Πρέπει νὰ ἦταν, ἂν θυμᾶμαι καλὰ, τὸ 2007. Μέχρι τότε ζοῦσα στὴν Πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, ὅπως λέει καὶ ἕνας πνευματικός αδερφός, ἐννοώντας ὅτι βρισκόμουνα μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μας καὶ τὴν ἐκκλησία του.
Ἀπὸ τὴν ἐφηβεία ἤμουνα στὴ νύχτα καὶ γυρνοῦσα ἀπὸ τὰ μαγαζιὰ καὶ τὶς ἀτελείωτες νυχτερινὲς ἀπολαύσεις.
Ὁ Χριστὸς δὲν χωροῦσε σὲ αὐτὸ τὸ γεμάτο πρόγραμμα. Ὅμως σίγουρα κάτι δὲν πήγαινε καλά. Κάτι μοῦ εἶχε διαφύγει ἐξ’ ὁλοκλήρου.
Σκέφτηκα λοιπὸν ὅτι κάπου πρέπει νὰ ἔχω λάθος καὶ πρέπει νὰ ξαναδῶ κάποια πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Συμφωνοῦσε καὶ ἡ γυναίκα μου σὲ αὐτό.
Ὁ Κύριος μὲ ὁδήγησε σ’ ἕναν ἄνθρωπο – λαϊκὸ – ἀπὸ τὴ Βόρεια Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος μᾶς βοήθησε οἰκογενειακῶς νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας ἐξηγώντας μας κάποια πράγματα καὶ δίνοντάς μας τὶς ἀπολύτως ἀπαραίτητες κατευθύνσεις γιὰ κάθε χριστιανό, τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καὶ τοῦ ὑπέρτατου θείου δώρου, τῆς Θείας Κοινωνίας.
Κάποια στιγμή, μᾶς κάλεσε οἰκογενειακῶς στὸ σπίτι του γιὰ φαγητό. Ἀφοῦ φάγαμε, μᾶς πρότεινε νὰ πᾶμε σ΄ ἕνα παρεκκλήσι γιὰ νὰ κάνουμε μιὰ παράκληση. Δὲν ἤξερα τί ἦταν ἡ παράκληση, ἀλλὰ δεχθήκαμε.
Τὸ παρεκκλήσι ἦταν κοντὰ στὴν Ἀριδαία καὶ ἦταν ὁ Προφήτης Ἠλίας.
Μπαίνοντας στὸ ἐκκλησάκι αἰσθάνθηκα μιὰ περίεργη αἴσθηση ἠρεμίας, οἰκειότητας καὶ ψυχικῆς γαλήνης.
Ὁ Χαράλαμπος, ὅπως ἦταν τὸ ὄνομά του, πρὶν ξεκινήσουμε τὴν παράκληση μοῦ εἶπε: Ἐὰν ἔρθουν διάφοροι ἄνθρωποι, μὴν ἀνησυχήσεις. Θὰ θέλουν νὰ μᾶς διακόψουν. Ἐμεῖς θὰ συνεχίσουμε τὴν παράκληση στὸν Προφήτη μας. Δὲν μποροῦν νὰ μᾶς πειράξουν. Ἡ ἀπάντησή μου – τοῦ νυχτόβιου ἐγωιστῆ – ἦταν:
«ἐὰν ἔρθει κανένας καὶ θέλει «τσαμπουκὰ» ἄφησέ τον σ΄ ἐμένα».
Ὁ Χαράλαμπος χαμογέλασε καὶ μοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ τσακωθῶ μὲ κανέναν.
Ξεκινήσαμε τὴν παράκληση καὶ ὕστερα ἀπὸ πέντε λεπτὰ κατέφθασε ἕνα ἁμάξι. Τὸ παρεκκλήσι εἶναι σὲ σημεῖο ὄχι εὔκολα προσβάσιμο καὶ ὄχι σὲ πέρασμα.
Ἡ ἐμφάνιση ἀνθρώπων ἐκεῖ ἦταν περίεργη ἀπὸ μόνη της. Κατέβηκαν 2 ἄντρες οἱ ὁποῖοι ἦρθαν, κοίταξαν μέσα – δὲν μπῆκαν – , χτύπησαν τὸ τζάμι τῆς πόρτας τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ δυνατὰ καὶ ἔφυγαν.
Ἐγὼ ἀγρίεψα. Ἤθελα νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τοὺς μετρήσω τὰ πλευρὰ, ὅπως λένε καὶ στὸ χωρίο μου, μιᾶς καὶ εἶχα οἰκειότητα μὲ τοὺς καυγάδες λόγῳ νύχτας ἀλλὰ καὶ λόγῳ ἱκανοτήτων (κάτοχος μαύρης ζώνης καὶ 2 Dan). O Χαράλαμπος μοῦ ἔκανε νόημα νὰ ἠρεμήσω καὶ μοῦ θύμισε αὐτὰ πού μοῦ εἶπε στὴν ἀρχή. Συνεχίζοντας τὴν παράκληση, ὕστερα ἀπὸ λίγο κατέφθασε ἄλλο ὄχημα μὲ ἕναν ἄνδρα ἒχοντας τὴ μουσική δυνατὰ (heavy metal αν θυμάμαι καλά). Δὲν κατέβηκε κάτω καὶ δὲν ἦρθε στὴν ἐκκλησία.
Ἀφοῦ ἔκατσε λίγο καὶ μᾶς ἐνόχλησε μὲ τὴ μουσικὴ, ἀποχώρησε.
Ὁ Χαράλαμπος ἀτάραχος συνέχιζε. Τότε κατάλαβα τί ἦταν αὐτοί. Απεσταλμένοι, νὰ μᾶς διακόψουν τὴν παράκληση στὸν Προφήτη Ἠλία μας καὶ μὲ προφανῆ σκοπὸ νὰ γυρίσουν ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειά μου ἐκεῖ ποὺ ἤμασταν. Μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μας καὶ τοὺς Ἁγίους του.
Δὲν τόλμησαν νὰ μποῦν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Προφήτη Ἠλία.
Στὸ τέλος τῆς παράκλησης ἒνιωθα μιὰ παρουσία κοντά μου, ἀλλὰ μὲ ἠρεμοῦσε καὶ μὲ γαλήνευε. Τὸ ἒνιωσαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι.
Ἴσως νὰ ἦταν ἡ ἰδέα μας, ἴσως πάλι νὰ ἦταν ὁ Προφήτης Ἠλίας ποὺ μᾶς δέχθηκε στὸ σπίτι του. Ἴσως πάλι νὰ ἦταν καὶ κάποιος ἄλλος Ἅγιος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε νὰ εὐλογήσει ἐμᾶς τοὺς ἄχρηστους καὶ ἀχάριστους ἐγωιστές καὶ τὴν προσπάθεια ποὺ μόλις ξεκινάγαμε. Τὴν προσπάθεια νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε ὅλοι στὸν δημιουργό μας καὶ αὐτό ποὺ ἦταν οἱ παπποῦδες μας καὶ οἱ γιαγιάδες μας.
Ἠθικοὶ καὶ καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ ἄνθρωποι.
Διονύσης
Περιοδικό ΡΩΜΝΙΟΣ Τεύχος 19-20
πηγη: https://enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου