Χρόνια τώρα σε κυνηγούν και πότε σε κάνω σταυρό, σε κρεμώ στον κόρφο μου και κλείνω ως πάνω το μπουφάν (τάχα κρυώνω), πότε σε δένω στο παλιό κεντητό μου μαντηλάκι (κάνω πως με έπιασε η νοσταλγία) και πότε σε αφήνω να λιώνεις στο στόμα μου μαζί με τα λόγια του καημού (όπως κάποτε οι καραμέλες-επιβράβευση για ένα δέκα με τόνο στην ορθογραφία).
Τώρα έχουν λυσσάξει καθώς ξέρουν πολύ καλά πως εσύ, η πατρίδα, είσαι η μόνη που εμπνέεις έρωτα και αντίσταση, πόνο και ελπίδα και δεν τα θέλουν τούτα. Δεν μπορούν να τα ελέγξουν, γι’ αυτό τα βγάζουν άλλοτε ρατσιστικά, άλλοτε φασιστικά, άλλοτε εθνικιστικά και άλλοτε πάλι οπισθοδρομικά.
Όχι σύνορα, λένε, όχι πατρίδες, είμαστε Ευρώπη τώρα, όλοι μαζί (αλλά στον κίνδυνο οι Έλληνες μόνοι και στο μεγάλο φαγοπότι αυτοί μοναχοί τους).
Να είμαστε Ευρώπη -δεν λέω, αν και τελευταία συχνά …λέω- αλλά όχι δίχως την ελληνική μας ταυτότητα. Είμαστε η Ελλάδα στην Ευρώπη! Ε, αυτό είναι που δεν το βαστάνε, δεν το θέλουν και γι’ αυτό κάνουν αμάν να σε τσακίσουν, πατρίδα μου.
Τώρα πάλι που γιορτάζεις τις παλιές μέρες της ξεχασμένης λευτεριάς, αρχίζουν τα τσιράκια των εχθρών να μην γουστάρουν την ιστορία, να την λένε ρατσιστική γιατί καταγράφει ως εχθρούς τους εχθρούς μας (!), γιατί δένει με ιστορίες παπάδων στην Αγία Λαύρα, επειδή έχει λάβαρα και Παναγίες-απαντοχές σε διαρκή Ευαγγελισμό (νυν και αεί).
Ετούτοι, οι ενάντιοι, αγαπούν αυτό που κουβαλούν: Το κενό. Και αυτό επιχειρούν να κάνουν νόμο παγκόσμιο ώστε οι λαοί άδειοι και –ταυτόχρονα- άλλοτε εκμαυλισμένοι από υπέρμετρη τρυφηλότητα και άλλοτε εξουθενωμένοι από έσχατη ένδεια να χάσουν κάθε ευκαιρία, δυνατότητα και βούληση για αντίσταση, με αποτέλεσμα οι χειροπέδες να μοιάζουν η μόνη…φυσική κατάσταση για τα έθνη των ανθρώπων.
Η αλήθεια είναι πως οι πατρίδες κινδυνεύουν. Εσύ δε, περισσότερο από πολλές γιατί είσαι κεκοσμημένη με το ακριβό και πολύτιμο πορφυρό που ο ποιητής σου το βόγκηξε και ύστερα είπαν πως ήταν ποίημα το «της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν»….
Πολλών αιμάτων την τιμή έχεις εσύ, πολλών γυναικών τον θρήνο για νεκρά τέκνα και ορφανεμένα προσκέφαλα κουβαλάς, πολλών τον έρωτα σέρνεις πάνω σου τιμή, φυλαχτό και κατάρα, καψερή μου.
Και δεν είναι μόνο αυτό.
Είναι και που σαν κοντοστέκεσαι να πάρεις μια ανάσα από πολέμους, πληγές, ψέματα και κολακείες τινάζεις την κόμη σου και μυρίζει ο κόσμος αλμύρα Αιγαίου, κοιμάσαι και η αναπνοή σου λιβανίζει αγίους που σουλατσάρουν στο μαξιλάρι σου, ξυπνάς και στα ματόκλαδά σου αναδεύονται ο Αλέξανδρος, ο Περικλής , ο Σωκράτης, ο Παλαιολόγος, η Μαντώ και ένα σωρό άλλοι «πεθαίνω για σένα», κοιτάς τον ήλιο και αυτός χαμηλώνει σε γεράνια κόκκινα σαν τον έρωτα των αγοριών που έτρεχαν στα σοκάκια υψώνοντας σημαίες, κορίτσια και σπιτικά, στέλνεις χαμόγελο στα φεγγάρια και αυτά ακουμπούν απαλά στις στέγες, μόνο για να σε βλέπουν να ρίχνεις τον χιτώνα σου στα τραπεζάκι των καλοκαιριών όπου ξέμειναν τα περισσεύματα του τσίπουρου και στενάγματα των βροτών (που πίσω από τα σφαλιστά παντζούρια κάνουν τους Έλληνες, που θα γεννηθούν την επόμενη Άνοιξη)…
Μετά -σε μέρες σαν την αυριανή- σε βλέπουν να ντύνεσαι το ρούχο που σου κουρέλιασαν ( τραβώντας σαν λυσσασμένα σκυλιά) και -ανεμίζοντας τον ουρανό για μαντήλι- να μετατρέπεσαι στο θαύμα που δεν αντέχουν: Σε Κυρά, αρχόντισσα και αφέντρα που φορέθηκε με την μεγαλοσύνη μιας θάλασσας, το ατέρμονο μιας ακτής και το μυστικοπαθές ενός μουσικού κοχυλιού και προχωράει στους δρόμους που δεν θα υπήρχαν αν εκείνη δεν είχε την επιθυμία να τους διαβεί….
Αυτά σου τα «λοξά» δεν τα σηκώνουν. Σε παίρνουν για ξιπασμένη ή ψηλομύτα ενώ δεν είσαι παρά ο εαυτός σου και ούτε που ευθύνεσαι για το υπέροχό σου….
Εγώ σε ξέρω γιατί είσαι η μήτρα που φιλοξένησες τους αιώνες μου, πριν γεννηθώ.
Σε γνωρίζω και με γνωρίζεις, σαν το ψωμί που ευλόγησες κι’ εγώ το γεύτηκα.
Μαζί σου πήγα όπου υπήρξα ευτυχισμένη, εσύ με κοίταζες όταν δάκρυζα, στους αέρηδες που ορίστηκαν Έλληνες στέναξα και με άκουσε ο Θεός όταν ερωτεύτηκα, όταν γέννησα, όταν γέννησε η κόρη μου, όταν περπάτησαν τα παιδιά των παιδιών μου.
Το ακατάλυτο του δεσμού μας ορίστηκε ως η ευωδιά του βασιλικού στην γλάστρα μου και ο μυστικός μας κώδικας έγινε το πρώτο άνθισμα τριανταφυλλιάς στο παρτέρι μου ενώ στις μαύρες μου μαδάω τον δύστυχο και αθώο μαϊδανό στο παρτέρι και συ καταλαβαίνεις πως σκούρα είναι τα πράγματα….
Τώρα πάλι μαδάω μαϊδανό, γιατί δεν ξέρω πού να σε κρύψω από τους εχθρούς που έγιναν πολλοί πια κι’ εγώ δεν θέλω να σε χάσω, γιατί θα χαθώ.
«Δεν χάνομαι εγώ» είπες και χαμογέλασες στιβαρά, σαν βεβαιωμένη ελπίδα.
«Δεν χάνομαι» ξαναείπες «επειδή μ’ αγαπάς».
«Για πάντα» είπα εγώ κι’ εσύ χώθηκες πάλι στον κόρφο μου, στο μέρος της καρδιάς μουρμουρίζοντας πως οι καρδιές είναι το μέρος που προτιμάς ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων….
Έτσι «καταδικάστηκα» την ειμαρμένη του κάθε Έλληνα: Να σ’ αγαπώ για να μην χαθείς και να σ’ ερωτεύομαι αφού είσαι στο μέρος της καρδιάς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου