Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Ὁ Ἰησοῦς αἰώνιος ταξιδιώτης

Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου*

   «Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. Καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ Ἱεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου.»

 (Ματθ. δ΄ 23-25)

   «Καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων.»

 (Μάρκ. α΄ 39)

   «Καὶ ἦν κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.»

 (Λουκ. δ΄ 44)

    Κύριος ὄχι μόνον ὅταν στέκεται καὶ ὁμιλεῖ ἀλλὰ καὶ ὅταν βαδίζει εἶναι πηγὴ διδασκαλίας. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριο ὡς ὁδοιπόρο καὶ τὴν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας Του διδασκαλία μας.

 

   Α) Ὁ Κύριος ὁδοιπόρος. Ὁ Κύριος ὑπῆρξε αἰώνιος ταξιδιώτης χωρὶς ἀνάπαυση, ἦταν κουρασμένος στρατοκόπος. Ἦταν ὁδοιπόρος κατὰ τὴν γέννηση, ὁδοιπόρος κατὰ τὸν τριετῆ δημόσιο βίο, ὁδοιπόρος κατὰ τὸν θάνατο καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Βεβαιότατα! Ἦταν ἡμερῶν ὁ Κύριος, ὅταν μετὰ τὴν σύλληψή Του κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, φέρεται ἀπὸ τὴν Μητέρα Του στὴν ὀρεινὴ Ἰουδαία πρὸς τὴν Ἐλισσάβετ. Ἦταν ἐννέα μηνῶν, ὅταν ἦταν ταξιδιώτης μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα Του στὴν Βηθλεέμ, ὅπου καὶ γεννᾶται στὸν σταῦλο. Εἶναι μηνῶν μέχρι δύο ἐτῶν καὶ στὴν ἀγκάλη τῆς Μητέρας Του ταξιδεύει τὸν καυστικὸ δρόμο πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Ἐπανέρχεται στὴν Γαλιλαία. Ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ συχνὰ μεταβαίνει κατὰ τὸ Πάσχα στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἡ φωνὴ τοῦ Προδρόμου τὸν φέρνει στὸν Ἰορδάνη. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο Τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἔρημο. Μετὰ 40 ἡμερῶν νηστεία καὶ πειρασμοὺς ἀρχίζει τὸν πλάνητα καὶ χωρὶς ἀνάπαυση βίο Του ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ ἀπὸ πόλη σὲ πόλη. Τὸν βλέπουμε στὰ Γάδαρα, Καισάρεια, Περαία, Ἱερουσαλήμ, Ἰεριχώ. Τὸν βλέπουμε στὴν Φοινίκη, Τύρο, Σιδῶνα στὸ ὅρος Ἐρμών κλπ.

    

Εἶναι ὁδοιπόρος στρατοκόπος πάντοτε κουρασμένος ἀλλὰ καὶ ἀκούραστος. Οὔτε ἀνάπαυση ἔχει οὔτε σπίτι δικό Του. Εἶναι ἐξόριστος μέσα στὴν πατρίδα Του στοὺς δικούς Του. Ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι Τὸν ἐξόριζαν. Ἦταν ἐξόριστος μὲ τὴν θέλησή Του. Σπίτι Του ἦταν ὁ δρόμος, ὅπου βάδιζε μετὰ τῶν μαθητῶν Του πρὸς εὕρεση φίλων. Κλίνη Του ἦταν τὸ αὐλάκι κανενὸς χωραφιοῦ, οἱ πάγκοι τῆς βάρκας, ὁ ἴσκιος καμμιᾶς ἐλιᾶς. Κοιμόταν ἐνίοτε ὑπὸ τὴν στέγη ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀγαποῦσαν ἀλλὰ γιὰ λίγο χρόνο, «κυνηγητός»! Ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ, η΄ 20). Ὡς Θεὸς τὰ εἶχε ὅλα. Ὡς ἄνθρωπος δὲν εἶχε οὔτε μία πέτρα δική Του, νὰ κλίνει τὴν κεφαλή Του. Μόνο ἕνα χιτῶνα εἶχε ὑφαντὸ διόλου δικό Του ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀφαιρέθηκε κατὰ τὴν σταύρωση. Οὔτε ἡ φάτνη καὶ τὰ σπάργανα, ποὺ γεννήθηκε, οὔτε ὁ τάφος καὶ τὰ ἐντάφια ποὺ ἐτάφη, ἦσαν δικά του. Ἐνῶ ζωντανὸς δὲν ἔχει «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», ἐπὶ τοῦ σταυροῦ «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα». Ἡ κεφαλὴ κλίνουσα στὸν ἀέρα ἐπὶ τοῦ σταυροῦ οὐδόλως ἀναπαύθηκε!

    

Ἀλλὰ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν πορεύεται στὸ ὄρος, «οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς», στὴν θάλασσα Γαλιλαίας, στοὺς Ἐμμαούς. Σὲ πορεία σχεδὸν ἀνελήφθη, ἐγεννήθη, ἐσταυρώθη!

   Ἑπομένως ὁ Κύριος ἡμερῶν καὶ μηνῶν, ἐτῶν, ζωντανὸς καὶ ἀποθανὼν καὶ ἀναστὰς ἦταν περιπλανώμενος Ἰουδαῖος, ὁ μόνος ἀλήτης καὶ παρθένος!

   

 Β) Ἐμεῖς; Ἐπαινούμαστε ἢ παραπονιόμαστε. Ἐπαινούμαστε γιὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχουμε, παραπονιόμαστε, γιὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μᾶς λείπουν. Ἂς συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸν Ἰησοῦ.

   

 Ὅσοι ἐπαινοῦνται γιὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχουν, εἶναι ἀνόητοι καὶ πρέπει νὰ ντρέπονται. Εἶναι ἀνόητοι, διότι εἶναι ταξιδιῶτες. Πρέπει νὰ ντρέπονται, διότι εἶναι Χριστιανοί. Πράγματι! Ἕνας ταξιδιώτης γιὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερος στὸ ταξίδι του, δὲν πρέπει νὰ ἔχει πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ ὅσα τοῦ χρειάζονται γιὰ τὸ ταξίδι του. Ἢ μὲ τὰ πόδια ταξιδεύεις ἢ μὲ τὸ τραῖνο, φροντίζεις νὰ ἔχεις λίγα πράγματα μαζί σου. Τὰ ὑπόλοιπα πρέπει νὰ τὰ στέλνεις ἐκεῖ ποὺ πρόκειται νὰ πᾶς μὲ τὴν σκευοφόρο ἢ μὲ κάποιο ὑποζύγιο. Ὁ φτωχός, τὸν ὁποῖο περιφρονεῖς ὡς κτῆνος σου, εἶναι ὑποζύγιο γιὰ νὰ μεταφέρει τὰ πράγματά σου ἐκεῖ, ποὺ θὰ πᾶς σύ, ἂν τὸν ἐλεήσεις. Εἶσαι ἀνόητος, ἐὰν ταξιδεύοντας φέρεις ὅλα τὰ πράγματα στοὺς ὤμους σου ἢ τὰ ἀφίνεις ἐδῶ καὶ δὲν φροντίζεις νὰ τὰ πάρεις ἐκεῖ, στὴν ἄλλη ζωή. Πρέπει ὅμως καὶ νὰ ντρέπεσαι, ὅταν καυχιέσαι, διότι ἔχεις πολλά, γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» καὶ σὺ ὄχι μόνον ἔχεις ἀλλὰ ἐπιδεικνύεις, ἐὰν μὲν εἶσαι γυναῖκα τὰ φορέματά σου, τὰ κοσμήματά σου, ἐὰν εἶσαι ἄνδρας τὰ σπίτια σου, τὰ κτήματά σου. Ὁ Ἀρχηγός σου ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει. Σὺ ἔχεις καὶ καυχιέσαι. Ὁποία ντροπή! Ἀλλὰ ἐπίσης εἶναι ἀνόητοι καὶ πρέπει νὰ ντρέπονται,

    

Ὅσοι παραπονιοῦνται γιὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν. Πράγματι εἶσαι ἀνόητος, ὅταν παραπονιέσαι, ὅτι σοῦ λείπουν μερικά. Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σοῦ λείπουν εἶναι ἄπειρα. Πάντοτε θὰ σοῦ λείπει κάτι. Πρέπει νὰ εἶσαι πάντοτε λυπημένος; Δὲν εἶναι ἀνοησία αὐτή; Ταξιδιώτης εἶσαι καὶ σύ. Τί τὰ θέλεις τὰ πολλά; Τὰ πολλὰ ἔχουν καὶ πολὺ βάρος πολλὲς ἔννοιες στὸ μυαλό, οἱ ὁποῖες ἔννοιες εἶναι βαρύτερες ἀπὸ τὸ βαρύτερο ὑλικὸ βάρος, τὸ ὁποῖο πιέζει τὸ σῶμα. Λίγη εἶναι ἡ ἀνοησία αὐτή; Οἱ φτωχοὶ ποθοῦν τὰ πολλά, διότι δὲν γνωρίζουν τοὺς πειρασμούς τους.

   Ἀλλὰ πρέπει νὰ ντρέπεσαι, διότι ὅσο φτωχὸς κι’ ἂν εἶσαι, δὲν εἶσαι φτωχότερος τοῦ Ἀρχηγοῦ σου. Σὺ ἔχεις κάτι τι δικό σου. Σπίτι, ἔπιπλο, χωράφι, μία πέτρα. Λέγεις αὐτὸ εἶναι δικό μου. Ὁ Χριστὸς ὅμως οὐδέποτε εἶπε αὐτὸ εἶναι δικό μου ὡς ἄνθρωπος. Δὲν εἶναι ἑπομένως ντροπή σου νὰ παραπονιέσαι γιὰ ἐκεῖνα τὰ ὑλικὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα σοῦ λείπουν;

    

Ἑπομένως ντροπὴ καὶ ἀνοησία εἶναι ἡ περιαυτολογία καὶ τὸ μουρμούρισμα. Εἴμαστε ἀνόητοι, διότι εἴμαστε ταξιδῶτες. Πρέπει νὰ ντρεπόμασθε, διότι εἴμαστε Χριστιανοί. Ἡ ζωή μας εἶναι ταξίδι μὲ τραῖνο. Τόπος ἀναχωρήσεως τοῦ τραίνου εἶναι ὁ τόπος τῆς γεννήσεώς μας, τόπος ἀφίξεως τοῦ τραίνου εἶναι ὁ Οὐρανός. Τόποι, τοὺς ὁποίους διέρχεται τὸ τραῖνο, εἶναι οἱ τόποι, τοὺς ὁποίους διέρχεσαι ζῶντας στὴν παρούσα ζωή. Ταχύτητα τοῦ τραίνου εἶναι ἡ ταχεῖα πάροδος τῆς ζωῆς μας, τὸ πρόσκαιρο τοῦ βίου. Σταθμοί, ποὺ σταματᾶ τὸ τραῖνο καὶ ἄλλοι εἰσέρχονται καὶ ἄλλοι ἐξέρχονται ἀπ’ αὐτὸ εἶναι τὰ δύο φαινόμενα τῆς ζωῆς γέννηση καὶ θάνατος, κατὰ τὰ ὁποῖα ἄλλοι γεννιοῦνται καὶ εἰσέρχονται στὴν ζωὴ καὶ ἄλλοι πεθαίνοντας ἐξέρχονται. Στὸ τραῖνο ἀπαγορεύονται πολλὲς ἀποσκευές. Καὶ στὴν ζωή μας δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε πολλά, ὥστε νὰ εἴμαστε πλεονέκτες. Στὸ τραῖνο ὑπάρχει ἡ σκευοφόρος, ποὺ τοποθετοῦνται τὰ πολλά μας πράγματα. Οἱ φτωχοὶ εἶναι σκευοφόρος καὶ θὰ φέρουν τὶς ἀποσκευές μας στὸν οὐρανό.

    

Ἀναγνῶστα, ἰδοὺ ὁ μεγάλος ταξιδιώτης καὶ μεῖς οἱ μικρὲς βαρκοῦλες. Ἂς ἀποφύγουμε τοὺς ἐπαίνους καὶ τὰ παράπονα ἀποβλέποντες στὸν Ἀρχηγὸ τῆς πίστεως Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», δεύτερος τόμος, Καλάμαι 1952, σελ. 154-156. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)

 πηγη: pneumatikes-selides.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου