Μία μέρα ἕνα γεγονός ἦρθε νά ταράξει τήν ψυχή τοῦ Τρύφωνα. Νά τοῦ φέρει μιά ἀνησυχία, ἕναν ἄγνωστο φόβο.
Κάποια στιγμή ἄγριες φωνές ἄκουσε πίσω του. Γύρισε καί εἶδε ἕνα μεγάλο ἀγόρι, ἄσχημο μέ ἀγριεμένο πρόσωπο νά τρέχει κατά πάνω του. Τά μάτια του ἦταν πεταγμένα ἔξω καί τό στόμα του στραβό καί ἔβγαζε ἀφρούς.
- Χριστέ μου, φώναξε ὁ Τρύφων καί ἔπιασε τό σταυρό του.
- Μή ... μή τό λές αὐτό τό ὄνομα. Φωτιά! Φωτιά! Καίει! φώναξε τό ἀγόρι μέ τό ἀγριεμένο πρόσωπο.
- Θεραπεύει! εἶπε ὁ Τρύφων.
- Ἐμένα μέ καίει, καί τό ὄνομά σου καίει, φώναξε τό ἀγόρι. Φεύγω, καίει, φώναξε καί τρέχοντας ἀπομακρύνθηκε.
Γοργοκτυποῦσε ἡ καρδιά τοῦ Τρύφωνα κοιτάζοντας πρός τό μέρος πού ἔφυγε τό παλληκάρι. Σταυροκοπήθηκε καί ἔτρεξε στόν ἱερέα. Πρώτη φορά ἀντίκρυσε τέτοιο θέαμα.
- Ὁ δαίμονας μπῆκε μέσα τοῦ, παιδί μου, εἶπε ὁ ἱερέας. Παρακάλεσε τόν Κύριο καί γι' αὐτόν τόν δυστυχῆ.
- Θά τόν παρακαλέσω, πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ Τρύφων.
Μέρες καί νύχτες ὁ Τρύφων σκεφτόταν τό δυστυχισμένο παλληκάρι καί παρακαλοῦσε τόν Θεό γι' αὐτό μέ πόνο καί ἀγάπη. Πέρασε ἀρκετός καιρός ἀπό τότε καί τό δυστυχισμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ δέν ξαναφάνηκε. Κόντευε νά τό ξεχάσει ὁ Τρύφων. Μιά μέρα ὅμως, ξαφνικά ἀκούει πάλι τίς ἴδιες ἄγριες φωνές.
- Καίει, καίει, καίει κι' Ἐκεῖνου τό ὄνομα καί τό δικό σου, Τρύφων. Μέ καίει. Δέν μπορῶ.
- Χριστέ μου! φώναξε ὁ Τρύφων καί πετάχτηκε ὄρθιος. Ἕλα μαζί μου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, εἶπε θερμά. Πῆρε τόν ξύλινο σταυρό στό δεξί του χέρι, τόν ὕψωσε καί ἔτρεξε πρός τό μέρος τοῦ ἀγοριοῦ. Τό ἀγόρι ἀντιδροῦσε συνεχῶς.
- Μή δέν μπορῶ νά βλέπω αὐτό τόν κεραυνό. Μήν ἔρχεσαι.
Ὁ Τρύφων τάχυνε τό βῆμα του, πλησίασε τό παλληκάρι καί μέ μιά κίνηση, σάν νά κρατοῦσε ξίφος κοφτερό, τό ἔριξε κάτω.
- Ἄν δέν μπορεῖς νά βλέπεις τό σταυρό τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τί κάθεσαι; Βγές καί φύγε καί χάσου στήν μαύρη κόλαση σου, ἀνθρωποκτόνε, φώναξε ὁ Τρύφων καί ἔβαλε τό σταυρό στό κεφάλι τοῦ ἀγοριοῦ.
Ἕνα δυνατό σφύριγμα ἀκούστηκε τότε, ἕνας θόρυβος, μιά φοβερή δυσοσμία ἦρθε καί τό ἀγόρι γαλήνεψε, βρῆκε τόν ἑαυτό του, τήν ὀμορφιά του καί τήν λιαλιά του.
- Πῶς σέ λένε, παλληκάρι, ρώτησε ὁ Τρύφων;
- Δάφνο, ἦταν ἡ ἀπάντηση.
Τότε ὁ Τρύφων πρόσφερε στόν Δάφνο κάτι νά φάει καί τόν ἔβαλε νά κοιμηθεῖ καί ὅταν μετά ἀπό ὥρα πολλή ξύπνησε ὁ Τρύφωνας τοῦ πρόσφερε δροσερό νέρο καί ἕναν ὄμορφο ξύλινο σταυρό πού κατασκεύασε ὁ ἴδιος.
- Δάφνε, τοῦ εἶπε, ἔλα, νεράκι δροσερό. Καί αὐτό τόν σταυρό θά τόν ἔχεις πάντα στό στῆθος σου καί ἔβαλε στίς παλάμες τοῦ μεγάλου ἀγοριοῦ τό σταυρό. Εἶναι ὁ σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο θυσιάστηκε ὁ Θεός τῆς ἀγάπης γιά νά λυτρώσει αἰώνια τούς ἀνθρώπους ἀπό τό κακό. Καί μίλησε ὁ Τρύφων γιά τό Θεό τῆς ἀγάπης.
Ὁ Δάφνος δόξασε τόν Τριαδικό μας Θεό, άγκάλιασε καί φίλησε τόν Τρύφωνα.
Τό νέο θαῦμα, πού ἔκανε ὁ Τρύφων, ἔκανε μεγάλη αἴσθηση στόν τόπο τοῦ Δάφνου, στή Λάμψακο καί σ' ὅλη τήν ἐπαρχία. Καί ὁ Δάφνος δέ σταμάτησε νά διαλαλεῖ τό θαῦμα.
πηγη: https://agtrifonas.webnode.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου