ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*
Σταύρωσις εἷλε κήρυκα Χριστοῦ Πέτρον,
Τομὴ δὲ Παῦλον, τὸν τεμόντα τὴν πλάνην.
Τλῆ ἐνάτῃ Σταυρὸν Πέτρος εἰκάδ’ ἄορ δέ γε Παῦλος.
Ἑορτάζουν τὴν κθ΄ (29η) Ἰουνίου.
Σὲ τούτους τοὺς Κορυφαίους Ἀποστόλους ποιὰ ὑπόθεση ἐγκωμίων μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπινοήσει μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν μαρτυρία καὶ ἀνακήρυξη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔκαμε;
Διότι τὸν μὲν κορυφαῖο Πέτρο ἐμακάρισε καὶ πέτρα τὸν ὀνόμασε τῆς πίστεως, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀποφάσισε νὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία του1. Τὸν δὲ Παῦλο προεῖπε ὅτι θὰ γίνει σκεῦος ἐκλογῆς γιὰ νὰ βαστάσει τὸ ὄνομά Του μπροστὰ σὲ βασιλεῖς καὶ τυράννους2. Ἦταν δὲ ὁ μὲν ἅγιος Πέτρος ἀδελφὸς Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, καταγόμενος ἀπὸ πόλη εὐτελῆ καὶ ποταπή, τὴν Βηθσαϊδά, γυιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Πατριάρχου Συμεών, κατὰ τοὺς χρόνους Ὑρκανοῦ Ἀρχιερέως τῶν Ἰουδαίων, ζῶντας μ’ ἔσχατη πενία καὶ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια ποριζόμενος τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα. Κι ἀφοῦ ὁ πατέρας του Ἰωνᾶς ἐτελεύτησε, ὁ μὲν Πέτρος ἔλαβε ὡς γυναῖκα του τὴν θυγατέρα Ἀριστοβούλου, ἀδελφοῦ Βαρνάβα τοῦ Ἀποστόλου, καὶ γέννησε παιδιά, ὁ δὲ Ἀνδρέας ἔμεινε ἐν παρθενίᾳ. Ὅταν δὲ ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης εἶχε φυλακισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, τότε ὁ Κύριος ἦλθε στὴν λίμνη Γενησαρὲτ καὶ βρίσκοντας τὸν Ἀνδρέα καὶ Πέτρο, οἱ ὁποῖοι διόρθωναν καὶ μπάλωναν τὰ δίκτυα τους, τοὺς κάλεσε καὶ ἐκεῖνοι εὐθὺς τὸν ἀκολούθησαν.
Ὁ μὲν Πέτρος λοιπὸν κήρυξε πρῶτα τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἰουδαία καὶ Ἀντιόχεια, ἔπειτα στὰ μέρη τῆς Μαύρης θάλασσας καὶ στὴν Γαλατία καὶ Καππαδοκία, Ἀσία καὶ Βιθυνία· κατέβηκε δὲ ἕως καὶ σ’ αὐτὴ τὴν Ρώμη. Κ’ ἐπειδὴ νίκησε ἐκεῖ μὲ τὰ θαύματα τὸν μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε κατακέφαλα ἀπὸ τὸν Νέρωνα, καθὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος τὸ ζήτησε, κι ἔτσι ἔλαβε τὸ ἄφθαρτο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ἦταν δὲ ὁ θεσπέσιος Πέτρος κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος λευκὸς στὸ χρῶμα, λίγο ὠχρός, φαλακρὸς στὴν κεφαλή, εἶχε σγουρὰ τὰ ἐπίλοιπα μαλλιὰ καὶ ὀφθαλμοὺς κατ’ ἐπιφάνειαν αἱματώδεις καὶ ὁμοίους μὲ τὸ χρῶμα τοῦ κρασιοῦ· ἦταν λευκὸς στὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς, εἶχε τὸ μὲν γένι λευκὸ καὶ δασύ, τὴν δὲ μύτη μακρά, σηκωμένα ἐπάνω τὰ φρύδια· ἦταν μέτριος κατὰ τὸ μέγεθος εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ σώματος ὄρθιο· ἦταν συνετὸς καὶ φρόνιμος ἐκινεῖτο ὀξέως ἀπὸ θεϊκὸ ζῆλο ἐναντίον τῆς ἀδικίας· ἦταν συγχωρητικὸς στοὺς μετανοοῦντες· μετεβάλλετο εὐκόλως καὶ ταχέως μετακινοῦσε χωρὶς φόβο τὶς πρότερές του ἀποφάσεις3.
Ὁ δὲ ἅγιος Παῦλος ἦταν ἑβραῖος καὶ αὐτὸς κατὰ τὸ γένος, καταγόμενος ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Βενιαμίν· Φαρισαῖος κατὰ τὴν αἵρεση, μαθητὴς γενόμενος τοῦ νομοδιδασκάλου Γαμαλιὴλ καὶ ἄκρως γυμνασμένος τὸν νόμο τοῦ Μωσέως. Κατοικοῦσε δὲ σ’ αὐτὸν τὸν ὀφθαλμὸ τῆς Κιλικίας, ἤτοι στὴν Ταρσὸ (σ’ ἕνα χωριὸ ὀνομαζόμενο Γίσχαλα). Τοῦτος λοιπόν, ἐπειδὴ ἦταν διάπυρος ἐραστὴς τοῦ παλαιοῦ νόμου, πολεμοῦσε τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τὴν δική του γνώμη φονεύθηκε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος. Κι ὅταν ἐπεγνώσθη παρὰ τοῦ Θεοῦ, τυφλώθηκε κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς στὸ μέσο τῆς ἡμέρας, καὶ φωνὴ θεϊκὴ ἄκουσε ἄνωθεν, ἡ ὁποία τὸν ἔπεμπε στὸν Ἀνανία τὸν ἀρχαῖο μαθητὴ τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε στὴν Δαμασκό· διότι τοῦτος ἀφοῦ κατήχησε καὶ δίδαξε τὸν Παῦλο τὸν βάπτισε4.
Ὁ θεσπέσιος λοιπὸν Παῦλος σκεῦος γενόμενος ἐκλογῆς διῆλθε ὅλη τὴν οἰκουμένη, σὰν νὰ εἶχε φτερά, καὶ ἀφοῦ κατέληξε στὴν Ρώμη δίδαξε πολλοὺς ἕλληνες κ’ ἐκεῖ τελείωσε καὶ τὴν ζωή του ἀποκεφαλισθεὶς ὑπὸ τοῦ βασιλέως Νέρωνος γιὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ· λέγουν δὲ ὅτι ἀπὸ τὸ κόψιμο τοῦ λαιμοῦ του ἔτρεξε αἷμα μαζὶ μὲ γάλα. Ἂν καὶ κατὰ τοὺς χρόνους μαρτύρησε ὁ Παῦλος κατόπιν τοῦ Πέτρου, τὰ ἅγια ὅμως λείψανά τους κατετέθησαν μαζὶ σ’ ἕνα τόπο. Ἦταν δὲ ὁ μακάριος Παῦλος κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος φαλακρὸς τὴν κεφαλή, χωρὶς μαλλιά, εἶχε τὰ μάτια χαροπὰ καὶ τὰ φρύδια κάτω νεύοντα, τὸ γένι πολὺ ὄμορφα κατεβασμένο, τὴν μύτη κυρτή· ἦταν στολισμένος μὲ μαῦρες καὶ λευκὲς τρίχες, κυρτὸς στὸ σῶμα καὶ εὔρωστος καὶ μικρόσωμος συνεσταλμένος κατὰ τὰ ἤθη καὶ φρόνιμος καὶ γεμᾶτος ἀπὸ θεῖα χαρίσματα· εἶχε σεμνὰ κινήματα καὶ λόγους γλυκεῖς καὶ προσείλκυε στὴν ἀγάπη του ὅλους ὅσοι πρόστρεχαν σὲ αὐτὸν μὲ τὴν δύναμη τῶν θαυμάτων. Καὶ οἱ δύο τοῦτοι Κορυφαῖοι ἀπόστολοι ἦσαν γεμάτοι ἀπὸ τὴν θεία Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος5.
Ταῖς Αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 294-298. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).
1. Ματθ. ις΄ 18.
2. Πράξ. θ΄ 15.
3. Καθὼς ἔδειξε τοῦτο ἐπὶ τῶν ἔργων, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Κύριος «Ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ». Ὅταν ἄκουσε τοῦτον τὸν λόγο, εὐθὺς μετεβλήθη καὶ τὴν προτέρα του ἀπόφαση μετακίνησε, διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε πρότερον πρὸς τὸν Κύριο «Οὔ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα», αὐτὸς μεταβληθεὶς εἶπε πρὸς αὐτόν· «Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν»· καὶ ἀπὸ μία ὑπερβολὴ φάνηκε θερμὸς καὶ στὸ ἕνα καὶ στὸ ἄλλο, κατὰ τὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλο, διὰ φιλοθεΐα ὅμως καὶ σκοπὸ ἔνθεο.
4. Σημείωσαι ὅτι ὁ χρόνος τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ζητεῖται παρὰ πολλῶν. Καθότι οὔτε ὁ ἴδιος Παῦλος σημείωσε αὐτὸν στὶς Ἐπιστολές του. Οἱ ἀκριβέστεροι ὅμως χρονολόγοι λέγουν ὅτι ὁ Παῦλος ἐπέστρεψε στὴν τοῦ Χριστοῦ πίστη τὸ τριακοστὸ ἕκτο ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ· ἤτοι τρεῖς χρόνους μετὰ τὴν Ἀνάληψη καὶ ἀκόμη λιγότερο. Στὸ εἰκοστὸ πρῶτο ἔτος τοῦ Τιβερίου Καίσαρος, κατὰ τὸν ὁποῖο τοῦτο καιρὸ ἔγινε πόλεμος μεταξὺ Ἡρώδου τοῦ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας καὶ Ἀρέτα τοῦ βασιλέως τῶν Ἀράβων. (Βλ. στὴν νεοτύπωτον Ἑκατονταετηρίδα).
5. Σημείωσαι ὅτι ὁ Ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, καὶ ὁ Διονύσιος ἐπίσκοπος Κορίνθου γράφουν ὅτι στὴν ἡμέρα αὐτή, κατὰ τὴν ὁποία σταυρώθηκε ὁ Πέτρος, ἀποκεφαλίσθηκε ὕστερα καὶ ὁ Παῦλος καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν λεγομένη Ὑστιακὴ ὁδό, (σελ. 22 τῆς Δωδεκαβίβλου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου