|
IV
Ναὶ ἀγαπημένη μου, ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι. Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας. Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν. Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου