Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Ο Μαξίμ Γκόρκι και το ''ταγκαλάκι''

Κ.Σ.

Ο Άγιος Παΐσιος είναι γνωστό ότι αποκαλούσε τον διάβολο ταγκαλάκι. Στο βιβλίο ''Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο (εκδ. Ιερό Ησυχαστήριον ''Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος'', 1998) και στο κεφάλαιο με τον τίτλο ''Να μην ανοίγουμε συζήτηση με το ταγκαλάκι'' (σελ.56-57) ο Άγιος Παΐσιος συμβουλεύει: ''Να μην αφήνουμε τον διάβολο να ξεσκαλίζη τα πάθη. Αν τον αφήσουμε να ξεσκαλίζη την αδυναμία μας, δημιουργείται ''καρκίνος''. Πρέπει να έχουμε την πνευματική λεβεντιά, να περιφρονούμε τον διάβολο και όλα τα πονηρά τηλεγραφήματα-τους λογισμούς- και να μην ανοίγουμε συζήτηση μαζί του. Όλοι οι δικηγόροι να μαζευτούν, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με ένα μικρό διαβολάκι. Για να κόψουμε τις σχέσεις με τον πειρασμό και να αποφύγουμε τους πειρασμούς, πολύ βοηθάει το να κόψουμε τις συζητήσεις μαζί του.''.  

Ο Μαξίμ Γκόρκι έχει γράψει ένα διήγημα με τον τίτλο ''ο διάβολος'' ( βιβλίο: Ο προσκυνητής και άλλα διηγήματα, εκδ. Ελληνική Παιδεία ΑΕ, μεταφρ. Κώστα Μιλτιάδη, 2022).  Πρωταγωνιστές είναι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς Ιβανώφ και ο διάβολος· είχαν μία νυχτερινή συνάντηση  την παραμονή των Αγίων Θεοφανείων, όταν από τη μια ο Ιβάν Ιβάνοβιτς μόνος- χωρίς ταπείνωση, γιατί αυτή σακατεύει τον διάβολο, όπως λέει ο Αγ. Παίσιος- έκανε μία προσπάθεια ενδοσκόπησης και από την άλλη ο διάβολος ''έπληττε'' και μπήκε στο σπίτι του Ιβάν· το επέλεξε, γιατί δεν είχε τον σταυρό και ίσως εύρισκε κάτι που ''ν' αξίζει τον κόπο''. Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς  άνοιξε συζήτηση με τον διάβολο και τον προσκάλεσε να ''ξεσκαλίσει'' τα πάθη του με ολέθριες συνέπειες για την ζωή και την ψυχή του.

(σ.σ. Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς) ''...Ήτανε, όπως καθιερώθηκε πια η λέξη, ένας ''διανοούμενος'' και είχε για επάγγελμα ''την προσπάθειαν διά τον σκοπόν της ηθικής τελειοποιήσεως'' που την εδυνάμωνε κάθε μέρα μέσα του, με ατέλειωτες συζητήσεις με φίλους του και με βιβλία ωφέλιμα για την ψυχή. Επειδή όλ'  αυτά συνέβαιναν την παραμονή του Αγίου Ιωάννου, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς, καθισμένος στο τραπέζι του, έβαζε μπροστά του τη ζωή που έκανε κατά τις δύο τελευταίες βδομάδες και ήτανε βυθισμένος μέσα στις σκέψεις του. ... Με τα μάτια κλειστά ο Ιβάν Ιβάνοβιτς κοίταζε μελαγχολικά κάποια εφημερίδα και που προσπαθούσε να τη θυμηθεί τώρα. Η ζωγραφιά παρίστανε ένα πελώριο χταπόδι που καταβρόχθιζε έναν αστακό που τον είχε αρπάξει με κάποιο πλοκάμι του.

— Να πώς είμαι —σκέφτηκε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς—, όμοιος με τον αστακό, και η ζωή σαν αυτό το χταπόδι, μου πίνει το αίμα. Προσπαθώ να χτυπήσω τη θανατηφόρα της επίδραση, θέλω να νικήσω τα πάθη μου κι αυτή με τις φριχτές της βεντούζες μού τραβά το αίμα και με σέρνει εκεί όπου ξετυλίγονται τα όργια του Βάκχου, εκεί όπου ο άνθρωπος αποκτηνώνεται, εκεί όπου σβήνει κάθε ευγενικό αίσθημα. Έπρεπε ν’ αφιερώσω όλες μου τις δυνάμεις, όλη μου την ψυχή, για να δαμάσω την αδιαφορία μου, για να μπορέσω ν’ απαντήσω σαν μια ηχώ, σε ό,τι είναι γενναίο, σε ό,τι εξυψώνει την ψυχή, έπρεπε να είμαι ο τολμηρός υπερασπιστής των δικαιωμάτων μου, των δικαιωμάτων της ποδοπατημένης μου ατομικότητας και αντί για όλ’ αυτά... πήγα τρεις φορές στον αποκριάτικο χορό, στο ρεστοράν και, μάλιστα, προσέβαλα μια γυναίκα!... ήτανε αναντρία εκ μέρους μου!... Αν και παρ’ όλα αυτά δεν μου ήτανε ολότελα άγνωστη, αφού είναι η γυναίκα του Γιεγκώρ, και ο Γιεγκώρ είναι παλαιός μου φίλος, φίλος μου αδελφικός, μάλιστα. Ίσως η περίπτωση αυτή μετριάζει λίγο το σφάλμα μου, μα ωστόσο... ωστόσο. Είναι ακόμη ευχάριστο που δίνω λόγο στον εαυτό μου σαν παραφέρομαι, είναι πολύ παρηγορητικό! Μα, διάολε! Αν μπορούσα να ξεριζώσω από την καρδιά μου τα πάθη μου.

— Προσπαθήσετε, είπε μια ευγενική φωνή. Αν το επιθυμείτε, μπορώ να σας βοηθήσω σ’ αυτό.

Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς γύρισε γρήγορα το κεφάλι κι ανατρίχιασε -πάντα ανατριχιάζει κανείς βλέποντας τον διάβολο. 

— Με συγχωρείτε, δεν είχα παρατηρήσει πως είχατε μπει στο δωμάτιό μου. Αν δεν απατώμαι, έχω την τιμή να βλέπω τον διάβολο;

—Τον ίδιο, και σας παρακαλώ, αν δεν σας ενοχλώ, λέει ο διάβολος.

— Χουμ... χουμ... Σε τι οφείλω την τιμή;

—Μα, απλούστατα, μπήκα μη έχοντας να κάνω τίποτα το καλύτερο. Γιατί σήμερα, το ξέρετε, είναι η παραμονή των Θεοφάνιων και μας τους διαβόλους μάς διώχνουν αυτήν τη μέρα από παντού. ... Και να γιατί μπήκα, επειδή ξέρω πως είσαστε υποχρεωτικός άνθρωπος!...

Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς αισθάνθηκε κάποια ταραχή. Δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με το ζήτημα της υπάρξεως του διαβόλου και τώρα, βλέποντάς τον, ενόμιζε σαν ένοχο τον εαυτό του, μπροστά του.

—Είμαι... είμαι πολύ ευχαριστημένος, είπε χαμογελώντας σαν σαστισμένος. Ίσως να μην είσαστε καλά πάνω στο παράθυρο. Σας παρακαλώ πολύ...

—Ω! Μην ανησυχείτε. Επειδή προσαρμόζομαι γρήγορα σ’ όλες τις καταστάσεις όσο στενάχωρες... ή και γελοίες αν είναι.

— Χουμ! Είναι πολύ ευχάριστος, είπε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς και σκέφτηκε: αλήθεια, είναι χωριάτης ή για να μιλήσω ακριβέστερα... δεν του αρέσουν οι εθιμοτυπίες.

— Έχετε, νομίζω, εκφράσει την επιθυμία να καθαρίσετε την καρδιά σας, ε;

—Μάλιστα, ξέρετε, ο άνθρωπος, παρά την πρόοδο του πνεύματός του, είναι ακόμα πολύ αδύνατος όταν πρόκειται να καταπολεμήσει τα πάθη του. Αλλά συγχωρήσετε με αν κατάλαβα άσκημα- μου προσφέρετε τη βοήθειά σας στην υπόθεση αυτή;

—Βεβαιότατα, και σας το επαναλαμβάνω, είμαι στας διαταγάς σας.

—Μα αυτό είναι το αντίθετο της ειδικότητάς σας... έκανε, ξαφνιασμένος.

—Ε, Ιβάν Ιβάνοβιτς, αναφώνησε ο διάβολος κάνοντας κάποιαν απελπιστική χειρονομία. Νομίζετε πως η ειδικότης δεν με κάνει ν’ αρχίζω να πλήττω στο τέλος;

—Αλήθεια;

—Βέβαια. Μήπως δεν συμβαίνει κι ο ίδιος ο άνθρωπος να χορταίνει κάνοντας πάντα τις μικρές του αδιαντροπιές και μήπως δεν μετανιώνει ειλικρινά...

Και τι μπορεί να συμβεί αν δεχθώ τις υπηρεσίες του; ρώτησε τον εαυτό του ο Ιβάν Ιβάνοβιτς. Είναι παντοδύναμος και μπορεί να με κάνει μονομιάς τέλειο. Τότε οι φίλοι μου κι οι γνώριμοί μου θα μείνουν κατάπληκτοι!

—Εμπρός, πέστε μου λοιπόν, τι στενοχώριες έχετε; ρώτησε επίμονα ο διάβολος.

— Μα... αυτό... ξέρετε... γι’ αυτό είναι χωρίς άλλο ανάγκη να γίνει κάποια εγχείρηση πολύ επώδυνη;

— Μόνο για τις δυνατές ψυχές, για κείνες που τα αισθήματά τους είναι ρωμαλέα και πολύ βαθιά ριζωμένα μέσα τους.

—Μα εγώ;

— Σε σας —συγχωρέσετέ με, βρίσκομαι σαν γιατρός εδώ-, σε σας η καρδιά είναι τρυφερή... μαραμένη... και τόσο μαλακή σαν ένα μπαγιάτικο ραδίκι, παραδείγματος χάριν. Όταν θα της ξεριζώσω τα πάθη που την ενοχλούν, θα νιώσετε το ίδιο που νιώθει μια κότα που της βγάζουν τα φτερά από την ουρά της.

Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς άρχισε να συλλογίζεται και είπε ύστερα από λίγο:

—Κι επιτρέψετέ μου να σας ρωτήσω αν θ’ απαιτήσετε να σας δώσω την ψυχή μου για την υπηρεσία που θέλετε να μου προσφέρετε;

Ο διάβολος πήδηξε από το παράθυρο πάνω στο πάτωμα και με κάποια χειρονομία πυρετώδικη των νυχιών του φώναξε διαμαρτυρόμενος:

—Την ψυχή σας! Ω, όχι! Όχι, σας παρακαλώ, δεν θα 'ξερα τι να την κάνω. Μα για σκεφθείτε το! Πού θα την έβαζα; Δηλαδή, συγχωρήσετέ με! Ήθελα να πω, σε τι θα μου χρειαζόταν; Όχι δεν πρόκειται γι αυτό, δεν πρόκειται γι’ αυτό, δεν πρόκειται καθόλου γι’ αυτό. Ήθελα να πω...

— Ρώτησα γι’ αυτό, γιατί γενικώς έχετε τη συνήθεια. ..

— Μάλιστα, άλλοτε, όταν επρόκειτο για ψυχές υγιείς, για ψυχές ανωτέρας ποιότητας...

—Θα νόμιζε κανείς πως δεν δίνετε την παραμικρή σημασία για την ψυχή μου!

—Ω! όχι! δεν είν’ έτσι. Μα θέ... θέλω απλώς να είμαι άψογος σήμερα. Και έπειτα, πρέπει να το παραδεχθείτε, μήπως δεν θα ήτανε πολύ ενδιαφέρον για μένα αυτό, να δω έναν άνθρωπο τέλειο;

—Χουμ! Έτσι λοιπόν λέτε ότι δεν θα ’τανε ούτε επώδυνο ούτε επικίνδυνο;

—Σας βεβαιώνω. Το να φτάσετε στην τελειότητα με τη βοήθειά μου δεν θα σας στοιχίσει απολύτως τίποτε. Και αν το επιθυμείτε, για δοκιμή, θα ξεριζώσουμε κάτι από την καρδιά σας.

— Ευχαρίστως..

—Σύμφωνοι λοιπόν... Τι σας στεναχωρεί περισσότερο;

Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς σκέφτηκε. Είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντήσω αμέσως, ποιο από τα παθάκια μας μάς είναι αγαπητότερο από τ’ άλλα.

— Όχι, αν ευαρεστείστε, αρχίστε από το μικρότερο.

—Μου είναι αδιάφορο... διαλέξτε ο ίδιος.

Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς ξανασώπασε. Είχε συχνά εξετάσει την ψυχή του και ωστόσο -ή γι’ αυτό ίσως προπάντων— βασίλευε εκεί απόλυτο χάος. Όλα μέσα της ήτανε στραπατσαρισμένα... καταχνιασμένα... και κάθε προσπάθεια που έκανε τώρα για να διαλέξει κάτι από το περιεχόμενό της —δεν μπόρεσε να βρει κανένα αίσθημα καθορισμένο, ολοκληρωτικό, αγνό από κάθε ξένη επαφή.

Ο διάβολος, κουρασμένος να περιμένει, του πρότεινε:

—Σταθείτε, θα σας ξεριζώσω από την καρδιά τη φιλοδοξία, δεν είναι μεγάλη μέσα σας...

— Έχει καλώς, είπε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς με κάποιον στεναγμό, ξεριζώστε την... Ο διάβολος πλησίασε, άγγιξε το στήθος του εγχειριζομένου και ξανατράβηξε γρήγορα το χέρι του. Ο Ιβάν ένιωσε κάποιο κέντημα τσουχτερό, αλλά ευχάριστο, όμοιο με κείνο που νιώθει κανείς όταν του βγάλουν κάποιο αγκύλι από το δάχτυλο.

—Αλήθεια, δεν πόνεσα διόλου —λέει ο Ιβάν Ιβάνοβιτς ανακουφισμένος. Επιτρέψετέ μου να ρίξω μια ματιά πάνω στη φιλοδοξία μου.

Ο διάβολος του άπλωσε την παλάμη πάνω στην οποία ο Ιβάν παρατήρησε κάτι το άχρωμο, το μικρό, το ζαρωμένο, σαν ένα κουρέλι. Ο Ιβάν κοίταξε τη φιλοδοξία του και πρόσθεσε με κάποιο στεναγμό:

— Μα, ξέρετε... όταν συλλογίζεται κανείς πως είν’ ένα κομματάκι της καρδιάς του... ωστόσο είναι κρίμα.

—Αν το επιθυμείτε, θα σας ξερίζωνα και τον οίκτο.

—Μα θα μπορώ να ζω χωρίς αυτόν;

—Σε τι σας χρησιμεύει;

—Α! ξέρετε, είναι κάποιο αίσθημα καλό, ανθρώπινο!

—Και τι θα λέγατε για την κακία;

— Αυτήν, μάλιστα. Αυτή δα στον διάολο... Ω, συγχωρήσετέ με...

— Τίποτα, τίποτε, μην ανησυχείτε.

Ο διάβολος ξανάγγιξε το στήθος του Ιβανώφ και κείνος ξανάνιωσε πάλι κάποιο κέντημα. Τότε πάνω στην παλάμη του διαβόλου είδε κάτι που ξέχυνε κάποια ξινή μυρωδιά κι έμοιαζε σαν πατσαβουρίτσα.

—Μάλιστα, λέει ο Ιβάν Ιβάνοβιτς φράζοντας τη μύτη του, έτσι τη φανταζόμουν, σ’ αυτό το χάλι, μέσα μου.

—Είναι αναμεμιγμένη με πολλές κατεργαριές, είπε ο διάβολος.

—Το βλέπω! Χουμ!... Μα για πέστε μου, σας παρακαλώ, γιατί όλα μου τα αισθήματα μοιάζουν σαν τζελατίνα; Σαν μέδουσες της θάλασσας;

—Είναι της μοίρας σου, αγαπητέ μου Ιβάν Ιβάνοβιτς, αποκρίθηκε ο διάβολος και πέταξε περιφρονητικά πάνω στο πάτωμα το κομμάτι της ψυχής του εγχειριζομένου του.

— Αρχίζω κιόλας να νιώθω τον εαυτό μου ολότελα διαφορετικό, δήλωσε ο Ιβανώφ, ακούοντας τους παλμούς της καρδιάς του.

— Είναι ευχάριστο;

—Αισθάνεται κανείς τον εαυτό του πιο ελαφρό, υπάρχει περισσότερη θέση μέσα στο στήθος.

—Να εξακολουθήσουμε την εγχείρηση;

—Δεν έχω καμιά αντίρρηση.

— Τι έχετε ακόμα;

— Μα, διάφορα πράγματα... γενικά, ό,τι έχουνε κι οι άλλοι.

— Την οργή, παραδείγματος χάριν;

— Ώ μάλιστα... την οργή... βεβαιότατα... ναι... Αν και για να πω την αλήθεια, δεν είναι ολωσδιόλου οργή αυτό, μα καταλαβαίνετε, κάτι το νευρικό, το ευερέθιστο, ένα αίσθημα δυσκολοησύχαστο!

— Να το βγάλουμε;

— Συμφωνώ απολύτως! Αλλά μόνο, προσέχετε σας παρακαλώ, γιατί όλα είναι κάπως ανακατωμένα μέσα μου. Έτσι, όταν ξεριζώσατε την κακία, ένιωσα πως και το αίσχος μαζί μετακινήθηκε.

—Φυσικότατα, λέει ο διάβολος, κι εγώ ακόμα βλέποντας τα αισθήματά σας, ντρέπομαι για λογαριασμό σας, γιατί η καρδιά σας έχει χάλια.

— Ε, τι; Εγώ φταίω γι’ αυτό; αποκρίθηκε ο εγχειριζόμενος. Η καρδιά δεν είναι σαν τα δόντια που μπορεί να τα καθαρίσει κανείς με το βουρτσάκι και με την οδοντόκρεμα.

—Σ’ αυτό έχετε δίκιο. Λοιπόν, να σας εγχειρήσω ακόμα; Να ξεριζώσουμε αυτήν τη νευροπάθειά σας;

—Είμαι έτοιμος.

Και για τρίτη φορά ο διάβολος άγγιξε με το χέρι το στήθος του Ιβανώφ. Μα όταν το ξανατράβηξε, το χέρι του ήτανε γεμάτο από κάποια μάζα ελαφριά, από απροσδιόριστο μίγμα. Δεν είχε κανένα σχήμα και ξέχυνε μια μυρωδιά σαπίλας. Ξεχώριζε κανείς δυο χρώματα πάνω σ’ αυτήν τη μάζα, το ένα σταχτοπράσινο, όμοιο με το χρώμα των ώριμων καρπών και τ’ άλλο σκοτεινόμαυρο σαν καρπός χαλασμένος.

Ο διάβολος είχε γεμάτες τις φούχτες απ’ αυτή την ουσία που ’μοιάζε με τζελατίνα και την κοίταξε με απορία ζητώντας να εξακριβώσει τι είναι.

—Λοιπόν, Ιβάν Ιβάνοβιτς, λέει σαστισμένα, χωρίς να κοιτάξει τον συνομιλητή του, σας έβγαλα κάτι... μα τι; Δεν ξέρω τίποτα... τι θησαυρό είχατε μαζέψει μέσα στην καρδιά σας σε όλα τα χρόνια της ζωής σας; Κανένας χημικός, είμαι βέβαιος, δεν θα μπορούσε να τον καθορίσει... αλλά πιστεύω, τώρα που ξελαφρωθήκατε απ’ όλη αυτήν... τη σαλάτα, θα γινήκατε αγνός σαν ένας άγγελος... τι επιτήδειος χειρουργός που είμαι! Και χωρίς άλλο, ποτέ δεν αμφέβαλα για το τάλαντο που έχω... τι θα κάνουμε τώρα; Προπαντός, αγαπητέ μου, σας συγχαίρω για την κάθαρση της ψυχής σας, φτάσαμε στην τελειότητα. Δεν είν’ έτσι, αισθάνεσθε τον εαυτό σας απολύτως τέλειο;

Και ο διάβολος, πετώντας πάνω στο πάτωμα το περιεχόμενο της καρδιάς του Ιβάν Ιβάνοβιτς, κοίταξε τον εγχειρισθέντα κι έμεινε κατάπληκτος.

Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς είχε γίνει εντελώς πλαδαρός, φαινότανε κατασκοτωμένος, κατατσακισμένος, σαν να του είχανε βγάλει όλα τα κόκκαλα. Έμενε ξαπλωμένος πάνω στην πολυθρόνα του, με ανοιχτό το στόμα, και το πρόσωπό του ήτανε φωτισμένο από κείνη την αδιόρατη μακαριότητα που χαρακτηρίζει τους εκ γενετής ηλιθίους.

— Ιβάν Ιβάνοβιτς, του φώναξε ο διάβολος τραβώντας τον από το μανίκι.

— Α!...

—Τι έχετε;

— Ω!...

— Νιώθετε τίποτα;

—Ου!

—Πονάτε πουθενά;

— Ε;...

—Να κάποια σπουδαία είδηση για τη μέρα των Θεοφάνιων, φώναξε απελπιστικά σαστισμένος ο διάβολος· είναι πιθανό πως του ξερίζωσα κάθε ουσία υπάρξεως... Ιβάν Ιβάνοβιτς!

—Α!

—Είναι βέβαιο. Δεν μένει πια τίποτα μέσα του, τίποτε άλλο από ήχους, κι αυτοί ακόμα δεν έχουν καμιά αξία... τι να του κάνω τώρα;

Ο διάβολος χτύπησε το στήθος του Ιβάν Ιβάνοβιτς κι αυτό έβγαλε κάποιον ήχο όμοιο με κείνον που βγάζει αδειανό βαρέλι. Τότε του χτύπησε με το δάχτυλο το κεφάλι —κι αυτό ακόμα ήτανε άδειο.

—Να ένας τέλειος άνθρωπος! Κακομοίρη μου, τι δυστυχισμένος που είσαι, σε άδειασα... μα μπορούσα να ξέρω πως ήσουνα έτσι άσκημα γεμισμένος; Ωστόσο, τι πρέπει να τον κάνουμε;

Και ο διάβολος, σκεφτικός, κοιτούσε το ακίνητο και μακάριο πρόσωπο του ανθρώπου που έφτασε στον σκοπό του.

—Μπα! Φώναξε τρίζοντας τα δάχτυλά του... Μου ’ρθε μια ιδέα! Κι ο Σατανάς θα μείνει πολύ ευχαριστημένος! Πρώτα πρώτα, θα ξηράνω λίγο αυτή την τελειότητα και θα την παραγεμίσω με μπιζέλια... θα γίνει ένα διασκεδαστικότατο παιχνιδάκι, πολύ πρωτότυπο για τον Σατανά.

Ο διάβολος σήκωσε τον Ιβάν Ιβάνοβιτς από την πολυθρόνα, τον τύλιξε σαν μια μπάλα, τον έβαλε κάτω από τη μασχάλη του και εξαφανίστηκε από το δωμάτιο...

Η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί κι οι αχτίδες μιας θλιβερής, χειμωνιάτικης μέρας έμπαιναν από το παράθυρο... Από τον δρόμο έφτανε μέσα στ’ αδειανό δωμάτιo, σαν κάποιος στεναγμός που γρήγορα σβήνει, η γλυκιά κι επίσημη φωνή των καμπάνων.''. 

Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ (1868 – 1936) με το ψευδώνυμο  Μαξίμ Γκόρκι (στα ρωσικά σημαίνει πικρός) είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρώσους συγγραφείς και από τους πρωτοπόρους του ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

                                                                                                Κ.Σ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου