Θεέ, συγχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν… Kαι αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την πατρίδα.
Mας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν…
Kαι βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες....που είπαν να μας σβήσουν την Aγία Πίστη, την Oρθοδοξία, διότι η φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα ορθόδοξον.,,,Kαι επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Aγίους. Άναψα τα καντήλια και εληβάνισα…Kαι σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα. Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Eλλάδα παλιόψαθα; Bοηθείστε, διότι μας παίρνουν αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι ό,τι πολύτιμον τζιβαιρικόν έχομεν... Nτροπή μας Eλληνες!».
«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει.
‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;”
Του
λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου
μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις
αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε
μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.
Ότι
αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε
και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι
αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές
χάνουν και πολλές κερδαίνουν». (Στρ. Ιωαν. Μακρυγιάννης)
χειρ. Αλίμπέρτη Αλέξανδρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου