Γρηγορίου Νύσσης
Περί τής τριημέρου προθεσμίας τής Αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Αν οποιαδήποτε πατριαρχική ευλογία έχει τη βεβαίωση από το θείο Πνεύμα, αν οποιοδήποτε αγαθό της πνευματικής νομοθεσίας οι αγωνιστές ελπίζουν να το λάβουν πιστεύοντας στην υπόσχεση, αν πιστεύομε ότι με τους υπαινιγμούς της ιστορίας γίνεται κάποια προδιατύπωση της αλήθειας, αν κάποια φωνή προφητική ευαγγελίζεται τα υπερφυσικά, όλα αυτά μαζί αποτελούν την παρούσα χάρη. Και όπως σύμφωνα μ’ αυτό το θέαμα που απλώνεται μπροστά στα μάτια μας περιαστράφτει την όρασή μας ένα φως συγκεντρωμένο από μύριες λαμπάδες, έτσι όλη η ευλογία του Χριστού που λάμπει όπως ένας πυρσός δημιουργεί για μας αυτό το μέγα φως, που αποτελείται από πολλές και διάφορες ακτίνες της Γραφής. Γιατί μπορεί να πάρει κανένας από καθένα από τα θεόπνευστα παραδείγματα το κατάλληλο για τη σημερινή ημέρα. Ζητείς την ευλογία του Αβραάμ. Έχεις αυτό που ζητείς βλέποντας αυτά που έχεις. Βλέπεις τα άστρα του ουρανού;
Εννοώ αυτά τα άστρα που έκανε το Πνεύμα ν’ ανατείλουν για χάρη μας και μετέβαλαν ξαφνικά την Εκκλησία σε ουρανό και των οποίων η απαστράπτουσα χάρη της ψυχής δηλώνεται με τις ακτίνες των λαμπάδων. Και αν κάποιος πει ότι αυτά είναι πράγματι τέκνα του Αβραάμ που απόχτησε από την υπόσχεση του Θεού, αυτά που μοιάζουν με τα άστρα του ουρανού της αλήθειας, δε θα κάνει λάθος. Θαυμάζεις τον ουράνιο Μωυσή που περιέγραψε με λεπτομέρεια όλη την κτίση του Θεού με τη δύναμη της γνώσης. Να, έχεις μπροστά σου το ευλογημένο Σάββατο της πρώτης γένεσης του κόσμου˙ κατανόησε από εκείνο το Σάββατο αυτό το Σάββατο, την ημέρα της κατάπαυσης, που ο Θεός την ευλόγησε περισσότερο από τις άλλες ημέρες. Γιατί την ημέρα αυτή αναπαύθηκε αληθινά από όλα τα έργα του ο μονογενής Θεός με την οικονομία του θανάτου του κατά την οποία αναπαύθηκε με τη σάρκα του. Κι αφού πάλι με την ανάσταση επανήλθε σ’ αυτό που ήταν, ανάστησε μαζί του όλους τους νεκρούς, έγινε ζωή και ανάσταση και ανατολή και αυγή και ημέρα για όσους ζούσαν στο σκότος και στη σκιά του θανάτου.
Και η ιερή ιστορία είναι γεμάτη από την οικεία ευλογία˙ ο πατέρας εκείνου του Ισαάκ που δεν λυπήθηκε τον αγαπημένο του γιο και ο μονογενής έγινε προσφορά και θυσία και το αρνί που σφαγιάστηκε στη θέση του. Στην ιερή ιστορία δηλαδή μπορεί να δει κανένας όλο το μυστήριο της πίστης μας. Το αρνί το κρέμασαν από τα κέρατα στο ξύλο, ενώ ο μονογενής σηκώνει στον ώμο τα ξύλα της θυσίας του. Βλέπεις πώς αυτός που σηκώνει τα πάντα με το δυνατό του λόγο, ο ίδιος σηκώνει και το φορτίο από τα δικά μας ξύλα και υψώνεται πάνω στο ξύλο σηκώνοντάς το ως Θεός, και που πάλι το ξύλο τον σήκωσε ως αρνί, αφού επιμέρισε έτσι το άγιο Πνεύμα το μεγάλο μυστήριο και στους δύο και στον αγαπημένο γιο και στο πρόβατο που έχει δείξει ο Θεός, ώστε με το πρόβατο να δηλωθεί το μυστήριο του θανάτου και με τον Μονογενή η ζωή που δε διακόπτεται από το θάνατο; Αν θέλεις ν’ αναφερθώ και στον ίδιο το Μωυσή που με την έκταση των χεριών του διέγραψε το σχήμα του σταυρού, και με το σχήμα αυτό έτρεψε σε φυγή τον Αμαληκίτη, μπορείς να δεις στην αλήθεια τον τύπο και τον Αμαλήκ να υποτάσσεται στο σταυρό.
Έχεις ακόμα και τον Ησαΐα που δε σου κάνει μικρή προσφορά στη σημερινή δωρεά του Θεού. Γιατί από αυτόν έμαθες για την ανύμφευτη μητέρα, το χωρίς πατέρα έμβρυο, την ωδίνη που δεν προκάλεσε πόνο, την αμόλυντο γέννηση, λέγοντας ο προφήτης αυτά˙ «να η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει Υιό και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας». Το ότι η ωδίνη δεν προκάλεσε πόνο, ας σε διδάξει και το λογικό πρώτα. Επειδή δηλαδή κάθε ηδονή έχει συνενωμένο μαζί της και τον πόνο, είναι απόλυτη ανάγκη σ’ εκείνα που θεωρούνται συνενωμένα, όταν λείπει το ένα, να μην υπάρχει ούτε το άλλο. Όπου λοιπόν από τη γέννηση δεν προηγήθηκε η ηδονή, κατ’ ανάγκη δεν επακολούθησε ούτε ο πόνος. Έπειτα και ο προφήτης βεβαιώνει το λόγο μου λέγοντας˙ «προτού νιώσει πόνο, γλίτωσε από τις ωδίνες και γέννησε αρσενικό», ή όπως λέει άλλος εξηγητής, «γέννησε προτού την πιάσουν οι πόνοι». Από αυτήν, λέει, την Παρθένο μητέρα «γεννήθηκε για χάρη μας παιδί και δόθηκε σ’ εμάς, που η αρχή του ήταν επάνω στον ώμο του και το όνομά του λέγεται ΄Άγγελος της βουλής΄, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος». Το παιδί αυτό, ο υιός αυτός «οδηγήθηκε στη σφαγή σαν πρόβατο και σαν αρνί άφωνο μπροστά σ’ εκείνον που το σφάζει». Ή καλύτερα όπως λέει ο Ιερεμίας˙ «Αυτό είναι το αρνί το άκακο που οδηγείται στο να θυσιαστεί, αυτός είναι ο άρτος, μέσα στον οποίο βάζουν το ξύλο οι πολέμιοι και του άρτου και του ξύλου». Αλλά καλύτερα το πιο γυμνό και πιο φανερό από όλα ας το λάβομε από την προφητεία, που προεικονίζει με σαφήνεια το μυστήριο. Εννοώ τον Ιωνά, που χωρίς να πάθει τίποτα εισήλθε στην κοιλιά του κήτους και δίχως πάλι να πάθει κάτι βγήκε από εκεί, παραμένοντας στα σπλάχνα του κήτους τρεις μέρες κι άλλες τόσες νύκτες και προδιαγράφοντας την παραμονή του Κυρίου στον άδη.
Αυτά και τα παρόμοια πρέπει ν’ αναζητείς και να εκλέγεις από κάθε γραφή. Γιατί όλα εκείνα τα βλέπεις με τα παρόντα και στη σημερινή χαρά. «Όλος ο νόμος και οι προφήτες εξαρτώνται από αυτά», όπως λέει κάπου το Ευαγγέλιο, και «κάθε λόγος και νόμος θεόπνευστος», ανακεφαλαιώνεται, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, σ’ αυτή τη χάρη. Γιατί αυτό είναι και το τέλος των θλιβερών και η αρχή των αγαθών. Εννοώ το εξής μ’ αυτό που λέω˙ Βασίλεψε ο θάνατος κάνοντας αρχή της καταστρεπτικής τυραννίας του από τον Αδάμ και έμεινε η άθλια εξουσία του μέχρι τον ίδιο το Μωυσή, επειδή δεν μπόρεσε καθόλου ο νόμος να μειώσει την εξουσία του θανάτου. Ήρθε όμως η βασιλεία της ζωής και καταλύθηκε το κράτος του θανάτου κι έγινε άλλη γέννηση, άλλος βίος, άλλο είδος ζωής, η μεταστοιχείωση της ίδιας της φύσης μας. Ποιά είναι η γέννηση; «Όχι με ροή αίματος ούτε από θέλημα ανδρός ούτε από θέλημα σάρκας, αλλά προήλθε από το Θεό». Πώς έγινε αυτό; Θα σου παρουσιάσω παραστατικά με το λόγο μου τη χάρη. Αυτή η γέννηση κυοφορείται με την πίστη, έρχεται στο φως με την αναγέννηση του βαπτίσματος, τροφός είναι η Εκκλησία, μαστός τα διδάγματα, τροφή ο ουράνιος άρτος, τελειοποίηση της ηλικίας η ουράνια πολιτεία, γάμος η συμβίωση με τη σοφία, τέκνα οι ελπίδες, σπίτι η βασιλεία, κληρονομία και πλούτη η τρυφή του Παραδείσου, και τέλος αντί θάνατος η αιώνια ζωή στη μακαριότητα που περιμένει τους άξιους. Αυτήν βλέπει και ο μεγάλος Ζαχαρίας ως αρχή της αλλοίωσης προς το αγαθό και αμφιβάλλει σχετικά με την εκφώνηση του ονόματος, πώς πρέπει να αποκαλέσει αυτή τη χάρη. Αφού δηλαδή διηγήθηκε τα άλλα θαύματα τα σχετικά με το πάθος, λέει και αυτό για τη στιγμή αυτή, «ούτε ημέρα ούτε νύχτα», με το οποίο δείχνει, ότι ημέρα βέβαια δεν μπορεί να ονομαστεί, αφού δεν υπάρχει ήλιος, αλλά και νύχτα δεν είναι, αφού δεν υπάρχει ούτε το σκοτάδι. Γιατί ο Θεός κάλεσε νύχτα το σκότος, όπως γράφει ο Μωυσής.
Επειδή λοιπόν κατά το χρόνο είναι νύχτα, αλλά σχετικά με το φως είναι ημέρα, γι’ αυτό το λόγο λέει ο προφήτης˙ «ούτε ημέρα ούτε νύχτα». Αν λοιπόν δεν είναι ούτε ημέρα ούτε νύχτα, σύμφωνα με το λόγο του προφήτη, η ώρα αυτή, τότε η χάρη αυτή οπωσδήποτε είναι και ονομάζεται κάτι άλλο. Θέλετε να πω τί έβαλα στο νου μου; «Αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος», ημέρα διαφορετική από τις ημέρες που έγιναν από την αρχή της δημιουργίας, με τις οποίες και μετρούμε το χρόνο˙ η ημέρα αυτή είναι αρχή άλλης δημιουργίας. Γιατί αυτή την ημέρα κάνει ο Θεός καινούργιο ουρανό και γη καινούργια, όπως λέει ο προφήτης. Ποιόν ουρανό; Το στερέωμα της πίστης στο Χριστό. Ποιά γη; Την αγαθή καρδιά, λέγω, όπως είπε ο Κύριος, τη γη που πίνει τη βροχή που πέφτει σ’ αυτή και που κάνει να μεστώνει το καρποφόρο στάχυ. Σ’ αυτή την κτίση ήλιος είναι η καθαρή ζωή, άστρα οι αρετές, αέρας η διάφανη πολιτεία, θάλασσα είναι το βάθος του πλούτου της σοφίας και της γνώσης, πόα και χόρτα η αγαθή διδασκαλία και τα θεϊκά διδάγματα, που βόσκει ο λαός την νομής, δηλαδή το ποίμνιο του Θεού, δένδρα που καρποφορούν η εργασία των εντολών. Αυτή τη μέρα χτίζεται και ο αληθινός άνθρωπος που έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Βλέπεις ποιού κόσμου έγινε αρχή «αυτή η ημέρα, που έκανε ο Κύριος», για την οποία λέει ο προφήτης, ότι δεν είναι «ούτε ημέρα όπως οι άλλες μέρες, ούτε νύχτα όπως οι άλλες νύχτες». Και δεν κήρυξε ακόμα ο λόγος το εξαιρετικό της σημερινής δωρεάς. Αυτή κατάργησε την ωδίνη του θανάτου, αυτή έγινε η μαία του πρωτότοκου από τους νεκρούς, αυτή τη μέρα συντρίφτηκαν οι σιδερένιες πύλες του θανάτου, αυτή τσακίστηκαν οι χάλκινοι μοχλοί του άδη. Σήμερα ανοίγει το δεσμωτήριο του θανάτου, σήμερα κηρύσσεται η άφεση στους αιχμαλώτους, σήμερα οι τυφλοί ξαναβλέπουν, σήμερα αυτούς που κάθονται στο σκότος και τη σκιά του θανάτου τους επισκέπτεται η ουράνια ανατολή.
Θέλετε να μάθετε κάτι και για το διάστημα των τριών ημερών; Φτάνει να πω τόσο μονάχα, ότι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα μπόρεσε να φτάσει η παντοδύναμη σοφία στην καρδιά της γης και να καταμωράνει το μεγάλο εκείνο νου που ζούσε εκεί. Γιατί έτσι τον ονομάζει ο προφήτης, αποκαλώντας τον «μεγάλο νου και Ασσύριο». Επειδή λοιπόν η καρδιά είναι εστία κατά κάποιο τρόπο του νου (γιατί σ’ αυτή πιστεύεται πως βρίσκεται το ηγεμονικό λογικό), γι’ αυτό πηγαίνει ο Κύριος στην καρδιά της γης, που είναι η κατοικία του πονηρού εκείνου νου, για να μωράνει τη σκέψη του, όπως λέει η προφητεία, να συλλάβει το σοφό πάνω στην πανουργία του και ν’ αντιστρέψει στο αντίθετο τα σοφά επιχειρήματά του. Επειδή δηλαδή ήταν αδύνατο να προσβάλει ο άρχοντας του σκότους καθαρή την παρουσία του φωτός, αφού δεν είδε σ’ αυτό ίχνος σάρκας, γι’ αυτό, μόλις είδε τη θεοφόρο σάρκα και είδε και τα θαύματα που ενεργούσε με αυτήν η θεότητα, έλπισε ότι, αν νικούσε τη σάρκα με το θάνατο, θα νικούσε και όλη τη δύναμή της. Και γι’ αυτό, καταπίνοντας το δόλωμα της σάρκας, πιάστηκε στο αγκίστρι της θεότητας κι έτσι σύρθηκε ο δράκοντας με το αγκίστρι, όπως λέει ο Ιώβ, που προείπε με την περίπτωσή του εκείνο που επρόκειτο να γίνει, λέγοντας˙ «θα σύρεις το δράκοντας με το αγκίστρι».
Ας ακούσομε τώρα να μας λέει η φωνή του προφήτη εκείνα που μελέτησε αυτή η καρδιά της γης ενάντια σ’ όλο το σύμπαν, όταν άνοιξε το στόμα κατά της σάρκας του Κυρίου. Τί λέει σ’ αυτόν ο Ησαΐας φανερώνοντας τις σκέψεις του; «Εσύ είπες από μέσα σου˙ θ’ ανεβώ στον ουρανό, θα στήσω το θρόνο μου πάνω από τ’ άστρα του ουρανού, θα καθίσω σε ψηλό βουνό, θ’ ανεβώ πάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο». Αυτά σκέφτηκε η πονηρή καρδιά. Και πριν από αυτά ακόμα τί έλεγε μέσα του ο μεγάλος σε κακία νους, ο πονηρός Ασσύριος, ας ακούσομε πάλι από τη φωνή του Ησαΐα εκείνα που είπε˙ «με τη δύναμη του χεριού μου θα χτυπήσω και με τη σοφία μου θ’ αφαιρέσω τα σύνορα των εθνών, θα τσακίσω τη δύναμή τους, θα συγκλονίσω πόλεις πολυάνθρωπες, θα βάλω στο χέρι όλη την οικουμένη όπως μια φωλιά και θα την αρπάξω σαν αυγά παρατημένα, και κανένας δε θα μου ξεφύγει ούτε θ’ ανατισταθεί». Με τέτοια ελπίδα δέχεται αυτόν που από φιλανθρωπία επισκέφτηκε τους κάτω. Και τί έπαθε αντί εκείνων που έλπισε; Η προφητεία διηγείται με σαφήνεια το πάθημά του λέγοντας˙ «πώς εξέπεσε από τον ουρανό ο Εωσφόρος; Πώς συντρίφτηκε επάνω στη γη, με στρώμα του τη σήψη, με ρούχο του το περιτριγύρισμά του από σκουλήκια;», και όσα άλλα διηγείται για τον αφανισμό του, που μπορεί όποιος θέλει να τα πληροφορηθεί με ακρίβεια από την ίδια τη Γραφή. Εγώ πρέπει να επαναφέρω το λόγο στο θέμα μας. Γι’ αυτό κατεβαίνει η αληθινή Σοφία στη μεγαλόστομη αυτή καρδιά της γης, για να εξαφανίσει από αυτήν τον μεγάλο στην κακία νου και να φωτιστεί το σκότος και «να καταπιεί η ζωή το θνητό» και το κακό να καταλήξει στην ανυπαρξία, αφού θα καταργηθεί ο έσχατος εχθρός, που είναι ο θάνατος. Αυτά σου πρόσφερε το χρονικό διάστημα των τριών ημερών.
Μήπως η χάρη βραδυπόρησε; Μήπως αυτό το αγαθό κατορθώθηκε σε πολύ μικρό διάστημα; Θέλεις να μάθεις το υπερβολικό μέγεθος εκείνων που κατορθώθηκαν σε τόσο σύντομο χρόνο; Μέτρησέ μου όλες τις γενιές των ανθρώπων από την πρώτη είσοδο των κακών ως την κατάργηση τους, πόσοι είναι οι άνθρωποι σε κάθε γενιά και σε πόσες μυριάδες μετριούνται. Είναι τάχα δυνατό να χωρέσει ένας αριθμός το πλήθος εκείνων που με τη διαδοχή τους από άλλους διευρυνόταν μαζί και η κακία και ο κακός πλούτος της κακίας καθώς μοιραζόταν στον καθένα γινόταν με τον καθένα περισσότερος; Κι έτσι πολύ γόνιμη συμπορευόταν πάντοτε με τις γενιές που ακολουθούσαν η κακία και απλωνόταν με το πλήθος της προς το άπειρο, ως που προχωρώντας στο ακρότατο σημείο του κακού υποδούλωσε όλη την ανθρώπινη φύση, σύμφωνα με τον προφήτη που έκανε αυτή τη γενική διαπίστωση˙ «όλοι παρεξέκλιναν και ταυτόχρονα εξαχρειώθηκαν και δεν υπήρχε μέσα στους ζωντανούς τίποτε που να μην ήταν όργανο της κακίας».
Για τη συσσώρευση λοιπόν τόσης κακίας που μαζεύτηκε από καταβολής κόσμου ως την οικονομία του πάθους του Κυρίου και που τη διασκόρπισε μέσα σε τρεις ημέρες, αυτό είναι μικρή επίδειξη της υπερβολικής δύναμής του ή μήπως ισχυρότερη από όλες τις θαυματουργίες της ιερής ιστορίας; Όπως πλεονάζει ο θαυμασμός για το Σαμψών, όχι μόνο γιατί νίκησε το λιοντάρι, αλλά γιατί το σκότωσε εύκολα και με γυμνά και άοπλα χέρια ξέσκισε τόσο μεγάλο θηρίο σα να έπαιζε μ’ αυτό, έτσι και η εξαφάνιση τόσης κακίας από μέρους του Κυρίου χωρίς καμιά δυσκολία είναι μεγαλύτερη απόδειξη για την υπερβολική δύναμή του. Δε χρειάστηκε κατακλυσμός τεράστιων όγκων νερών από τους καταρράκτες του ουρανού να πέσει στη γη, ούτε άβυσσοι να ξεχειλίσουν τα όρια τους και με τα πέλαγα να κατασκεπάσουν τη στεριά, ούτε όλη η οικουμένη, σαν καράβι να βουλιάξει αύτανδρη και να πάει στο βυθό, ούτε βουνά να καταποντίζονται και βουνοκορφές να πάνε κάτω από τη θάλασσα, ούτε όμοια με τα Σόδομα οι πύρινες βροχές να καθαρίσουν τη διαφθορά με τη φλόγα τους, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο. Αλλά μια απλή και ακατανόητη επίσκεψη, μια μοναδική παρουσία της ζωής και του φωτός στους καθισμένους στο σκότος και τη σκιά του θανάτου προκάλεσε πλήρη έκλειψη και αφανισμό τόσο του σκότους όσο και του θανάτου.
Να πω και κάτι άλλο κοντά σε όσα έχω πει; Φύτρωσε το κακό μέσα στο φίδι, ηττήθηκε η γυναίκα από τον πειρασμό του φιδιού κι έπειτα ηττήθηκε και ο άνδρας από τη γυναίκα. Το κακό γεννήθηκε από τρεις. Πού αποβλέπει η υπόμνηση αυτή; Μπορούμε με τη σειρά που ακολούθησε το κακό να εννοήσουμε κάποια σειρά στο αγαθό. Βλέπω ότι είναι τρεις οι υποδοχές του κακού˙ πρώτη είναι εκείνη στην οποία έλαβε τη σύστασή του, δεύτερη εκείνη στην οποία μεταφέρθηκε και τρίτη εκείνη στην οποία προχώρησε στη συνέχεια. Επειδή λοιπόν στα τρία αυτά πλημμύρισε η κακία, εννοώ τη διαβολική φύση, το γένος των γυναικών και το σύνολο των ανδρών, γι’ αυτό ακριβώς στη συνέχεια η νόσος εξαφανίζεται σε τρεις ημέρες, για κάθε γένος δηλαδή εκείνων που αρρώστησαν από κακία αποκληρώθηκε για τη θεραπεία του μία ημέρα. Σε μια μέρα απαλλάσσονται από τη νόσο τους οι άνδρες, τη δεύτερη μέρα θεραπεύεται το γένος των γυναικών, και την τελευταία καταλύεται ο έσχατος εχθρός, ο θάνατος, και συναφανίζονται μαζί με τον αρχηγό τους οι αρχές και οι εξουσίες και οι τάξεις των αντιπάλων μας δυνάμεων που έχει κοντά του. Μην απορήσεις αν επιμερίζεται η γένεση του αγαθού σε χρονικά διαστήματα. Και στην πρώτη γένεση του κόσμου δεν ήταν ανήμπορη βέβαια η θεία δύναμη να ολοκληρώσει τα πάντα ακαριαία, αλλά τοποθετεί τη δημιουργία των όντων μέσα σε χρονικά διαστήματα, ώστε ένα μέρος της κτίσης να τελειώσει την πρώτη μέρα, το άλλο τη δεύτερη και όμοια στη συνέχεια, ώσπου συμπληρώθηκαν τα όντα αφού συμπλήρωσε ο Θεός όλη την κτίση σε ορισμένες μέρες. Έτσι κι εδώ κατά τον ανέκφραστο λόγο της σοφίας του απομακρύνει το κακό από τα όντα μέσα σε τρεις μέρες, από τους άντρες, από τις γυναίκες, από τη γενιά των φιδιών, όπου πρωτογεννήθηκε η κακία.
Αυτά σκέφτηκα για την αιτία του αριθμού των ημερών˙ αν είναι ορθά ή όχι τ’ αφήνω στην κρίση των ακροατών. Γιατί ο λόγος μου δεν είναι κανόνας, αλλά γύμνασμα και αναζήτηση. Κι αν ζητείς να δεις με ακρίβεια μέσα στο πάθος το διάστημα αυτών των ημερών, περίμενε λίγο κι ίσως ο λόγος μου να σου το διευκρινίσει κι αυτό (γιατί υπολείπεται στον αριθμό όχι λίγος χρόνος, αν τον υπολογίσεις μετά την ενάτη ώρα της Παρασκευής, οπότε παρέδωσε το πνεύμα στα πατρικά χέρια). Ποιός είναι λοιπόν ο λόγος μου; Στρέψε το βλέμμα σου στο μεγαλείο της θείας δύναμης και δε θ’ αγνοήσεις αυτό που ζητούμε εδώ˙ θυμήσου τη δεσποτική δήλωση, τι δηλώνει για τον εαυτό του αυτός που έχει την εξουσία του παντός, πώς με αυτοεξουσιαστική δύναμη κι όχι από φυσική ανάγκη χωρίζει την ψυχή από το σώμα λέγοντας, «κανένας δε μου παίρνει την ψυχή μου, αλλά την προσφέρω εγώ από μόνος μου. Έχω την εξουσία να την προσφέρω κι έχω την εξουσία να την πάρω πάλι». Αυτό ας γίνει κατανοητό και αποσαφηνίστηκε το ζητούμενο. Γιατί αυτός που οικονομεί τα πάντα με τη δεσποτική εξουσία του δεν περιμένει βέβαια να εξαναγκαστεί από την προδοσία και τη ληστρική έφοδο των Ιουδαίων και την παράνομη απόφαση του Πιλάτου, ώστε η κακία όλων αυτών να γίνει αρχηγός και αιτία της κοινής σωτηρίας των ανθρώπων. Προλαμβάνει με την οικονομία την επίθεση σύμφωνα με τον άρρητο τρόπο της θαυματουργίας του και πρόσφερε τον εαυτό του στους ανθρώπους αόρατη προσφορά και θυσία για μας ο ιερέας και μαζί Αμνός του Θεού, που πήρε επάνω του την αμαρτία του κόσμου. Πότε έγινε αυτό; Όταν έκανε για τους συντρόφους του τροφή το σώμα του και ποτό το αίμα του. Γιατί είναι στον καθένα φανερό αυτό, ότι δε θα φάει ο άνθρωπος πρόβατο, αν δεν προηγηθεί η σφαγή του προβάτου. Αυτός λοιπόν που έδωσε το σώμα του τροφή στους μαθητές του δείχνει με σαφήνεια, ότι ήδη έχει συντελεσθεί η θυσία του αμνού. Γιατί δε θα ήταν βέβαια το σώμα του σφαγίου κατάλληλο για φαγητό, αν ήταν ζωντανό. Όταν λοιπόν έδωσε στους μαθητές του να φάνε από το σώμα και να πιουν από το αίμα του, ήδη ανεπαίσθητα με την εξουσία εκείνου που οικονομούσε το μυστήριο άρρητα και αόρατα είχε θυσιαστεί το σώμα και η ψυχή ήταν σ’ εκείνους, στους οποίους την είχε εναποθέσει η εξουσία εκείνου που τα οικονομούσε όλα αυτά περιπολώντας το χώρο εκείνο στην καρδιά της γης με τη θεία δύναμη, που ήταν αναμιγμένη σ’ αυτήν.
Αφότου λοιπόν προσφέρθηκε στο Θεό η θυσία από το μεγάλο αρχιερέα, που θυσίασε άρρητα και αόρατα τον αμνό του για την κοινή αμαρτία, από τότε αν μετρήσει κανένας το χρόνο της παραμονής στα βάθη της γης δε θ’ αστοχήσει την αλήθεια. Ήταν βράδυ όταν έφαγαν εκείνο το ιερό και άγιο σώμα και τη διαδέχτηκε η νύχτα η πριν από την Παρασκευή. Έπειτα η ημέρα της Παρασκευής με τη νύχτα που μεσολάβησε και τη διχοτόμησε υπολογίζεται σε μία νύχτα και δύο ημέρες. Γιατί, αν ο Θεός κάλεσε το σκότος νύχτα και για τρεις ώρες έγινε σκότος σ’ όλη την οικουμένη, αυτό το σκότος είναι η πρωτόγνωρη νύχτα στη μέση της ημέρας που προσδιορίζει τα δύο τμήματα της ημέρας, το ένα από την αυγή ως την έκτη ώρα (μεσημέρι), και το άλλο από την ενάτη ώρα ως το βράδυ, ώστε να είναι μέχρι τότε δύο νύχτες και δύο ημέρες. Έπειτα, βάλε τη νύχτα πριν από το Σάββατο και στη συνέχεια την ημέρα του Σαββάτου και έχεις τις τρεις μέρες και τις τρεις νύχτες. Ερεύνησε λοιπόν σε παρακαλώ την ώρα της ανάστασης και θα βρεις την αλήθεια σ’ αυτά που λέω.
Πότε λοιπόν έγινε; «Αργά το Σάββατο», φωνάζει ο Ματθαίος. Αυτή είναι η ώρα της ανάστασης με τη σαφήνεια του Ευαγγελίου, αυτό είναι το όριο της παραμονής του Κυρίου στα βάθη. Ενώ δηλαδή ήταν πια προχωρημένο πολύ το βράδυ (και το βράδυ ήταν αρχή της νύχτας εκείνης που τη διαδέχεται η ημέρα της πρώτης του Σαββάτου) τότε γίνεται ο σεισμός, τότε ο άγγελος εκείνος που άστραφταν τα φορέματά του κυλά την πλάκα του μνημείου του. Οι γυναίκες όμως που σηκώθηκαν αυγή αυγή, ενώ έφεγγε πια το φως της μέρας, ώστε να φαίνεται στον ορίζοντα και κάποιο προμήνυμα από το φως του ήλιου στην ανατολή, ιστορούν τότε την ανάσταση που είχε γίνει, που είχαν βέβαια διαπιστώσει το θαύμα, δεν τους είπαν όμως για την ώρα. Ότι είχε αναστηθεί τους το είχε πει ο άγγελος, στην πληροφορία του όμως δεν πρόσθεσε το πότε. Αλλά ο μεγάλος Ματθαίος μόνος από όλους τους ευαγγελιστές δήλωσε με ακρίβεια την ώρα, λέγοντας ότι η ώρα της ανάστασης έγινε το βράδυ του Σαββάτου.
Αν αυτά έγινα μ’ αυτόν τον τρόπο, στέκεται το διάστημα που πρότεινε από το βράδυ της Πέμπτης στο βράδυ του Σαββάτου με τον υπολογισμό του χρόνου και της νύχτας που παρεμβλήθηκε, όπως είπα, που χώρισε την Παρασκευή σε δύο ημέρες και μία νύχτα. Γιατί έπρεπε γι’ αυτόν που έχει την κυριαρχία του αιώνα αυτού να μη συμπαρατείνονται υποχρεωτικά τα έργα του με τα ορισμένα μέτρα του χρόνου, αλλά για την ανάγκη των έργων να εγκαινιάζονται νέα μέτρα χρόνου κι αφού η θεία δύναμη συντομεύει την πραγματοποίηση των αγαθών έργων να σχεδιασθούν περικομμένα τα μέτρα του χρόνου, ώστε ούτε να μετρηθεί χρόνος λιγότερος από τρεις ημέρες και τόσες νύχτες, επειδή ο μυστικός και απόρρητος λόγος επιζητεί αυτόν τον αριθμό, αλλά ούτε η θεία δύναμη να εμποδίζεται στην ταχύτητα της ενέργειάς της περιμένοντας τα συνηθισμένα μέτρα των ημερών και των νυκτών. Αυτός που έχει εξουσία και να προσφέρει από μόνος του τη ζωή του και να την ξαναπάρει, όταν ήθελε, είχε την εξουσία ως ποιητής και των αιώνων όχι να υποδουλωθεί με τα έργα του στο χρόνο, αλλά να μεταβάλει το χρόνο σύμφωνα με τα έργα.
Αλλά ο λόγος δεν άγγιξε ακόμα το κορυφαίο σημείο. Γιατί είναι φυσικό να ζητούν οι φιλομαθέστεροι πώς τον ίδιο καιρό ο Κύριος παραδίνει τον εαυτό του σε τρία, και στην καρδιά της γης, και στον παράδεισο μαζί με το ληστή, και στα πατρικά χέρια. Γιατί στους Φαρισαίους λέει, «όπως ο Ιωνάς παρέμεινε στην κοιλιά του κήτους, έτσι θα παραμείνει και ο Υιός του ανθρώπου στην καρδιά της γης το τριήμερο διάστημα του χρόνου» στο ληστή «από σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο», και στον Πατέρα «στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Ούτε βέβαια στα υποχθόνια μπορεί να τοποθετήσει κανένας τον Παράδεισο, ούτε τα υποχθόνια στον Παράδεισο, ώστε με τα δύο να εννοείται το ίδιο πράγμα ή αυτά τα δύο να λέγονται χέρια του Πατέρα. Αλλά αυτό για όσους σκέφτονται λογικά ίσως δεν είναι άξιο ούτε για να το συζητούν. Γιατί, αυτός που βρίσκεται παντού με τη θεϊκή δύναμή του, και σε κάθε σημείο είναι παρών και από πουθενά δε λείπει.
Έχω μάθει και ξέρω και κάποιο άλλο λόγο γι’ αυτό, που με την άδειά σας θα εκθέσω με λίγα λόγια. Όταν ήρθε το Πνεύμα επάνω στην Παρθένο και την επισκίασε η δύναμη του Υψίστου, για να λάβει σ’ αυτήν υπόσταση ο καινός άνθρωπος (γι’ αυτό και ονομάστηκε καινός, γιατί χτίστηκε όπως ήθελε ο Θεός, όχι κατά τα συνηθισμένα στους ανθρώπους, ώστε να γίνει δοχείο του Θεού αχειροποίητο˙ γιατί ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε δοχεία χειροποίητα, που κατασκευάζονται εννοώ από ανθρώπους), τότε ενώ η Σοφία οικοδομούσε για τον εαυτό της την κατοικία της και με το αποσκίασμα της δύναμης σαν από τύπο κάποιας σφραγίδας δεχόταν μέσα της το πλάσμα μορφή, τότε αναμιγνύεται η θεία δύναμη και με τα δύο συστατικά της ανθρώπινης φύσης, την ψυχή και το πνεύμα, σμίγοντας κατάλληλα με το καθένα. Έπρεπε δηλαδή τα δύο αυτά που νεκρώθηκαν με την παρακοή (επειδή νέκρωση της ψυχής αποτελούσε η αποξένωση από την αληθινή ζωή και νέκρωση του σώματος η φθορά και η διάλυση), έπρεπε και από τα δύο αυτά με την επιμιξία με τη ζωή να γίνει η έξωση του θανάτου.
Όταν λοιπόν η θεότητα αναμίχθηκε κατάλληλα σε καθένα από τα δύο στοιχεία του ανθρώπου και στα δύο ήταν ολοφάνερα τα γνωρίσματα της υπερέχουσας φύσης. Το σώμα επισήμαινε τη μέσα του θεότητα ενεργώντας τις ιάσεις με την αφή, ενώ η ψυχή εκδήλωνε τη θεία δύναμη με τη δυνατή εκείνη θέλησή της. Όπως δηλαδή είναι ιδιαίτερη η αίσθηση της αφής στο σώμα, έτσι είναι και η προαίρεση της ψυχής. Πλησιάζει ο λεπρός έχοντας το σώμα του σε κατάρρευση και παραμορφωμένο. Πώς τον θεραπεύει ο Κύριος; Θέλει η ψυχή και το σώμα αγγίζει και με τη συνεργία και των δύο φεύγει το πάθος. Γιατί λέει, «έφυγε αμέσως η λέπρα από αυτόν». Επίσης τους χιλιάδες ανθρώπους που τον τριγύριζαν στην έρημο δε θέλει να τους αφήσει νηστικούς, αλλά κομματιάζει τους άρτους με τα χέρια του. Βλέπεις πώς και με τα δύο εκδηλώνεται η θεότητα που συμπαρακολουθεί το καθένα και με το σώμα που ενεργεί και με την ορμή του θελήματος που δημιουργείται στην ψυχή. Αλλά γιατί πρέπει να διηγούμαι τα θαύματα που πραγματοποιούνται με τον ίδιο πάντοτε τρόπο και ν’ απασχολώ το λόγο μου με πράγματα προφανή; Θα περάσω σ’ εκείνο που για χάρη του ανέφερα όλα αυτά.
Πώς ο Κύριος βρίσκεται ταυτόχρονα και στον άδη και στον παράδεισο; Στο ζήτημα αυτό μια λύση είναι ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για το Θεό μέσα στον οποίο βρίσκονται τα πάντα,66 και μια δεύτερη λύση, στην οποία τώρα τείνει ο λόγος, είναι αυτή˙ αφού ο Θεός μεταστοιχείωσε με την ανάκραση με τον εαυτό του όλο τον άνθρωπο και του έδωσε θεία φύση, στον καιρό της οικονομίας του πάθους δεν αποχωρίστηκε από το άλλο στοιχείο αυτό που είχε μια φορά αναμιχθεί (γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του), αλλά η θεότητα αποχώρισε θέλοντας την ψυχή από το σώμα, έδειξε όμως ότι η ίδια παρέμεινε και στα δύο. Με το σώμα, στο οποίο δε δέχτηκε τη φθορά από το θάνατο, κατάργησε αυτόν που είχε τη δύναμη του θανάτου, ενώ με την ψυχή άνοιξε στο ληστή το δρόμο για την είσοδό του στον Παράδεισο. Και τα δύο αυτά πραγματοποιούνται ταυτόχρονα˙ και με τα δύο η θεότητα πραγματώνει το αγαθό, με την αφθαρσία δηλαδή του σώματος την κατάλυση του θανάτου και με την ψυχή που επείγεται προς την εστία της, την επάνοδο των ανθρώπων στον Παράδεισο.
Επειδή λοιπόν η ανθρώπινη σύνθεση έχει δύο στοιχεία, ενώ η φύση της θεότητας είναι απλή και μονοειδής, κατά τον καιρό της διάζευξης του σώματος από την ψυχή δεν συνδιαχωρίζονται το αδιαίρετο και το σύνθετο, αλλά γίνονται πάλι ένα˙ γιατί με την ενότητα της θείας φύσης που βρίσκεται εξίσου και στα δύο, αυτά που χωρίστηκαν συνάπτονται πάλι. Και έτσι ο θάνατος γίνεται από τη διαίρεση των ενωμένων, ενώ η ανάσταση από την ένωση αυτών που έχουν διαιρεθεί. Κι αν ρωτάς, πώς αυτός πού είναι στον Παράδεισο παραδίδει τον εαυτό του στα χέρια του Πατέρα του, θα σου εξηγήσει ο ουράνιος Ησαΐας την απορία σου αυτή. Γιατί είπε εκείνος από μέρους του Θεού για την άνω Ιερουσαλήμ, που πιστεύομε ότι δεν είναι άλλη παρά ο Παράδεισος˙ «επάνω στα χέρια μου ζωγράφισε τα τείχη σου». Αν λοιπόν στα χέρια του Πατέρα είναι το περίγραμμα της Ιερουσαλήμ, που είναι ο Παράδεισος, είναι φανερό ότι αυτός που είναι στον Παράδεισο βρίσκεται οπωσδήποτε μέσα στις πατρικές παλάμες, όπου είναι το περίγραμμα της θείας πόλης.
Τόσα και γι’ αυτά. θα άξιζε όμως να περιλάβομε με συντομία στο λόγο μας και όσα ακούμε από τους Ιουδαίους, που επιτίθενται με σφοδρές κατηγορίες κατά του δόγματος. Λένε δηλαδή ότι για το θέμα του Πάσχα έχει νομοθετηθεί για τους Ιουδαίους από το Μωυσή η δεκάτη τετάρτη περίοδος της τροχιάς της σελήνης, η κατανάλωση αζύμων για εφτά ημέρες και μαζί με τα άζυμα το προσφάγι τους να είναι τα ραδίκια. Αν λοιπόν φυλάγετε μ’ επιμέλεια τη δεκάτη τετάρτη, φυλάγετε μαζί, λέει ο Ιουδαίος, και τα ραδίκια και τα άζυμα˙ αν αυτά είναι άξια για περιφρόνηση, τί νόημα έχει το ενδιαφέρον για το πρώτο; Γιατί από τα νομοθετήματα του ιδίου νομοθέτη δεν κρίνεται το ένα δίκαιο και ψυχωφελές και το άλλο άχρηστο κι απορριπτέο, ώστε είναι υποχρεωτικό ή να εκτελείτε όλα όσα ορίζονται για το Πάσχα ή να μην τηρείτε κανένα. Ενώ εσείς τί κάνετε; Ας θυμηθούμε αυτόν που μας παράγγειλε να μη φοβόμαστε τις κατηγορίες των ανθρώπων και να μην μας καταβάλλουν οι εξευτελισμοί τους. Ξέρομε και την ωφέλιμη τήρηση της διάταξης για τα άζυμα και το κέρδος από τις πικρίδες και τη χρησιμότητα της δεκάτης τετάρτης ημέρας. Ο λόγος είναι ο εξής και θα τον εξετάσομε με συντομία. Ο νόμος που περιέχει τη σκιά των μελλοντικών αγαθών έχει ένα κυρίως σκοπό, πώς ο άνθρωπος με τις διάφορες εντολές να καθαρθεί από την κακία που αναμίχθηκε με τη φύση του. Τούτο κατορθώνεται με την περιτομή, τούτο με το Σάββατο, τούτο με την προσοχή στα φαγώσιμα, τούτο με τις διάφορες θυσίες των ζώων, τούτο με την τήρηση των διαφόρων περιορισμών. Και θα έπαιρνε πολύ χρόνο να εκθέσουμε όσα μας υπαινίσσεται για καθένα από αυτά ο νόμος για την κάθαρση της ζωής μας.
Όπως λοιπόν με την περιτομή που γίνεται πνευματικά η φύση αποθέτει τα πάθη αφαιρώντας το σαρκικό βίο, με το σαββατισμό διδάσκεται την απραξία στο κακό, η θυσία πάλι των ζώων κατασφάζει τα πάθη και η συνηθισμένη διάκριση των ακάθαρτων τροφών σου υποδεικνύει την απομάκρυνση του βρώμικου κι ακάθαρτου βίου, έτσι και η εορτή αυτή σου παρουσιάζει εκείνη την εορτή, για την οποία η ψυχή προετοιμάζεται με τα άζυμα, απέχοντας επτά ημέρες από ζυμωτό ψωμί και η λύση του αινίγματος είναι αυτή. Ο αριθμός των επτά ημερών δείχνει αυτόν τον παροδικό χρόνο που ανακυκλώνεται κατά εβδομάδα, κατά τον οποίο πρέπει να φροντίσομε να μη διασωθεί κανένα λείψανο της χθεσινής κακίας κατά τη σημερινή ημέρα, για να μην χαλάσει και ξυνίσει η ανάμιξη της προχθεσινής κακίας το σημερινό ζυμάρι. «Να μη βασιλέψει ο ήλιος και σας αφήσει οργισμένους», λέει ο Απόστολος, αυτός που μας παραγγέλλει «να μην εορτάζομε με παλαιά ζύμη ούτε με ζύμη κακίας και φυλότητας, αλλά με τα άζυμα της ειλικρίνειας και της αλήθειας». Ό,τι μάθαμε για ένα είδος της κακίας, αυτό κατ’ αναλογία διδασκόμαστε και για τα λοιπά είδη της κακίας. Το πικρό ραδίκι απομακρύνει από τη ζωή μας κάθε βλακεία και παραλυσία μας και βάζει στη θέση τους το βίο της εγκράτειας και της σκληρής άσκησης που είναι ασύλληπτος για την αίσθηση, επειδή κάθε παιδεία δε φαίνεται κατά το παρόν να προκαλεί χαρά, αλλά λύπη.
Όποιος λοιπόν για όλη την εβδομάδα της ζωής αυτής πραγματοποιεί την πάντοτε παρούσα ημέρα άζυμη και χωρίς ν’ αναμίξει σ’ αυτήν την παλαιά κακία χρησιμοποιώντας ως προσφάγι της ζωής την εγκράτεια, αυτός χωρίζει τον εαυτό του από κάθε σκοτεινή επιμιξία. Αυτό δείχνει η δεκάτη τετάρτη ημέρα της τροχιάς της σελήνης. Επειδή οι ημέρες της τροχιάς της σελήνης είναι είκοσι εννέα και μισή, μέσα στις οποίες το φεγγάρι από την πρωτομηνιά μεγαλώνοντας και φτάνοντας στην πανσέληνο κατά την κυκλική περιφορά του και μικραίνοντας πάλι ξαναγυρίζει στην ολική έκλειψη του φωτός, είναι φανερό ότι το μισό του αριθμού που ανάφερα είναι η δεκάτη τετάρτη ημέρα και κάτι. Επομένως όταν τύχει η σελήνη να βρίσκεται σ’ αυτό το σχήμα, προχωρώντας στο δρόμο της κατά το διάστημα την νύχτας προσθέτει στον κύκλο το μέρος που του λείπει, ώστε με ολόγεμο το δίσκο της να ενώσει τις λάμψεις της με το ηλιοφώς της ημέρας, και καμιά παρεμβολή σκότους ούτε το βράδυ ούτε την αυγή να μη διακόψει τη συνέχεια του φωτός, αλλά να παραμείνει αδιαίρετο το φως κατά τη διαδοχή των άστρων (γιατί ακριβώς πριν βασιλέψει ο ήλιος φαίνεται στο άλλο άκρο της ευθείας η σελήνη αντίθετα διαμετρικά με τον ήλιο και με το φως της φωτίζει τον κόσμο. Και πάλι πριν όλος ο δίσκος της χαθεί στον ορίζοντα με τα λείψανα του φωτός της σμίγει το αυγινό φως της ημέρας). Έτσι τη μέρα με πανσέληνο το σκοτάδι εξαφανίζεται και την αυγή και το βράδυ, καθώς διαλύεται από τη διαδοχή των μεγάλων άστρων.
Αυτό λοιπόν που συμβαίνει στο αισθητό φως τη δεκάτη τετάρτη ημέρα, το ότι η επιμιξία με το σκότος είναι απαράδεκτη όλη τη νύχτα και την ημέρα, αυτό το γεγονός θέλει ο πνευματικός νόμος να γίνει σύμβολο για όσους εορτάζουν πνευματικά, ώστε με όλη την εβδομάδα της ζωής να κάνουν όλο το χρόνο της ζωής τους ένα Πάσχα φωτεινό και ασκοτείνιαστο. Αυτή είναι η κατάσταση των παραγγελμάτων προς τους Χριστιανούς για το Πάσχα. Γι’ αυτό βλέπομε στη δεκάτη τετάρτη ημέρα και φανταζόμαστε με το αισθητό τούτο και υλικό φως το άυλο και νοητό, ώστε από τη μια να φαίνεται πως επιζητούμε την πανσέληνο, που μας χαρίζει ολονύχτιο το διαρκές φέγγος της, ενώ στ’ αλήθεια είναι για μας νόμος να τηρούμε όλο το χρόνο, που μετριέται σε νύχτες και μέρες, αδιάκοπα λαμπρό για μας και να μην έχουν ανάμιξη τα σκοτεινά έργα.
Τόσα και γι’ αυτά. Όσα τώρα νοήματα περιέχει και ο σταυρός με τον οποίο ολοκληρώνεται το μυστήριο του πάθους, ποιος μπορεί να τα εξηγήσει με το λόγο; Μήπως δεν υπάρχουν άπειροι τρόποι που οδηγούν στο θάνατο, με τους οποίους ήταν δυνατό να εκπληρωθεί η για χάρη μας οικονομία του θανάτου; Αλλά από όλους αυτούς ορίστηκε ο σταυρός από αυτόν που όρισε για τον εαυτό του το πάθος με την εξουσία που είχε. Γιατί λέει, «πρέπει ο Υιός του ανθρώπου»˙ δεν είπε, ΄αυτά και αυτά θα πάθει ο Υιός του ανθρώπου΄, όπως θα μπορούσε να πει κάποιος προλέγοντας το μέλλον, αλλά με το λόγο του δογματίζει αυτό που κατά κάποιο απόρρητο λόγο οφείλει υποχρεωτικά να γίνει οπωσδήποτε, λέγοντας ότι «ο Υιός του ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά και ν’ αποδοκιμαστεί και να σταυρωθεί και την τρίτη ημέρα ν’ αναστηθεί». Πρόσεξε το νόημα του «πρέπει», από το οποίο βλέπομε να δογματίζεται ότι δεν πρέπει το πάθος να γίνει με άλλο τρόπο, παρά μονάχα με το σταυρό. Ποιός είναι ο λόγος γι’ αυτό; Μόνο ο μεγάλος Παύλος έχει τη δυνατότητα, που διδάχτηκε από τους απόρρητους εκείνους λόγους, που άκουσε και μυήθηκε στα άδυτα του παραδείσου, να μας εξηγήσει και το μυστήριο αυτό, όπως και έκανε κάποιο υπαινιγμό για το μυστήριο προς τους Εφεσίους με τους λόγους του˙ «για να μπορέσετε μαζί με όλους τους πιστούς να καταλάβετε ποιο είναι το πλάτος και το μήκος και το βάθος και το ύψος (του μυστηρίου) και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνά στη γνώση, για να γεμίσετε μέσα σας από την πληρότητα του Θεού».
Πράγματι το θείο μάτι του Αποστόλου δε σχημάτισε μια θολή εικόνα για το σχήμα του σταυρού, αλλά έδειξε σαφώς και με αυτό ότι, αφού απέβαλε από τα μάτια του όλα τα λέπια της άγνοιας, βλέπει καθαρά προς την ίδια την αλήθεια των όντων. Είδε δηλαδή ότι το σχήμα αυτό χωριζόμενο σε τέσσερις προεκτάσεις από τη συμβολή στο κέντρο σημαίνει φανερά τη δύναμη και την πρόνοια εκείνου που πρόβαλε από αυτόν, η οποία περιλαμβάνει τα πάντα, και γι’ αυτό κάθε προέκταση την ονομάζει με ιδιαίτερο όνομα. Βάθος λέει την προέκταση από το μέσο προς το κάτω και ύψος την προς τα άνω, ενώ πλάτος και μήκος τις πλάγιες προεκτάσεις από τη μια και την άλλη της συμβολής, για να πει πλάτος το από τη μια του κέντρου και το από την άλλη μήκος. Με αυτά μου φαίνεται ότι ο λόγος του σημαίνει με σαφήνεια, ότι δεν υπάρχει κανένα ον που δεν εξουσιάζεται από τη θεότητα, το υπερουράνιο, το υποχθόνιο, αυτό που προεκτείνεται προς τα πλάγια από παντού ως τα πέρατα των όντων. με το ύψος σημαίνει ό,τι βρίσκεται στον ουρανό, με το βάθος ό,τι είναι κάτω από τη γη, με το μήκος και το πλάτος τα ενδιάμεσα άκρα, όσα κατέχονται από τη δύναμη που διακρατεί το παν. Η απόδειξη των λεγομένων μου ας γίνει από όσα συμβαίνουν στην ψυχή σου σχετικά με την έννοια του Θεού. Ύψωσε το βλέμμα σου στον ουρανό και σκέψου με το νου σου τα κάτω βάθη, άπλωσε τη διάνοιά σου στα πλάγια και τα άκρα της κοσμικής δημιουργίας και αναλογίσου ποια είναι η δύναμη που τα συγκρατεί σαν ένας σύνδεσμος του παντός και θα δεις ότι αυτόματα χαράζεται μέσα στο νου σου με την έννοια της θείας έννοιας το σχήμα του σταυρού, από τα ύψη κατεβαίνοντας στα βάθη και προεκτεινόμενο εγκάρσια από τη μια άκρη στη άλλη.
Αυτό το σχήμα ύμνησε και ο μεγάλος Δαβίδ στους ψαλμούς του λέγοντας˙ «πού να πάω μακριά από το πνεύμα σου και πού να φύγω μακριά από τη ματιά σου; Αν ανεβώ στον ουρανό (αυτό είναι το ύψος), αν κατεβώ στον άδη (αυτό είναι το βάθος), αν ανοίξω τα φτερά μου την αυγή (που είναι η ανατολή του ηλίου – κι αυτό είναι το πλάτος), ή αν κατασκηνώσω στην άκρη της θάλασσας (έτσι λέει τη δύση – και αυτό είναι το μήκος)». Βλέπεις πώς με τα λόγια σου διαγράφει το σχήμα του σταυρού; Συ είσαι, λέει, που περνάς μέσα από όλα και γίνεσαι ο σύνδεσμος των πάντων και περιλαμβάνεις μέσα σου όλα τα πέρατα. Εσύ είσαι επάνω, εσύ παρών κάτω, στο ένα άκρο είναι το ένα χέρι σου και στο άλλο οδηγεί το δεξί σου. Γι’ αυτό κι ο μέγας Απόστολος, όταν η πίστη και η επίγνωση του Θεού γεμίσει τον κόσμο, λέει ότι ο πάνω από κάθε όνομα θα προσκυνείται στο όνομα του Ιησού Χριστού από τα επουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια. Και με αυτά πάλι ρυθμίζει την προσκύνηση κατά τα μέρη του σταυρού. Η υπερκόσμια περιοχή απονέμει την προσκύνηση στον Κύριο στο άνω μέρος του σταυρού, η εγκόσμια περιοχή στα μεσαίο και η υποχθόνια κατέχει το κάτω μέρος.
Αυτό είναι και το ιώτα, όπως λέω εγώ, που το αναφέρει μαζί με την κεραία, που είναι κι από τον ουρανό μονιμότερο και από τη γη σταθερότερο και διαρκέστερο από όλο το σύστημα των όντων. «Ο ουρανός και η γη θα περάσουν και στο σχήμα όλου του κόσμου είναι διαβατό, το ιώτα όμως και η κεραία του νόμου είναι παντοτινά». Η κάθετη γραμμή του σταυρού που από επάνω πηγαίνει προς τα κάτω λέγεται ιώτα, αυτή που προχωρεί οριζόντια από τα πλάγια ονομάζεται κεραία, όπως μπορούμε να μάθομε κι από τους ναυτικούς. Το ξύλο δηλαδή που είναι πλάγια στο κατάρτι, από όπου απλώνουν και το πανί από το σχήμα του το ονομάζουν κεραία. Γι’ αυτό έχω τη γνώμη ότι αυτό σημαίνει ο λόγος του Ευαγγελίου, ότι είναι εκείνο μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα, που από όσα περικρατεί είναι πιο αΐδιο, που υποδηλώνει, όπως με αίνιγμα και καθρέφτισμα, δια μέσου του σχήματος του σταυρού τη δύναμη που συντηρεί όλα τα όντα. Γι’ αυτό ακριβώς λέει ότι ο Υιός του ανθρώπου πρέπει όχι απλώς να πεθάνει, αλλά «να σταυρωθεί», για να γίνει ο σταυρός για τους πιο διορατικούς θεολόγους αυτός που ανακηρύσσει με το σχήμα του την παντοδύναμη εξουσία εκείνου που ανέβηκε σ’ αυτόν και είναι τα πάντα μέσα στα πάντα.86 Ας μην παραλείψουμε ν’ αναφέρομε, αδελφοί μου, κι εκείνο τον ευσχήμονα βουλευτή τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που παίρνοντας ως δώρο εκείνο το άχραντο και άγιο σώμα το τύλιξε με καθαρό σεντόνι και το απέθεσε μέσα σε καθαρό μνημείο.
Ας γίνει νόμος για μας η ενέργεια εκείνου του επίσημου βουλευτή, για να σκεφτόμαστε κι εμείς όμοια, όταν πάρομε εκείνο το δώρο του σώματος. Να μην το τυλίξομε μέσα σε βρώμικο σεντόνι της συνείδησής μας ούτε να το αποθέσομε μέσα στο μνήμα της καρδιάς που θα μυρίζει από νεκρά οστά κι από κάθε ακαθαρσία. Αλλά, όπως λέει ο Απόστολος, να δοκιμάζει καθένας τον εαυτό του, για να μη γίνει καταδίκη η χάρη γι’ αυτόν που τη δέχεται ανάξια.88 Αλλά τώρα που μιλώ αισθάνομαι να με καταφωτίζει η φωτεινή στολή του αγγέλου που κλονίζει ηδονικά την καρδιά μου ο γλυκύς εκείνος σεισμός που κυλάει από το ανθρώπινο μνήμα τη βαριά πλάκα, με την οποία ανοίγει πάλι η πόρτα της ανάστασης.
Ας σπεύσομε κι εμείς για να δούμε το παράδοξο θέαμα (ήδη το Σάββατο έχει περάσει), μήπως φτάσομε μετά τις γυναίκες. Ας ευωδιάσουν και τα δικά μας χέρια τα αρώματα, η πίστη και η συνείδηση. Αυτή είναι η ευωδία του Χριστού. Ας μη ζητήσομε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που ζει. Ο Κύριος απωθεί όποιον τον ζητεί μ’ αυτόν τον τρόπο, λέγοντάς του «μη με αγγίζεις». Όταν ανεβώ στον Πατέρα μου τότε σου επιτρέπεται να με αγγίξεις. Θέλει να πει μην αποτυπώσεις στην πίστη σου τη σωματική και δουλική μορφή του, αλλά να λατρεύεις αυτόν που βρίσκεται στη δόξα του Πατέρα και υπάρχει με τη μορφή του Θεού και που είναι Λόγος του Θεού. Ας ακούσομε τι μας ευαγγελίζεται και η γυναίκα που προηγήθηκε από τον άνδρα στην πίστη κι έπραξε τούτο καλά, ώστε με το να κάνει αρχή στο αγαθό να έχει ν’ απολογηθεί για το ό,τι στάθηκε αιτία του κακού.
Ποιά είναι λοιπόν η καλή είδηση της γυναίκας; Αγγελία αληθινά «όχι από ανθρώπους ούτε μέσω ανθρώπων, αλλά μέσω του Ιησού Χριστού. Γιατί λέει, άκουε τι μας παράγγειλε ο Κύριος να πούμε σε σας που σας λέει και αδελφούς του˙ «πηγαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας». Πόσο καλή και ελπιδοφόρα αγγελία! Αυτός που για χάρη μας έγινε άνθρωπος σαν εμάς, ώστε με το να γίνει συγγενής μας να μας κάνει αδελφούς του, προσφέρει την ανθρώπινη υπόστασή του στον αληθινό Πατέρα του, για να προσελκύσει με τον εαυτό του όλους τους συγγενείς. Έτσι με το να οδηγηθούν πάλι στον ζώντα και αληθινό Θεό να μην έχουν καμιά πια κατηγορία όσοι είχαν υποδουλωθεί στους ανύπαρκτους θεούς, και να μην εκβληθούν ούτε ν’ αποκηρυχθούν από την πατρική κληρονομία όσοι με την υιοθεσία ακολούθησαν τον Υιό, αυτόν που έκανε σαρκικά τον εαυτό του πρωτότοκο της αγαθής δημιουργίας ανάμεσα σε πολλούς αδελφούς και ανέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση που έγινε μέτοχός της με τη σάρκα που αναμίχθηκε μ’ αυτόν. Αλλά, επειδή ο άρτος ο άζυμος πριν από το Πάσχα έχει και προσφάγι τα ραδίκια, ας δούμε με ποιο γλυκαντικό γλυκαίνει τον άρτο με την ανάσταση. Βλέπεις, ενώ ο Πέτρος ψαρεύει, στα χέρια του Κυρίου άρτο και ένα κομμάτι κηρήθρα μελιού. Σκέψου σε τι μετατρέπεται για σένα η πίκρα της ζωής. Ας σηκωθούμε λοιπόν κι εμείς από το ψάρεμα των λόγων κι ας τρέξομε τώρα στον άρτο, που τον καταγλυκαίνει η κηρήθρα της αγαθής ελπίδας στον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου