Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή Γ΄Λουκᾶ. Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

 

Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, σύμφωνα μέ τὴν περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου πού διαβάζεται σήμερα,σπλαγχνίσθηκε τή χήρα, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς μεταφερόταν νεκρός, καὶ χωρὶς νά ἀργοπορήσει οὔτε νά διαπραγματευθεῖ οὔτε νά προσευχηθεῖ, ἀλλὰ μέ πρόσταγμα μόνο, δίνοντας στή μητέρα πού πενθοῦσε τὸν μονογενῆ της ζῶντα, ἔδειξε ὅτι Αὐτὸς μόνο εἶναι κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου· γιατὶ λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τὴν ἑπομένη ἡμέρα πήγαινε ὁ Ἰησοῦς στήν πόλη πού ὀνομαζόταν Ναΐν». Ὁ Κύριος ἔρχεται γιά τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως αὐτόκλητος, γιά νά δείξει ὄχι μόνο τήν ζωοποιὸ δύναμή Του, ἀλλὰ καὶ τό ὅτι  Ἐκεῖνος ἔχει ἀσύγκριτη τήν ἀγαθότητα καὶ τήν εὐσπλαγχνία. 

Γιατὶ τὸν Ἠλία, βέβαια, φάνηκε κατὰ κάποιο τρόπο νά τὸν ἐμπαίζει ἡ Σαραφθία, παρακινώντας τόν ΄στὴν νεκρανάσταση τοῦ παιδοῦ. Τὸν Ἐλισσαῖο, ἐπίσης, ἡ Σουναμίτιδα, ἀφοῦ τοῦ ἔκανε τὴν παρατήρηση πρῶτα, ὅτι δέν προεῖδε τὸ πάθος, ἔπειτα καὶ τὸν κατανάγκασε λέγοντας, «ὁρκίζομαι στόν ζῶντα Κύριο καὶ στή δικὴ σου ζωή, ὅτι δέν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω». Ὁ Κύριος, ὅμως, τὸ γνωρίζει μόνος Του καί, χωρὶς νά τὸν ἐπικαλεσθεῖ κανένας, πορεύεται πρὸς τὴν πόλη, ἀπὸ τὴν ὁποία γινόταν ἡ ἐκφορὰ τοῦ πεθαμένου παιδιοῦ.

«Τὴν ἑπομένη ἡμέρα πήγαινε», λέει ὁ εὐαγγελιστής. Καὶ αὐτὸ τὸ ὑποσήμανε μέ πάνσοφο τρόπο. Γιατί, ἡ ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ὑποτυπώνει τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ μας. Ἐπειδή καὶ ἡ ψυχὴ μας, ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας, ἤταν χήρα τοῦ οὐρανίου Νυμφίου, ποὺ εἶχε σὰν κάποιο μονογενῆ υἱὸ τὸν νοῦ της, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει ἀπὸ τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας, χάνοντας τὴν ἀληθινὴ ζωή, καὶ μεταφερόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ πάθη, ἔχοντας βρεθεῖ κάπου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ βυθοὺς τοῦ ἅδη καὶ τῆς ἀπωλείας. Ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Κύριος βάδισε πρὸς ἐμᾶς καὶ ἦρθε κοντὰ μας μὲ τήν ἔνσαρκη παρουσία Του, τὸν ἀνακαίνισε τόν νοῦ μας καὶ τὸν ἀνέστησε. Αὐτὴ ἡ παρουσία, ὅμως, δέν ἔγινε σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλ’ ὕστερα, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες. Γι’ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς δέν παρέλειψε οὔτε αὐτό, λέγοντας: «Τὴν ἑπομένη πήγαινε» ὁ Ἰησοῦς γιά ν’ ἀναστήσει τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας καὶ νά μεταβάλει τὸ πένθος αὐτῆς σὲ εὐφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλῶ, ἀδελφοί, τὸ νόημα τῶν λεγομένων, γιατὶ καὶ ἀπὸ σᾶς ὁ καθένας, ἂν αἰσθανθεῖ τὸν νκρό πού ἔχει μέσα του καὶ θρηνήσει γιά τίς ἁμαρτίες του, πενθώντας καὶ λυπούμενος γι’ αὐτές μέ μετάνοια, θὰ πορευθεῖ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Παράκλητος χαρίζοντάς του τὴν αἰώνια παρηγορία. Γιατὶ λέγει ὁ Κύριος: «Μακάριοι εἶναι αὐτοί πού πενθοῦν, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν».

Ἀλλά, «πορευόταν» λέγει, «ὁ Ἰησοῦς καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν πορεύονταν ἀρκετοὶ μαθητὲς του καὶ πλῆθος πολύ». Ὁ Ἠλίας ἀπομονώνεται, ὅταν πρόκειται ν’ ἀναστήσει τὸν υἱὸ τῆς Σαραφθίας, ὅμοια καὶ ὁ Ἐλισσαῖος.Αὐτός, ἀφοῦ ἀνέβηκε στό ὑπερῶο, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός, «ἔκλεισε τή θύρα», ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «μπροστὰ στούς δύο αὐτούς», δηλαδὴ, τή Σουναμίτιδα καὶ τὸν μαθητή του Γιεζί. Ἐπειδὴ, δηλαδή, χρειαζόταν ἐκτενέστατη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεόꟷ, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τή φύση τους, ὅταν ἀπομονωθοῦν, συγκεντρώνουν τὸν νοῦ τελειότερα καὶ τὸν ἀνυψώνουν πρὸς τὸν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ Κύριος, ἔχοντας ἀληθινὰ τὴν ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου, δέν χρειάζεται καθόλου προσευχὴ γιά νά ζωοποιήσει τὸ παιδί. Γι’ αὐτό, ὄχι μόνο τοὺς μαθητὲς Του εἶχε μαζὶ του, ἀλλὰ καὶ πολὺ πλῆθος, ποὺ ἄλλο συνόδευε Αὐτόν καὶ ἄλλο τό βρῆκε γύρω ἀπὸ τὸν μεταφερόμενο νεκρό. Καὶ ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν καὶ ἄκουαν, Ἐκεῖνος, μὲ μόνο τό πρόσταγμά του, ζωοποίησε τὸν νεκρό, κάνοντας αὐτὸ δημόσια ἀπό φιλανθρωπία, γιά νά προσελκύσει ὅλους στήν πρὸς Αὐτὸν πίστη καί σωτηρία. Γιατὶ λέγει ὁ εὐαγγελιστής: «Καθὼς πλησίασε στήν πύλη τῆς πόλεως, μεταφερόταν ὁ νεκρός». Δηλαδή γνωρίζονταςὁ Κύριος ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τῆς ἐκφορᾶς τοῦ νεκροῦ, ἔφθασε τήν κατήλληλη στιγμή. «Μεταφερόταν, λοιπὸν, νεκρός ὁ μονογενὴς υἱὸς τῆς μητέρας του» καὶ αὐτὴ ἤταν χήρα».

Τὰ ἴδια γεγονότα αὔξησαν πολλαπλάσια στήν μητέρα πού πενθοῦσε τή λύπη, ἀλλά ταυτόχρονα τῆς πρόσφεραν καί τή λύση, κατά τρόπο ἀπρόσμενο καί θαυμαστό. Γιατὶ, βλέποντας ὁ Κύριος μιά μητέρα, καὶ μάλιστα χήρα, ποὺ στήριζε τίς ἐλπίδες της σὲ ἕνα παιδί, νά τὸ χάνει μέ πρόωρο θάνατο, καί τώρα ν’ ἀκολουθεῖ τή σορὸ του καὶ νά θρηνεῖ γοερά, «εὐσπλαγχνίσθηκε», λέγει —τί ἄλλο, δηλαδὴ, μποροῦσε νά κάνει «ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτής τῶν χηρῶν»;ꟷ, «καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν», παρηγορώντας την καὶ προβλέποντας τὸ μέλλον: «Μὴν κλαῖς». Ἐκεῖνος, βέβαια, γνώριζε τί ἐπρόκειτο νά κάνει, ἐνῶ ἡ γυναῖκα οὔτε αὐτὸν γνώριζε, καὶ πολὺ περισσότερο οὔτε τὸ μέλλον— γι’ αὐτό οὔτε καὶ πίστη εἶχε, οὔτε ζητοῦσε κάτι ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἀλλά οὔτε καί Αὐτός ἀπαιτοῦσε πίστη ἀπὸ ἐκείνη. Ἀλλὰ, ἔχοντας τή δύναμη γιά τὰ πάντα καὶ, μὴ ἔχοντας ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ τή συνέργεια αὐτῶν πού πιστεύουν, «πλησιάζοντας ἄγγισε τή σορό», γιά νά δείξει ὅτι καὶ τὸ σῶμα Του, ὡς ὁμόθεο, ἔχει ζωοποιὸ δύναμη, καὶ εἶπε: «Νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω· καὶ ἀνακάθισε ὁ νεκρός». Ἄκουσε, δηλαδὴ, τὸ κουφὸ χῶμα Ἐκεῖνον πού καλεῖ στήν ὕπαρξη τά μή ὄντα. Ἄκουσε Αὐτόν πού ἐξουσιάζει τὰ πάντα μέ τὸν λόγο τῆς δύναμής Του. Ἄκουσε ὄχι ἄνθρωπο θεοφόρο, ἀλλὰ Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος͘ καὶ ὄχι μόνο «ἀνακάθισε ὁ νεκρός», ἀλλὰ «καὶ ἄρχισε νά ὁμιλεῖ». Στήν περίπτωση, βέβαια, τοῦ υἱοῦ τῆς Σαραφθίας χήρας, ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ, ἀμέσως, σύμφωνα μέ τὴν ἱστορία, φώναξε πρὸς τὸν ὑπηρέτη του. Αὐτὸ, ἀσφαλῶς, εἶναι ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἡ ἀνάσταση δέν ἤταν φαινομενική.

Ὁ Ἠλίας, λοιπὸν, ἀνέστησε ἕνα νεκρό μέ προσευχή, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος ἀνέστησε ἕναν ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν ἐν ζωῇ καὶ ἄλλον ὄντας νεκρός, ἐπιβεβαιώνοντας καὶ δείχνοντας ἀπὸ πρὶν τή θεανδρική ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος, ὅμως, ἀνέστησε τρεῖς νεκρούς μέ τό πρόσταγμά Του πρίν ἀπὸ τὸν σταυρικό θάνατό Του, τὸ παιδὶ αὐτὸ τῆς χήρας, τή θυγατέρα τοῦ ἀρχισυνάγωγου, καὶ τὸν τετραήμερο Λάζαρο͘· ἐνῶ κατά τή σταύρωσή Του ἀνέστησε πολλούς, οἱ ὁποῖοι καὶ «ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλούς». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατό Του ἀνέστησε τὸν ἑαυτὸ Του, ἢ καλύτερα στόν ἐξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος αὐτὸς ἀρχηγὸς τῆς αἰωνίας ζωῆς. Γιατί, ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἂν καὶ ἀναστήθηκαν, ὁπωσδήποτε ἀπέκτησαν πάλι τή δική μας θνητή ζωή, ὅταν ὅμως ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς «δέν τὸν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος». Γι’ αὐτὸ καὶ μόνος ὁ Κύριος «ἔγινε ἀπαρχὴ ἐκείνων πού ἔχουν κοιμηθεῖ», δηλαδὴ, τῶν πιστῶν καὶ ἐκείνων πού μετατέθηκαν ἀπὸ τὰ ἐδῶ μέ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς αἰωνίας ζωῆς. Ἔγινε, λοιπὸν, ἀπαρχὴ αὐτῶν πού ἔχουν κοιμηθεῖ καὶ «πρωτότοκος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς» καὶ μᾶς ἐπιβεβαίωσε καὶ ἐπαγγέλθηκε ὄχι μόνο αὐτὴ τή θνητή καὶ πρόσκαιρη ζωὴ μας, ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ τό πνεῦμα τῆς ματαιότητας, ἀλλ’ ἐκείνην πού ἐμπεριέχεται στίς ἐλπίδες μας, τὴν ἔνθεο καί ἀθάνατη καὶ αἰώνια. Γιατὶ, αὐτὴ εἶναι δῶρο Ἐκείνου ποὺ εἶναι πρόξενος τῆς αἰωνίας ζωῆς, δῶρο ἀληθινὰ θεοπρεπέστατο. Δέν παρέχει, λοιπὸν, ἐδῶ αὐτὴν τὴν αἰώνια ζωὴ στούς ἀναστημένους ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ τὴν διακοπτομένη ἀπὸ τὸν θάνατο. Αὐτό δέν τό κάνει ὡς χάρη, ἀλλὰ γιά τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ὁδηγώντας αὐτοὺς στήν πίστη. Καὶ ἐδῶ, λοιπόν, ὅπως ἱστορεῖ μέ σαφήνεια ὁ εὐαγγελιστής, δέν ἀνέστησε τὸ παιδὶ γιά τὸν ἑαυτὸ του, ἀλλὰ γιά τή μητέρα, «ἀπὸ εὐσπλαγχνία γι’ αὐτὴν». Γι’ αὐτὸ καί, ἀφοῦ τὸ ἀνέστησε, τὸ ἔδωσε στή μητέρα του.

Ἀλλὰ βλέπετε πῶς ὁ Κύριος ἀπὸ εὐσπλαγχνία πρὸς τή χήρα πού πενθοῦσε τὸν υἱὸ της δέν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικοὺς πρὸς αὐτὴν λόγους, ἀλλὰ καὶ τὴν παρηγόρησε μέ ἔργα; Ἔτσι νά κάνουμε καὶ ἐμεῖς μέ ὅλη τή δύναμή μας καὶ νά μὴν εἴμαστε μόνο μέ λόγια συμπονετικοὶ πρὸς αὐτοὺς πού κακοπαθοῦν. Ἄν καὶ βέβαια καὶ αὐτὸ εἶναι χρέος μας, ἂν ὄχι ἴσως τοῦ ἑνὸς μας πρὸς τὸν ἄλλο, ἀλλά ὑποχρέωση πρός Ἐκεῖνον πού παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ Του σὲ θάνατο γιά χάρη μας, ὄχι μόνο ὡς λύτρο, ἀλλὰ καὶ πρός παράδειγμα καὶ ἔμπρακτη διδασκαλία, ἀσύγκριτα ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἔργο καὶ λόγο καὶ νοῦ. Γιατὶ λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Γι’ αὐτὸ πέθανε ὁ Χριστὸς γιά χάρη μας, ἀφήνοντας σὲ μᾶς παράδειγμα, γιά νά ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη Του καὶ νά εἴμαστε ἕτοιμοι, ἂν χρειασθεῖ, νά θυσιάσουμε καὶ τή ζωή μας» πρὸς ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν Του. Γιατὶ, ἔτσι θὰ γίνουμε μέτοχοι καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ βασιλείας Ἐκείνου, ζῶντας μαζὶ μ’ Αὐτὸν καὶ δοξαζόμενοι μαζὶ Του αἰώνια.

Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς


πηγη: imaik.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου