[Όσιος Πορφύριος]: – Σου προτείνω να προσευχόμεθα την ίδια ώρα ακριβώς, και οι δύο μαζί. Και ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλον.
Συμφωνήσαμε και υποσχεθήκαμε. Και ορίσαμε, μάλιστα και την ώρα της προσευχής. Ήταν η 10η μ.μ. Ο Παππούλης, όπως μου εξήγησε, πίστευε πάρα πολύ σ’ αυτό το είδος της προσευχής.
– Τα αποτελέσματα της κοινής προσευχής είναι καταπληκτικά. Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου. Θέλω, όμως, ακριβώς στις 10 μ.μ. να είσαι πιστός στο ραντεβού μας. Να μην παραλείψεις ούτε μία φορά να τηρήσεις την υπόσχεσή σου. Και εγώ θα κάνω το ίδιο. Προχωρώντας με τον Παππούλη, φθάσαμε στην αφετηρία των λεωφορείων του Πολυγώνου. Αυτή την φορά δεν με άφησε να τον ακολουθήσω μέχρι το σπίτι του, όπως, συνήθως έκανα.
– Όχι, δεν θα έρθεις μαζί μου. Θα πας σπίτι σου. Προ ολίγου υποσχεθήκαμε κάτι. Πρέπει να αρχίσουμε αμέσως. Από απόψε. Το γοργόν και χάριν έχει. Υπάκουσα. Ο Παππούλης επιβιβάσθηκε στο λεωφορείο και εγώ περίμενα την αναχώρησή του.
Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο, θυμάμαι καλά, μου κτύπησε το τζάμι και μου είπε:
– Στις 10 ακριβώς!
Νομίζω πως αυτή την στιγμή βλέπω την μορφή του και ακούω την φωνή του! Το πρόσωπό του έλαμπε και ομοίαζε με αγγελικό! Ήταν, βέβαια, και κατά τριάντα χρόνια νεότερος. Στην πιο δημιουργική ηλικία.
Περίμενα στην αφετηρία μέχρι τη στιγμή που το λεωφορείο χάθηκε μέσα στη χάος της απέραντης Αθήνας, κουβαλώντας μαζί του και έναν άγνωστο, μέχρι τότε, Άγιο της Εκκλησίας του Δεσπότου Χριστού και αμέσως μετά έφυγα τροχάδην, για το σπίτι μου, προκειμένου να είμαι απόλυτα συνεπής στο ραντεβού της προσευχής.
Πράγματι! Στις 10 μ.μ. κλείστηκα στο δωμάτιό μου και άρχισα να προσεύχομαι. Όμως, από το πρώτο κιόλας λεπτό, άρχισαν να διαπερνούν το σώμα μου έντονα ρεύματα, που άρχιζαν από τα κάτω άκρα και έφθαναν μέχρι το κεφάλι μου και τανάπαλιν(!), ενώ ένα ισχυρό άπλετο φως πλημμύρισε όλο το δωμάτιο και μου έδινε την εντύπωση ότι βρισκόμουν μέσα σε φλόγες, οι οποίες, όμως δεν με έκαιγαν!
Στην αρχή τρόμαξα πολύ, και λίγο έλειψε να καταληφθώ από πανικό!
Αμέσως, όμως, συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά τα φαινόμενα απέρρεαν από την δύναμη της προσευχής του Παππούλη και όχι μόνον ηρέμησα, αλλά καταλήφθηκα από μία πρωτοφανή αγαλλίαση, που μου έδινε την εντύπωση, ότι δεν πατούσα καθόλου στην γη!
Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της προσευχής.
Την άλλη ημέρα, η πρώτη μου δουλειά ήταν να επικοινωνήσω μαζί του. Ήμουν όμως αποφασισμένος να μην του πω τίποτε. Ήθελα πρώτα να μιλήσει ο Παππούλης.
Έτσι και έγινε.
Μόλις ζήτησα την ευχή του, ο Παππούλης, με ιδιαίτερη ικανοποίηση και τρανταχτά γέλια, μου είπε:
– Τρόμαξες ε; Και λίγο έλειψε να το βάλεις στα πόδια… Όμως εγώ σε έβλεπα
μέσα σε έντονο φως, που πλημμύριζε όλο το δωμάτιό σου και εσύ περιχαρής
ανέβαινες – ανέβαινες σαν να ήθελες να φθάσεις στον θρόνο του Κυρίου!
Βλέπεις τι δύναμη έχει αυτού του είδους η προσευχή; Συνέχισε και θα με
θυμηθείς.
Πράγματι! Τον θυμάμαι. Και θα τον θυμάμαι όχι μόνον σ’ αυτή, αλλά και στην άλλη ζωή. Γιατί τα φαινόμενα αυτά, προϊόντος τον χρόνου, έγιναν τόσο έντονα, ώστε να μη μπορώ να τα περιγράψω!
Μακάρι να προσεύχεται και τώρα μαζί μου. Δεν θα ήθελα τίποτε άλλο. Γένοιτο!
Μαρτυρία από το βιβλίο του Ανάργ. Καλλιάτσου, ο «Πατήρ Πορφύριος», των εκδόσεων η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
πηγη: pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου