Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων.
Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι ὁ παρῶν διωγμὸς εἶναι πρὸς τὸ παρὸν ἐλαφρὺς καὶ λιγώτερο ἐπικίνδυνος ἀπὸ τοὺς παλαιωτέρους -ἤ καὶ τοὺς προσφάτους- διωγμούς τῆς πίστεως.
Συγκρινόμενος μὲ τοὺς πρώτους αὐτοκρατορικοὺς διωγμοὺς-σφαγὲς-γενοκτονίες (Νερων, Διοκλητιανὸς, Μαξιμιανὸς καὶ τοὺς ἄλλους «ἄρχοντες κυβερνῆτες») μοιάζει κάτι τὸ ἀσυγκρίτως ἐλαφρότερο.
Ἄν τὸν βάλεις δίπλα στοὺς διωγμοὺς τῶν ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς αὐτοκράτορες ποὺ συνεργαζόταν μὲ τοὺς προδότες τῆς πίστεως Πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους – π.χ. μετὰ τὶς προδοτικὲς συνόδους τῆς Λυῶν ἤ τῆς Φεράρας –Φλωρεντίας- θὰ φανεῖ ὡς πολὺ light, πολὺ πολιτισμένος καὶ ἀναίμακτος...
Ἄν τὸν συγκρίνῃς μὲ τοὺς διωγμοὺς τοῦ 20ου αἰῶνος τῆς ὑπαρκτῆς σοβιετίας μὲ τὰ ἐκατομύρια τῶν νεκρῶν καὶ τοὺς ποταμοὺς τοῦ αἵματος καὶ τὸ ξεθεμέλιωμα τῶν ναῶν καὶ τῆς ἐκκλησίας, θὰ μοιάζῃ μὲ μάλωμα μεθυσμένου γονιοῦ ποὺ μόλις ξεμεθύσει θὰ ζητήσῃ συγνώμη.
Ἔτσι φαίνονται τὰ πράγματα. Εἶναι ἔτσι;
Γιὰ μὲν τὸ μέγεθος τῆς ἐμφανοὺς βίας καὶ τὸ αἷμα καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν νεκρῶν καμμία σύγκρισις. Οἱ σημερινοὶ διῶκτες δὲν μιλοῦν γιὰ βία καὶ ἐπιβολή. Μιλοῦν γιὰ πειθῶ καὶ γιὰ ἀνάγκη προστασίας τῆς ὑγείας καὶ εὐθύνη ἔναντι τοῦ συνανθρώπου. Οἱ νεκροὶ φαίνονται νὰ ὀφείλονται στὰ -σκοπίμως- λανθασμένα πρωτόκολλλα καὶ στὴν ὅλη μεθόδευσι ἀντιμετωπήσεως τῆς ἀρρώστιας, καὶ δὲν φαίνονται θύματα διωγμοῦ, ἀλλὰ θύματα ἀσθενείας. Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι μόνον χριστιανοί...
Πράγματι ἡ βία εἶναι κεκαλυμένη. Εἶσαι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέξῃς αὐτὸ ποὺ σοῦ λέμε, ἀλλοιῶς ... θὰ χάσεις τὴ δουλειά σου ἤ τὶς ἀνέσεις σου ἤ τὰ προνόμια ποὺ δίνουμε σὲ ὅσους εἶναι ὑπάκουοι.... Τέτοια ἐλευθερία. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ μεριά τῶν ποιμένων τὸ πράγμα παρουσιάζεται ὡς προσφορὰ στὸν συνάνθρωπο, ὡς ἔκφρασι φιλανθρωπίας καὶ ἀρετῆς, ὡς ὑπακοὴ στὸν Χριστό καὶ στὴν Ἐκκλησία...
Μὲ ὅλα αὐτὰ πείθουν. Οἱ ἀπειλὲς ξεκίνησαν φτηνὲς (150 εὐρὰ στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ 300 ἄν ἔμπαινες στὴν ἐκκλησία, τρία χιλιάρικα γιὰ τὸν παπά ποὺ λειτουργοῦσε ἤ κοινωνοῦσε άνθρώπους, μετὰ -ἀντίστοιχα- ἄν δὲν μασκοφοροῦσες, γιὰ πρόσωπα ἤ ἐκκλησιές ἤ ἐπιχειρήσεις) καὶ οἱ ἀμοιβὲς καὶ τὰ «προνόμια» ἐπίσης φτηνά, (150 εὐρὰ ἄν ἐμβολιαστεῖ ὁ πιτσιρικάς· θὰ μπορεῖς νὰ ταξιδεύεις καὶ νὰ κάνῃς διακοπὲς καὶ νὰ συναγελάζεσαι στὰ κωλοχανεῖα, τὰ μπάρ ἤ στὰ γήπεδα· ἄν συμμετάσχεις στὴν μητσοτακική «ἐλευθερία» κλπ). Ἀφήνεται νὰ ἐννοηθῇ ὅτι οἱ ἀπειλὲς θὰ κλιμακωθοῦν στοχευμένα μὲ ἀπώλεια μισθοῦ καὶ ἐργασίας (ὑγειονομικοὶ-ἐκπαιδευτικοί) καὶ ἔπεται συνέχεια γιὰ τοὺς ὑπολοίπους.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ πάλι φαίνεται ἐλαφρύ τὸ πράγμα. Δὲν ἔγινε καὶ τίποτα, σκέφτονται πολλοί. Ἡ βία εἶναι λίγη καὶ ἡ πειθώ πολλή. «Ἐσὺ ἀποφασίζεις. Εἶσαι ἐλεύθερος». Καὶ στὸ κάτω κάτω τί ἔγινε; Ἔβαλες μιὰ μάσκα καὶ συνεχίζεις νὰ τὴν φορᾶς μέσα στὴν ἐκκλησία. Θὰ σὲ παρεξηγήσει ὁ Θεὸς ἤ οἱ ἅγιοι; Ἐσὺ μέσα στὴ ψυχή σου ἔχεις τὴν πίστι. Τὸ ξέρει ὁ Θεός. Δὲν εἶναι ὥρα γιὰ 300άρια καὶ φασαρίες. Φανατικός εἶσαι; Ἐξ ἄλλου ὁ κίνδυνος εἶναι μεγάλος καὶ ἡ ὑγεία εἶναι τὸ μέγιστον ἀγαθό. Τὸ λένε Πατριάρχες, τὸ λένε δεσποτάδες, τὸ λένε παπάδες μαζὶ μὲ τοὺς εἰδικούς καὶ τοὺς πολιτικούς. Ἄρα δὲν κάνεις καὶ τίποτα κακό. Ἕνα ἐμβόλιο εἶναι βρὲ παιδί μου. Τόσα ἔχουμε κάμει. Τόσα φάρμακα παίρνουμε. Τί τὸ κακὸ, ἀφοὺ ἔτσι πρέπει; Ἄς γίνεται καὶ κάθε δυό-τρεῖς μῆνες.Τί πειράζει; Τζάμπα εἶναι καὶ διαλέγεις καὶ ὅποιο θέλεις. Ἔχεις δυνατότητα ἐπιλογῆς. Ἐλεύθερος εἶσαι. Αὐτὴ (παρουσιάζεται ὅτι) εἶναι ἡ γενικὴ αἴσθησις.
Τελικὰ ποιὸ εἶναι χειρότερο; Νὰ ὑποκύπτεις στὴν ἀπροσχημάτιστη βία ἤ νὰ πείθεσαι καὶ νὰ αὐτοεξαπατᾶσαι; Τί λένε οἱ Πατέρες μας;
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης εἶναι ξεκάθαρος: Τὸ νὰ πεισθῇς εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἐξαναγκασθῇς διὰ τῆς βίας. Στὴν περίπτωσι τῆς βίας, ἄς πάρουμε τὴν περίπτωσι μιᾶς βιασθείσης παρθένου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιδράσῃ μπροστὰ στὴν ἰσχὺ τῆς δυνάμεως τοῦ βιαστὴ, καὶ ὑπέστη τὸν σωματικὸ βιασμό καὶ τὴν φθορά. Ἡ συνείδησί της ὅμως καὶ ἡ ψυχή της εἶναι καθαρή. Στὴν περίπτωσι τῆς πειθοῦς πρώτα διέφθειρε τὴν γνώμη καὶ τὴν ψυχή καὶ κατόπιν ἐκακοποίησε τὸ σῶμα. Ἄς δοῦμε λιγάκι τὴν περίπτωσι αὐτὴ γιατὶ πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς βοηθήσει καὶ στὸν παρόντα ἐνεργούμενο βιασμὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων.
Ὁ ἅγιος ἀπαντᾶ στὸν ἐπίσκοπο Εὐόπτιο ὁ ὁποῖος τοῦ ἔγραψε ὅτι ὁ βιαστὴς εἶναι χειρότερος ἀπὸ τον πείσαντα. Τοῦ λεει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος, ὅτι λὲς αὐτὸ τὸν λόγο «ἐπειδὴ, ἴσως, ἀκολουθεῖς τὴν γνώμη τῶν πολλῶν». «τῇ τῶν πολλῶν διανοίᾳ ἴσως ἑπόμενος». (PG 78 656) Τὸ μόνιμο πρόβλημα. Τί λένε οἱ πολλοί. Αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸ «τί λένε οἱ εἰδικοί» -οἱ πληρωμένοι ψευτοειδικοὶ ἐννοεῖται- καὶ οἱ ἀρχηγοὶ, οἱ ἀρμόδιοι, ἔχει ὁδηγήσει τὰ πράγματα καὶ στὴν παροῦσα ἀθλία κατάστασι.
Ὁ ἅγιος δὲν ἀσχολεῖται καὶ δὲν ἀρκεῖται σ᾿ αὐτὸ ποὺ λένε οἱ πολλοί. Προσέχει τὴν οὐσία τοῦ πράγματος, ὄχι τὴν γνώμη τοῦ κάθε ἑνὸς, ἄς εἶναι καὶ δεσπότης –διότι ὁ Εὐόπτιος εἶναι δεσπότης- καὶ ἐφ᾿ ὅσον γνωρίζει τὴν ἀλήθεια τὴν λέει, ἀκόμη καὶ ἄν φαίνεται παράδοξη, ἰδιαιτέρως ἀφοὺ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν κυριαρχοῦσα ἄποψι τῶν πολλῶν. Καὶ ἡ ἀποψί του εἶναι ὅτι «ὅποιος χρησιμοποίησε τὴν πειθώ εἶναι βρωμερώτερος καὶ βδελυρώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ χρησιμοποίησε τὴν βία».
«Ἐγὼ δ᾿ αὐτῇ τοῦ πράγματος προσέχων τῇ φύσει, ἡγοῦμαι (εἰ γὰρ καὶ παράδοξον εἶναι δόξει τὸ λεχθησόμενον, ἀλλ᾿ ὅμως ἀληθὲς ὄν λελέξεται), ὅτι ὁ πείσας τοῦ βιασαμένου ἐναγέστερος τυγχάνει». ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ PG 78 656
Στὸν παρόντα διωγμὸ βλέπουμε πόση βαρύτητα δίδεται στὴν πειθώ. Ἀκόμα καὶ ὁ ἀψέκαστος ἀφορισμένος χιτλερίσκος, ἐνῷ πιέζει καὶ ἐκβιάζει μὲ κάθε τρόπο, λέει ὅτι θέλει μὲ τὴν πειθῶ καὶ μόνο νὰ ἐμβολιαστοῦμε. Γιατί; Γιὰ νὰ μὴν χαλάσῃ τὸ δημοκρατικὸ προσωπεῖον του; Σιγά. Σιγὰ ποὺ νοιάζονται γιὰ τέτοια. Ὅσο νοιάστηκε καὶ τὸ ἄλλο προοδευτικό παληκαράκι νὰ ἀνατρέψῃ τὸ ΟΧΙ τοῦ δημοψηφίσματος καὶ νὰ τὸ κάνῃ ΝΑΙ. Οἱ ὑπάλληλοι τῆς Νέας Τάξης δὲν ἔχουν τέτοιες εὐαισθησίες. Ὑπάρχει βαθύτερος λόγος.
Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἡ πειθώ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν βία, γιατὶ ἡ μιὰ τιμωρεῖται ἡ ἄλλη συγχωρεῖται. Γιατὶ στὴ μιὰ περίπτωσι αὐτὸς ποὺ χρησιμοποίησε τὴ βία κακοποίησε τὸ σῶμα, ὁ ἄλλος ὅμως πρώτα διέφθειρε τὴν γνώμη, τὸν νοῦ, τὴν ψυχὴ· καὶ μετὰ προχώρησε στὴν κακοποίησι τοῦ σώματος. Καὶ ὁ ἔνας τὴν ἔκανε ἀνεύθυνη τὴν ψυχή, ὁ ἄλλος τὴν ἔκανε ὑπεύθυνη σὲ δίκη.
«Ἑνταῦθα γὰρ ἡ πειθῶ τῆς βίας ἀργαλεωτέρα (=βαρύτερη, χειρότερη) ἐστὶ, τῷ τὴν μὲν κολάσεως, τὴν δὲ συγνώμης ἀπολαυεῖν. Ὁ μὲν γὰρ τὸ σῶμα ὑβρίσας, τὴν γνώμην καθαρὰν διετήρησεν, ὁ δὲ τὴν ψυχὴν προδιαφθείρας, οὕτως ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὕβριν ἐχώρισε. Καὶ ὁ μὲν ἀνεύθυνον, ὁ δὲ ὑπεύθυνον τῇ δίκῃ πεποίηκε». ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ PG 78 656-7
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν πειθώ. Θέλουν νὰ μᾶς ἔχουν συνενόχους καὶ συναυτουργοὺς καὶ θέλουν τὴν συγκατάθεσί μας καὶ τὴν ἐκούσια ἀποδοχὴ τῶν ὅσων γίνονται. Διότι ἔτσι εἴμαστε ὑπεύθυνοι τιμωρίας, κολάσεως. Διότι ἐκόντες ἡμάρτομεν. Ἔτσι καὶ γελοιοποιούμεθα -καὶ ἐμεῖς καὶ ἡ πίστις μας- μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων διότι μοναχοὶ μας προσχωροῦμε στὴν ἀσέβεια καὶ ταυτοχρόνως θὰ παρουσιαστοῦμε ἀναπολόγητοι μπροστὰ στὸν Θεό.
« Πειθοῦς ὄνομα προσεῖναι τῷ γινομένῳ, μὴ τυραννίδος, ὡς ἂν μεῖζον ᾖ τοῦ κινδύνου τὸ τῆς αἰσχύνης αὐθαιρέτως χωροῦσι πρὸς τὴν ἀσέβειαν»·ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ) PG35 768
Πάντα ἔτσι λειτουργοῦσε ὁ διάβολος μὲ τὰ ὄργανά του. Δὲν ἔπιασε τὴν Εὔα ὁ ὄφις, νὰ τὴν ἀκινητοποιήσει καὶ νὰ τῆς βάλῃ τὸ μῆλο στὸ στόμα. Τὴν ἔπεισε. Τὸ ἴδιο καὶ τὸν Ἀδάμ. Πείσθηκε. Δελεάστηκε, πείστηκε, ἁμάρτησε.
Αὐτὸ κάνουν καὶ τὰ σημερινὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου εἴτε κυβερνῆτες λέγονται εἴτε ὡς ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχες καὶ πνευματικοὶ ἐμφανίζονται. Θέλουν νὰ πείσουν τὸν λαό γιὰ να εἶναι ὑπεύθυνος καὶ ἀναπολόγητος. Αὐτὸ πρέπει ὁ κάθε ἕνας μας, ἄν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς, ὅτι ὑπάρχει κρίσις, ὅτι ὅλοι θὰ κριθοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας, νὰ τὸ ψάξῃ, νὰ τὸ ἐξετάσῃ, νὰ τὸ βάλῃ καλά στὸ κεφάλι του.
Ὅταν βρεθοῦμε στὸ κριτήριο καὶ θὰ μᾶς ρωτοῦν «Μὰ καλά. Ἔκανες ὅτι φιλοῦσες τὴν εἰκόνα μου καὶ φοροῦσες ἕνα πανὶ στὴ μούρη καὶ ἀντί νὰ φιλῇς ἔκανες μιὰ ὑπόκλισι. Μόλις ἔμπαινες στὸν ναό μου ἔβαζες τὸ μουρόπανο καὶ μόλις ἔβγαινες τὸ ἔβγαζες. Τί φοβόσουν; Τὸν ναό, τοὺς ἁγίους, ἐμένα; Ἤσουνα μπροστὰ στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ μου καὶ φοροῦσες τὸ φίμωτρο. Τί φοβόσουν; Τὸ Σώμα Μου, τὸ φάρμακο κάθε νόσου; Ἔλεγες στὴν μάννα μου τὴν Παναγία «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς» καὶ γιὰ νὰ νοιώθεις σιγουριὰ καὶ προστασία εἶχες κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ τὰ πανιὰ καὶ φαινόταν μόνο τὰ μάτια σου. Γιατὶ τὴν ἀποκαλοῦσες «ἐλπίδα καὶ προστασία τῶν πιστῶν» ἀφοὺ ἤλπιζες σὲ ἐμβόλια καὶ πατσαβούρια; Κάνεις ἐμβόλια ποὺ τὰ κατασκευάζουν ἐγκληματίες φονεῖς ἀγεννήτων παιδιῶν γιὰ νὰ ἀλλάξουν τὴν φύσι τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔπλασα ἐγώ, καὶ δὲ ντρέπεσαι νὰ μὲ ἀποκαλῇς Πατέρα;» Τί θὰ ποῦμε τότε;
«Μὰ ὁ Πατριάρχης εἶπε αὐτὸ, ὁ δεσπότης εἶπε τὸ ἄλλο, ὁ πνευματικὸς μὲ συμβούλεψε ἔτσι, ὁ πρωθυπουργὸς διαβεβαίωσε, ὁ ἄλλος ἀπείλησε αὐτό, ὁ γιατρὸς ὁ «εἰδικὸς», ὁ ….». Τέτοια θὰ ποῦμε;
Πρέπει μὲ κάθε θυσία νὰ διατηρήσουμε τὴ γνώμη μας καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη, νὰ μὴν μολυνθῇ ἀπὸ καμμιὰ συγκατάθεσι σὲ καμμιὰ πίεσι, ὥστε ὅ,τι καὶ νὰ συμβῇ νὰ ἔχουμε ξεκάθαρη ἀπολογία πρός τὸν ἀδέκαστο Κριτή, πρὸς Αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὸ βάθος τῶν καρδιῶν μας καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα μάρτυρα.
«Οὑκοῦν παντὶ σθένει χρη τὴν γνώμην καθαρὰν διατηρεῖν καὶ ἀμόλυντον, μηδεμιᾷ ὁρμῇ τε μηδὲ συγκαταθέσει τοιαύτῃ μεμιασμένην, ἵνα κἄν , ὁ μὴ γένοιτο, γένοιτό τι τοιοῦτον, ἀκέραιον ἔχωσι τὴν ἀπολογίαν παρὰ τῷ ἀδεκάστῳ κριτῇ, τῷ καὶ τὰς καρδίας ἐμβατεύοντι, καὶ μαρτύρων μὴ δεομένῳ». ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΙΩΤΗΣ PG 78 657
Μὴν χάσουμε τὴ ψυχή μας γιὰ τὴ δουλειά μας. Τί φοβόμαστε; Αὐτὸς ποὺ εἶπε «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε» (κατὰ Ματθ.στ΄ 25) λέει ψέματα; Προτρέπει σὲ κακά; Δὲν ξέρει τί μᾶς χρειάζεται, καὶ ξέρουμε ἐμεῖς καὶ οἱ κυβερνῶντες καὶ οἱ ἐπιβήτορες τῶν ἀξιωμάτων; Τὰ ἔντρομα ἄτομα τοῦ ἄγχους καὶ οἱ πνιγμένοι στὴ θαλασσοταραχὴ τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς παράνοιας;
Δὲν ξέρει, Αὐτός; Μὴν αὐταπατώμεθα. Ξέρει. Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται. «Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τοῦτων ἀπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς». (κατὰ Ματθ.στ΄ 32-34)
Προφανῶς οὔτε τὴν Βασιλέια τῶν οὐρανῶν ζητοῦμε, οὔτε τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτὸν ὅτι θὰ μᾶς δώσει ὅ,τι μᾶς χρειάζεται, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὄχι μόνο μεριμνοῦμε γιὰ τὴν αὔριον ἀλλὰ προδίδουμε καὶ τὴν πίστι καὶ γινόμαστε τρομοκρατημένοι δοῦλοι τῶν φανερῶν ὀργάνων τοῦ διαβόλου καὶ προσπαθοῦμε νὰ δικαιολογηθοῦμε βγάζοντας ψεύτη τὴν Θεό.
Τί θὰ μᾶς κάνουν; Ἄν νομίζουν ὅτι εἴμαστε τόσο ἐπικίνδυνοι τὸ πολὺ πολὺ νὰ μᾶς σκοτώσουν. Μιὰ στιγμὴ εἶναι ὁ θάνατος, λένε. Τὸ νὰ ζοῦμε ἔτσι, τρομοκρατημένοι, ξεφτιλισμένοι, δούλοι καὶ ἀνδράποδα τυράννων, εἶναι μόνιμος καὶ διαρκὴς θάνατος. Ἄς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φωτίσῃ καὶ νὰ ξεκαθαρίσουμε τὶς ἔννοιες καὶ τὰ νοήματα καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ, καὶ νὰ μᾶς δώσῃ δύναμι νὰ σταθοῦμε ἐλάχιστα ἄξιοι τῶν πατέρων μας.
Στὸ Ὅρος κάποτε ἔγραφαν -καὶ μερικοὶ ἔλεγαν- ὅτι «ἄν πεθάνεις πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις ὅταν πεθάνεις». Ἀλήθεια εἶναι αὐτό. Τὸ καθιστοῦν ὅμως οἱ ἴδιοι ἀναξιόπιστο καὶ αἴτιο γέλωτος, ὅταν φοβοῦνται καὶ μασκοφοροῦν καὶ ἐμβολιάζονται καὶ γίνονται παραδείγματα θλιβερά καὶ δειλὰ ὄργανα τῶν πουλημένων οἰκουμενιστῶν ψευδοποιμένων. Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς φωτίσῃ νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι μποροῦμε, ὅσο μποροῦμε, ἄς ἀνανεώσουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸ Θεό, ἄς αὐξήσουμε τὴν σπουδή μας γνωρίζοντας ὅτι ἐμεῖς πρέπει νὰ κρατήσουμε τὰ ἐλάχιστα ἀπομεινάρια τῆς εὐσεβείας ποὺ τζάμπα κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς πατέρες μας, ὥστε κάτι νὰ δείχνουμε στὶς μαῦρες μέρες ποὺ ἔρχονται καὶ νὰ παραδώσουμε στοὺς ἐπομένους ὥστε νὰ τὸ βρῇ ὁ Κύριος ὅταν ἔλθει στὴ γῆ.
«Ἀνανεοῦσθαι τῇ πρὸς Θεὸν ἀγάπῃ καὶ καθ' ἡμέραν προστιθέναι τῇ σπουδῇ, εἰδότες ὅτι ἐν ὑμῖν ὀφείλει τὸ λείψανον τῆς εὐσεβείας σωθῆναι, ὃ ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει ἐπὶ τῆς γῆς». ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. PG32 948
Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 16/8/2021
ΥΓ. Παραθέτω αὐτούσιο τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου,μὲ λίγες ἐρμηνευτικὲς σημειώσεις) ἐπειδὴ ἔχει καὶ πολλὰ ἄλλα σημαντικὰ ποὺ λόγῳ χώρου δὲν μπορῶ νὰ παρουσιάσω, ὥστε ὅποιος ἐνδιαφέρεται νὰ μπορεῖ νὰ ἐντρυφήσῃ σὲ πραγματικὸ πατερικὸ λόγο καὶ ὄχι στὶς δαιμονικὲς μπουρδολογίες τῶν συγχρόνων μισθωτῶν ψευδοποιμένων. (Ἄς προσεχθῇ τὸ σημεῖο τῆς μὴ διαμαρτυρίας: «τῇ σιγῇ συγκαταθεμένη καὶ μὴ βοήσασα μηδὲ καλέσασα τοὺς ἀναστεῖλαι τὴν βίαν δυναμένους» γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὶς εὐθῦνες μας ποὺ ἀδιαμαρτύρητα παρακολουθοῦμε τὸν βιασμὸ τῆς πίστεως καὶ τῶν πιστῶν).
ΣΙΕ΄ ΕΥΟΠΤΙῼ ΕΠΙΣΚΟΠῼ Περὶ ἐκουσίου καὶ ἀκουσίου βιασμοῦ παρθένου.
PG78 656 Αὐτὸς μὲν, τῇ τῶν πολλῶν διανοίᾳ ἴσως ἑπόμενος, χαλεπώτερον ἔφης τὸν βιασάμενον παρθένον τοῦ πείσαντος, ἐγὼ δ᾿ αὐτῇ τοῦ πράγματος προσέχων τῇ φύσει, ἡγοῦμαι (εἰ γὰρ καὶ παράδοξον εἶναι δόξει τὸ λεχθησόμενον, ἀλλ᾿ ὅμως ἀληθὲς ὄν λελέξεται), ὅτι ὁ πείσας τοῦ βιασαμένου ἐναγέστερος (=ἐναγής: -ές, ἐν ἄγει ὤν, ὑπὸ κατάραν, ἔνοχος ἀνοσιουργήματος, μεμιασμένος ἐκ φόνου γενομένου ἐντὸς ναοῦ ἢ ἀλλαχοῦ, κατηραμένος, ἀφωρισμένος, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, βρωμερὸς) τυγχάνει. Ἑνταῦθα γὰρ ἡ πειθῶ τῆς βίας ἀργαλεωτέρα (=βαρύτερη, χειρότερη) ἐστὶ, 657 τῷ τὴν μὲν κολάσεως, τὴν δὲ συγνώμης ἀπολαυεῖν. Ὁ μὲν γὰρ τὸ σῶμα ὑβρίσας, τὴν γνώμην καθαρὰν διετήρησεν, ὁ δὲ τῆν ψυχὴν προδιαφθείρας, οὕτως ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὕβριν ἔχώρισε, Καὶ ὁ μὲν ἀνεύθυνον, ὁ δὲ ὑπεύθυνον τῇ δίκῃ πεποίηκε. Τῆς μὲν γὰρ ἡ ὕβρις μέχρι τοῦ σώματος ἔστη, τῆς δὲ καὶ εἰς ψυχὴν ἀνέδραμε. Καὶ ἡ μὲν βιασθείσα ἀπολογίαν, ἡ δὲ πεισθεῖσα ἀπαραίτητον ἔχει τὴν δίκη. Ἡ μὲν γὰρ καὶ δίκας εἰσπράξασθαι δύναται τὸν ὑβριστὴν, ἡ δὲ τῷ διεφθάρθαι τῇ γνώμῃ, ἀναπολόγητος οὖσα, συνδιαφθείρεται τῇ τιμωρίᾳ. Καὶ ἡ μὲν μέμψεως ἔξω, ἡ δὲ εἴσω καθίσταται. Κἀκείνη μὲν ἐλεεῖται, αὔτη δὲ μισεῖται δικαίως. Τῆς μὲν γὰρ ἡ ὕβρις τοῦ μὲν σώματος ἤψατο, τῆς δὲ γνώμης οὐχ ἤψατο, τῆς δὲ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν μεμίανται. Εἰ δὲ λογισμοὺς οἴει ταῦτα εἶναι ἀνθρωπίνους, τὸν νόμον τοῦτον ἐκ τῶν οὐρανῶν ἀναγνωσόμεθα. Τί οὖν φησίν; «Ἐὰν τις βιάσηται παρθένον ἐν ἐρήμῳ, τὸν μὲν άποκτείνατε, τὴν δὲ περιποιήσασθε. Ἐβόησε γὰρ ἡ νεάνις, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν». Τῇ δ᾿ ἐν πόλει τοῦτο παθοῦσῃ καὶ μὴ βοησάσῃ, ἀπαραίτητος ἡ τιμωρία, Καὶ μάλα εἰκότως. Ἐν μὲν γὰρ ἐρημίᾳ ὁ βοηθήσων οὐκ ἦν, καὶ διὰ τοῦτο ἡ παροινηθείσα (=κακοποιηθεῖσα ἀπὸ τὸν συμπεριφερόμενο ὡς μεθυσμένο) συγγνώμης ἀξία εἶναι κέκριται. Ἡ δ᾿ ἐν πόλει τοῦτο παθοῦσα καὶ τῇ σιγῇ συγκαταθεμένη καὶ μὴ βοήσασα μηδὲ καλέσασα τοὺς ἀναστεῖλαι τὴν βίαν δυναμένους, θανάτῳ εἰκότως κατακέκριται. Οὑκοῦν παντὶ σθένει χρη τὴν γνώμην καθαρὰν διατηρεῖν καὶ ἀμόλυντον, μηδεμιᾷ ὁρμῇ τε μηδὲ συγκαταθέσει τοιαύτῃ μεμιασμένην, ἵνα κἄν , ὁ μὴ γένοιτο, γένοιτό τι τοιοῦτον, ἀκέραιον ἔχωσι τὴν ἀπολογίαν παρὰ τῷ ἀδεκάστῳ κριτῇ, τῷ καὶ τὰς καρδίας ἐμβατεύοντι, καὶ μαρτύρων μὴ δεομένῳ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου