Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Καταστραφήκαµε, ἐπειδὴ ἀφήσαµε τὸν Σταυρὸ»
(Ἐκεῖνος ποὺ δὲν θέλει νὰ γίνει ἐθελοντὴς τοῦ Χριστοῦ,
γίνεται νεοσύλλεκτος τοῦ σατανᾶ)
Ἀδερφοί µου, ὁ Θεός µας εἶναι Θεὸς τῶν ἐλεύθερων ἀνθρώπων καὶ ὄχι τῶν δούλων. Ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὴν γῆ ὄχι γιὰ νὰ στρατολογήσει µὲ τὴν βία τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ νὰ συγκεντρώσει ἐθελοντὲς στὴν στρατιά Του. Ὅποιος ἤθελε, ἤθελε. Ὅποιος δὲν ἤθελε, δὲν ἦταν ὑποχρεωµένος. Μόνο ποὺ ἐκεῖνος ποὺ δὲν θέλει νὰ γίνει ἐθελοντὴς τοῦ Χριστοῦ, γίνεται νεοσύλλεκτος τοῦ σατανᾶ, εἴτε τὸ θέλει, εἴτε δὲν τὸ θέλει, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶπε:
Ὅποιος δὲν εἶναι µαζί µου, εἶναι ἐναντίον µου. Ἀρχηγὸς ὅλων ἐκείνων, ποὺ εἶναι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκεῖνος ὁ σκοτεινὸς στρατηγὸς τοῦ Ἅδη, ὁ σατανᾶς.
Ὁ λαός µας ἐθελοντικὰ ἀκολούθησε τὸν Χριστό, µὲ ἐλεύθερη βούληση καὶ ὄχι µὲ τὴν βία, ἐπειδὴ δὲν βαπτίστηκε µιὰ µέρα µὲ τὴν ἐντολὴ ἢ µὲ τὸν νόµο κάποιου ἀλλὰ σιγὰ – σιγὰ βαπτιζόταν ἐπὶ αἰῶνες. Ὁ σερβικὸς λαὸς πολέµησε γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ γιὰ τὸν τίµιο Σταυρό. Ἀπὸ παλιὰ τὸ συνθηµα τοῦ λαοῦ µας ἦταν: Πίστη καὶ ἐλευθερία. Ὅταν λοιπὸν λέµε πὼς πολεµήσαµε γιὰ τὴν πίστη, σηµαίνει πὼς πολεµήσαµε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ὅταν λέµε πὼς πολεµήσαµε γιὰ τὴν ἐλευθερία, σηµαίνει πὼς θελήσαµε τὴν ἐλευθερία σύµφωνα µὲ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου:
Ἔχει καταβληθεῖ τὸ ἀντίτιµο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή σας. Εἶστε ἀγορασµένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ µὲ τίµηµα µεγάλο. Γι᾽ αὐτὸ µὴν ὑποδουλώνεστε στοὺς ἀνθρώπους (Α´ Κορ. ζ´ 23).
Σύµφωνα µὲ τὴν παράδοσή μας καλὸ εἶναι πάντα νὰ σεβόµαστε τὴν πίστη τοῦ λαοῦ µας. Ὅταν ἀγωνιζόµασταν γιὰ τὸν Σταυρὸ καὶ περιµέναµε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸν Θεό, σὰν δῶρο γιὰ τὸν ἀγώνα µας, ἦρθε ἡ ἀνάσταση. Ὁ δύσκολος ἀγώνας μας γιὰ τὸν σταυρὸ στὸν καιρὸ τῆς δουλείας ἔλαµπε σὰν ἥλιος καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ἐλευθερία, μᾶς χάρισε τὴν ζεστασιὰ ποὺ ἐκπέµπουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Τότε καταλάβαµε πὼς ὁ Θεὸς μᾶς ἐλέησε καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ νίκησε τοὺς ἐχθρούς µας.
Ἡ ἐλευθερία ἦρθε, σὰν δῶρο Θεοῦ. Καὶ ἂν πάλι τὸ ποτήρι ἀναποδογυρίσει καὶ ὁ Σταυρὸς σκοτεινιάσει, ἂν πάλι χαθεῖ ἡ ἐλευθερία, τότε θὰ καταλάβουµε πὼς ὁ Θεὸς μᾶς τιµωρεῖ γιὰ τὶς ἁµαρτίες µας, ἀφήνοντας τοὺς ξένους τυράννους νὰ μᾶς κυβερνοῦν. Λίγοι λαοὶ στὸν κόσµο εἶναι πιστοὶ ὅσο ὁ λαός µας. Λίγοι λαοὶ στὸν κόσµο, ὅπως ὁ λαός µας, ἑρµηνεύουν τόσο ἁπλὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ ποὺ τοὺς συµβαίνει καὶ ἔχουν ἕνα θετικὸ καὶ ξεκάθαρο συνθηµα στοὺς ἀγῶνες τους: Γιὰ τὸν Σταυρὸ καὶ γιὰ τὴν χρυσὴ Ἐλευθερία.
Αὐτὸ τὸ σύνθηµα ἀποτέλεσε πάντα τὸ µέτρο, µὲ τὸ ὁποῖο κρίθηκαν ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ λαοῦ µας. Σύµφωνα µὲ αὐτὸ τὸ µέτρο µποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν καὶ ὅσα μᾶς συνέβησαν κατὰ τὸν Β´ Παγκόσµιο Πόλεµο: καταστραφήκαµε, ἐπειδὴ ἐγκαταλείψαµε τὸν Σταυρό, διαχωρίσαµε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι σὰν τὸ κρέας πού, ὅταν τοῦ βγάλουµε τὸ ἁλάτι, χαλάει, καταστραφήκαµε.
Αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω, οἱ ἄθεοι δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Σ᾽ αὐτοὺς µάταια µιλάει κανείς, γιατί, εἴτε µιλάει κανεὶς σ᾽ αὐτοὺς εἴτε παίζει µουσικὴ στὰ βότσαλα τῆς θάλασσας, τὸ ἴδιο εἶναι. Ἐσεῖς ὄµως, θὰ καταλάβετε τὰ λόγια µου. Ἐσεῖς, ποὺ γνωρίζετε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ψυχή, ἐσεῖς ποὺ γνωρίζετε τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ πορεία τοῦ λαοῦ μας εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἱστορία µας. Ξεχάσαµε τὸν Σταυρὸ καὶ µολύναµε τὴν ἐλευθερία µας, καταλήξαµε στὸ µαστίγιο τῶν ἀθέων.
Ἀναστενάζαµε γιὰ ἐλευθερία, ὅπως οἱ µἐλλοθάνατοι. Παλέψαµε γιὰ τὴν ἐλευθερία µὲ τὸ σπαθί. Πάνω στοὺς τάφους τῶν ἀδερφῶν μας προσευχηθήκαµε µὲ δάκρυα γιὰ αὐτήν. Δυστυχῶς, ὅταν ἦρθε ἡ ἐλευθερία, δὲν τὴν προσέξαµε οὔτε µία ἠµέρα σὰν κάτι ἱερό. Ἀπὸ τὸ ξηµέρωµα τῆς πρώτης ἐλεύθερης µέρας ἀρχίσαµε νὰ παίζουµε µαζί της. Ὁ οὐρανὸς εἴκοσι χρόνια ἔβλεπε ἀπὸ ψηλὰ τὸν περιπαικτικό μας χορὸ µὲ τὴν ἐλευθερία. Ὁ θυµὸς τοῦ Κυρίου µαζεύτηκε ἀπὸ πάνω µας, ὅπως τὸ καλοκαίρι µαζεύονται τὰ σύννεφα µὲ τὸ χαλάζι. Ἑκατοµµύρια νέοι ποὺ θυσίασαν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν ἐλευθερία μας ἔβλεπαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φώναζαν προσευχόµενοι στὸν Ἅγιο Σάββα: Πατέρα µας, Ἅγιε Σάββα, γίνε σὰν τὸν προφήτη Ἠλία καὶ ζήτα ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ σοῦ ἐπιτρέψει νὰ χτυπήσεις µὲ κεραυνοὺς αὐτὴ τὴν ποταπὴ γενιά.
Ελευθερία σηµαίνει ἀπελευθέρωση ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπηρεσία στὸν πράο Θεό. Τὸ πρῶτο µέρος αὐτῆς τῆς πρότασης τὸ καταλαβαίνουµε, τὸ δεύτερο ὄµως ὄχι. Καταλαβαίνουµε πὼς ἐλευθερία σηµαίνει ἀπελευθέρωση ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουµε πὼς ἡ ἐλευθερία εἶναι καὶ ὑπηρεσία στὸν Μακρόθυµο Θεό.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς μας στὴν ἐκκλησία χάσαµε πάλι τὴν ἐλευθερία μας καὶ αὐτὸ συνέβη, γιατί δὲν θελήσαµε νὰ ὑπηρετήσουµε τὸν Θεό. Δὲν θελήσαµε νὰ ὑπηρετήσουµε τὸν Θεό, ἀντίθετα θελήσαµε νὰ ὑπηρετήσουµε τὰ σωµατικά μας πάθη. Εἴχαµε ἔτσι τὴν ἐλευθερία τοῦ σώµατος ἀλλὰ τὴν δουλεία τοῦ πνεύµατος. Αὐτὸ ἦταν σὲ ἀντίθεση µὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς συνέβαινε τὸν καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς µας, γιατί τότε εἴχαµε τὸ πνεῦµα μας ἐλεύθερο ἀλλὰ τὸ σῶµα μας σκλαβωµένο στὶς ἁλυσίδες. Τὸν καιρὸ τῆς ἐλευθερίας φροντίσαµε µόνο τὸ σῶµα καὶ πικράναµε τὴν ψυχή µας.
Ὑπηρετήσαµε µόνο τὸν ἑαυτό µας, καὶ ὄχι τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία δὲν ἦταν ἐλευθερία ποὺ θὰ ἀπολαµβάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωµ. η´ 21), ἀλλὰ ἐλευθερία ποὺ ἔχει ἕνα φυλακισµένο περιστέρι.
Σύµφωνα πάλι καὶ µὲ τὰ λόγια του ἀποστόλου Πέτρου, ὄχι ἐκείνου τοῦ Πέτρου, τὸν ὁποῖο δοξάζουν οἱ πάπες τῆς Ρώµης σὰν προπάππο τους, ἀλλὰ σύµφωνα µὲ τὰ λόγια ἐκείνου τοῦ ὑπέροχου Πέτρου, τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος μᾶς προειδοποιεῖ: Καθὼς εἶστε ἐλεύθεροι, µὴ χρησιµοποιεῖτε τὴν ἐλευθερία σὰν πρόσχηµα γιὰ νὰ σκεπάζετε τὴν κακία, ἀλλὰ νὰ ζεῖτε σὰν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ (Α´ Πέτρ. β´ 16).
Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, Μακρόθυµε, ἁµαρτήσαµε. Πεθάναµε γιὰ τὸν Σταυρὸ καὶ στὴν συνέχεια καταπατήσαµε τὸν Σταυρό.
Ὑποφέραµε γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ στὴν συνέχεια ἀπαξιώσαµε τὴν ἐλευθερία. Ἐλέησέ µας, λόγῳ τῆς ὀµολογίας μας καὶ τῆς µετανοίας µας. Ἂν ὑπάρχει κάτι καλὸ σὲ µᾶς, στοὺς ἁµαρτωλοὺς Σέρβους, εἶναι πὼς γιὰ κάθε μας δυσκολία δὲν κατηγοροῦµε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ τὸν ἑαυτό µας. Αὐτὸ δὲν τὸ κάνουν οἱ ἄθεοι καὶ οἱ αἱρετικοί. Αὐτὸ τὸ κάνουν µόνο οἱ ἀληθινοὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ µόνο, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο, ἐλέησέ μας καὶ σῶσε µας, Κύριε. Ἀµήν.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ»
Ἐκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»,
Θεσσαλονίκη 2012
σελ. 245-261
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου