Η προβληματικότητα της κοινωνίας και της οικογένειας
Όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι συμφωνούν ότι αν η κοινωνία μας σε ένα μεγάλο ποσοστό χωλαίνει – δυστυχώς πολλά μέλη της λειτουργούν εντελώς αντικοινωνικά: άσκηση βίας, ρατσισμός, μπούλινγκ, διακρίσεις όλων των ειδών είναι κάποια από τα συμπτώματα αντικοινωνικότητας – είναι γιατί δεν λειτουργεί ομαλά το βασικό κύτταρο αυτής, η οικογένεια. Και δεν είναι τυχαίο ότι στην εποχή μας η προσέγγιση και η κατανόηση της οικογένειας γίνεται με τόσων ειδών κριτήρια, ώστε να απαιτείται πια όταν γίνεται λόγος γι’ αυτήν ο καθορισμός του είδους της.
Δεν είναι μόνο οι «κλασικές» διακρίσεις: πατριαρχική οικογένεια, πυρηνική οικογένεια, μονογονεϊκή οικογένεια, διαλυμένη οικογένεια, κοινόβιο-οικογένεια. Η σύγχρονη εποχή έχει προχωρήσει: υπάρχει πια και η ομοφυλοφιλική οικογένεια, για να μην αναφερθούμε και στις ακραίες απόψεις εκείνων που θεωρούν την οικογένεια και τον λόγο γι’ αυτήν ως «τελειωμένη» κατάσταση – είναι περιττό και να μιλάμε γι’ αυτήν! Η εκτίμησή μας βεβαίως για τις τελευταίες ιδίως προσεγγίσεις είναι σαφής: εκφράζουν τις περιπτώσεις ομάδων που η αλλοίωσή τους από τον αντιχριστιανισμό τους βρίσκεται στο απώγειο. Η αμαρτία ως ζωή εκτός Θεού προφανώς γι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε ως λέξη.Μόνη ελπίδα: η χριστιανική οικογένεια («κατ’ οίκον Εκκλησία»)
Υπάρχει βεβαίως πάντοτε αυτό που συνιστά την ελπίδα και που είναι η χριστιανική οικογένεια, αυτή που αγιογραφικά χαρακτηρίζεται ως «κατ’ οίκον Εκκλησία». Κι αυτή η οικογένεια υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει στον κόσμο ζωντανή χριστιανική πίστη. Η χριστιανική πίστη είναι αυτή που ακολουθώντας τους νόμους του Δημιουργού κατανοεί τη συζυγική σχέση καταρχάς ως εκ Θεού δεδομένη κατάσταση, όπως και το αποτέλεσμα της σχέσεως αυτής, τη σύμπηξη και δημιουργία της οικογένειας. «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον επί της γης», ακούγεται ο αιώνιος λόγος του Τριαδικού Θεού απαρχής της δημιουργίας του ανθρώπου, «ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ’ αυτόν». Η δημιουργία της γυναίκας αποτελεί το θέλημα του Θεού ο άνθρωπος να κατανοείται πάντοτε ως συνάνθρωπος – ο ένας άνθρωπος δεν είναι ολόκληρος άνθρωπος. Ο εξίσου σπουδαιότατος αποκαλυπτικός λόγος το επιβεβαιώνει: «Εποίησεν άνθρωπον ο Θεός, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς». Η εκ του ανδρός μάλιστα «λήψη» του υλικού για τη γυναίκα συνιστά την πιο στεντόρεια εξαγγελία ότι ο άνδρας και η γυναίκα όχι μόνο είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, αλλά ότι κατανοούνται «ταυτοτικά». Η έκπληξη του Αδάμ, όταν αφυπνώττει από την κοίμηση που του είχε επιβάλει ο Δημιουργός – ο Αδάμ δεν «παρευρισκόταν» στη δημιουργία της γυναίκας, όπως ούτε εκείνη στη δημιουργία αυτού – αυτό ακριβώς μαρτυρεί: «τούτό εστι σαρξ εκ της σαρκός μου και οστούν εκ των οστέων μου». Ο άνδρας πια έκτοτε αναγνωρίζει τον εαυτό του στο πρόσωπο της γυναίκας, όπως και το αντίστροφο. «Ουκ εισι δύο αλλά μία σαρξ», δεν είναι δύο αλλά ένας άνθρωπος, κατά τον αψευδή λόγο του Κυρίου Ιησού. Η όποια διάσπαση που θα υπάρξει αργότερα θα αποτελεί τον καρπό της αμαρτίας, της επιλογής της «ανωμαλίας» δηλαδή από τη φυσιολογική λειτουργία και κατάσταση του «ενός ζεύγους-ανθρώπου».
Η ανυπακοή προς τον Θεό: η αιτία της διαστροφής. Αποτελέσματα
Και πράγματι. Η ανυπακοή του ανθρώπου απέναντι στον Θεό έφερε και την ανυπακοή του ενός απέναντι στον άλλο, του άνδρα προς τη γυναίκα, της γυναίκας προς τον άνδρα. Εικονιστικά και συμβολικά η Γραφή εκφράζει το «σχίσμα» της σχέσεως αυτής με τα «φύλλα συκής» που έθεσαν μπροστά τους οι πρωτόπλαστοι – μπήκε «τείχος» ανάμεσά τους. Οπότε και η ταυτότητά τους έγινε χωρισμός, έγινε καλύτερα υποταγή της γυναίκας προς τον άνδρα: «προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου», για να «συγκολλάται» από κει και πέρα η σχέση τους με την ώθηση του ερωτικού καταναγκασμού, την ανάγκη της συναισθηματικής κάλυψης, την ανάγκη διαιώνισης του είδους τους, τη δημιουργία ενός καταφυγίου για να νιώθουν ασφαλέστεροι απέναντι σ’ έναν κόσμο πεσμένο πια στην αμαρτία και γι’ αυτό επικίνδυνο για την επιβίωσή τους. Στοιχείο που επιβεβαιώνει την παραπάνω αλήθεια είναι η ονοματοδοσία της γυναίκας από τον Αδάμ ως Εύας. Εύα σημαίνει ζωή, που θα πει τη ζωή που ο Αδάμ εν ευφροσύνη και χαρά εισέπραττε από τον Δημιουργό του, την πηγή της Ζωής, εκείνος πια μετά την αμαρτία τους την αναζήτησε σε ένα άλλο κτίσμα, έστω ίδιο μ’ αυτόν.
Κι αυτή η σχέση του πρώτου ζεύγους, η «φυσική» και οριζόντια πια χωρίς την παρουσία της θεοποιού χάρης του Θεού, που και πάλι η Γραφή την εκφράζει συμβολικά με τον όρο «δερμάτινοι χιτώνες» – ό,τι ο Θεός παραχωρεί στα πλάσματά Του για να μπορούν να επιβιώσουν στη Δημιουργία Του με τον τρόπο της «ανωμαλίας» τους – αυτή λοιπόν η σχέση αποτυπώνεται και στα παιδιά τους και στις όλες στον κόσμο σχέσεις τους. Η οικογένεια θα είναι η καταφυγή και η φωλιά τους, για να μπορούν να συνεχίζουν να ζουν, με ενωτικό στοιχείο τη φυσική σύνδεσή τους, αλλά χωρίς τον βαθύτερο προορισμό που ο Δημιουργός απαρχής τους είχε θέσει: να μοιάσουν με Εκείνον, να προοδεύσουν για να γίνουν μία δική Του «επανάληψη», ο κόσμος να είναι το πλαίσιο για να περπατούν πολλοί «θεοί» μέσα σ’ αυτόν. Αυτή ήταν θέληση και η χαρά του Πατέρα Θεού: να έχει τα τέκνα Του όμοια μ’ Αυτόν, γεμάτα από χαρά και χαρίσματα, Θεός ενωμένος με άλλους θεούς!
Η αποκατάσταση με τον ερχομό του Χριστού
Η «ανωμαλία» της αμαρτίας εξαλείφτηκε ως αναγκαστική πραγματικότητα από τον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού, του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσλαμβάνει τον άνθρωπο, τον κάνει μέλος δικό Του, του δίνει τις απειρίες Του, ώστε και πάλι ο άνθρωπος να πορευτεί κατά τα αρχικά δεδομένα – να γίνει αληθινός άνθρωπος. Με την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος θα θέλει να αποδεχτεί τη δωρεά Του. Ποτέ ο Θεός που είναι η απόλυτη ελευθερία δεν θα υποχρέωνε ή θα εκβίαζε τον άνθρωπο να δεχτεί κάτι που ο ίδιος, ο άνθρωπος, δεν θα ήθελε. Γιατί δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Εκείνου, συνεπώς με το στοιχείο της ελευθερίας ως το πιο καθοριστικό της ύπαρξής του. «Επ’ ελευθερία εκλήθητε» διαλαλεί ο απόστολος Παύλος. Και «τη ελευθερία η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε». Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας έκτοτε, αφότου ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, είναι η καταγραφή στις καρδιές των ανθρώπων του «ναι» ή του «όχι» τους απέναντι στο θέλημα του Θεού. Ό,τι κλήθηκαν οι προπάτορές μας Αδάμ και Εύα να δώσουν ως απάντηση στην αρχική εντολή του Θεού, η οποία τους καλούσε στην πραγματικότητα να εμπιστευτούν την Πατρική Του αγάπη, το ίδιο συνέβη και συμβαίνει διαχρονικά και μέχρι τέλους του κόσμου στον κάθε άνθρωπο, τον κάθε έναν από εμάς. Η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού είναι εκείνο που μας σώζει και μας καθιστά ενεργά μέλη του σώματός Του, με αποτέλεσμα τη χάρη της χαράς και τη χαρά της χάρης. Η ανυπακοή μας είναι εκείνο που μας αποκόπτει από τη ζωή Του και μας καθιστά ξένους όχι μόνο προς Αυτόν αλλά και προς τον συνάνθρωπό μας και προς κάθε δημιούργημά Του.
Η αλλοίωση στη συζυγική σχέση και την οικογένεια: και σήμερα
Γιατί υπενθυμίζουμε τα γνωστά και αυτονόητα αυτά; Αφενός γιατί σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχουν σταματήσει να είναι γνωστά και αυτονόητα, αφετέρου γιατί ακριβώς για τον λόγο αυτό οι άνθρωποι, και μιλάμε για τους χριστιανούς, φανερώνουν μία ζωή, και συζυγική και οικογενειακή, που κάθε άλλο παρά τις περισσότερες φορές είναι σύμφωνη με την αποκάλυψη του Χριστού. Τι βλέπουμε συχνά, δεν λέμε πάντα, και στις χριστιανικές θεωρούμενες οικογένειες; Μία σχέση των συζύγων που, περισσότερο όταν αριθμεί λίγα χρόνια ζωής είναι έτοιμη να διαλυθεί, αλλά και όταν αριθμεί αρκετά έως πολλά χρόνια ζωής «φυτοζωεί», παίρνοντας ανάσες από πηγές ξένες προς τον Θεό και την Εκκλησία Του. Τι σημαίνουν αυτά; Ότι το «χριστιανικό» ζευγάρι κινείται, όπως είπαμε, με βάση τις αξίες του κόσμου του απομακρυσμένου από τον Θεό, σε συσχηματισμό μαζί του, και όχι με βάση τις εντολές του Κυρίου. Το «αγαπάτε αλλήλους» του Χριστού που συμπυκνώνει την πεμπτουσία της αποκαλύψεώς Του αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση ως μία αξία που θεωρητικά ισχύει, ίσως είναι για πολύ λίγους και μάλλον τους καλογέρους, πάντως όχι για εμάς του κόσμου τούτου. Αποτέλεσμα: η σχέση του άνδρα και της γυναίκας και προ του γάμου και μετά τον γάμο να στηρίζεται σε συναισθηματικούς μόνο λόγους, σε έλξη αποκλειστικά ερωτική, σε ψυχολογικά κενά που απαιτεί η ανθρώπινη μειονεξία μας να καλύψει, εν γένει σε λόγους που δεν αγγίζουν τον βαθύτερο εαυτό μας – μακριά από εκείνο που σύστησε απαρχής ο Δημιουργός στο ανθρώπινο ζεύγος, που προορισμό έχει με την αλληλοσυμπλήρωση του ενός προς τον άλλον να πορευτεί προς τη θέωσή του.
Από την άποψη αυτή είναι επόμενο το ζευγάρι να μην μπορεί να ισορροπήσει και να ησυχάσει. Πάντοτε θα υπάρχει στην κοινή τους πορεία το «κενό» της παρουσίας του Θεού, η «ορφάνια» που λέμε από την απουσία του Πατέρα. Το ζευγάρι, μαζί ή και μεμονωμένα, όλο και θα αναζητεί το «εν ου εστι χρεία» και που δεν μπορεί να του το προσφέρει ο σύντροφος με τις αδυναμίες και τις ατέλειές του – μία επανάληψη της απόγνωσης του Αδάμ που είπαμε, όπου στη γυναίκα αναζήτησε τη ζωή: «Εύα». Οι κινήσεις έτσι, ακόμη και οι πιο προσωπικές, θα είναι αποσπασματικές και ελλειμματικές, όπως και ο ερχομός παιδιών ναι μεν θα προσφέρουν μεγάλη χαρά, αλλά παράλληλα θα γεμίζουν την ψυχή με μελαγχολία, γιατί δεν θα υπάρχει το βάθος, το νόημα, η ουράνια προοπτική. Και τι μπορεί ο κόσμος αυτός ο εκτός Χριστού κείμενος να προσφέρει στο ζευγάρι και στην οικογένεια; Τίποτε άλλο πέρα από την οσμή της αποσύνθεσής του και την ανακύκλωση των συντριμμάτων του. Ένα περιδιάβασμα στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει απολύτως τις παραπάνω οδυνηρές και θλιβερές εκτιμήσεις: ό,τι προβάλλεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα συνιστά ένα ανηλεές σφυροκόπημα της συζυγικής σχέσεως και της ομαλής οικογενειακής καταστάσεως.
Χωρίς έρμα και βάση λοιπόν το ζευγάρι, και το χριστιανικό ξαναλέμε σε μεγάλο ποσοστό, στο οποίο δεν υπάρχει το ιερό στοιχείο του γάμου γιατί η πίστη στον Χριστό έχει εξανεμιστεί, προσπαθεί να «επιβιώσει» και στις μεταξύ τους σχέσεις και στη σχέση με τα παιδιά που φέρνουν στον κόσμο. Κι εκείνο που έχει τον πρώτο λόγο σ’ αυτούς και αποτελεί το καθοδηγητικό στοιχείο τους είναι ό,τι ως ένστικτο λειτουργεί μέσα τους: καλό πολλές φορές, ό,τι ως προβληματική συχνά αγωγή πήραν από τη δική τους οικογένεια ή ό,τι έμαθαν από τα ακούσματα και τα διαβάσματα του άμεσου και ευρύτερου περιβάλλοντός τους. Δεν εκπλήσσει λοιπόν που οι σχέσεις του ζευγαριού καταντούν να είναι σχέσεις είτε (εν επιγνώσει ή όχι) κατάκτησης του ενός προς τον άλλο είτε αδιαφορίας είτε εκδίκησης. Κι επίσης δεν μας εκπλήσσει που και τα παιδιά τους οι γονείς αυτοί τα αντιμετωπίζουν «μπερδεμένα», δηλαδή μέσα από το πρίσμα των παθών και των θολωμένων συχνά συναισθημάτων τους. Τα παιδιά είτε απολυτοποιούνται, καθώς τα θέτουν στο κέντρο, δηλαδή σε ένα επίπεδο «θεότητας», ειδικά όσο είναι μικρά στην ηλικία, είτε τα αντιμετωπίζουν με τρόπο υπερπροστατευτικό χωρίς να τα αφήνουν να «αναπνέουν», σαν να είναι μία προέκταση του εαυτού τους, είτε όταν αρχίζουν να αντιδρούν ειδικά στην εφηβική ηλικία, τα εκνευρίζουν, βιαιοπραγούν απέναντί τους, σωματικά ή λεκτικά, αδιαφορούν κάποιες φορές για την ύπαρξή τους.
Η ενηλικίωση των παιδιών και η φυγή τους: η αφορμή για να φανερωθεί η ελλειμματική συζυγική σχέση
Όπως κι αν έχουν όμως τα πράγματα το προφανές είναι ότι η μη χριστιανική με τον τρόπο που είπαμε συζυγική σχέση διατηρείται και τροφοδοτείται μέσα από αμοιβαίες ανάγκες και μέσα από τα παιδιά όταν υπάρχουν, τα οποία δίνουν έναν λόγο ύπαρξης στους γονείς με την όλη ανάπτυξή τους. Κι έρχεται η ώρα που τα παιδιά μεγαλώνουν: γίνονται ενήλικες, προχωρούν στις σπουδές τους, αποκτούν εργασία, ερωτεύονται, παντρεύονται, κάνουν τη δική τους οικογένεια, φεύγουν! Και τι απομένει στο ζευγάρι, το μεγαλωμένο πια, που βλέπει ότι το έμμεσο ενωτικό στοιχείο: το παιδί ή τα παιδιά τους, «χάθηκε» με τον τρόπο που ξέρανε; Μία «άδεια φωλιά» – ένας γνωστός όρος που χαρακτηρίζει την οικογένεια που δεν προσφέρει νόημα στα μέλη της, κυρίως τον άνδρα και τη γυναίκα, που θα πει ότι οι σχέσεις τους έχουν καταντήσει τυπικές και που η συνήθεια κινεί τα νήματα μεταξύ τους. Θυμάμαι την περίπτωση μίας γνωστής μου γυναίκας που βρέθηκε στην κατάσταση αυτή, χωρίς να είναι υπερβολικά μεγάλη στην ηλικία. Τα παιδιά της μεγάλωσαν και έφυγαν από το σπίτι, οπότε τότε αναδείχτηκε το πρόβλημα με τον άνδρα της που υπέβοσκε χρόνια πια. Κάποιοι που την ήξεραν της είπαν ότι ίσως ήρθε η ώρα να «ελευθερωθεί» από τέτοια καταναγκαστική σχέση. Κι η απάντησή της ήταν αφοπλιστική, δηλωτική αυτού που συμβαίνει σε πάμπολλους άλλους σε παρόμοια κατάσταση: «Πού να ξεκινήσω πάλι από την αρχή; Τον άνδρα μου, ό,τι κι αν είναι, τον έχω συνηθίσει και δεν έχω διάθεση να αποδυθώ σε νέες περιπέτειες. Άλλωστε, σε μία ανάγκη μου εκείνος κυρίως θα σπεύσει, όπως και εγώ για εκείνον».
Η περίπτωση είπαμε ότι αποτελεί «τύπο» πολλών μεγάλων πια ζευγαριών. Με ελλειμματικό ή εντελώς χαμένο νόημα συζυγικής σχέσεως λόγω της απουσίας της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, η παρουσία του παιδιού ή των παιδιών είναι μια κάποια λύση – η επικοινωνία υφίσταται έστω και έμμεσα. Κι όταν τα παιδιά φεύγουν, ναι μεν μπορεί να «γαντζώνονται» κάποιοι στον ρόλο τους ως παππούδες και γιαγιάδες – όπου αφήνεται χώρος από τα νέα ζευγάρια για κάτι τέτοιο βεβαίως – όμως η συνύπαρξη στο σπίτι ακολουθεί τον ρυθμό ενός ρολογιού που χτυπάει τον ήχο του και περιστρέφεται γιατί αυτός είναι ο σκοπός του. Υπάρχουν βεβαίως και πάμπολλες περιπτώσεις που δεν συμβαίνει αυτό – η διάλυση της τυπικής σχέσεως θεωρείται μονόδρομος. Μένουμε όμως στην πιο συνηθισμένη περίπτωση, που την ακολουθούν ως επί το πλείστον τα χριστιανικά θεωρούμενα ζευγάρια. Κι ο λόγος της συνέχειας της συζυγίας, όπως είδαμε, αφού έχει χαθεί το συνδετικό στοιχείο της αληθινής αγάπης, είναι η ανασφάλεια και το κίνητρο μίας ανάγκης. Μένω στη «φωλιά» δηλαδή, γιατί φοβάμαι να την αφήσω σ’ έναν κόσμο δύσκολο και επικίνδυνο, ιδίως όταν περνούν και τα χρόνια, αλλά και γιατί έχω το κίνητρο κυρίως της οικονομικής κάλυψης με όλα τα παρεπόμενα – δύο συντάξεις για παράδειγμα με ένα σπίτι είναι η πιο καλή λύση. Ιδίως μάλιστα σήμερα που η τηλεόραση, κατεξοχήν δε το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα είναι στα χέρια όλων, μικρών και μεγάλων, μπορεί ο καθένας πολύ άνετα να συζεί, να συνυπάρχει με τον άλλον, να συγκατοικεί, να κοιμάται ακόμη και στο ίδιο κρεβάτι, χωρίς να ανταλλάσσει έστω και μία κουβέντα κάποιες φορές. Σπίτι-ξενοδοχείο, «φωλιά όχι άδεια, αλλά χωρίς καρδιά και αγάπη».
Μετάνοια: ο μόνος τρόπος ζωής του χριστιανού, εγγάμου και μη
Η παραπάνω εικόνα αποτελεί την περιγραφή όπως ήδη αναφέραμε του αποστεομένου, άνευρου και κενού χριστιανισμού, που εκφράζεται σε όλες τις διαστάσεις της ζωής, πολύ περισσότερο μάλιστα στη συζυγική σχέση και την οικογένεια. Ό,τι συμβαίνει σε ένα χριστιανό που ζει ως «άθεος εν τω κόσμω», το ίδιο συμβαίνει αυτονόητα και στη ζωή του με τον ή τη σύντροφό του, το ίδιο συμβαίνει και με την οικογένεια που θα δημιουργήσει. Κι αυτό θα πει ότι για να μη φτάσει κανείς στο σύνδρομο της «άδειας φωλιάς», ιδίως εκεί που μένει κανείς μόνος μόνω τω συντρόφω του, θα πρέπει να προβληματιστεί από πολύ νωρίς πάνω στο γεγονός της πίστεως στον Χριστό. Αν περιμένει κανείς να φτάσει στα γεράματα για να δει τι θα κάνει με τη ζωή του, μάλλον είναι πολύ αργά, χωρίς κανείς να αποκλείει και το αδύνατο – υπάρχουν και οι εργάτες της ενδεκάτης ώρας και του δώδεκα παρά πέντε.
Η χριστιανική πίστη ως ζωή μετανοίας, δηλαδή ως αδιάκοπης επιστροφής στον Θεό από την κατάσταση της αμαρτίας, είναι εκείνη που νοηματοδοτεί τη ζωή του ανθρώπου σε όλες τις φάσεις του: και στη νεότητά του και στο μέσο της ζωής και στα γηρατειά και το τέλος. Κι επειδή εκείνο που καθορίζει την ποιότητα της ζωής αυτής είναι η αγάπη, δηλαδή η σχέση με τον συνάνθρωπο, θα έλεγε κανείς ότι ο έγγαμος που δημιουργεί οικογένεια βρίσκεται σε προνομιακή θέση έναντι ενός αγάμου και μοναχικού ανθρώπου. Στη σχέση με τον άλλον βρίσκουμε ή χάνουμε τον Θεό μας, για τον λόγο ότι στο πρόσωπο του άλλου «κρύβεται» πάντοτε Εκείνος. «Αγαπάτε αλλήλους» είπε ο Κύριος, εξαρτώντας τη σχέση του πιστού Του με τον Ίδιο, ακριβώς από τον συνάνθρωπό του. «Αν τηρήσετε τις εντολές μου, δηλαδή την αγάπη μεταξύ σας, τότε θα δείτε την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική μου να σας επισκέπτονται, κι εγώ θα σας φανερωθώ μέσα σας». Είναι τόσο καίριας και αποφασιστικής σημασίας τούτο, ώστε και ο καλόγερος δεν μπορεί να προκόψει πνευματικά έξω από τη σχέση του με τον άλλο. Σε κοινόβιο ή οπωσδήποτε σε κάποια συνοδία θα πρέπει να ενταχτεί στο ξεκίνημα της ζωής του, οπότε μετά από αρκετά χρόνια ζωής μαζί με άλλους μπορεί να πάρει ευλογία για άσκηση ερημητική. Το πατερικό λόγιο μάλιστα που τονίζουν κατεξοχήν τα μοναχικά συγγράμματα είναι «είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου», και «η ζωή και ο θάνατος εξαρτάται από τον πλησίον μας. Αν κερδίσουμε τον αδελφό τον Θεό κερδίζουμε».
Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ένας χριστιανός με επίγνωση επιλέγοντας τον έγγαμο βίο εντάσσεται μέσα στον χώρο που μπορεί να τον κάνει να προκόψει πνευματικά και να αγιάσει, γιατί θα ασκήσει τον εαυτό του σε σχέση με τον πρώτο συνάνθρωπό του, το άλλο μέλος της συζυγίας. Με άλλα λόγια αν ο ή η σύζυγος δεν δει τον/τη σύντροφο ως την ευκαιρία και την ευλογία που του δίνει ο Θεός για να μπορεί να αποκτήσει περισσότερο Θεό μέσα του, ή καλύτερα την ευκαιρία για να κρατήσει ζωντανή την παρουσία Του στη δική του ζωή, συνεπώς να αγιάσει, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει προχωρήσει σε χριστιανικό γάμο, έστω κι αν έχει δεχτεί όλες τις αρχιερατικές και ιερατικές προσευχές. Κι ακόμη περισσότερο, όταν έλθουν και νέα μέλη στην οικογένεια με τα παιδιά. Το κάθε παιδί για τον πιστό χριστιανό συνιστά την πρόκληση του Θεού για να βοηθηθεί καταρχάς ο ίδιος από πλευράς πνευματικής και να βοηθήσει τον νέο άνθρωπο να γίνει ορθά μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας.
Η προτεραιότητα του χριστιανού: ο Χριστός και η Βασιλεία Του
Υπό το πρίσμα τούτο ο χριστιανός, είτε ο έγγαμος για τον οποίο μιλάμε, είτε ο μοναχός, γιατί το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνον όπως είπαμε απλώς σε άλλο πλαίσιο, έχει ως προτεραιότητα της ζωής του τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, σύμφωνα με Εκείνου την εντολή: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει ότι ο χριστιανός έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της υπάρξεώς του πέρα από τον ίδιο∙ στον Χριστό λόγω της ενσωματώσεώς του σ’ Εκείνον από την ώρα του αγίου βαπτίσματός του. Με το βάπτισμα ο άνθρωπος γίνεται μέλος Χριστού, ντύνεται Εκείνον, ο ίδιος γίνεται μία άλλη παρουσία Χριστού μέσα στον κόσμο. Μιλάμε λοιπόν για μία υπέρ φύσιν κατάσταση που μόνο ο χριστιανός μπορεί να ζήσει, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να ενεργεί μέσα στον κόσμο υπερβαίνοντας τις κοινές φυσικές αναγκαστικές δεσμεύσεις. Παράδειγμα: κανείς εκτός από τον χριστιανό δεν μπορεί να αγαπήσει και τον εχθρό του με τρόπο γνήσιο και αληθινό, γιατί μόνον εκείνος έχει τα ανοιγμένα από τη χάρη του Θεού μάτια και τη δύναμη να βλέπει ακόμη και στο πρόσωπο του θεωρούμενου εχθρού τον ίδιο τον Χριστό. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε», είπε. Και: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς».
Κι αν για τον οποιονδήποτε άνθρωπο, έστω και τον εχθρό, ο χριστιανός δείχνει μία τέτοια πλάτυνση καρδίας, ανυπόκριτη και βαθιά, πόσω μάλλον για τον σύντροφό του, που έτσι κι αλλιώς καλείται εξίσου να τον δει χαρισματικά, δηλαδή εκτός από μέλος Χριστού και ως τον ίδιο τον εαυτό του. «Ουκέτι εισίν δύο αλλά μία σαρξ». Οπότε από την άποψη αυτή κατανοεί κανείς ότι ο έγγαμος, αλλά και κάθε άλλος χριστιανός, κινείται πάντοτε σε ένα βαθύτερο επίπεδο στις όποιες σχέσεις του, οικογενειακές, φιλικές, επαγγελματικές, λοιπές: αγωνίζεται να βλέπει το «δεύτερο» επίπεδο του κάθε συνανθρώπου του, κατεξοχήν του συντρόφου του, ή καλύτερα το βάθος και την ολοκληρία της ύπαρξης του άλλου. Ο άλλος δεν είναι ό,τι επισημαίνουν μόνο οι σωματικές μας αισθήσεις, αλλά αυτό που απεκάλυψε και αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού: ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένος άνθρωπος, ο οποίος μετά την πτώση στην αμαρτία αποκαταστάθηκε με τον ερχομό του Χριστού. Ο άλλος είναι ο εν ετέρα μορφή Χριστός και ο κρυμμένος και άγνωστος εαυτός μου. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» – ό,τι έθεσε ο ίδιος ο Κύριος ως προοπτική σύνολης της ανθρωπότητας, όπου γης και διαχρονικά: «ίνα πάντες εν ώσιν».
Η τελική ίσως απάντηση στο θέμα
Θέτουμε και πάλι το ερώτημα: γιατί λέμε τα θεολογικά αυτά σε σχέση με το θέμα μας; Διότι χωρίς τη θεολογία της Εκκλησίας μας, χωρίς την αποκάλυψη δηλαδή του Χριστού, ο άνθρωπος ούτε τον Θεό του ξέρει αλλ’ ούτε και τον εαυτό του και τον συνάνθρωπό του. Η πίστη στον Χριστό ανοίγει τα μάτια μας για να βλέπουμε ορθά την πραγματικότητα, τη μέσα μας και την έξω από αυτήν, γι’ αυτό και ένας τέτοιος χριστιανός είτε ζει σε μοναστήρι είτε στην ερημιά μόνος του είτε περισσότερο μέσα στον κόσμο με την οικογένειά του, μπορεί και υπερβαίνει τις όποιες δυσκολίες του χαρακτήρα του συντρόφου του όπως και των παιδιών του, γιατί επικεντρώνει όπως είπαμε στο βάθος: όχι στις αδυναμίες και τις αμαρτητικές καταστάσεις, αλλά στη χάρη του Θεού, τον Χριστό που κρύβεται πίσω από τον καθένα μας. Όταν ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα λέει ότι «διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους» ή ότι «ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα, τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια» δεν τα λέει για να «περάσει η ώρα»! Αποτελούν εκείνα που φανερώνουν την ένταση της πνευματικής του ζωής και της παρουσίας του ζωντανού Θεού μέσα στην ύπαρξή του.
Οπότε: είτε κανείς είναι μόνος είτε μαζί με τον άλλο ως σύζυγος είτε ως γονιός μέσα στην οικογένεια είτε με τους άλλους στην επαγγελματική και κοινωνική του ζωή, πάντοτε είναι μαζί με τον Χριστό, κάτω από το πλήρες στοργής και αγάπης και ειρήνης βλέμμα Του! «Δεν υπάρχει κτίση αφανής ενώπιόν Του» μας λέει αλλού ο απόστολος Παύλος «κι όλα είναι γυμνά και φανερά ενώπιόν Του». Ο χριστιανός σύζυγος και γονιός βλέπει τον κόσμο και τα πράγματα μέσα από το βλέμμα Εκείνου λοιπόν και μπορεί γι’ αυτό να διακρίνει τη χάρη και την παρουσία Του πρώτα στα μέλη της οικογένειάς του κι έπειτα στον κόσμο όλο. Κι είναι, ας μου επιτρέψετε να υπενθυμίσω, αυτό που σημείωνε και κήρυττε ο μέγας όσιος της εποχής μας, λογιότατος Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Αθωνίτης: ο χριστιανός ζει ένα είδος «ορθόδοξης σχιζοφρένειας» που δεν είναι βεβαίως καθόλου σχιζοφρένεια. Τι ζει δηλαδή; Πάντοτε την παρουσία του Χριστού ως μέλος Του, αλλά ταυτοχρόνως βλέποντας την παρουσία Του και στα πάντα.
Είναι προκλητικό, αλλά θα το αποτολμήσουμε: η πιο άμεση (ακραία) απάντηση στο θέμα μας, που θα μπορούσαμε να την πούμε επιγραμματικά απαρχής είναι: αν δεν φτάσεις ως χριστιανός να μπορείς να ζήσεις και εντελώς μόνος, ακόμη και σε μία σπηλιά – να μπορείς να είσαι, όπως έχει ειπωθεί, βοσκός – τότε δεν μπορείς ορθά και φυσιολογικά να ζήσεις μαζί και με άλλους, κι ασφαλώς να είσαι ένας καλός σύζυγος και ένας καλός γονιός. Διότι η αδυναμία αυτή θα αποδεικνύει ότι σου λείπει η χάρη να μπορείς να «βλέπεις» τον εαυτό σου μέσα στον Ιησού Χριστό και Εκείνον μέσα σε σένα, όπως και να Τον «βλέπεις» και σε όλα τα δημιουργήματά Του, ακόμη και στον αέρα που αναπνέουμε. Αλλά αυτό υποσχέθηκε ο Κύριος στους πιστούς Του: να Τον κοινωνούν διαρκώς, κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Με μία προϋπόθεση: την προσπάθεια εν ταπεινώσει να τηρούν αυτοί τις άγιες εντολές Του. «Όποιος τηρεί τις εντολές του Θεού μένει μέσα στον Θεό και ο Θεός μέσα σ’ αυτόν». Θέλουμε να πούμε ότι χωρίς Χριστό όχι μόνο δεν αντέχεις τον σύντροφό σου και κάθε άλλον, αλλά όπως το εξέφρασε και ένας άγιος της σύγχρονης εποχής «χωρίς Χριστό και η ίδια η ζωή δεν αντέχεται!» (άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
(Κύρια σημεία εισήγησης σε σύναξη οικογενειών στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου, 18-19 Ιουνίου 2022).
π. Γεώριος Δορμπαράκης -Ακολουθείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου