Εἰς ἄρθρον του ὁ Καθηγητὴς Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κ. Ἀνδρουτσόπουλος ἀμφισβητεῖ τὴν ἀπόφασιν τῆς ΔΙΣ ὅτι ὁ τρόπος μεταδόσεως ἀνήκει εἰς τὴν δογματικὴν σφαῖραν καὶ προτείνει μεταξὺ ἄλλων τὴν ἀποχὴν τῶν πιστῶν ἀπὸ τόν… Χριστόν! Ἡ ἀνάμειξις τοῦ Φαναρίου, ποὺ ὑποστηρίζει εἶναι ἀντιεκκλησιολογική, ἐνῶ πρέπει νὰ μᾶς ἀπαντήση καὶ εἰς τὸ ἐρώτημα: ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει τὰ τοῦ οἴκου της, ἀλλὰ τὸ Κράτος ἀποφασίζει ἂν θὰ ἔχη οἶκον ἡ Ἐκκλησία; Παραθέτομεν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἄρθρον του εἰς τὴν ἐφημερίδα «Καθημερινή» τῆς 22ας Νοεμβρίου 2020:
«…πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι στὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνάγεται ὁπωσδήποτε ἡ Θεία Εὐχαριστία, ὄχι ὅμως καὶ ὁ τρόπος μετάδοσής της. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, ὁ τελευταῖος θὰ παρέμενε ἀμετάβλητος στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων… Ἑπομένως, δὲν κωλύεται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπιδείξει μία σχετικὴ εὐελιξία, χωρὶς κανεὶς νὰ μπορεῖ βάσιμα νὰ τὴν κατηγορήσει ὅτι παραβιάζει κάποιο δογματικό της «ἄβατο».
Αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι «μποροῦμε νὰ ἐπιβάλλουμε στὴν Ἐκκλησία νὰ ἀλλάξει τὸ τυπικό της, οὔτε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τελεῖ τὰ μυστήριά της» (Ἰ. Μ. Κονιδάρης, Βῆμα, 15.3.20). Μία τέτοια μονομερὴς ἐπέμβαση θὰ παραβίαζε τὴ θρησκευτικὴ αὐτονομία, ἡ ὁποία, ὡς ἐπιμέρους ἐκδήλωση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, κατοχυρώνεται συνταγματικῶς καὶ γιὰ τὴν «ἐπικρατοῦσα» Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὸ δικαίωμα «νὰ ὀργανώνει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ νὰ τελεῖ τὰ ἅγια μυστήρια σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴ καὶ ἐκκλησιολογική της παράδοση καὶ αὐτοσυνειδησία» (Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος).
Τί θὰ γίνει, λοιπόν, ἐὰν κριθεῖ τεκμηριωμένα, μὲ βάση τὰ πορίσματα τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ὅτι ἀπὸ τὸν παραδοσιακὸ τρόπο μετάδοσης τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐλλοχεύει κίνδυνος γιὰ τὴ δημόσια ὑγεία; Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ ἔχει, ὕστερα ἀπὸ συνεννόηση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο ἔχει τὴν εὐθύνη τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, τὶς ἑξῆς δύο, νομίζω, ἐπιλογές· εἴτε νὰ συστήσει στοὺς πιστούς της νὰ ἀπέχουν γιὰ μικρὸ διάστημα ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία, ἐφόσον κρίνει, ὅπως ἔχει ἀσφαλῶς δικαίωμα, ὅτι δὲν ὑπάρχει περιθώριο γιὰ ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸν τρόπο μετάδοσής της, εἴτε, σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, νὰ ἐφαρμόσει «πρὸς καιρὸν» μία ἐναλλακτικὴ μέθοδο, ὡς «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον».
Σὲ κάθε περίπτωση, ἂς μὴ μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ ἀποτελεσματικότητα τῶν περιοριστικῶν μέτρων –ἐνίοτε αὐστηρῶν– ἐξαρτᾶται ἄμεσα καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἀποδοχή τους. Θεωρῶ, πάντως, πὼς ὁ κίνδυνος δὲν βρίσκεται τόσο στὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμόσουμε τὰ μέτρα –αὐτὸ εἶναι κάτι προσωρινὸ– ὅσο στὸ ὅτι ἐνδέχεται νὰ τὰ συνηθίσουμε – αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ μοιραῖο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου