Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο νά πιστεύει σ’ Ἐκεῖνον, περισσότερο ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἡ ὁτιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο.
Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο νά ἐλπίζει σ’ Ἐκεῖνον, περισσότερο ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἡ ὁτιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο.
Ὁ Θεὸς ζητάει ὅμως καὶ κάτι παραπάνω: Θέλει ὁ ἄνθρωπος νά προσκολληθεῖ μέ ἀγάπη μόνο σ’ Ἐκεῖνον. Καὶ τότε, μὲ τὴν ἀγάπη πού θ’ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ μέσα του, θὰ γίνει ἕνα καί μέ τὴν κτίση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μνηστεία τῆς ψυχῆς μέ τὸν Χριστό. Κάθε ἄλλη ἕνωση εἶναι μοιχεία καὶ πορνεία. Μόνο τέτοια στενὴ ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τὸν Χριστό, ποὺ σ’ ἐμᾶς ἀπεικονίζεται πιὸ καθαρά μέ τὸν ἐπίγειο γάμο, μπορεῖ νά κάνει τὴν ψυχὴ πλούσια καὶ καρποφόρα. Ὅλες οἱ ἄλλες σχέσεις πού μπορεῖ νά συνάψει ἡ ψυχὴ εἶναι ἀγκάθια καὶ ζιζάνια, ποὺ εἶναι γυμνὰ καὶ ἄγονα ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Ἂν αὐτὸ δέν τὸ γνωρίζουν καὶ δέν μποροῦν νά τὸ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ χριστιανοὶ ὅμως πρέπει νά τὸ γνωρίζουν, ἰδιαίτερα οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶναι στό πνεῦμα καὶ τὴν παράδοσή μας νά κατανοήσουμε τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε μέ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Νά κατανοήσουμε τὴν αἰωνιότητα πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς, νά κατανοήσουμε τὸν χρόνο πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δύσης.
Μὲ ὅτι εἶναι πιὸ στενὰ δεμένη ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, μ’ αὐτὸ κι ἔχει δεσμευτεῖ, εἴτε αὐτὸ εἶναι ζωντανὸ εἴτε νεκρὸ πρᾶγμα, εἴτε πρόκειται γιά σῶμα εἴτε γιά κάποιο ῥοῦχο, γιά χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ γιά ὁποιοδήποτε ἐπίγειο ἀγαθό, ἐγκόσμια δόξα ἢ τιμή, πάθος ἢ ὅ,τι ἄλλο στήν κτίση, ὅπως γιά παράδειγμα κόσμημα, τρόφιμο, ποτό, χορό, φύση ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Κάθε τέτοια δέσμευση τῆς ψυχῆς εἶναι ἄνομη κι ἐπισύρει ἀτέλειωτη δυστυχία γιά τὴν ψυχή, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στόν ἄλλον. Δέν πρέπει να κρύβουμε ἐκεῖνο πού ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει πεντακάθαρα, δηλαδή, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ζηλωτής (Ἐξ. κ΄ 5, Δευτ. δ΄ 24). Ὁ ζῆλος τοῦ Θεοῦ δέν στρέφεται ἐναντίον ἄλλου στή γῆ, παρὰ μόνον στήν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς θέλει ἀποκλειστικότητα στήν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέλει πιστή μέ καθαρότητα καὶ εἰλικρίνεια. Κι αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ θέλει γιά τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει – ὅπως πρέπει καὶ μεῖς νά γνωρίζουμε μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ – πώς ἄν ἡ πίστη τῆς ψυχῆς στόν Θεό, τὸν Δημιουργό, εἶναι ἐλλιπής, πώς ἄν ἐνωθεῖ μέ ἀπόλυτη ἀγάπη μέ κάποιον ἄλλον ἢ κάτι ἄλλο στόν κόσμο, τότε σιγά σιγὰ θὰ ὑποδουλωθεῖ, θὰ γίνει σκλάβα, θὰ εἶναι σὰν μιά σκοτεινή κι ἀπελπισμένη σκιά καὶ τελικὰ θὰ καταλήξει σὲ μιά ἐλεεινή εἰκόνα ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ τρυγμὸς κι ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ἡ θερμὴ ἀγάπη τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ὁ μόνος νόμιμος δεσμός. Κάθε ἄλλη ἀγάπη, ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἶναι εἰδωλολατρεία. Μὲ τὴν ἀγάπη γιά τὸ σῶμα, ὁ ἄνθρωπος μετατρέπει τὸ σῶμα σ’ ἕναν ψεύτικο θεό, ἕνα εἴδωλο. Μὲ τὴν ἀγάπη γιά κάθε ἐπίγειο ἀγαθὸ ἢ κόσμημα, ὁ ἄνθρωπος εἰδωλοποιεῖ τὰ ἀντικείμενα αὐτά. Μὲ τὴν ἀγάπη γιά ὁποιονδήποτε ἢ γιά ὁτιδήποτε, ὁ ἄνθρωπος εἰδωλοποιεῖ τὸν ἑαυτὸ του. Αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος καθοδηγεῖ τὴν ἀγάπη, ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στόν Θεό, σὲ κάτι μικρότερο καὶ ὑποδεέστερο ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ κάτι λιγότερο ἄξιο ν’ ἀγαπηθεῖ. Σέ ὁτιδήποτε πιστεύει ὁ ἄνθρωπος, ἐλπίζει ἢ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό, παίρνει τή θέση τοῦ Θεοῦ, καθίσταται εἴδωλο, ἕνας ψεύτικος θεὸς τῆς ψεύτικης ψυχῆς. Κάθε τέτοια εἰδωλολατρεία οἱ προφῆτες τὴν ὀνομασαν μοιχεία καί πορνεία (Ἱερ. γ΄γ 1, Ἰεζεκ. κγ’ 7).
Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες ταυτίζονται μέ τὰ εἴδωλά τους. Σὲ κάθε ἀγάπη, ὁ ἄνθρωπος χάνεται σταδιακὰ στό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης του.Ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται συχνότερα, ἐκεῖνο πού ἀγαπᾶ κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο, σιγά σιγὰ θὰ γίνει ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ὑπάρξής του, εἴτε τρόφιμο εἶναι αὐτὸ εἴτε ποτό, χρυσὸς ἢ ἀσήμι, κόσμημα ἢ ῥοῦχο, σπίτια ἢ κτήματα, τιμὴ ἢ δύναμη, (Δ΄ Βασ. ιζ΄ 15).***
«Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Ματθ. κβ΄ 2). Ὅπως καὶ στίς ἄλλες παραβολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κι ἐδῶ ἀναφέρεται σ’ ὁλοκλήρη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος. Ἄνθρωποι σοφοὶ δουλεύουν σκληρὰ γιά νά γράψουν μεγάλα καὶ πολλὲς φορὲς ἀκατανόητα βιβλία γιά νά ἐξηγήσουν τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ νά πετύχουν σ’ αὐτό πού προσπαθοῦν νά κάνουν, συχνὰ ὅμως μπλέκουν τή διάρθρωσὴ τους καὶ συγχέουν τὰ νοήματα. Ὁ Χριστὸς ὅμως, μὲ μιά σύντομη καὶ ἁπλὴ παραβολή, τὰ λέει ὅλα καθαρά καὶ κατανοητά. Πράγματι, «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ΄ 46).
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ μέ λόγια. Μόνο μέ κάτι πού εἶναι οἰκεῖο σὲ μᾶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μπορεῖ νά παρομοιαστεῖ. Ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, μπορεῖ νά παρομοιαστεῖ καὶ μ’ ἕνα γάμο. Ὁ γάμος εἶναι μιά εὐκαιρία χαρᾶς στούς ἀνθρώπους. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἀπὸ μόνη της χαρά, μπορεῖ ἑπομένως νά περιγραφεῖ μ’ ἕνα γάμο.Ὁ βασιλιᾶς τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Υἱὸς Του εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀποκάλυψε πώς Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Νυμφίος (Ἰωάν. γ΄ 29). Κι αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (Ματθ. θ΄ 15). Ὁλόκληρη ἡ ἱστόρία τοῦ ἀνθρώπου, ξεκινώντας μέ τὴν ἐξώση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, εἶναι ἡ πορεία προετοιμασίας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου γιά τὸν γάμο της μέ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀρχὴ τῆς γιορτῆς τοῦ γάμου. Ὁλόκληρη ἡ περίοδος ἀπὸ τὴν ἔλευσή Του ὡς τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀναστάσή Του, εἶναι ἡ συνέχιση τῆς γαμήλιας γιορτῆς στόν κόσμο. Ἡ χαρὰ ὅμως θὰ φτάσει στό ἀπόγαιὸ της μόνο στή μέλλουσα ζωή. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶναι τὸ πιὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς γιά τὸ ἀνθρώπινο γένος γενικά καὶ γιά κάθε ψυχὴ ξεχωριστά, ὅπως ἡ ἔλευση τοῦ νυμφίου στή νύμφη.
Ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ὁ πιὸ χαρούμενος λαὸς θὰ ἔπρεπε νά εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ δέχτηκαν τὸν Χριστὸ ὡς Νυμφίο, ἀφοῦ τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε προπαρασκευαστεῖ καλύτερα ἀπὸ τὸν Θεὸ νά Τὸν δεχτεῖ. Τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε τὴν ἐπιπλέον χαρὰ νά εἶναι τὸ πρῶτο πού συνάντησε τὸν Χριστό, τὸ πρῶτο πού Τὸν γνώρισε καὶ Τὸν ὑποδέχτηκε, γιά ν’ ἀναγγείλει τή χαρά τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν λαῶν τῆς γῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού, στό ἀρχικὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελίου, χρησιμοποεῖται πληθυντικός: «ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ». Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ἦρθε στόν λαὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ἰουδαίων. Ὁ νυμφίος κάθε ψυχῆς πού ἀναζητοῦσε σωτηρία, ζωὴ καὶ χαρά, εἶχε ἔρθει. Ὁ νυμφίος ὅλων τῶν ἀνθρωπων εἶχε ἔρθει γιά ὅλους τοὺς λαούς, ὅλα τὰ ἔθνη. Ὄσο μεγάλη κι ἂν ἤταν ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλη τόση ἦταν ἡ τυφλότητα κι ἡ κακία τῶν ἁμαρτωλῶν στή γῆ. «Εἰς τὰ ἴδια ᾖλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον» (Ἰωάν. α΄ 11), γράφει ὁ εὐαγγελιστής. Ἦρθε λοιπὸν πρῶτα σ’ ἐκείνους πού ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ πολὺ προσεχτικὰ εἶχε προετοιμάσει ὡς νύμφη Του: στόν Ἰουδαϊκὸ λαό. Ὁ λαὸς αὐτὸς ὅμως δέν Τὸν ἀναγνώρισε. Ἀντίθετα, Τὸν περιφρόνησε καὶ Τὸν ἀπόρριψε.
Συνεχίζει ἡ παραβολή: «Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν» (Ματθ. κβ΄ 3). Θέλοντας νά προετοιμάσει τή γιορτὴ γιά τοὺς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς ἔστελνε πρῶτα γιά πολλοὺς αἰῶνες τούς προφῆτες, γιά ν’ ἀναγγείλουν τή γιορτή πού πλησίαζε καὶ νά καλέσουν τὸν ἑβραϊκὸ λαὸ νά προετοιμαστεῖ κι ἐκεῖνος, ὥστε νά ὑποδεχτεῖ τὸν Νυμφίο Χριστό. Οἱ προφῆτες ἤταν οἱ πρῶτοι ὑπηρέτες πού ἔστειλε γιά νά καλέσει τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε ἤδη ἐμφανιστεῖ στόν κόσμο, στάλθηκε ὡς ἀγγελιαφόρος ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, γιά ν’ ἀναγγείλει κι αὐτός, νά κραυγάσει δυνατὰ καὶ νά καλέσει. Ὅπως ὅμως ἕνας πολὺ μικρὸς ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἄκουσε τοὺς ἀρχαίους προφῆτες, ἔτσι καὶ τώρα πολλοὶ λίγοι πρόσεξαν τὸν κήρυκα τῆς ἐρήμου, τὸν Ἰωάννη τὸν Προδρομο. «Καί οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν».
«Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ΄ 4). Οἱ ἄλλοι ὑπηρέτες ἤταν οἱ ἀπόστολοι κι οἱ συνεργάτες τους. Προσκεκλημένοι ἤταν πάλι οἱ ἴδιοι: οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιοτέρα: «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα τοῦ οἴκου Ἰσραὴλ» (Ματθ. ιε΄ 24). Στήν ἀρχὴ ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἐντολὴ στούς ἀποστόλους: «Πορεύεσθε δέν μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραὴλ» (Ματθ. ι΄ 6). Αὐτὸ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅταν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι τὸν ἀπόρριψαν, ὅταν οἱ κακοὶ γεωργοὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τὸν θανάτωσαν, τότε, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ἔδωσε καινούρια ἐντολή: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19).
Ὁ Θεὸς ἔμεινε πιστὸς στήν ἐπαγγελία Του, οἱ Ἑβραῖοι ὅμως τὴν καταπάτησαν. Ὁ Θεὸς ἔμεινε πιστὸς στή νύμφη Του, στήν ἐκλεκτὴ Του, στόν λαὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πιστὸς ὡς τὸ τέλος. Ἡ νύμφη ὅμως δέν στάθηκε πίστη στόν Νυμφίο της, συνῆψε ἀμέτρητους ἀνόμους δεσμούς μέ εἴδωλα καὶ θεοὺς ψεύτικους, ποὺ δέν τοὺς ἄφηνε γιά νά γυρίσει στόν προδομένο Νυμφίο της.
«Ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα». Ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ὅλα ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιά τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀνανέωση τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια ἀποκάλυψε στήν πληρότητά της μέ τὸ πλούσιο συμπόσιο τοῦ βασιλιά. Ἡ νίκη ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐναντίον τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς μέριμνας, ἡ νίκη ἐνάντια στή φύση – ὅλες αὐτὲς οἱ νίκες πού τρέφουν κι ἀνανεώνουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐδῶ, μπροστὰ μας. Γι’ αὐτὸ προσέλθετε.
Ὁ οὐρανὸς ὡς τότε ἔμοιαζε κλεισμένος μέ σιδερένιες μπάρες γιά τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔμοιαζαν μὲ ἐλεεινὲς νύμφες, κλεισμένες μέσα σὲ ὑγρὴ φυλακή. Τώρα ὅμως ὁ οὐρανὸς εἶναι ὀρθάνοιχτος. Στή γῆ ἐμφανίστηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐμφανίστηκαν οἱ ἄγγελοι, οἱ νεκροὶ ἐμφανίστηκαν ζωντανοὶ κι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἔφτασε στόν οὐρανό. Πόσο γλυκιά εἶναι ἡ τροφή πού προσφέρει ὁ Θεός! Πόσο πλούσιο εἶναι τὸ τραπέζι Του! «Προσέλθετε!».
Οἱ τυφλὲς ψυχές πού ζοῦσαν μέσα στή σκοτεινὴ καὶ ὑγρή φυλακή, ἀντὶ νά δεχτοῦν τὴν πρόσκληση στούς γάμους, ἔκαναν ἕνα πολὺ φοβερὸ ἔγκλημα: θανάτωσαν τὸν Σωτήρα, τὸν Νυμφίο τους. Κι αὐτὸ ἀκόμα ὅμως δέν ἑξάντλησε τὴν ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μετέτρεψε τὸ ἔγκλημά τους σὲ πηγὴ χαρᾶς καὶ ἀπόλαυσης. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ σταυρωμένου Κυρίου, ποὺ ἤταν ἀσύγκριτα γλυκύτερα ἀπὸ τὰ στέατα, προσφέρονται στό τραπέζι τοῦ Βασιλιά. «Προσέλθετε!» Κοινωνῆστε τή γλυκύτητα πού ζηλεύουν ἀκόμα κι οἱ ἄγγελοι. Οἱ ποταμοὶ χαρίτων τοῦ παντοδύναμου καὶ Ζωοποιοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἐλεύθεροι. Πάντα ἕτοιμα. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, τὰ πάντα. Ὅλα ὅσα χρειάζεται ἡ μολυσμένη νύμφη γιά νά καθαριστεῖ, οἱ πεινασμένοι νά τραφοῦν, οἱ πληγωμένοι νά γιάτρευτοῦν, οἱ γυμνοὶ νά ντυθοῦν, οἱ παράφρονες νὰ ἔρθουν στά λογικὰ τους, οἱ μέθυσοι νά γίνουν νηφάλιοι, οἱ νεκροὶ ν’ ἀναστηθοῦν. Ἐδῶ ὑπάρχει τὸ βάπτισμα μέ νερό, μὲ φωτιά, μὲ πνεῦμα. Ἐδῶ θὰ βρεῖτε τὴν ἀνάπαυση μετὰ τή νηστεία, τὰ φτερὰ τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ εἶναι τὸ λάδι, ὁ ἄρτος κι ὁ οἶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ βασιλικὴ ἱερωσύνη γιά νά σᾶς καθοδηγήσει, ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἀγάπης. Ὅλες αὐτές τίς δωρεὲς φέρνει ὁ Νυμφίος στή νύμφη Του καί τίς τοποθετεῖ στό τραπέζι τοῦ Βασιλιά. Προσέλθετε, λοιπόν, στούς γάμους.
«Οἱ δέν ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δέν εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· οἱ δέν λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν» (Ματθ. κβ’ 5, 6). Δέν ὠφελεῖ νά προσφέρεις νόμιμο γάμο σὲ μιά ἐπαγγελματία πόρνη. Δέν θὰ δώσει καμιὰ σημασία στό νόμιμο σύζυγό της. Ἔχει τόσο πολὺ συνηθίσει στά εἴδωλά της, ὥστε δέν μπορεῖ νά κόψει τοὺς δεσμοὺς της μαζὶ τους. Τὸ εἴδωλο μιᾶς ἄσωτης ψυχῆς εἶναι ὁ ἀγρός, μιᾶς ἄλλης εἶναι τὸ ἐμπόριο, μιᾶς τρίτης κάτι ἄλλο. Ὁ ἀγρὸς ὑποδηλώνει τὸ σῶμα μέ τὰ σαρκικὰ πάθη του, τὸ ἐμπόριο τὴν ἀπληστία, δηλαδὴ τὴν ἀπόκτηση ἢ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν φθαρτῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ καθένας κατευθύνθηκε πρὸς τὸ εἴδωλό του, δέν ἤθελε ν’ ἀκούσει τίποτα γιά τὸν Νυμφίο. Ἄλλοι ἔνιωσαν προσβολή μέ τὴν πρόσκληση καὶ πῆραν τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιά, τοὺς ἔβρισαν ἢ τοὺς σκότωσαν. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, σύντομα μετὰ τὸ Γολγοθᾶ, μυκτήρισαν καὶ κακοποίησαν τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη (Πραξ. δ΄ 3) κι ἀργότερα θανάτωσαν τὸν ἀρχιδιάκονο Στέφανο, τὸν ἀποστόλο Ἰάκωβο καὶ πολλοὺς ἄλλους.
«Ἀκούσας δέ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε» (Ματθ. κβ’ 7). Βασιλιὰς εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ὀργὴ Του εἶναι ἡ ἐσχάτη ἐξάντληση τῆς ὑπομονῆς Του, ἡ ὥρα πού ἡ εὐσπλαχνία Του μετατρέπεται σὲ δικαιοσύνη. Στρατεύματα εἶναι ὁ ῥωμαϊκὸς στρατός, φονεῖς εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ πόλις αὐτῶν εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ. Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέτρητη, ἀνεξάντλητη. Δέν τιμώρησε ἀμέσως τοὺς Ἰουδαίους μετά τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, περίμενε ἄλλα σαράντα χρόνια. Ὅπως ὁ Κύριος εἶχε ἀναλάβει νά κάνει νηστεία γιά σαράντα μέρες, ἔτσι ὁ Δημιουργὸς τῆς ἀνθρωπότητας μετὰ τὸ Γολγοθᾶ ἔκανε νηστεία ὑπομονῆς γιά σαράντα χρόνια. Δέν βιαζόταν νά τιμωρήσει τὰ ἐγκλήματα πού διέπραξαν οἱ ἄνθρωποι ἐναντίον Του, γιά νά μὴν ποῦν ἔπειτα: «Δές, ὁ Θεὸς εἶναι ἐκδικητικός. Ἂς ἐκδικηθοῦμε κι ἐμεῖς λοιπόν». Ὄχι. Ὁ Θεὸς μόνο μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἐπέτρεψε νά τιμωρηθεῖ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων γιά τὰ ἐγκλήματα πού ἔκαναν οἱ ἄρχοντές του ἐναντίον τῶν δούλων Του.
«Τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἑτοῖμός ἐστιν, οἱ δέν κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ΄ 8, 9).» Ὁ γάμος ἑτοῖμός ἐστιν», εἶπε ὁ Θεὸς στούς καινούριους δούλους Του. Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, λέει ὁ Θεός, εἶναι ὅλα ἕτοιμα. Οἱ πρῶτοι καλεσμένοι ὅμως δέν ἤταν ἄξιοι καὶ γι’ αὐτὸ δέν μποροῦσαν να ἔρθουν. Κοίταξαν μὰ δέν εἶδαν, γι’ αὐτὸ καὶ δέν χάρηκαν. Ἀφουγκράστηκαν μὰ δέν ἄκουσαν, γι’ αὐτὸ καὶ δέν ἀνταποκρίθηκαν. Ἀγάπησαν περισσότερο τὰ εἴδωλα τὰ σωματικά, τὸ μαμμωνᾶ, τὰ πλούτη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση. Ἦταν δεμένοι μέ τίς ἁλυσίδες τῆς δουλείας στά κατώτερα, στά ὑποδεέστερα, γι’ αὐτὸ καὶ σήκωσαν τὰ χέρια τους ἐναντίον τοῦ Ὑψίστου.
Τώρα, λοιπόν, πορεύεσθε ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν καὶ καλέστε ὅποιον βρεῖτε μπροστὰ σας. Ὁ Ἰσραὴλ εἶναι σὰν ἕνα περιφραγμένο ἀμπέλι. Ἀποδείχτηκε ἄκαρπο ὅμως. Γι’ αὐτὸ βγεῖτε ἀπὸ τὸν ἀμπελῶνα αὐτόν, πηγαίνετε στά ἀπερίφραχτα ἀμπέλια τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ καλέστε τους ὅλους. Ὁ Ἰσραὴλ μοιάζει, μὲ ἕνα κλειστὸ ἐνυδρεῖο, φίδια ὅμως ἔχουν ἀφήσει ἐκεῖ τ’ αὐγὰ τους. Πηγαίνετε λοιπὸν στά ἀνοιχτὰ καὶ ῥῖξτε τὰ δίχτυα στή θάλασσα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Ἰσραὴλ δείχνει νά εἶναι ἕνα φυτώριο, βαλμένο μέσα στόν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπ’ ὅπου θὰ μεταφυτεύονταν εὐγενῆ φρούτα στόν ἀγρὸ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ φυτώριο ὅμως ἔμεινε ἄγονο. Πηγαίνετε λοιπὸν στόν ἀνοιχτὸ ἀγρὸ τῆς γῆς καὶ φυτέψτε εὐγενεῖς καρπούς.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν λόγων πού εἶπε μετὰ ὁ Χριστός: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19). «Ἐπί τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν», ἐννοοῦσε τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἐκεῖ πού οἱ δρόμοι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἀνηφορικοὶ καὶ δύσβατοι. Τὰ δρομάκια ἔχουν ἀγκάθια κι οἱ μεγάλοι δρόμοι ἔχουν κροκάλες γλιστερές. Οἱ σπόροι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ εἶναι ἐκτεθειμένοι σὲ κάθε κίνδυνο. Ὁ Θεὸς κοίταζε αὐτὸν τὸν μεγάλο καὶ πυκνοκατοικημένο κόσμο μέ τὴν ἴδια πατρικὴ ἀγάπη καὶ μέριμνα ὅπως καὶ τὸν Ἰσραήλ. Τὸν φρόντιζε κι αὐτόν, ἀλλά μέ διαφορετικὸ τρόπο. Τὸν Ἰσραὴλ τὸν καθοδηγοῦσε μέ ἀποκαλύψεις, μὲ προφῆτες καὶ σημεῖα. Τὰ ἄλλα ἔθνη τὰ καθοδηγοῦσε μέ τὸ νά τοὺς χαρίζει ἐσωτερικὴ δύναμη συνείδησης καὶ ἀντίληψης. Ἤταν πολλοὶ ἐκεῖνοι πού σώθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, ὅσοι ἤταν πιστοὶ καὶ ὑπάκουοι. Ἤταν πολλοὶ ὅμως καὶ ἀνάμεσα στούς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς – ὅσοι ζοῦσαν σύμφωνα μέ τή συνείδηση καὶ τὴν ἀντίληψή τους. Τώρα, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε στή γῆ καὶ τὸν ἀπέρριψε τὸ προηγούμενο ἔθνος, ὁ Θεὸς ἄνοιξε διάπλατα σὲ ὅλους τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ δρόμο.
«Καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων» (Ματθ. κβ΄ 10). Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα Διαθήκη πού κάνει ὁ Θεός μέ τὸν ἄνθρωπο στό ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζεύει (ἡ Ἐκκλησία) ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες της, ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἀπὸ Βορρᾶ καὶ Νότο, ἀπ’ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀπ’ ὅλες τίς γλῶσσες καί τίς τάξεις ἀνθρώπων. Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ καινούρια γενιὰ τοῦ δικαίου Ἀβραάμ. Ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ ἀπίστησε, ἀφοῦ ἔπαιξε τὸν ῥόλο του ὡς περιούσιος λαὸς στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Τώρα ὁ Θεὸς δημιούργησε ἕνα καινούργιο κανάλι γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: τὸν νέο Ἰσραήλ. Γιά νά ἐξηγήσουν τή στροφή τους ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ λαὸ στούς εἰδωλολάτρες, οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας εἶπαν στούς πρώτους: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δέν ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» (Πραξ. ιγ΄46). Ἔτσι ἔγινε ἡ καινούρια ἐπιλογὴ μιᾶς νέας ἀνθρωπότητας, μιά νέα ἱστορία, νέα σωτηρία μέ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους, καθὼς ἡ παλιὰ ἐπιλογὴ ξεκίνησε καὶ πραγματοποιήθηκε μέ τοὺς πατριάρχες, τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ γέμισε μέ καλοὺς καὶ κακούς, ἀφοῦ ὅλοι κλήθηκαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχε χωρίσει τὸν κόσμο σὲ Ἰουδαίους καὶ μὴ Ἰουδαίους. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης χωρίζει σὲ καλοὺς καὶ κακούς. Ὅλοι κλήθηκαν, καλοὶ καὶ κακοί. Δέν σῴζονται ὅλοι ὅμως ἐκεῖνοι πού ἁπλᾶ γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέ τὸ βάπτισμα. Ὁ Πολυεύσπλαχνος Κύριος φανερώνει τὴν ὑπομονὴ Του στήν Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἔκανε καὶ στήν παλιὰ Ἐκκλησία. Ὁ σοφὸς οἰκοδεσπότης λέει στούς ὑπηρέτες Του να μὴν ξεριζώσουν τὰ ζιζάνια τοῦ σίτου ἀμέσως, ἀλλὰ νά τ’ ἀφήσουν νά ὡριμάσουν καὶ τὰ δύο καὶ νά εἶναι ἕτοιμα γιά τὸν θερισμό. Μέσα στά μεγάλα δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μπαίνουν καλὰ καὶ κακὰ ψάρια κι ὅλα τ’ ἀδειάζουν στήν παραλία. Τότε μόνο ξεχωρίζουν τὰ καλὰ ψάρια ἀπὸ τὰ κακά. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς προσθέτει τὰ ἑξῆς στήν ἐντολὴ τοῦ βασιλιά: «Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ τυφλοὺς καὶ χωλοὺς εἰσάγαγε ὧδε» (Λουκ. ιδ΄ 21).
Οἱ Ἰουδαῖοι θὰ σκέφτηκαν ὅτι ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκανε μιά σωστή περιγραφή ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τους. Στήν πραγματικότητα ἔτσι ἤταν ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ τὰ ἔθνη στή γῆ, ὡσότου γνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ κάθησαν στήν πλούσια τράπεζα πού τοὺς παράθεσε μὲ ὅλα τ’ ἀγαθά πού χορηγοῦσε κι ἑξακολουθεῖ νά χορηγεῖ στόν κόσμο. Χωρίς τὸν Χριστὸ εἴμαστε ὅλοι φτωχοί, ἀνάπηροι, χωλοὶ καὶ τυφλοί. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νά μᾶς κάνει πλουσίους μέ τ’ ἀληθινὰ πλουτή Του. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει ἀπ’ ὅλες τίς ἀρρώστιες μας, νά μᾶς στρέψει πρὸς τὰ ἀγαθὰ ἔργα καὶ νά ὁδηγήσει τὰ πόδια μας στόν δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νά μᾶς δώσει τὸ φῶς γιά νά δοῦμε τὸν αἰώνιο προορισμὸ μας, ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ γαμήλια δῶρα, ἀπὸ κάθε χαρὰ κι εὐφροσύνη.
«Εἰσελθὼν δέ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδέν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, καὶ λέγει αὐτό· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δέ ἐφιμώθη» (Ματθ. κβ΄ 11, 12). Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ ἔνδυμα γάμου; Τό ἔνδυμα τοῦ γάμου τῆς ψυχῆς εἶναι πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ἡ ἁγνότητα. Γράφει στούς πιστοὺς ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡρμοσάμην ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ» (Β΄ Κορ. ια΄ 2). Ἡ παρθενικὴ ἁγνότητα καὶ καθαρότητα εἶναι τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς. Στή συνέχεια ὁ ἴδιος ἀπόστολος λέει καὶ σὲ ἄλλους πιστοὺς ποιό ἔνδυμα πρέπει νά φοροῦν: «Ἐνδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἡγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν… ἐπὶ πᾶσι δέ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ΄ 12, 14). Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ὅταν συνάπτει γάμο μέ τὸν ἀθάνατο Χριστό.
Τή μεγαλύτερη δυνατή τελειότητα ἁγνείας τῆς ψυχῆς, ἀπ’ ὅλες τίς ἐπίγειες ὑπάρξεις, τὴν ἔδειξε ἡ Πάναγνη καὶ Παναγία Παρθένος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, Ἐκείνη πού ἔδωσε σάρκα ἀπὸ τή σάρκα Της στόν Κύριο καὶ Σωτήρα μας. Κανένας ἀπὸ μᾶς δέν μπορεῖ νά ἔχει τὸν Χριστὸ στήν καρδιά του, ἂν ἡ καρδιά αὐτὴ δέν εἶναι ἐντελῶς καθαρή, ἂν δέν εἶναι ἀμέριστα καὶ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένη στόν Χριστό. Σὰν ἁγνὴ παρθένος ἔχει μιά μόνο ἀγάπη: τὴν ἀγάπη της γιά τὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου της, φτιαγμένο ἀπὸ ὕφασμα καὶ χρυσό. Ἡ ἁγνότητα κι ἡ ἀγάπη κυοφοροῦν καὶ πολλὲς ἄλλες ἀρετές, εἴτε τίς ἀναφέρει ὁ ἀπόστόλος εἴτε ὄχι, ποὺ καρποφοροῦν πλούσια καλὰ ἔργα. Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι τὰ στολίδια καὶ τὰ διαμάντια πού στολίζουν τὸ ἱμάτιο τῆς ἁγνότητας καὶ τὸ χρυσοποίκιλτο ἔνδυμα τῆς ἀγάπης.
Ο όσιος Μακαριος γράφει στήν 15η Ὁμιλία τοῦ: «Μὲ τὸ ἔνδυμα γάμου κατανοοῦμε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνος πού δέν εἶναι ἄξιος νά φορέσει τὸ ἔνδυμα αὐτό, δέν μπορεῖ νά συμμετάσχει στή γαμήλια τελετὴ καὶ στό συμπόσιο».
Ὅταν ὁ βασιλιὰς πῆγε καὶ εἶδε τοὺς καλεσμένους, εἶδε κι ἕναν πού δέν φοροῦσε αὐτὸ τὸ ἔνδυμα γάμου. Ἑταῖρε, τοῦ εἶπε.Γιάτί τὸν ὀνόμασε «ἐταῖρο», φίλο Του; Πρῶτο, γιά νά δείξει πόσο ἐκτιμᾶ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Δεύτερον, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, εἶναι πραγματικὰ φίλος κάθε ἀνθρώπου, χωρὶς διάκριση, ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀνάξιος κι ἀπορρίπτει τή φιλία Του. «Ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἑγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιε΄ 14), εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς ἀποστόλους. Ἀλήθεια, πόση συγκατάβαση καὶ πόση μεγαλοκαρδία δείχνει ὁ Θεὸς στούς ἀνθρώπους! Ὁ παντοδύναμος Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν πάντων, ὀνομάζει φίλους Του τοὺς ἀδύναμους ἀνθρώπούς! Μὲ τὴν προϋπόθεση βέβαια πώς ἐκτελοῦν τίς ἐντολὲς Του.
Ὁ φιλοξενούμενος αὐτὸς ὅμως δέν φοροῦσε ἔνδυμα γάμου. Δέν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διαφορετικὰ θὰ εἶχε βρεῖ τέτοιο ἔνδυμα γιά νά φορέσει. Γιατί λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ὀνομάζει φίλο Του; Ἐπειδὴ εἶναι βαφτισμένος κι ἔτσι συγκαταλέγεται μέ τοὺς πιστούς, λογαριάζεται ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ. Καλώντας τον φίλο, ὁ Θεὸς τὸν ἐπιτιμᾶ ἐπειδὴ δέν ἔμεινε πιστὸς στή φιλία του. Αὐτὸς δέν ἔμεινε πιστὸς στή φιλία του μέ τὸν Θεό, ὄχι ὁ Θεὸς ἀπέναντί του. «Ὁ δέ ἐφιμώθη».
Τὶ θὰ μποροῦσε ν’ ἀπαντήσει; Πῶς δέν μποροῦσε ν’ ἀγοράσει τέτοιο ἔνδυμα; Ἤ πώς δέν μποροῦσε ν’ ἀγοράσει ὕφασμα γιά νά τὸ κόψει καὶ νά τὸ ῥάψει στά μέτρα του; Ὅλα θὰ ἤταν μάταια. Ὁ Θεὸς εἶχε προμηθεύσει ὅλους τοὺς καλεσμένους μ’ ἕνα ἕτοιμο ἔνδυμα. Μόνο ἡ καλὴ θελήση τοῦ ἔλειπε, γιά νά βγάλει τὰ παλιὰ καὶ βρώμικα ῥοῦχα του τῆς ἁμαρτίας καὶ νά φορέσει τὸ καινούριο ἔνδυμα τῆς σωτηρίας, τὸ χρυσοποίκιλτο γαμήλιο ἔνδυμα. Δέν τὸ ἔκανε αὐτὸ ὅμως καὶ τώρα ἔμεινε σιωπηλός, δέν εἶχε τίποτα νά πεῖ.
«Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. κβ΄ 13). Τὰ χέρια του τὰ εἶχε κιόλας δέσει μέ τίς ἁμαρτίες του, ὅπως καὶ τὰ πόδια του, μὲ τὸ νά βαδίζει τὸν δρόμο τῆς ἀνομίας καὶ τῆς ἀδικίας. Ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ εἶχε κιόλας διαλέξει τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς, τὸν βρυγμὸ καὶ τὸν τρυγμὸ τῶν ὀδόντων, ἀντὶ τῆς αἰωνίας ζωῆς. Εἶχε καταδικάσει τὸν ἑαυτὸ του στήν ἀπώλεια. Στόν Θεὸ δέν ἀπέμενε παρὰ ν’ ἀπαγγείλει τή δίκαιη κρίση Του. Ὁ ἄθεος «σειραῖς τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν σφίγγεται» (Παρ. ε΄ 22), μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅπως ἤταν δεμένος καὶ συρόταν ἀπό τίς ἁμαρτίες του ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτός, ἔτσι θὰ εἶναι δεμένος καὶ στόν ἄλλο κόσμο. Στήν ἄλλη ζωὴ δέν ὑπάρχει μετάνοια. Τὸ δέσιμο τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν αὐτὸ δείχνει. Πῶς δέν ὑπάρχει μετάνοια, πὼς δέν ὑπάρχει καμιὰ δυνατότητα νά κάνει κάτι ὁ ἄνθρωπος γιά νά κερδίσει τή σωτηρία του καὶ τὴν εἴσοδό του στήν οὐράνια βασιλεία.
Ὁ Κύριος τελείωσε τὴν ὑπέροχη καὶ προφητικὴ παραβολὴ Του με τ’ ἀκόλουθα λόγια: «Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέν ἐκλεκτοί» (Ματθ. κβ΄ 14). Τὰ λόγια αὐτὰ ἰσχύουν τόσο γιά τοὺς Ἰουδαίους, ὅσο καὶ γιά τοὺς χριστιανούς. Ἀνάμεσα στούς Ἰουδαίους ἤταν λίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ὅπως λίγοι ὑπάρχουν κι ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαφτισμένοι εἴμαστε καλεσμένοι στό τραπέζι τοῦ Βασιλιᾶ, μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅμως ποιοί εἶναι οἱ ἐκλεκτοί. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ἀπὸ μᾶς ποὺ θ’ ἀκούσουν τὸν Ὕψιστο Βασιλιᾶ νά τοῦ λέει ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων: «ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Τὶ ντροπή, τὶ ἀνωφελῆ ντροπή! Τὶ ἀπώλεια, τὶ ἀναπότρεπτη ἀπώλεια! Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ Θεὸς μᾶς ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τώρα, κάθε φορά πού πλησιάζουμε στό ἱερὸ γιά νά κοινωνήσουμε, νά ἐνωθοῦμε πνευματικά με τὸν Νυμφίο Χριστό. «Εταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;» Ἂς τεντώσουμε τ’ αὐτιὰ καὶ τή συνείδησή μας ὅταν πλησιάσουμε τὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ θ’ ἀκούσουμε σίγουρα τὰ λόγια αὐτά, αὐτὴν τὴν ἐπίπληξη. Εὔχομαι τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ να μὴν ἐπιφέρουν τὸν κλαυθμὸ καὶ τὸ βρυγμὸ τῶν ὁδόντων, στό σκότος πού θ’ ἀκολουθήσει τὰ τελευταῖα λόγια Του.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
πηγη: imaik.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου