφορά» που τυχόν εμφιλοχωρήσει στην διπλωματική διαπραγμάτευση θα συνιστά προκλητική, μονομερή, αυθαίρετη και αναβαθμισμένη τουρκική αξίωση, η οποία γεννήθηκε μετά την εθνικά καταστροφική διαχείριση της κρίσης των Ιμίων (1996), στην οποία εδραιώθηκε μεταγενέστερα το τουρκικό δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας».
Μετά την κρίση των Ιμίων, η τουρκική διπλωματία εισήγαγε για πρώτη φορά τον καινοφανή όρο των «θαλάσσιων γκρίζων ζωνών», δίνοντας το έναυσμα στο στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας να «αλωνίζει» στο Αιγαίο, αμφισβητώντας προκλητικά τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Μολονότι, σύμφωνα με την Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας (άρθρο 121 παρ. 2), όλα τα νησιά διαθέτουν θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη), συνορεύουσα ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη (Α.Ο.Ζ.) και υφαλοκρηπίδα, εντούτοις η Τουρκία διακηρύσσει σε όλους τους τόνους (κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου και διεθνούς νομιμότητας) ότι τα νησιά «παράγουν» μειωμένη ή μηδενική επήρεια, αναγνωρίζοντας ότι έχουν μόνο χωρικά ύδατα έξι ναυτικών μιλίων.
Η τυχόν προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, υλοποιούμενη υπό το κράτος των απειλητικών κραυγών και προειδοποιήσεων της Άγκυρας, που υποσκάπτουν την εθνική κυριαρχία ή τα διεθνώς κατοχυρωμένα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας ή, ακόμη χειρότερα, αν συμφωνηθεί υπό το καθεστώς ενός πολεμικού τετελεσμένου στο Αιγαίο ή στην Θράκη, δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί εθνική εναλλακτική επιλογή της ελληνικής πολιτικής τάξης.
Σύσσωμος ο ελληνικός πολιτικός κόσμος οφείλει να αντισταθεί σθεναρά στο πολιτικό πρέσινγκ του διεθνούς παράγοντα που θα «ενθαρρύνει» την Ελλάδα να ακολουθήσει την οδό της «ηττοπαθούς διπλωματίας».
Για να ιδρυθεί η υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, επιβάλλεται προηγουμένως η υπογραφή από τα εμπλεκόμενα κράτη ενός συνυποσχετικού, στο οποίο θα περιγράφονται τα κρίσιμα αμφισβητούμενα ζητήματα, ως προς τα οποία θα καλείται το Δικαστήριο να αποφανθεί.
Η ενδεχόμενη συμπερίληψη στο συνυποσχετικό των τουρκικών αξιώσεων, όπως ο περιορισμός του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, ο καθορισμός της έκτασης του FIR Αθηνών, η παραίτηση από το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., ο καθορισμός αρμοδιοτήτων στην έρευνα και στην διάσωση, η αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, «η αμφισβητούμενη κυριαρχία νησίδων και βραχονησίδων» κ.λπ., θα είναι καταστροφική για τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας και πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία.
Η τελική κατάρτιση του συνυποσχετικού που τυχόν θα ενσωματώνει τις πιο πάνω παράλογες τουρκικές διεκδικήσεις δεν θα θεωρηθεί απλά ως μια άτακτη υποχώρηση της ελληνικής διπλωματίας από την πάγια αρχή και θέση της, αλλά θα καταγραφεί από τον Ιστορικό του Μέλλοντος ως το κυλώνειο άγος ολόκληρου του πολιτικού συστήματος άσκησης εξουσίας.
Στην περίπτωση κατά την οποία η πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική ελίτ της Ελλάδας προχωρήσει (κατ’ απαίτηση της Άγκυρας ή υποκύπτοντας σε ασφυκτικές πιέσεις του εξωτερικού) σε συνολική διαπραγμάτευση των ελληνοτουρκικών «διαφορών», θέτοντας αψήφιστα και ελαφρά τη καρδία στην (ευάλωτη) κρίση του δικαστηρίου ζητήματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας (όπως είναι το καθεστώς και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και των νησίδων, το εύρος του εναέριου χώρου, το δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. κ.λπ.), τούτο θα προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημία στα κρίσιμα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα της πατρίδας μας, ναρκοθετώντας το μέλλον των επόμενων γενεών.
Κατά την προσωπική θέση του γράφοντος, ως μόνη θεσμικά αποδεκτή και νόμιμη συνθήκη για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Δ.Δ.Χ. νοείται η περιγραφή (στο συνυποσχετικό) ως μοναδικού επίδικου ζητήματος προς δικαστική εξέταση εκείνου της οριοθέτησης της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με την ταυτόχρονη αναγνώριση της πλήρους επήρειας των ελληνικών νησιών, όπως άλλωστε επιτάσσει το Δίκαιο της Θάλασσας. Η συμπερίληψη οποιασδήποτε άλλης «διαφοράς» θα πλήξει καίρια και ανεπανόρθωτα τον πυρήνα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Από το 19951 κάθε ελληνική κυβέρνηση που είχε την ευθύνη της άσκησης εξουσίας όφειλε, ασκώντας το δικαίωμα που ρητώς αναγνωρίζεται και προβλέπεται στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 3), να επεκτείνει το εύρος των χωρικών υδάτων μέχρι αποστάσεως των 12 ν.μ. πριν από την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ισχυροποιώντας την διαπραγματευτική επιχειρηματολογία της πατρίδας μας, στο πλαίσιο της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία, μολονότι δεν έχει επικυρώσει την Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, εντούτοις έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο και στην Μεσόγειο, ενώ θεωρεί ως αιτία πολέμου (casus belli) την άσκηση του αντίστοιχου δικαιώματος από την Ελλάδα στην θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου!
Η συγγραφέας Αναστασία Στρατή σημειώνει πολύ εύστοχα τα εξής άκρως σημαντικά που αξίζουν να προσεχθούν από τους γραφειοκράτες των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας:
«...θα ήταν σκόπιμο η κήρυξη ΑΟΖ να συνδυάζεται με την επέκταση των χωρικών υδάτων, απαραίτητο δε σε περίπτωση δικαστικής επίλυσης της διαφοράς οριοθέτησης με την Τουρκία. Και τούτο διότι εάν οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ με το ισχύον εύρος των χωρικών υδάτων και δεν αποδοθεί πλήρης επήρεια σε ορισμένα ελληνικά νησιά, η Ελλάδα δεν θα δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο μέλλον στις περιοχές που θα έχουν ήδη οριοθετηθεί και θα επηρεάζονται από την εν λόγω επέκταση. Υπενθυμίζεται ότι τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα έχουν αποδεχθεί την υπεροχή του δικαιώματος σε αιγιαλίτιδα ζώνη έναντι του δικαιώματος σε υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ γειτονικού κράτους, σε περίπτωση δε επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., το 71,2% του Αιγαίου θα περιέλθει υπό ελληνική κυριαρχία2.
(Επ΄αυτού βλέπετε περισσότερα σε προγενέστερο άρθρο του γράφοντος με τον τίτλο «Το Oruc Reis και οι διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ποιος θα υπερασπιστεί τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο;», εις: https://www.google.gr/url?esrc=s&q=&rct=j&sa=U&url=https://enromiosini.gr/arthrografia/epikair/%25CF%2584%25CE%25BF-oruc-reis-%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9-%25CE%25BF%25CE%25B9-%25CE%25B4%25CE%25B9%25CE%25B1%25CF%2587%25CF%2581%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25AD%25CF%2582-%25CF%2580%25CE%25B1%25CE%25B8%25CE%25BF%25CE%25B3%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B5%25CF%2582/&ved=2ahUKEwjd4qPGlav6AhUTX_EDHaRdB-oQFnoECAkQAg&usg=AOvVaw31Rx0sGvfpcrwvQodPx5fM)
Η υπαγωγή αδιακρίτως όλων των παράλογων και εξωπραγματικών τουρκικών αξιώσεων στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Χάγης ενέχει τεράστια απειλή για την κρατική υπόσταση της χώρας μας, καθόσον απαράγραπτα δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας θα τεθούν υπό την αμφισβητούμενη κρίση ενός διεθνούς δικαστικού οργάνου το οποίο αναμένεται να δεχθεί αφόρητες πολιτικές και διπλωματικές πιέσεις που θα απομειώσουν την νομική εγκυρότητα και αρτιότητα της απόφασής του.
Στην παραπομπή των διαφορών Ελλάδας-Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης υποκρύπτονται τεράστια διεθνή γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά συμφέροντα που συνδέονται άμεσα με την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του Αιγαίου και, ως εκ τούτου, πρέπει να πιθανολογηθεί με μαθηματική βεβαιότητα ο επηρεασμός της κρίσης του δικαστηρίου από το εμπλεκόμενο κράτος που θα διαθέτει τα ισχυρότερα ερείσματα στην διεθνή πολιτική και διπλωματική σκηνή.
Με απλά λόγια, δηλαδή, κρίνεται πολύ πιθανό η δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου να χειραγωγηθεί από πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ που θα επιχειρήσουν να εργαλειοποιήσουν τον θεσμό του διεθνούς δικαστηρίου με σκοπό την ικανοποίηση των γεωπολιτικών τους επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων, ζημιώνοντας ανεπανόρθωτα τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδας μας.
Η παρούσα γεωπολιτική συγκυρία, όπως αυτή διαμορφώνεται με την ρωσική εισβολή στα εδάφη της Ουκρανίας και την αλλαγή των διεθνών συνόρων ενός ευρωπαϊκού κράτους, ευνοεί τον ιστορικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας, η οποία επιδιώκει διαχρονικά την «επικαιροποίηση» της Συνθήκης της Λωζάνης σύμφωνα με τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις.
Οι επόμενοι μήνες απαιτούν τον ύψιστο βαθμό ετοιμότητας και εγρήγορσης του Ελληνικού λαού και των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας, καθόσον η Άγκυρα θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η προσοχή της νατοϊκής συμμαχίας είναι στραμμένη στα τεκταινόμενα της Ανατολικής Ευρώπης, προβαίνοντας σε προκλητική επιθετική ενέργεια σε βάρος της Ελλάδας και δημιουργώντας μια νέα εστία ανάφλεξης και γεωπολιτικής έντασης στο Αιγαίο και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Συνεπώς, η Τουρκία ούσα τυφλωμένη από την στείρα και άγονη μεγαλομανία της για την αναβίωση του Οθωμανικού της παρελθόντος, θα επιδιώξει το επόμενο χρονικό διάστημα να υλοποιήσει τα γεωπολιτικά της σχέδια, είτε φωνασκώντας και απειλώντας ακατάπαυστα, είτε και προκαλώντας θερμό πολεμικό επεισόδιο με αποκλειστικό σκοπό να σύρει την Ελλάδα (είτε με τις απειλητικές κραυγές, είτε με την χρήση βίας) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για την συνολική (μέχρι νεωτέρας) επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Επομένως, κρίνεται πολύ πιθανό, με την «βούλα» του Διεθνούς Δικαστηρίου και με την σύμφωνη γνώμη και υπογραφή της πάντοτε ξενόδουλης ελληνικής πολιτικής τάξης, αλλά και με την συνευδοκία του αποχαυνωμένου ελληνικού λαού, να αποφασιστεί ο διαμοιρασμός και η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, κατά τρόπο που θα εξυπηρετεί σχεδόν απόλυτα τις γεωπολιτικές επιδιώξεις της Άγκυρας και των ισχυρών διεθνών «παικτών» της γης.
Στην δύσμοιρη Ελλάδα θα πετάξουν (όπως πάντοτε) ελάχιστα «ψίχουλα γεωπολιτικής ελεημοσύνης» με μοναδικό σκοπό την μακροημέρευση του βυσσοδομούντος, παρασιτικού και διεφθαρμένου ελληνικού πολιτικού συστήματος εξουσίας καθώς και των αργυρώνητων Μ.Μ.Ε. (Μέσα Μαζικής Επιρροής και Εξαπάτησης) τα οποία θα προπαγανδίσουν (πάντοτε με το αζημίωτο) ως μεγάλη «εθνική επιτυχία» την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, ενώ την (ενδεχόμενη) απόφασή του για την διχοτόμηση του Αιγαίου θα την επαινέσουν ως «εθνικά επωφελή και δίκαιη».
Σε κάθε περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης, στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψής του στη Νέα Υόρκη (κατά την 77η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε.), σε τηλεοπτική του συνέντευξη που παραχώρησε στο αμερικανικό δίκτυο Bloomberg, μας προϊδέασε για το μέτρο της ελληνικής αντίδρασης σε ενδεχόμενη τουρκική προκλητική ενέργεια, δηλώνοντας μεταξύ άλλων επί λέξει τα εξής:
«Δεν χρειαζόμαστε άλλη πηγή γεωπολιτικής αστάθειας στην Ανατολική Μεσόγειο όταν διεξάγουμε πόλεμο εναντίον της Ρωσίας και προσπαθούμε να υποστηρίξουμε την Ουκρανία».
[Εκφεύγει των ορίων του παρόντος άρθρου ο σχολιασμός της εξωφρενικής και επικίνδυνης δήλωσης του κ. Μητσοτάκη ότι η Ελλάδα διεξάγει πόλεμο εναντίον της Ρωσίας (!), όταν η επίσημη στάση της Ε.Ε. και των κρατών μελών περιορίζεται στην επιβολή μόνο οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και στην απερίφραστη καταδίκη της ρωσικής εισβολής, χωρίς να υιοθετείται η άποψη ότι η Ευρώπη βρίσκεται συλλογικά (πόσω μάλλον κάθε κράτος μεμονωμένα) σε πόλεμο με την Ρωσική Ομοσπονδία!].
Η συγκεκριμένη φράση του κ. Μητσοτάκη «δεν χρειαζόμαστε άλλη πηγή γεωπολιτικής αστάθειας στην Ανατολική Μεσόγειο...» δύναται να (παρ)ερμηνευθεί από την Άγκυρα ότι εκπέμπει περισσότερο «προσκλητήριο σήμα ενδοτισμού» (είναι δηλαδή σαν να λέει εμμέσως πλην σαφώς στον Ερντογάν «έλα να τα βρούμε»), παρά σθεναρή πατριωτική βούληση υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας, επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί το εξής εντυπωσιακό στοιχείο: ο δημόσιος λόγος του κ. Μητσοτάκη περιορίζεται πάντοτε (άραγε εσκεμμένα;) σε αναφορές που συνδέονται μόνο με την «εθνική κυριαρχία», ενώ παραλείπει συστηματικά οποιαδήποτε νύξη που συσχετίζεται με τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα (όπως είναι η Α.Ο.Ζ. και η υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου), διαχωρίζοντας επιμελώς την «εδαφική ακεραιότητα» από την διαφύλαξη των θαλάσσιων συνόρων της Ελλάδας.
Επιχειρεί, δηλαδή, κατά τρόπο πρωτοφανή και ανήκουστο να διασπάσει την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, διακρίνοντας ανάμεσα στον «σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας», που καταλαμβάνει μόνο το χερσαίο έδαφος, και στην «εξωτερική κυριαρχία», η οποία εμφανίζεται «αποδυναμωμένη και ήσσονος σημασίας» και καταλαμβάνει την θάλασσα, τον εναέριο χώρο και τα κυριαρχικά δικαιώματα. (Α.Ο.Ζ. και υφαλοκρηπίδα).
Με την τακτική αυτή, επιδιώκεται να εξαλειφθεί από την συλλογική μνήμη των Ελλήνων η διεθνώς αναγνωρισμένη και κατοχυρωμένη στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας έννοια «των κυριαρχικών δικαιωμάτων», ενώ διαχέεται παράλληλα στην παγκόσμια κοινότητα η εντύπωση ότι είμαστε χώρα περιορισμένης και μειωμένης κυριαρχίας.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται (ως ενδεχόμενο σενάριο) να εκδηλωθεί διπλή επιθετική ενέργεια από την Τουρκία και στον Έβρο (μαζικό κύμα μεταναστών που θα επιχειρήσει να διασπάσει την συνοριακή γραμμή εισβάλλοντας στην χώρα μας) και στο Αιγαίο (αεροναυτικός αποκλεισμός νησιού ή νησιών), προκειμένου να επέλθει ένα ισόπαλο αποτέλεσμα μεταξύ των δύο χωρών που θα επιτρέψει όμως στην Ελληνική κυβέρνηση να διαπλάσει το νέο επικοινωνιακό αφήγημά της, το οποίο πιθανώς να έχει το εξής περιεχόμενο:
«Αποκρούσαμε επιτυχώς την επίθεση της Τουρκίας στην Θράκη, διαφυλάσσοντας την εδαφική ακεραιότητα των χερσαίων συνόρων μας, στο Αιγαίο όμως (επειδή είμαστε και σύμμαχες χώρες με την Τουρκία στο ΝΑΤΟ) θα παραπέμψουμε τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, προς χάριν της διεθνούς ειρήνης, ασφάλειας και γεωπολιτικής σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός θα ζητωκραυγάσει ανακουφισμένος που θα βυθιστεί εκ νέου στον μίζερο και άγευστο μικρόκοσμό του, μη γνωρίζοντας όμως ότι έπεσε τραγικό θύμα ενός καλά προσχεδιασμένου και προμελετημένου σχεδίου, το οποίο αποσκοπούσε στην μαεστρική εξουδετέρωση των πατριωτικών του αντιστάσεων, ώστε να υποδεχθεί (χειροκροτώντας) ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Υπό την ανωτέρω όμως μεθόδευση θα εισαχθούν στην κρίση του δικαστηρίου, από «την πίσω πόρτα» και στα μουλωχτά, όλες οι απαράδεκτες και εξωπραγματικές τουρκικές αξιώσεις, επί προφανή ζημία των εθνικών ζωτικών συμφερόντων.
Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι το παρόν κείμενο πραγματεύεται θέματα που αφήνουν παγερά αδιάφορη την συντριπτική πλειονότητα του εμβολιασμένου ελληνικού λαού, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται σε «κατάσταση νιρβάνας», εντούτοις απευθύνεται στους ελάχιστους πλέον εναπομείναντες, γρηγορούντες και αφυπνισμένους Έλληνες πολίτες που καλούνται να διατηρήσουν άσβεστη στην ψυχή τους την φλόγα της αγνής φιλοπατρίας, φυλάσσοντας «Θερμοπύλες».
Η υπνωτισμένη μάζα των πολιτών που στοιχίζεται υπάκουα και πειθήνια πίσω από το εκάστοτε κυβερνητικό αφήγημα μπορεί να παρηγορηθεί από το πλούσιο «ψυχαγωγικό» πρόγραμμα των τηλεοπτικών καναλιών, το οποίο υπόσχεται μια συναρπαστική χειμερινή περίοδο, φιλοδοξώντας να κατασιγάσει κάθε τυχόν πατριωτικό σκίρτημα της καρδιάς τους.
Εξάλλου, το κρίσιμο ερώτημα που ταλανίζει αυτή την εποχή την ελληνική κοινωνία, εκτοπίζοντας κάθε άλλη έγνοια και προβληματισμό είναι το εξής:
«Να εμβολιαστώ τώρα τον Οκτώβριο με την επικαιροποιημένη (τέταρτη) δόση του εμβολίου ή να το αφήσω για αργότερα;».
Το Ελληνικό Κράτος κύρωσε με τον Ν. 2321/1995 (ΦΕΚ 136Α/23-6-1995), σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, την «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας» και, ως εκ τούτου, αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης.
Επίσης, η Ελλάδα, με το άρθρο 2 του Ν. 2321/1995, επεφύλαξε ρητώς για το εαυτό της το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 της κυρωθείσης Συμβάσεως του Δικαίου της Θάλασσας να επεκτείνει, σε οποιονδήποτε χρόνο, το εύρος της χωρικής θάλασσας μέχρι αποστάσεως των 12 ν.μ.
Συνεπώς προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. συνιστά άσκηση δικαιώματος εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας.
Εντούτοις η Ελλάδα από το 1995 μέχρι και σήμερα -για λόγους άγνωστους στον ελληνικό λαό- δεν έχει προβεί στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. Εύλογα κανείς διερωτάται ποιες είναι οι ισχυρές πιέσεις που ασκούνται διαχρονικά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και τι είδους γεωπολιτικές σκοπιμότητες υπηρετούνται εξαιτίας των οποίων αναβάλλεται συνεχώς η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.;
Η ελληνική πολιτική τάξη δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη, ούτε εκδήλωσε ποτέ την ευαισθησία της να ενημερώσει τον κυρίαρχο Ελληνικό λαό, παρέχοντας ικανοποιητικές εξηγήσεις για την αναβλητικότητα, την αναποφασιστικότητα και την ενδοτική της στάση. Επομένως έχει άδικο εκείνος που διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι σύσσωμη η ελληνική πολιτική ελίτ της χώρας απεμπολεί συνειδητά, κρίσιμα και ζωτικά δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας;
Βλ. Αναστασία Στρατή, Ελληνικές Θαλάσσιες Ζώνες & Οριοθέτηση με γειτονικά Κράτη», Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 169-170.
πηγη: kvathiotis.substack.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου