Η πορεία προς την επανάσταση του 1821- Ο διεθνής παράγων- Στρατηγική και τακτική των αντιπάλων
Ταξχος (ε.α.) Παναγιώτης Σπυρόπουλος, Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.), Υπερπολύτεκνος με 11 παιδιά
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η συχνή, η σχεδόν πάντα καταχρηστική αναφορά στην σημασία της έχει οδηγήσει στην απώλεια του διπλού νοήματός της: του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου αλλά και του Γένους. Επειδή την επικαλούμαστε χωρίς αναστοχασμό, από πηγή εμπνεύσεως και ιστορικής μνήμης, η Εθνεγερσία έχει μεταμορφωθεί σ΄ ένα ρητορικό στερεότυπο και η συνταρακτική αλήθειά της έχει μεταβληθεί σε απλό ιδεολόγημα.
Η χαρακτηριστικότερη ενσάρκωση αυτού του πνεύματος είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Για την συγκεκριμένη περίοδο δεν μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα, ποια ήταν η στρατηγική και τακτική των αγωνιστών του 1821. Εκ προοιμίου αυτό είναι λανθασμένο. Η σωστότερη διατύπωσή του, όπως θα αποδειχθεί περίτρανα πιο κάτω, με δεδομένη την εδραίωση της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο, είναι: ΠΟΙΟΣ ήταν η στρατηγική και τακτική των αγωνιστών του 1821.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Με την άλωση της Βασιλεύουσας εκείνη τη μαύρη Τρίτη της 29ης Μαΐου 1453, τ’ όνομα του Έλληνα έσβησε απ’ τον χάρτη των λαών της γης. Επί 400 χρόνια περίπου δοκίμασε ο Ελληνισμός την καταπίεση και τη σκληρότητα του Τούρκου τυράννου: σφαγές εξανδραποδισμοί, διώξεις, βίαιοι εξισλαμισμοί, αρπαγές, ανείπωτες καταστροφές και ωδίνες με κορωνίδα όλων το φοβερό παιδομάζωμα. Ωστόσο το νέο «Μολών Λαβέ» του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα προς τον Μεχμέτ, άφησε ιερή παρακαταθήκη στους σκλαβωμένους. Εκείνη την αποφράδα ημέρα χάθηκαν τα πάντα, πλην της τιμής. Διότι ο αυτοκράτορας δεν παρέδωσε την Πόλη, όπως θα ήταν λογικό και «ρεαλιστικό» αφού δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Η Πόλη ΕΠΕΣΕ. Αυτή η θυσία είχε τεράστια ηθική σημασία για το υπόδουλο Γένος. Ήταν η συναισθηματική του δεξαμενή, απ’ όπου αντλούσε ψυχικά και ηθικά αποθέματα για να συντηρεί, την ένθεη τρέλα του.
- το 1470 η Χαλκίδα,
- το 1479 η Μεσσηνία μαζί με τη Μάνη,
- το 1585 η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος
- το 1684 ως το 1699 τα Επτάνησα, η Ήπειρος, η Στερεά και η Πελοπόννησος
- το 1715 και 1766 η Πελοπόννησος
- το 1803 ως το 1807 όλες οι ελληνικές περιοχές (καταστροφή Σουλίου) όπου αφανίστηκε σχεδόν όλη η κλεφτουριά.
Μέσα σ’ όλον αυτό τον ορυμαγδό των γεγονότων, ορισμένοι Έλληνες αν και απογοητευμένοι από τη στάση των ξένων δυνάμεων και ιδίως των ομοδόξων Ρώσων βρίσκουν τη δύναμη να οργανωθούν πλάθοντας τον μύθο της Φιλικής Εταιρείας η οποία καθοδηγούταν από μια αόρατο αρχή, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτή ήταν η Ρωσία. Ωστόσο αυτή η αρχή εκτός από αόρατη ήταν και ανύπαρκτη. Τα ονόματα όμως του Ξάνθου, του Τσακάλωφ και του Σκουφά θα μείνουν στην αιωνιότητα γι’ αυτό τους τον «παραλογισμό» που τελικά συνάσπισε όλους τους Έλληνες, στρατολογώντας προσωπικότητες όπως τον Παπαφλέσσα που έκαναν το όραμα χειροπιαστό γεγονός. Σημείο αναφοράς για τους υπόδουλους υπήρξε και ο Ρήγας Φεραίος (κατά κόσμον Αντώνιος Κυριαζής) που με το Θούριό του αλλά και τον πρόωρο θάνατό του (στραγγαλίστηκε από τους Τούρκους στο Βελιγράδι) ενέπνευσε διάπυρο ζήλο για τον μετέπειτα ξεσηκωμό. Από κοντά και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος των γραμμάτων που έβγαλε από το σκότος της αμάθειας τον Ελληνισμό και του θύμισε τον προορισμό και την καταγωγή του. Και αυτός ήταν ένας σημαντικότατος κρίκος της αλυσίδας των θυμάτων των κληρικών που έδωσαν τη ζωή τους για το όραμα της ελευθερίας (6.000 κατά τον γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ) καθ’ όλη τη διάρκεια της μακραίωνης τυραννίας. Δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ και η θυσία ενός εκ των πρωτομαρτύρων του ξεσηκωμού, Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ανήμερα της Αναστάσεως του 1821, ο θάνατος του οποίου γέμισε με συναισθήματα λύπης αλλά και ιερής αγανάκτησης τους Έλληνες .
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ
Η Ελληνική Επανάσταση εξερράγη υπό τους δυσμενέστερους οιωνούς:
α) Η Ελλάδα αποτελούσε «γέφυρα» στις δύο ηπείρους και,
β) Η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως με την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργούσε νέες και απρόβλεπτες δυναμικές στην περιοχή.
Η τύχη του «μεγάλου ασθενούς», βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο των διπλωματικών συζητήσεων. Το Ανατολικό Ζήτημα έγινε ξανά διεθνές……
Οι Βρετανοί όπως και οι Γάλλοι ήταν με το μέρος του Σουλτάνου εξ υπολογισμού: ήθελαν (όπως και σήμερα) ισχυρή Τουρκία ως δύναμη ανασχέσεως της ρωσικής προσπάθειας καθόδου στο Αιγαίο. Κατά τον ιστορικό Crawley οι Άγγλοι υπήρξαν επί τρεις γενεές φιλότουρκοι πρωτίστως επειδή μισούσαν τους Ρώσους, και δευτερευόντως επειδή έβλεπαν τον ελληνισμό ως ανταγωνιστική ναυτική δύναμη. Επιπλέον οι πρώτοι φοβούνταν την, μετά τον Ναπολέοντα, αναβίωση του γαλλικού κινδύνου. Χαρακτηριστικό είναι το υπόμνημα του Γάλλου πρόξενου στην Θεσσαλονίκη Cousinery που το 1822 μεταξύ άλλων αναφέρει ότι στο αναγεννώμενο ελληνικό έθνος η Αγγλία αναγνώριζε μία ναυτική δύναμη , έναν αντίπαλο που έπρεπε να πνιγεί στο λίκνο του. Κάτι που το ενστερνιζόταν βέβαια και ο Γάλλος Μονάρχης …
Τέλος στο ίδιο μήκος κύματος και οι ΗΠΑ που προσηλωμένες στο δόγμα Μονρόε παρά τις επίσημες υπέρ των Ελλήνων διακηρύξεις, επεδίωκε, την εύνοια των Οθωμανών για την υπογραφή εμπορικής συμφωνίας ώστε να εκτοπίσουν τα αγγλικά συμφέροντα.
Οι στρατιωτικές κινήσεις των εμπολέμων στην επαναστατημένη Ελλάδα τράβηξαν αμέσως το ενδιαφέρον των ξένων κυβερνήσεων. Το διογκούμενο φιλελληνικό ρεύμα στις χώρες τους, τους ανάγκασε να υιοθετήσουν πιο ήπια τακτική απέναντι στους αγωνιζομένους Έλληνες. Χωρίς να μεταβάλλουν πολιτική, αποφάσισαν με προεξάρχοντες τους Άγγλους, να στείλουν μυστικούς τους πράκτορες στην περιοχή. Οι Βρετανοί μάλιστα έστησαν στα Επτάνησα, ακόμη και παράρτημα των μυστικών υπηρεσιών τους για τον έλεγχο της διακινούμενης αλληλογραφίας. Στον τομέα αυτό ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός ήταν τέτοιος που, ενώ επίσημα και οι δύο είχαν χαρακτηρίσει την ελληνική επανάσταση ως ανταρσία, έφτασαν στο σημείο ακόμα και να διευκολύνουν ταξιδιώτες και εθελοντές που ζητούσαν να φτάσουν στην Ελλάδα, επιλέγοντάς τους προσεκτικά, ώστε να πληροφορούνται ενδελεχώς για το τι συνέβαινε στη μακρινή Βαλκανική. Το τραγελαφικό είναι ότι ενώ κατά τον αγγλικό νόμο χαρακτηριζόταν έγκλημα η κατάταξη Βρετανού υπηκόου σε ξένο στρατό, και οι Γκόρντον και Λόρδος Βύρωνας π.χ. έπρεπε να συλληφθούν, όχι μόνο δεν εκρατήθησαν, αλλά ο τελευταίος βρέθηκε ακόμα και να φιλοξενείται από τον αγγλικό στρατό μετά την άφιξή του στην Κεφαλλονιά.
Η Γαλλία από την άλλη ενώ εφοδίαζε τους Τούρκους με πολεμικά πλοία, ταυτόχρονα άφηνε ανοιχτό το λιμάνι της Μασσαλίας για τις αποστολές εθελοντών και πολεμικού ναυτικού στην Ελλάδα. Τις πληροφορίες μάλιστα που ελάμβανε από αυτούς τις διοχέτευε στο Μέττερνιχ.
Όλοι αυτοί έφταναν στην επαναστατημένη Ελλάδα υπό τον μανδύα του φιλέλληνα. Στην πραγματικότητα οι πραγματικοί φιλέλληνες ή αν θέλετε αυτοί που βοήθησαν στην ελληνική υπόθεση, όπως αποκαλυπτικά αναφέρει ο αγνός Francois Graillard, ήταν ελάχιστοι…..
ΛΟΓΟΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ
Ξεκινώντας από την τελευταία παρατήρηση θα πρέπει να αναφέρουμε ότι για την Επανάσταση του 1821 ήταν ιδιαίτερα επιτακτική η ανάγκη υποστήριξης από ένα φιλικό στρατό. Σε στρατηγικό επίπεδο, η βασική διαφορά μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Επαναστατών ήταν η συντριπτική αριθμητική αλλά και υλική υπεροχή της πρώτης. Αν ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' κατόρθωνε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του κατά των Ελλήνων, θα μπορούσε να τους πατάξει και να επαναστυλώσει την οθωμανική διοικητική εξουσία στις περιοχές που είχαν εξεγερθεί.
Το σχέδιο του Υψηλάντη βασιζόταν σε τέσσερις επιθυμητούς παράγοντες, για να αποτρέψει τη συγκέντρωση των οθωμανικών στρατών κατά των Ελλήνων.
Πρώτον, ήλπιζε να παρασύρει τη Ρωσία σε ένα ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο οποίος αναπόφευκτα θα απορροφούσε το σημαντικότερο μέρος της οθωμανικής στρατιωτικής προσπάθειας. Ωστόσο ο Μέττερνιχ και οι Βρετανοί κατάφεραν να πείσουν τον Τσάρο να μην αναμειχθεί.
Δεύτερον, ήλπιζε στη σύμπραξη των Ρουμάνων πατριωτών του, τυχοδιώκτη όπως αποδείχτηκε, οπλαρχηγού Βλαδιμηρέσκου, καθώς και σε εθνικές εξεγέρσεις των Σέρβων και των Βουλγάρων.
Τρίτον, γνώριζε ότι η οθωμανική εκστρατεία κατά του Αλή Πασά είχε ήδη δεσμεύσει ένα σημαντικό τμήμα του οθωμανικού στρατού.
Τέταρτον ήλπιζε στην όσο μεγαλύτερη χρονική διάρκεια του ιρανοτουρκικού πολέμου που θα ξέσπαγε από στιγμή σε στιγμή. .
Καθώς οι δυο πρώτες από τις παραπάνω επιδιώξεις δεν υλοποιήθηκαν, η ίδια η εισβολή στη Μολδοβλαχία του Υψηλάντη κατέληξε να είναι ο μόνος αντιπερισπασμός, πέρα από τον Αλή Πασά, που δέσμευσε οθωμανικές δυνάμεις μακριά από τα κέντρα του ελληνικού πληθυσμού κατά τους πρώτους μήνες της εξέγερσης. Οι δυνάμεις του Υψηλάντη ήταν πολύ περιορισμένες, και η βάση των επιχειρήσεων τους πολύ αβέβαιη, για να αντισταθούν επί μακρόν στις οθωμανικές αντεπιθέσεις. Εντούτοις, έδωσαν μια σημαντική αρχική πίστωση χρόνου στους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, καθώς δέσμευσαν οθωμανικά στρατεύματα συνολικά 50.000 περίπου οπλιτών. Αν ένα σημαντικό μέρος αυτών των στρατευμάτων είχε κινηθεί προς την Νότια Ελλάδα πριν από την πτώση της Τρίπολης, η έκβαση του επαναστατικού αγώνα στην Πελοπόννησο θα ήταν πιθανόν δυσμενής εξαρχής. Με αυτόν τον τρόπο, η αυτοθυσία του Υψηλάντη συνέβαλε σημαντικά στην αρχική επιτυχία της εξέγερσης στη Νότια Ελλάδα.
α. Ο Καποδίστριας ο οποίος κατόρθωσε το 1821 με ευφυείς διπλωματικές ενέργειες ως «ΥΠΕΞ» του Τσάρου να δημιουργήσει την εντύπωση στην Πύλη, ότι η Ρωσία ίσως επενέβαινε στρατιωτικά, ερχόμενος ως συνήθως σε αντιπαλότητα με τον Μέττερνιχ. Άλλωστε όπως θυμοσοφικά δήλωνε: «Πιστέψτε με, είμαι για τον Πρίγκηπα Μέττερνιχ, ένα από εκείνα τα δεινά τα οποία μη μπορώντας να εκριζώσει οφείλει να τα υπομείνει». Εδώ πρέπει να σημειωθεί ο στρατιωτικός αντίκτυπος των διπλωματικών ενεργειών του Καποδίστρια, ο οποίος ήταν να δεσμευτούν σημαντικές εφεδρείες στα βόρεια σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη ρωσική επίθεση.
β. Το 1821 ξέσπασε τελικά ιρανοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε μέχρι το 1823 και δέσμευσε ένα μεγάλο μέρος του οθωμανικού στρατού αμέσως μετά την εξόντωση του Αλή Πασά. Πρέπει να τονιστεί εδώ, ότι η ένοπλη αναμέτρηση της Πύλης με το Ιράν για την πολιτική επικυριαρχία της Μέσης Ανατολής διήρκεσε μερικούς αιώνες, χωρίς να προκύψει τελικά απόλυτος επικυρίαρχος. Ο ιρανοτουρκικός πόλεμος του 1821-23 ήταν ο τελευταίος (έληξε με ανακωχή) μεταξύ των δυο αυτών δυνάμεων, οι οποίες αργότερα αναγκάσθηκαν να υπεραμύνονται των ζωτικών τους συμφερόντων έναντι των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης και επομένως, δεν ήταν πλέον σε θέση να συνεχίσουν το μεταξύ τους ανταγωνισμό.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, η Επανάσταση να εξαπλωθεί σε ευρύτερες περιοχές της σημερινής Ελλάδας, από την Πελοπόννησο και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, μέχρι τη Χαλκιδική και τη Δυτική Μακεδονία. Σύμφωνα με τη λογική του Clausewitz (ενός μεγάλου θεωρητικού του πολέμου του 19ου αιώνα), αφού η γεωγραφική αυτή εξάπλωση ήταν σχετικά περιορισμένη σε σχέση με το μέγεθος του οθωμανικού στρατού, θα επέτρεπε στον τελευταίο να καταστείλει τον ελληνικό ανταρτοπόλεμο στις περισσότερες εστίες του,
Η συνολική στρατηγική υπεροχή του έναντι των επαναστατών φάνηκε από την ευκολία με την οποία εξουδετερώθηκαν οι εστίες της Επανάστασης σε περιοχές οι οποίες βρίσκονταν πιο κοντά στα βασικά κέντρα και τις κύριες γραμμές ανεφοδιασμού των Οθωμανών, όπως :
α) στη Βόρεια Ελλάδα, όπου στη Χαλκιδική η Επανάσταση κατεστάλη μεταξύ Οκτωβρίου 1821 και Φεβρουαρίου 1822 ενώ στον Όλυμπο και τη Δυτική Μακεδονία ως την άνοιξη του 1822, έπειτα από επιθέσεις ενός οθωμανικού στρατεύματος 20.000 ανδρών, και
β) Στην απομακρυσμένη Κύπρο, όπου σημειώθηκαν συνωμοτικές κινήσεις οι οποίες προδόθηκαν και οι Τούρκοι κατέπνιξαν το κίνημα στο αίμα. Στις 9 Ιουλίου 1821 εκτελέσθηκαν, αρνούμενοι να εξισλαμισθούν, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας και 450 ακόμα ανώτεροι και κατώτεροι κληρικοί, πρόκριτοι και άλλοι προύχοντες. Ωστόσο οι Κύπριοι δεν σταμάτησαν να συνεισφέρουν στον αγώνα είτε ανεφοδιάζοντας Ελλαδικά πολεμικά πλοία, είτε προσερχόμενοι κατά εκατοντάδες σχηματίζοντας εθελοντικά σώματα, δίνοντας το παρόν σε όλες τις μεγάλες μάχες στα μετέπειτα θέατρα των επιχειρήσεων.
Αντιθέτως, η γεωμορφολογία της Νότιας Ελλάδας ευνοούσε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική πλευρά, λόγω των ορεινών της όγκων. Όμως, η Επανάσταση είχε εδραιωθεί και στις πεδιάδες, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικότερων πόλεων. Αυτό σήμαινε, ότι σε μια ενδεχόμενη μεγάλη οθωμανική αντεπίθεση οι Έλληνες θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο δίλημμα: Θα μπορούσαν αφενός να εγκαταλείψουν τα πεδινά εδάφη που είχαν κερδίσει για να αφοσιωθούν στον ορεινό ανταρτοπόλεμο, με σημαντικά τακτικά οφέλη αλλά και μεγάλη ψυχολογική ζημία; Αφετέρου, θα μπορούσαν να επιλέξουν να προστατεύσουν όλες τις περιοχές και τα πληθυσμιακά κέντρα που είχαν απελευθερώσει, αποφεύγοντας το κόστος της εγκατάλειψης πληθυσμών στο έλεος του εχθρού; Αλλά τότε θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν σε πεδινά πεδία μαχών και εναντίον συγκεντρωμένων δυνάμεων, δηλαδή κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς τακτικές συνθήκες.
Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΩΣ ΚΥΡΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Α) 1821
Ταυτόχρονα στη Στερεά Ελλάδα απελευθερώθηκε η Άμφισσα, η Λειβαδιά, η Αθήνα (με τους Τούρκους κλεισμένους στην Ακρόπολη), το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και η Ναύπακτος. Ενώ με τις μάχες της Αλαμάνας (22 Απριλίου), του Χανίου της Γραβιάς (8 Μαΐου) και στα Βρυσάκια Ευβοίας αποθαρρύνθηκε ο (αρνησίθρησκος) Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιοσέ Μεχμέτ να βαδίσουν εναντίον των επαναστατημένων Πελοποννησίων και να λύσουν την πολιορκία της Τριπόλεως. Περιμένοντας ενισχύσεις, σταμάτησαν στην Αθήνα. Όμως, με τη μάχη των Βασιλικών (25-26 Αυγούστου) διασκορπίστηκαν οι ενισχύσεις του Μπεϊράν Πασά από τους Γκούρα, Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Ύστερα από αυτά ο Ομέρ Βρυώνης ματαίωσε την επίθεση κατά της Πελοποννήσου και γύρισε στη Λαμία.
Β) 1822
Οι Τούρκοι έχοντας καταστείλει πλήρως την τελευταία επαναστατική εστία στη Δυτική Μακεδονία ισοπεδώνοντας τη Νάουσα στις 16 Απριλίου μπορούσαν απερίσπαστα να στραφούν προς τη Νότια Ελλάδα. Ωστόσο η θυσία των Μακεδόνων δεν πήγε χαμένη διότι έδωσαν πολύτιμο χρόνο στους νότιους αδελφούς να εδραιώσουν την επανάσταση στον τόπο τους. Αυτή άλλωστε είναι και η τραγική μοίρα των Βορείων Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων: να αποτελούν τον κυματοθραύστη του Ελληνισμού στους διάφορους επιδρομείς.
Το οθωμανικό σχέδιο προσβολής των επαναστατών προέβλεπε δύο χερσαίες στρατιές με δυναμικό επιλεγμένο από τις καλύτερες στρατιωτικές μονάδες και μια ναυτική αρμάδα από τις ναυτικές δυνάμεις του Κορινθιακού και της θάλασσας των Πατρών, ενισχυμένες με ναυτικές μονάδες από τις δυνάμεις του Αιγαίου και την στρατηγική δύναμη του Βοσπόρου.
Χώρος συγκεντρώσεως των χερσαίων δυνάμεων ορίσθηκε η Δυτική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Αυτές είχαν αποστολή να εισβάλλουν στον Μοριά από δύο κατευθύνσεις: η ανατολική μέσω Ισθμού και η δυτική με απόβαση στα παράλια του Κορινθιακού. Αποκλειστικός τους σκοπός η εκ ρίζας συντριβή της επαναστάσεως (δηλ. η ερήμωσις-γενοκτονία) και όχι απλά να δώσουν ένα αιματηρό μάθημα στον «συρφετό των γκιαούρηδων».
2) Η νικηφόρα άμυνα των Σουλιωτών στις σφοδρές επιθέσεις του Χουρσίτ για την κατάληψη του στρατοπέδου τους (Δ. Στερεά), προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και ήγειρε σοβαρές επιφυλάξεις στους Οθωμανούς, για την δυνατότητα των στρατευμάτων τους ν’ αντιμετωπίσουν τυχόν απρόοπτες καταστάσεις κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων κατά την απόβαση, όπως πλήγματα κατά των εφοδιοπομπών, αντιπερισπασμούς από άτακτα ελληνικά σώματα, κ.ά.
Η σύνθεση της Στρατιάς δείχνει αφενός την ποιότητά της και αφετέρου τη σπουδαιότητα της αποστολής της. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες η Στρατιά ήταν από τις ισχυρότερες που είχε στείλει ο σουλτάνος τα 60 τελευταία χρόνια εναντίον εχθρού στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Η Στρατιά ξεκίνησε από τον Σπερχειό ποταμό στις 25 Ιουνίου 1822. Ο γιατρός του Χουρσίτ πασά μεταξύ άλλων σημειώνει στο ημερολόγιο του ότι χρειάστηκαν 5 ημέρες για τη διάβασή της από τη γέφυρα της Αλαμάνας. Την 1η Ιουλίου έφτασε στη Θήβα την οποία και έκαψε. Το δρομολόγιο που ακολούθησε περνούσε από τη Στενωπό των Μεγάλων Δερβενίων όπου θα μπορούσε να επιβραδυνθεί και να φθαρεί από τις ελληνικές δυνάμεις. Δυστυχώς όμως, το τάγμα που είχε αναλάβει τη φύλαξη του περάσματος υπό τον Παλαμίδη τράπηκε σε φυγή όταν αντίκρισαν το μέγεθός της.
Το εκτελεστικό με έδρα την Κόρινθο τρομοκρατήθηκε και έπαιρνε αποφάσεις ή προέβαινε σε ενέργειες που συντηρούσαν τον πανικό του λαού και έσβηναν τις ελπίδες του για τη σωτηρία της Επαναστάσεως. Χάνοντας τελείως την ψυχραιμία του, στο τέλος έφυγε εσπευσμένα και εγκαταστάθηκε στο Άργος. Εκεί υπό την πίεση των δραματικών εξελίξεων, έχοντας ήδη απομακρύνει τον Υψηλάντη και τους οπλαρχηγούς από τις κεφαλές του στρατεύματος, κήρυξε επιστράτευση για να διεγείρει το εθνικό συναίσθημα σκορπίζοντας συγκινητικές προκηρύξεις. Δυστυχώς όμως και στις δραματικότερες αυτές στιγμές η απέχθεια του εκτελεστικού και της Γερουσίας κατά των στρατιωτικών έβρισκε την ηχώ της στο περιεχόμενο των προκηρύξεων. Χρησιμοποιούσαν ύβρεις εναντίον του Πετρόμπεη, του Παπαφλέσσα, του Τσόκρη, του Γιατράκου, ενώ αποκαλούσαν το Γέρο του Μοριά Ηρόστρατο και αρχηγό της «Μαχαιροκρατίας». Λόγω των παραπάνω η επιστράτευση απέτυχε διότι κανένας αγωνιστής δεν εμπιστευόταν την τύχη της Επαναστάσεως σε ανθρώπους που θεωρούσαν την αχαριστία προτέρημα και την δολοφονία των αντιπάλων τους αρετή. Επιπλέον, τα επιλεγμένα από την πολιτική ηγεσία ανώτερα στελέχη του στρατεύματος ήταν άσχετα με τον πόλεμο.
Εν τω μεταξύ, ο Δράμαλης κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, την Αυλόπορτα της κεντρικής Πελοποννήσου αμαχητί, κάτι που παρέλυσε την κυβέρνηση η οποία πανικόβλητη κατέφυγε στους Μύλους, την έδρα του Πετρόμπεη. Παρακάλεσαν τον τελευταίο να δεχτεί την αρχηγία του στρατού. Αυτός αρνήθηκε και υπέδειξε τον Κολοκοτρώνη για αυτή την θέση. Αντιπροσωπεία των Κυβερνητικών μετέβη στην Τρίπολη όπου ήταν ο Κολοκοτρώνης, του ζήτησαν συγγνώμη για όλα και τον εκλιπάρησαν να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Αυτός δέχτηκε με τον όρο να τον αφήσουν τελείως απερίσπαστο στο έργο του
Την 10η Ιουλίου πραγματοποιήθηκε στρατιωτικό συμβούλιο υπό τον Κολοκοτρώνη στο οποίο όμως υπήρξαν ζωηρές διαφωνίες σχετικά με την τακτική που θα ακολουθηθεί εναντίον του Δράμαλη. Ο Πετρόμπεης και όλοι οι άλλοι πλην του Υψηλάντη θέλησαν να ακολουθήσουν την παραδοσιακή τακτική: να αναχαιτίσουν τον Δράμαλη με μια σειρά διαδοχικών μαχών σε μορφή άμυνας και αντεπιθέσεων ώστε με αυτή την τακτική της αιμορραγίας να καταφέρουν αποτελεσματικά πλήγματα στον εχθρό.
Κάθετα αντίθετος ήταν ο διορατικός και πολύπειρος Κολοκοτρώνης διότι κάτι τέτοιο θα έφερνε σε αδιέξοδο τους Έλληνες, καθώς δεν είχαν καμία δυνατότητα αναπληρώσεως των απωλειών σε άνδρες και εφόδια.. Ο Γέρος του Μοριά προικισμένος με την αρετή της στρατιωτικής πανουργίας και με τη σπάνια ικανότητα να βρίσκει στις κρισιμότερες στιγμές πρωτότυπες τακτικές λύσεις, κυρίαρχος των ψυχολογικών του παρορμήσεων και ορθολογιστής, δεν έβλεπε τον πόλεμο σαν ευκαιρία για ηρωικά κατορθώματα που θα του χάριζαν δόξα. Ούτε σαν πράξη λεηλασίας και εκδικήσεως του εχθρού, αλλά ως το έσχατο βίαιο και αιματηρό μέσο για το ξεσκλάβωμα του τόπου.
Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες και τις προθέσεις του εχθρού. Δεν είχε αυταπάτες. Η άμεση αναμέτρηση με μια τέτοια στρατιά ήταν ολοφάνερο ότι θα κατέληγε σε συμφορά και εκμηδένιση των ελληνικών δυνάμεων εάν ακολουθούσε την τακτική που υποστήριζε ο Πετρόμπεης. Παρά την αντίθεσή του με τον τελευταίο, ήθελε να τερματιστεί η σύσκεψη με κοινή συμφωνία. Η θέληση του αυτή υπαγορεύτηκε όχι μόνο από τον εγωιστικό χαρακτήρα του Μανιάτη πολέμαρχου, που ήταν ικανός να φτάσει στα άκρα, αλλά και γιατί επειγόταν να εφαρμόσει το σχέδιο του. Έτσι, έκλεισε τη σύσκεψη με μια ευφυέστατη και ταυτόχρονα παραπλανητική πρόταση η οποία ικανοποιούσε τον Πετρόμπεη και εξυπηρετούσε όπως θα φανεί αργότερα την πρόθεσή του να παγιδεύσει την στρατηγική σκέψη του Οθωμανικού επιτελείου.
Έτσι, υπέδειξε στον Πετρόμπεη και τους άλλους οπλαρχηγούς με τους 7.000 περίπου άνδρες τους να εγκατασταθούν στα νότια και νοτιοδυτικά περάσματα από Άργος προς Τρίπολη, ενώ το δικό του επίλεκτο τμήμα από 3.500 χιλιάδες άνδρες εγκαταστάθηκε στις βόρειες και βορειοδυτικές εισόδους του Άργους από Κόρινθο. Με αυτό το σχέδιο συμφώνησαν όλοι. Εφαρμόζοντας το σχέδιο του έστειλε τον Πλαπούτα στο στενό Βάρδα-Σκινοχώρι, τον Μάρκο Κολοκοτρώνη στη Νεμέα και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια. Τους καπεταναίους Δημητρακόπουλο, Ζαχαρόπουλο, Κουμουτσιώτη και Μπαρμπιτσιώτη με τους άνδρες τους, τους κράτησε στην προσωπική φρουρά του, ως «στρατηγική» εφεδρεία. Σε αυτό το σημείο εγείρεται η απορία : αφού ο Κολοκοτρώνης ήταν αντίθετος με τη στρατηγική της άμεσης επαφής η διάταξη των δυνάμεων του, δεν είχε το χαρακτήρα άμεσης επαφής;
Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της φαινομενικά άμεσης επαφής από τον τρόπο εκδήλωσης της επαφής. Σκοπός του ήταν:
1) να καταστήσει έρπουσα την πορεία της στρατιάς για να κερδίσει χρόνο,
2) στην περίπτωση που η στρατιά εκ της καταστάσεως, αναγκαζόταν να παρακάμψει τα επικίνδυνα περάσματα, ποιο δρόμο θα ακολουθούσε;
Τα έως τώρα μέτρα του Κολοκοτρώνη, μπορούν να χαρακτηριστούν ως μία επιμέρους προσπάθεια, όχι για να αποτρέψει τον αντίπαλο απ’ την επιδίωξη του, αλλά για να θέσει το εχθρικό επιτελείο ενώπιον του διλήμματος : να προελάσει προς Τρίπολη ή να επιστρέψει στην Κόρινθο για ανασύνταξη και εφοδιασμό από τον αναμενόμενο Στόλο;
Έτσι πριν η στρατιά εισβάλει στη Αργολική πεδιάδα:
1) την κατέκαψε για να δημιουργήσει πρόβλημα επισιτισμού της Οθωμανικής στρατιάς.
2) μόλυνε σε επιλεγμένες περιοχές τις πηγές των πόσιμων υδάτων επανδρώνοντάς τες επιπλέον με φρουρές παρενοχλήσεως ώστε να τσακίσει ακόμα περισσότερο το ηθικό τους.
3) ταυτόχρονα έλαβε και την πλέον παράδοξη και ριψοκίνδυνη απόφαση, να χρησιμοποιήσει το κάστρο του Άργους ως βάση «ελαστικής» αντιστάσεως.
Το απόγευμα άρχισε η σφοδρή μάχη. Ο Δράμαλης πίστεψε ότι θα μπορούσε να διαβεί τα στενά με ένα δυνατό χτύπημα, και διατάζει γενική επίθεση. Η υπεροψία του τον τύφλωσε και στήριξε την ενέργειά του αποκλειστικά στον εξοπλισμό και την αριθμητική του υπεροχή. Παρά τις αλλεπάλληλες σφοδρότατες επιθέσεις, οι Τούρκοι κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Ελλήνων κατακερματίστηκαν και τελικά αποδιοργανώθηκαν, φεύγοντας πανικόβλητοι προς το Άργος.
Η καταδίωξη τους από τους Έλληνες μεταβλήθηκε σε σφαγή καθ’ όλη τη διάρκεια της 27ης Ιουλίου. Οι τελευταίοι πλημμυρισμένοι από άγρια χαρά ισοπέδωναν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Οι νεκροί έφτασαν τις 4.000. Από διάβαση που έμεινε αφύλακτη λόγω ελλείψεως ανδρών ξέφυγαν περίπου 7.000, οι περισσότεροι ιππείς, προς την Κουρτέσα. Εάν ο Πετρόμπεης είχε ακούσει τον Κολοκοτρώνη η μοίρα αυτών θα ακολουθούσε και τη μοίρα της υπόλοιπης στρατιάς.
Ο Δράμαλης μόλις που διεσώθη, και ακολουθώντας τους πανικόβλητους στρατιώτες του, καταφεύγει στον Ακροκόρινθο, όπου περιφρονημένος από όλους και ντροπιασμένος, πέθανε από κατάθλιψη ύστερα από λίγες εβδομάδες. Από την περίφημη στρατιά του, σύμφωνα με μαρτυρίες, σώθηκαν τελικά καταφεύγοντας στην Πάτρα περίπου 5.000 άνδρες.
Γ) 1823
Οι περιορισμένες ενέργειες της Πύλης κατά της Επανάστασης - το 1823 δημιούργησαν ένα απατηλό κλίμα ασφάλειας στους Έλληνες ηγέτες. Θεωρώντας ότι είχαν εξασφαλίσει την απελευθέρωσή τους, αναλώθηκαν πάλι στις μεταξύ τους διαμάχες. Ο εφησυχασμός αυτός και η εσωτερική διχόνοια συνέβαλαν στην οδυνηρή αντιστροφή της στρατηγικής κατάστασης μόλις εκδηλώθηκε η μεγάλη οθωμανική αντεπίθεση.
Δ) 1824
Αλλά η τύχη δεν θα συνέχιζε να χαμογελά στους Έλληνες για πολύ ακόμα. Θα πλήρωναν την ύβρη του αλληλοσπαραγμού τους σύντομα. Το Μάρτιο του 1824 υπογράφεται Τουρκοαιγυπτιακή συμφωνία. Βλέποντας ο Σουλτάνος ότι βρισκόταν σε αδυναμία να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο προσφεύγει στην βοήθεια του Τουρκαλβανού Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου υποσχόμενος σε αυτόν Κρήτη και Πελοπόννησο εφόσον θα κατέπνιγε τα επαναστατικά κινήματα εκεί.
Ε) 1825
Αποφασισμένος να συντρίψει τα πολιτικοστρατιωτικά επαναστατικά κέντρα αποβιβάσθηκε στην Μεθώνη στις 12 Φεβρουαρίου 1825. Ακολούθησε η κατάληψη της Κορώνης στις 18 Φεβρουαρίου και η πολιορκία των φρουρίων του Ναυαρίνου όπου στις 7 Απριλίου του ιδίου έτους συνέτριψε τις ελληνικές δυνάμεις στο Κρεμμύδι. Στις 26 Απριλίου κατέλαβε την Σφακτηρία, ένα από τα φρούρια του Ναυαρίνου και ακολούθησαν αυτά στο Νιόκαστρο και στο Παλαιόκαστρο. Μετά την νικηφόρα αυτή εκστρατεία κατά των Ελλήνων ο Παπαφλέσσας αποφάσισε με αυτοθυσία να αφυπνίσει το φιλότιμο των Ελλήνων. Αφού συγκέντρωσε 2000 άνδρες οχυρώθηκε στο Μανιάκι σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποτρέψει την διείσδυση των Αιγυπτίων προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου. Η ηρωική του Θυσία πέτυχε αυτό που δεν πέτυχαν οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του προς την κυβέρνηση: να αποφυλακίσει τον Κολοκοτρώνη που κρατείτο στο Παλαμήδι .Έτσι ο μεγαλόθυμος Γέρος του Μωριά καλείται εκ νέου να σώσει τον Ελληνισμό.
Ωστόσο, δεν παρεκκλίνει της στρατηγικής του, που είναι το σβήσιμο των κύριων επαναστατικών εστιών. Αφού εκκαθαρίζει τις κατά τόπους επαναστατικές εστίες στην Βόρεια Πελοπόννησο διαπεραιώνεται με τα στρατεύματά του στην Στερεά προς βοήθεια του Κιουταχή στην πολιορκία του Μεσολογγίου, που είχε αρχίσει από τις 11 Απριλίου. Μέχρι τότε τα αποτελέσματά της ήταν πενιχρά. Ο Ιμπραήμ αποφάσισε αυτή την εκστρατεία προσβλέποντας σε περισσότερα εδαφικά ανταλλάγματα από την πλευρά του Σουλτάνου.
Το έπος του Μεσολογγίου είχε ήδη αρχίσει. Όλη η Ευρώπη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Οι Μεσολογγίτες και Σουλιώτες εγκαταλελειμμένοι από την κυβέρνηση, από τις κακουχίες, την πείνα, την δίψα και την αδυναμία του Μιαούλη να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό του Τουρκοαιγυπτιακού Στόλου, αποφασίζουν την Ηρωική Έξοδο το βράδυ 9-10 Απρ, Σάββατο προς Κυριακή των Βαΐων. Η έξοδος όμως είχε προδοθεί. Η σφαγή που ακολούθησε ως τις 12 Απριλίου δεν είχε προηγούμενο. Ακόμα και αυτός ο ίδιος ο Μέττερνιχ μετά από αυτό δηλώνει: « Η Ελλάς πλέει σε πέλαγος θυμάτων με το μέτωπο ψηλά». Καμία άλλη θυσία του αγώνα δεν ενεργοποίησε τόσο πολύ τα φιλελληνικά αντανακλαστικά των Δυτικοευρωπαϊκών Λαών όσο αυτή. Όλα αυτά ήταν δρώμενα μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας που επέτρεψαν στους νέους Έλληνες να σταθούν δίπλα στον Αισχύλο δίχως να τους ταπεινώνει ο μεγάλος και ιερός ίσκιος του. Ο Διονύσιος Σολωμός εμπνέεται τότε τον Εθνικό μας Ύμνο.
«Σκαρφαλωμένος» μαζί με την Κυβέρνηση στην ορεινή Στεμνίτσα συλλαμβάνει την ιδέα για τον πρώτο στην ιστορία οργανωμένο ανταρτοπόλεμο. Οι στιγμές είναι τραγικές και ο Γέρος του Μωριά μεγαλόθυμος, για τους ανθρώπους που τον φυλάκισαν και δολοφόνησαν τον γιό του, αναλαμβάνει ξανά την αρχηγία. Είναι ο πρώτος και μόνος Έλληνας Στρατηγός που διατυπώνει τις θεωρητικές αρχές του κλεφτοπολέμου και τις εφαρμόζει στην πράξη. Αποβλέπει στην βαθμιαία και συνεχή φθορά του εχθρού και αποφεύγει να ριψοκινδυνεύσει την ανοιχτή κατά παράταξη μάχη μαζί του. Ακολουθεί την τακτική των σημερινών καταδρομέων, με βάση «το χτύπα και φύγε» ώστε να τον περιορίσει στα κάστρα που είχε ήδη καταλάβει, καθιστώντας την ύπαιθρο επικίνδυνο πεδίο για τους Αιγύπτιους.
Κάτι τέτοιο όμως, θα ήταν αδύνατο χωρίς την συμβολή του Ελληνικού Στόλου. Έτσι ο τελευταίος είχε χωριστεί σε δύο μοίρες, η μια μοίρα με τον Μιαούλη έπλεε κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου για να παρεμποδίζει τις αποβατικές επιχειρήσεις και τον εφοδιασμό του Ιμπραήμ. Στις 30 Απριλίου ο Μιαούλης μπήκε στο λιμάνι της Μεθώνης και προξένησε με τα πυρπολικά του πολλές ζημιές στον Αιγυπτιακό στόλο. Η δεύτερη μοίρα με τους Σαχτούρη και Αποστόλη διέλυσε στο στενό του Καφηρέα στις 20 Μάιου τον Τουρκικό Στόλο του Χοσρέφ, που είχε έρθει να ενισχύσει τον Κιουταχή στο Μεσολόγγι. Ταυτόχρονα η προσπάθεια του Κανάρη (με την αρωγή των Κυπρίων) να καταστρέψει τις βάσεις ανεφοδιασμού των Αιγυπτίων στην Αλεξάνδρεια, απέτυχε.
ΣΤ) 1826
1) Να εγκαταλείψει την Αττική αφού πρώτα ενισχύσει την πολιορκούμενη Ακρόπολη όπως και έκανε,
2) Να ξεσηκώσει πάλι σε επανάσταση την υπόλοιπη Στερεά, αφού μετά την πτώση του Μεσολογγίου δεν υπήρχαν άλλες επαναστατικές εστίες και
3) Να αποκλείσει όλους τους Δρόμους Ανεφοδιασμού του Κιουταχή.
Ζ) 1827
Έτσι τον Μάρτιο του 1827 πραγματοποίησε έναν άθλο: κατάφερε να κλείσει τον Κιουταχή σε ένα κλοιό και να πολιορκήσει τον έως τώρα πολιορκούντα. Ακολούθησε και αυτός την τακτική του ανταρτοπόλεμου αφού, σοφά είχε διαβλέψει ότι οι δυνάμεις του δεν είχαν καμία τύχη σε μια μάχη εκ παρατάξεως με τις αντίστοιχες του Κιουταχή .Δυστυχώς οι παρασκηνιακές κινήσεις των Μ. Δυνάμεων που δεν ήθελαν, όπως έχει αναλυθεί παραπάνω, να συμπεριληφθεί η Στερεά Ελλάδα, στο διαφαινόμενο μετέπειτα Ελληνικό Κράτος έπεισαν την Κυβέρνηση, να εγκαταλείψει την τακτική του Καραϊσκάκη. Επεβλήθη λοιπόν η άποψη του τοποτηρητή τους Άγγλου, στόλαρχου του Ελληνικού Στόλου, Κόχραν, ο οποίος επέλεξε να γίνει μετωπική επίθεση στο στρατόπεδο του Κιουταχή. Έτσι μετά την μάχη του Φαλήρου στις 24 Απρ 1827, και τον περίεργο θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Κιουταχής επέβαλε ξανά την κυριαρχία του την Στερεά.
Παρόλα αυτά στην Πελοπόννησο υπό την ευφυή καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη συντελείται ένα νέο Ελληνικό έπος: Νύχτα και μέρα μέσα από τα βράχια, από τις σπηλιές, από τα δάση, από τα στενά, ξεπηδούν και ξεχύνονται ξαφνικά και ορμητικά οι κακοντυμένοι έλληνες χωρικοί, χτυπούν τις εχθρικές φάλαγγες, προξενούν σε αυτές μεγάλες φθορές ή τις εξοντώνουν και αμέσως μετά εξαφανίζονται. Αλλά η τακτική αυτή εξουθενώνει και τους Πελοποννήσιους. Αρχίζει μια σκληρή ζωή με φοβερή έλλειψη τροφίμων, αληθινό υποσιτισμό και με αδιάκοπες νυχτερινές ταχυπορίες, που πολλές φορές στερούν τον ήρεμο ύπνο ολόκληρων εβδομάδων.
Η γύμνια, η φτώχεια και η πείνα τους συντροφεύει στις σπηλιές και τα δάση όπου έχουν καταφύγει. Αισθητή προ πάντων είναι η έλλειψη του ψωμιού. Έτσι πολλοί κατάντησαν να αλέθουν με χειρόμυλους βαλανίδια, άγρια απίδια, και φλούδες δέντρων. Αυτά τα ζύμωναν με αλεύρι σταριού κριθαριού ή καλαμποκιού, και τα έψηναν για να ξεγελάσουν την μεγάλη τους πείνα. Οι άνθρωποι αυτοί γράφει ο σύγχρονός τους Φραντζής: «Επρασινομαυροκιτρίνιζον ως χαλκοί, και έγιναν ξηροί ως σκελετά και ελεεινά θεάματα». Και όμως αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν να κλείσουν τον Ιμπραήμ στα κάστρα του.
Βλέποντας ο τελευταίος ότι χάνει τον έλεγχο καταφεύγει σε ένα τέχνασμα: Με το δέλεαρ της σιτίσεως στέλνει στους πληθυσμούς της Πελοποννήσου Προσκυνοχάρτια (ράι μπουγιουρντιά) για να αλλαξοπιστήσουν, και να στερήσει από τον Κολοκοτρώνη την πληθυσμιακή δεξαμενή από όπου αντλούσε μαχητές. Ορισμένοι λιπόψυχοι σε μέρη της Αχαΐας και της Ηλείας υποτάσσονται. Ταυτόχρονα αρχίζει την συστηματική γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών ενισχυμένος από την Αλεξάνδρεια, και εγκαθιστώντας μουσουλμάνους εποίκους. Επιπλέον καλεί Μεσσηνίους και Μανιάτες να προσκυνήσουν, απειλώντας τους με ερήμωση λαμβάνοντας την περήφανη απάντηση του Γέρου του Μωριά: «Αυτό που μας φοβερίζεις να μας κάμεις και κάψεις τα καρποφόρα δέντρα μας, δεν είναι της πολεμικής έργον. …… Όχι τα κλαριά να κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γη μας θα την κάμεις δική σου, βγάλτο από το νου σου».
Το προσκύνημα εξαπλώνεται επικίνδυνα σα μίασμα κολλητικό. Τότε η επανάσταση δέχεται θανάσιμα πλήγματα: «Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον δια την πατρίδαν μου, όχι άλλη φορά…», ομολογεί ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του. Για αυτό εκδίδει μια διαταγή σαν κεραυνό: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Έτσι καταφέρνει και συγκρατεί τους πληθυσμούς
Η ιστορική ναυμαχία, που χαρακτηρίσθηκε ως «ατυχές συμβάν» από τις Μ. Δυνάμεις στις 20 Οκτ 1827, και θα καταλήξει στην διάλυση του Τουρκοαιγυπτιακού Στόλου, ξεκίνησε από ένα καθαρά τυχαίο γεγονός και ήταν καταλυτική για τις μετέπειτα εξελίξεις. Επιπλέον, δύο θάνατοι, του Αλεξάνδρου του Α’(Τσάρου της Ρωσίας) και η αυτοκτονία του άγγλου υπουργού Εξωτερικών Κάλσρη, ενίσχυσαν τη τάση για αλλαγή πλεύσης στην πολιτική των Δυνάμεων και την αναγνώριση ενός ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Αυτά παραπέμπουν στην ρήση του Κολοκοτρώνη: «Ο Θεός έβαλε την Υπογραφή Του για την απελευθέρωση της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω». Έτσι ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποδεχθεί μια ώρα αρχύτερα την ήττα του, και όταν ο Μαιζόν έφτασε στην Πελοπόννησο με 14.000 Γάλλους δεν συνάντησε καμία αντίσταση από τους εγκλωβισμένους στα κάστρα τους Αιγυπτίους.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ…
Ο ζωτικός χώρος της επανάστασης εντοπιζόταν λοιπόν στη Πελοποννήσο και στα νησιά του Aργοσαρωνικού, ενώ η Σάμος τελούσε υπό ειδικό καθεστώς αυτονομίας. Aποφασίστηκε λοιπόν η διοργάνωση εκστρατειών και η ανακατάληψη εδαφών, έτσι ώστε η αναζωπύρωση της επανάστασης στις περιοχές αυτές να νομιμοποιήσει τις εδαφικές διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς. Οργανώθηκαν εκστρατείες στη Χίο, (ύστερα από πίεση των Χιωτών προσφύγων) υπό το φιλέλληνα Φαβιέρο, στην Kρήτη και επιχείρηση στο Tρίκερι, (στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου) που δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν επιχειρήσεις ανακατάληψης των επαρχιών της Δ. και της Α. Στερεάς (1828-29). Oι επιχειρήσεις αυτές τερματίστηκαν με επιτυχία, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς στο ζήτημα των συνόρων του ελληνικού κράτους.
Ωστόσο ο τελικός απολογισμός της επανάστασης από πλευράς θυμάτων ήταν τρομακτικός: 800.000 νεκροί για να απελευθερωθούν 1.500.000 Έλληνες και ένα μικρό τμήμα εδαφών. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφερθεί η εικόνα της έρημης Πελοποννήσου που αντίκρισε το 1829 ένας μορφωμένος νεαρός Γάλλος, ο Έντγκαρ Κινέ, ο οποίος έκανε ένα οδοιπορικό στην πρόσφατα απελευθερωμένη Ελλάδα, καταγράφοντας τις νωπές ακόμα πληγές από την επιδρομή του Ιμπραήμ. Γράφει ότι αντίκρισε σμήνη από κοράκια πάνω από την Μεσσηνία, Αγριόπαπιες στα Οροπέδια της Αρκαδίας, αλλά πουθενά δεν είδε τον κορυδαλλό, τον σπουργίτη, την καρδερίνα, «….εκείνα τα πουλιά που δίνουν ζωή στους τόπους κοντά στον άνθρωπο. Οι ελαιώνες είναι σχεδόν ολότελα βουβοί… Δεν ξέρω τι έχει απογίνει το αηδόνι. Δεν το άκουσα ποτέ….»
Αυτή η τραγική θυσία μας αναγκάζει να συνειδητοποιήσουμε ότι το «Ελευθερία ή Θάνατος» ήταν σύνθημα ιερής αγανακτήσεως του Ελληνισμού, και ενσυνείδητης επιλογής. Επιπλέον μας διδάσκει ότι αυτός που είναι αποφασισμένος να πεθάνει για τα δίκαια του είναι ανίκητος. Ελάχιστος λοιπόν φόρος τιμής στα θύματα αυτά είναι και η αποτύπωση αυτού του συνθήματος στις ρίγες της σημαίας μας. Και μόνο αυτή η μνήμη πρέπει να μας γεννά συναισθήματα ρίγους, δέους και σεβασμού στην απλή και μόνο θέα του εθνικού μας συμβόλου που αποτελεί ένα διαρκές μνημόσυνο για αυτούς τους νεκρούς.
Ευτυχώς για τον Ελληνισμό αυτός που «εξαργύρωσε» στα διπλωματικά παίγνια την θυσία αυτή, ήταν η πολιτική ιδιοφυΐα που άκουγε στο όνομα Ιωάννης Καποδίστριας ο οποίος εκμεταλλευόμενος στο έπακρο, και ακροβατώντας εν μέσω των αντιπαλοτήτων των Δυνάμεων προς όφελος των Ελλήνων, δεδομένου ότι οι Άγγλοι δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να συμπεριληφθεί η Στερεά στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της Ελληνικής εδαφικής επέκτασης. Βέβαια αυτή του την επιτυχία θα την πληρώσει αργότερα με την ίδια του την ζωή…
Αντίστοιχα ο Κολοκοτρώνης για μια ακόμη φορά, αναζωογόνησε την ψυχορραγούσα, από τις δολοπλοκίες και τις αθλιότητες των Κυβερνώντων, ελληνική επανάσταση. Αναστήλωσε το γόητρο των Ελλήνων στις Ευρωπαϊκές χώρες, και αποσόβησε τον εκκολαπτόμενο κίνδυνο να αμφισβητηθεί η ύπαρξη «Ελληνικού Έθνους» (όπως εντέχνως επιχειρείται και σήμερα).
Η Τυχαία ναυμαχία του Ναυαρίνου, ήταν εκείνη που καθόρισε οριστικά τις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων με την Υψηλή Πύλη και επιτάχυνε καταλυτικά τις διαδικασίες για τη δημιουργία του μικρού ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ήταν και το εφαλτήριο της νομιμοποίησης των ξένων επεμβάσεων στα εσωτερικά της χώρας.
Οι στόχοι των αγωνιστών φαίνεται να ανήκαν περισσότερο στη σφαίρα της ουτοπίας παρά στο χώρο της ρεαλιστικής πολιτικής. Κι όμως το θαύμα έγινε και η ουτοπία συντελέστηκε. Δεν μένει παρά να καταλάβουμε το θαύμα αυτό και να ξανασκεφτούμε τι μειώνει την απόσταση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγμάτωσή του. Κι έτσι, μέσα από τις εικόνες και πέρα από το χρόνο, μπορούμε να διακρίνουμε το πνεύμα του Αγώνα.
Το ’21 έδειξε το δρόμο όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους άλλους λαούς της Βαλκανικής και της υπόλοιπης Ευρώπης. Άλλωστε η μοίρα και η δόξα της φυλής μας είναι να της ανήκουν οι τραγικές θυσίες και τα φριχτά μαρτύρια. Τα μεγαλουργήματά της όμως, ανήκουν στην ιδέα της παγκόσμιας ελευθερίας και οι θρίαμβοί της είναι πανανθρώπινοι θριάμβοι. Ο φιλελληνισμός που ενέπνευσε στην προηγμένη Ευρώπη δεν ήταν ένας γραφικός εξωτισμός, αλλά η ίδια η ανάγκη των πιο ευαίσθητων στρωμάτων των δυτικών κοινωνιών να επανασυνδεθούν με τα δικά τους αιτήματα και αξίες που τόσο δοκιμάζονταν από τη «ρεαλιστική» πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Έβλεπαν έναν αρχαίο, «γερασμένο» λαό να ανακαλύπτει τα κρυμμένα του νιάτα, και στεκόμενος όρθιος μπροστά στο βιβλίο της Μοίρας, να της υπαγορεύει για πρώτη φορά μετά από αιώνες το νέο κεφάλαιο της ιστορίας του. Το ’21, τέλος, έδειξε πως οι ορίζοντες του μέλλοντος τότε μόνον μπορούν να ανοίξουν, όταν το παρελθόν δεν έχει ξεχαστεί. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Σατωβριάνδου: « Οι Σουλιώτισσες γυναίκες βυθιζόμενες μαζί με τα παιδιά τους στα κύματα, οι πρόσφυγες της Πάργας φέροντες μαζί τους τα οστά των πατέρων τους, τα Ψαρά θαπτόμενα στα ερείπια τους, το ατείχιστο σχεδόν Μεσολόγγι αποκρούων τους δις στα τείχη του εφορμήσαντας βαρβάρους, αδύνατα σκάφη μεταμορφωθέντα σε τρομερούς στόλους και προσβάλλοντα, πυρπολούντα και διασκορπίζοντα τα υπερμεγέθη εχθρικά πλοία, αυτά είναι τα κατορθώματα, τα οποία καθιστούν την Νέα Ελλάδα άξια της λατρείας, την οποία απελάμβανε και το αρχαίο της όνομα».
Η Ιστορία, με μια πλαστική δύναμη που μόνο η μεγάλη τέχνη διαθέτει, δημιούργησε τον Έλληνα του Αγώνα. Κλασικό ήρωα, χριστιανό μάρτυρα. Μαχητή του Διαφωτισμού, συντηρητή της παράδοσης και προφήτη της προόδου. Ρήγας και Μακρυγιάννης, νησιώτης κι ορεσίβιος κτηνοτρόφος. Χριστιανός ορθόδοξος , ο Έλληνας του Αγώνα αποτελεί μια σύνθεση ρευστή και εύθραυστη αλλά και μια μεγάλη στιγμή της Ιστορίας. Ανήκει στο είδος των ανθρώπων που δεν ήταν «πολιτικά ρεαλιστής». Ήταν «συναισθηματικά ανόητος, θερμοκέφαλος», ουτοπιστής, που μας άφησε ως δώρο ανεκτίμητο το όνειρο του, στο οποίο έδωσε και όνομα: το ονόμασε ΕΛΛΑΔΑ. Γιατί το συναίσθημα μας έδωσε Πατρίδα, ούτε η λογική ούτε ο ρεαλισμός.
Κλείνοντας δεν μπορώ να μην παραβάλλω και απόσπάσματα από τις παραινέσεις του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα της 7ΗΣ Οκτ, του 1838 (στο μοναδικό Γυμνάσιο των Αθηνών).
«Παιδιά μου!
Εις τον τόπον τούτον όπου εγώ πατώ σήμερον επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιόν καιρόν άνδρες σοφοί και άνδρες, με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ, και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου! Εις την μεγάλην δόξαν των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρόν του αγώνος μας, και προ αυτού και ύστερα απ’αυτόν, ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’αυτά να κάμωμεν συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
Ταξίαρχος (ε.α.) Παναγιώτης Σπυρόπουλος
Ιστορικός ΓΕΣ/ΔΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου