Κ.Σ.
Ο απολύτως επικοινωνών στην ιστορία του ανθρώπου υπήρξε και είναι ο Υιός του ανθρώπου, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Υιός και λόγος του Θεού.
Τα κείμενα των ιερών Ευαγγελίων αποτελούν, ως προς το πρόσωπό Του, το εγχειρίδιο της τελείας επικοινωνίας. Εκεί φαίνεται πώς ο αιώνιος Λόγος προσφέρει τον εαυτό του προς τα κατ’ εικόνα Του πλάσματά του, ως καρδιογνώστης Δημιουργός τους, σε μια κίνηση ασύλληπτης επικοινωνίας και αφάτου κενώσεως° « και ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. Α’ 14).
Με τον κυριαρχικό, το ζωοποιό λόγο Του ή τη θεία σπλαχνική σιωπή Του, ο «πράος και ταπεινός τη καρδία» φίλος των μετανοημένων τελωνών και των αμαρτωλών τούς αξιώνει να υψώνονται πάνω από τις πληγές τους και τα συντρίμματα των καρδιών τους και να αναδεικνύονται ευαγγελισταί και ισαπόστολοι και πρώτοι κάτοικοι του Παραδείσου.
Οι διάλογοι του Ιησού στα Ευαγγέλια δεν είναι λίγοι, αλλά εκείνος με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα αποτελεί μονάκριβο μνημείο επικοινωνιακού λόγου. Σ’ αυτόν Εκείνος, ο Θεάνθρωπος, προσφέρει την αφυπνίζουσα καθοδήγησή Του, το λόγο που αληθεύει χωρίς να εξουθενώνει και οικοδομεί, γιατί δεν ευτελίζει, με το σεβασμό που μόνο ο Πλάστης μπορεί να έχει προς το πλάσμα Του. Κι εκείνη, η αμαρτωλή, χάρη σ’ αυτόν, βρίσκει τη δύναμη να εξακοντίσει το πνεύμα της στις ακρώρειες της πνευματικής δεκτικότητος, οπότε και αξιώνεται ν’ ακούσει ρήμα πρωτάκουστο° « Πνεύμα ο Θεός…» (Ιω. Δ’ 24).
Η επικοινωνία Του με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο έχει άλλο πλαίσιο. Δέ γίνεται μέσα στην ησυχία της φύσεως, αλλά μέσα στο θόρυβο μιας υποδοχής του Μεσσία στην πολυσύχναστη Ιεριχώ.
Μια φτωχή συκομορέα κάνει να ψηλώσει ένας χαμηλός ανέντιμος υπάλληλος του ρωμαϊκού κράτους, ώσπου η ανταπόκρισή του στο κυρίαρχο κάλεσμά Του, για το κατέβασμά του από αυτή, του χάρισε την πιο μεγάλη χαρά της ζωής του (Λουκ.ιθ 6).
Μια επικοινωνία αστραπή. Σ’ αυτή ο ευαγγελιστής Ματθαίος χρωστάει το θαυμαστό επίλογο του Ιησού στο θαύμα, απάντηση σ’ εκείνους, που δέ θέλησαν να επικοινωνήσουν μαζί Του, γιατί «πάντες διεγόγγυζον»° «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο» ( Λουκ.ιθ’9).
Έτσι γινόταν συχνά. Ο Ιησούς επικοινωνούσε ελεύθερα, χωρίς τυπικότητα, αλλά χωρίς και την παραμικρή υποψία υποτιμήσεως γι αυτούς που είχε είτε δίπλα του, είτε απέναντί του, φίλους και εχθρούς. Θυμηθήτε το παράπονο της Μαρίας του Λαζάρου° « Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν απέθανέ μου ο αδελφός», και τη δική Του όλο συμπάθεια ανταπόκριση στη Μάρθα° « …εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού»° και το δάκρυ Του.
Ναι, ακόμα και τους νεκρούς έφερνε στη ζωή ο λόγος Του, γιατί και γι’ αυτούς, ως κύριος ζώντων και νεκρών, είχε λόγο επικοινωνίας-«Νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι», - « Η παις, εγείρου». Ανοίγοντας τα κλειστά τους βλέφαρα ατένισαν στο πρόσωπό Του τη Ζωή.
Πόσες φορές το πρόσωπό Του και μόνο έφθανε για να ξυπνήσει μέσα στο στήθος των ανθρώπων αισθήματα αποκοιμισμένα! Ακόμα κι όταν υπόδικος στεκόταν «προ Πιλάτου κριτού» συγκλόνισε τη συνείδησή του τη νεκρωμένη° « λέγει αυτώ ο Πιλάτος° τί εστίν αλήθεια;» (Ιω.ιη’38). Δεν έχει σημασία αν ο Πιλάτος « απενίψατο τας χείρας». Το σπουδαίο είναι ότι ο Ιησούς τού είχε δώσει την ύστατη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί Του.
Μήπως το ίδιο δεν είχε κάμει και με τον προδότη στον κήπο τής Γεσθημανή, μ’ ένα απαλό ερώτημα, που ακοντιζόταν, όλο στοργή κι έγνοια, στην πετρωμένη καρδιά του Ιούδα, μήπως και κάνει ν’ αναπηδήσουν τα ύδατα της μετανοίας; Για τον άλλοτε μαθητή ήταν η ήρεμη απορία° «εταίρε, εφ’ ω πάρει;» (Ματθ. κστ’ 50).
Για τον Πέτρο έφθασε ένα βλέμμα Του και μια υπόμνηση-« Πριν αλέκτορα φωνήσαι…»-για να κυλήσουν ποτάμι τα πικρά δάκρυα της λυτρώσεως. Και για το Θωμά άρκεσε να ιδεί τις τρυπημένες παλάμες Του και την ανοιχτή πλευρά Του, για να επικοινωνήσει ξανά κραυγάζοντας στην καρδιά του° « ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιω. Κ’ 28).
Κάποτε η ψυχή ανταποκρινόταν στο λόγο Του μετά από καιρό, όπως έγινε με το νυκτερινό μαθητή, τον Νικόδημο, που τον άφησε κατάπληκτον η αδυναμία του να επικοινωνήσει° « Συ ει ο διδάσκαλος τού Ισραήλ και ταύτα ου γινώσκεις;» (Ιω. γ’ 10). Αλλά η διπλή εκείνη νύχτα δεν πήγε χαμένη! Στον ανθισμένο κήπο του Ιωσήφ ο Νικόδημος συγκηδεύει Εκείνον, που κραύγαζε στα πλήθη για ν’ ακούσουν° « εγώ ειμι η ζωή», και που τώρα «άπνους κατατίθεται», και να ανταποκριθούν.
Ναι, καμιά επικοινωνία με τον Ιησού δέ μένει ανενεργής. Το είπε ο γέρων Συμεών, όταν, βρέφος τεσσαρακονθήμερο, Τόν υποδεχόταν στο Ναό° «ούτος κείται(…) εις σημείον αντιλεγόμενον» ( Λουκ. β’ 34).
Ο λόγος Του έχει μέσα του το μυστήριο της επικοινωνίας. Η άρνηση του ανθρώπου ή η κατάφαση-δεν υπάρχει άλλη περίπτωση-αποδεικνύει ότι είναι προσωπικός Θεός, που αναγνωρίζει στο πλάσμα Του ό,τι Εκείνος του έχει δώσει: το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής, που είναι και το θεμέλιο της θεανθρώπινης επικοινωνίας.
Από το βιβλίο « Σημειώσεις για ένα θέμα» (β΄ εκδ. 2001). Συγγραφέας η Ελπίς Γ. Γούναρη, αγαπημένη καθηγήτρια, φιλόλογος, πολλών και εμού στην « Ελληνική Παιδεία», που εξακολουθεί, με απαλότητα «όλο στοργή και έγνοια», να «ακοντίζει» στις καρδιές μας το λόγο του Κυρίου.
Κ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου