Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Η Κατάθεση της τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου (2 Ιουλίου) – Το θαύμα της Παναγίας κατά την Α΄ Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς


Χιτὼν μὲν Υἱοῦ Χριστοφρουροῖς δημίοις.
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ Ἐσθῆτα Πανάγνου.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τελεῖ τήν ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας στίς Βλαχέρνες. Πρόκειται γιά μία ἑορτή ἑνός γεγονότος πού ἀναφέρεται στήν Παναγία μας καί ἀφορᾶ ἕνα ἔνδυμά της πού εἶναι τό «ἐπανωφόριόν» της.


Σύμφωνα μέ τόν Συναξαριστή τῆς ἡμέρας, δύο Πατρίκιοι, ὁ Γάλβιος καί ὁ Κάνδιδος, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, στήν πορεία τους πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους, ὅταν ἔφθασαν στήν Γαλατία, βρῆκαν μία εὐσεβεστάτη Ἑβραία, πού εἶχε μέσα στήν οἰκία της τήν ἁγία Ἐσθήτα, τό ἐπανωφόριον τῆς Παναγίας. Ἡ γυναίκα αὐτή προσευχόταν μέρα καί νύκτα μιμούμενη τήν προφήτιδα Ἄννα πού βρισκόταν στόν Ναό καί ἀξιώθηκε νά δῆ τόν Χριστό, ὅταν Τόν πῆγε ἐκεῖ ἡ Παναγία τεσσαράκοντα ἡμερῶν.

Οἱ δύο Πατρίκιοι, μετά ἀπό ἕνα τέχνασμα, κατόρθωσαν νά λάβουν τόν πολύτιμον αὐτό θησαυρό καί νά τόν φέρουν στήν Κωνσταντινούπολη, τόν ἐτοποθέτησαν στό κτῆμα τους, πού ὀνομαζόταν Βλαχέρναι, καί ἐκεῖ ἔκτισαν Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Μάρκου. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό τό γεγονός, ἔκτισε Ναό τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τήν θήκη ὅπου ἦταν ἀποθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθήτα, τήν ὁποία προσκυνοῦσαν οἱ Χριστιανοί καί ἔβλεπαν διάφορα θαύματα. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὀνομάζει τήν ἁγίαν Ἐσθήτα «ἱεράν περιβολήν, φυλακτήριον ἄσυλον (τῆς Κωνσταντινουπόλεως), δῶρον τίμιον, ἀναφαίρετον πλοῦτον ἰαμάτων, ποταμόν πεπληρωμένον τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος».

Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τό μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού ἔγινε ἡ χαρά τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός πού ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινώντας ἀπό τήν τιμία Ἐσθήτα, ὑμνοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στήν Παναγία καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπί σοὶ γάρ καί φύσις καινοτομεῖται καί χρόνος», δηλαδή στήν Παναγία γίνεται κανούργια καί ἡ φύση καί ὁ χρόνος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση καί ὁ χρόνος, πού πολλές φορές βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ. Στήν Παναγία, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρήθηκε ἡ παρθενία της, ἔγινε μητέρα χωρίς νά χάση τήν παρθενία της, καί παραμένει ζωντανή στούς αἰώνας, ἀφοῦ κατά τήν παράδοση καί αὐτό τό σῶμα της μετέστη πρός τόν οὐρανό.

Ἀλλά στήν σημερινή ἑορτή βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγίασε τό σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καί στά ροῦχα πού φοροῦσε. Πράγματι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διά τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στό σῶμα καί ἀπό ἐκεῖ προχέεται καί στά ροῦχα καί γενικά στήν ἄλογη φύση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί κτισματολάτρες, ἀλλά τιμοῦμε τήν ὕλη πού ἔχει τήν ἁγιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ πιστοί, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μέ πίστη τήν ἁγία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας καί λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ σέ αὐτήν.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θά πρέπη νά προσευχηθοῦμε νά μᾶς βάλη ἡ Παναγία μας κάτω ἀπό τήν ἁγία της Ἐσθήτα, τό ἁγιασμένο ἐπανωφόριό της, καί νά μᾶς προστατεύη ἀπό κάθε κακό.

( Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου)


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.

Θεοτόκε άειπάρθενε, των ανθρώπων ή σκέπη, Έσθήτά και Ζώνην του αχράντου σου σώματος, κραταιάν τη πόλει σου περιβολήν έδω-ρήσω, τω άσπόρω τόκω άφθαρτα διαμείναντα επί σοι γαρ και φύ¬σις καινοτομείται και χρόνος” διό δυσωπούμέν σε, είρήνην τη οικου¬μένη δωρήσασθαι, και ταίς ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.



Ένα θαύμα της Τιμίας Εσθήτας της Θεοτόκου

Ενα Θαύμα της Παναγίας κατά τον Ιερό Φώτιο – Παναγιώτη Βολάκη.
Η Θεοτόκος Υπέρμαχος Στρατηγός κατά την Α΄ Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς. Τον Ιούνιο του 860 μ.Χ. και ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ΄ μόλις είχε εκστρατεύσει εναντίον των Αράβων, η Κωνσταντινούπολη δέχθηκε την επίθεση ενός σχηματιζόμενου τότε έθνους, με το οποίο έμελλε να αναπτύξει πολλές σχέσεις στο μέλλον: του έθνους των Ρώς. Με 200 μικρά πλοία, οι πρόγονοι αυτοί του μεγάλου ρωσικού έθνους, προσορμίσθηκαν στη βασιλεύουσα πόλη, την περικύκλωσαν και άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. 

Ο αυτοκράτορας αμέσως επέστρεψε στην πολιορκούμενη πόλη, για να αναλάβει την άμυνά της, και μαζί με τον Πατριάρχη Φώτιο ενθάρρυναν τον τρομοκρατημένο πληθυσμό.
Οι Κωνσταντινουπολίτες, καθώς τονίζεται από πολλές βυζαντινές πηγές, αλλά κι από τον ίδιο τον Μέγα Φώτιο, απέδωσαν τη διάσωση της πόλης τους κατά τη βιαιότατη εκείνη πολιορκία, στην θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας, της οποίας την Τίμια Εσθήτα που φυλασσόταν στην Κωνσταντινούπολη, περιέφερε ο ίδιος ο Πατριάρχης με πλήθος απελπισμένου λαού στα τείχη και εμβάπτισε στην θάλασσα . 

Αποτέλεσμα της λιτανείας αυτής ήταν να ξεσπάσει τρομερή θύελλα, που κατέστρεψε τα πλοιάρια των πολιορκητών, οι οποίοι τρομοκρατημένοι τράπηκαν σε φυγή. Το σημαντικότερο αυτό γεγονός ήταν ένα από τα πολλά, που εδραίωσαν την κοινή βυζαντινή πεποίθηση για το ρόλο της Θεοτόκου ως προστάτιδος της Κωνσταντινούπολης και Υπερμάχου Στρατηγού των αδικουμένων. Την πίστη αυτή διακρίνουμε ξεκάθαρα, στον τρόπο με τον οποίο ο Ιερός Φώτιος περιγράφει το περιστατικό, στη δεύτερη από τις δύο σημαντικότατες ομιλίες του, που αφορούν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς.

«Όταν στερηθήκαμε κάθε βοήθεια και είχαμε χάσει κάθε ανθρώπινο σύμμαχο, εμψυχωνόμασταν από τις προσδοκίες που είχαμε στηρίξει στη Μητέρα του Θεού. Αυτή βάζαμε να παρακαλέσει για μας τον Υιό της, Αυτή να Τον εξευμενίσει για τα αμαρτήματά μας, καλούσαμε σε βοήθεια για να σωθούμε κραυγάζοντες με το δικό Της στόμα, τη δική Της βοήθεια είχαμε σαν τείχος απόρθητο, Αυτή θερμοπαρακαλούσαμε να συντρίψει το θράσος των βαρβάρων, Αυτή να ταπεινώσει την αλαζονεία τους. Αυτή να προστατεύσει τον απελπισμένο λαό, να πολεμήσει υπέρ του ποιμνίου Της. Της οποίας και το ένδυμα αφενός για αναχαίτιση των πολιορκητών και αφετέρου ως φρουρά των πολιορκημένων, εγώ και μαζί μου όλη η πόλη, περιφέραμε αυθόρμητα και εθελούσια˙ κατά τη λιτανεία που κάναμε, εξαιτίας της ανείπωτης φιλανθρωπίας, και της Μητρικής θαρραλέας ικεσίας. 

Και ο Θεός κάμφθηκε και ο θυμός έφυγε και ελέησε ο Κύριος την κληρονομία Του. Πράγματι, ένδυμα της Μητέρας του Θεού είναι αυτή η Πάνσεπτη Στολή. Αυτή περικύκλωνε τα τείχη και με τον άρρητο λόγο Της έτρεπε τους εχθρούς σε φυγή. Αυτήν περιζωνόταν η πόλη και η οχύρωση των εχθρών διαλυόταν, σαν να είχε δοθεί διαταγή. Με Αυτήν η πόλη στολιζόταν, και με την ελπίδα που είχαν όσοι Την περιέφεραν, έφευγε η εχθρότητα. Όταν περιδιάβηκε το τείχος η Παρθενική Στολή, και οι βάρβαροι αποκαμωμένοι διέλυσαν την πολιορκία και λυτρωθήκαμε από την κατάκτηση που περιμέναμε, τότε αξιωθήκαμε της ανέλπιστης σωτηρίας.»

(Σ. Αριστάρχου, Φωτίου Λόγοι και Ομιλίαι, τ. Β΄, ομιλία ΝΒ΄, Εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις The Annuaire Oriental & Printing Co Ltd 1900, σσ. 41-42.)

Κείμενο του Παναγιώτη Βολάκη Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨ Τεύχος 1ο (σελ. 82).


 πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου