Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Ἅγιος Παΐσιος: Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δὲν γεύτηκαν τὴν χαρὰ τῆς θυσίας και δὲν ἀγαποῦν τὸν κόπο.Μπῆκε ἡ τεμπελιά,τὸ βόλεμα, ἡ πολλή ἄνεση.Ἔλειψε τὸ φιλότιμο..


Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δὲν γεύτηκαν τὴν χαρὰ τῆς θυσίας καὶ δὲν ἀγαποῦν  τὸν  κόπο.  Μπῆκε ἡ τεμπελιά, τὸ βόλεμα, ἡ πολλή  ἄνεση. Ἔλειψε  τὸ φιλότιμο, ἡ θυσία. Θεωροῦν κατόρθωμα, ὅταν καταφέρνουν χωρίς κόπο νὰ πετύχουν κάτι, ὅταν βολεύωνται. Δὲν χαίρονται, ὅταν δὲν βολεύωνται. Ἐνῶ, ἄν ἀντιμετώπιζαν τὰ πράγματα πνευματικά, θὰ ἔπρεπε τότε νὰ χαίρωνται, γιατί τούς δίνεται εὐκαιρία γιὰ ἀγώνα. Ὅλοι τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν τὴν εὐκολία. 

Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κοιτάζουν πῶς νὰ ἁγιάσουν μὲ λιγώτερο κόπο. 

Οἱ κοσμικοί πῶς νὰ βγάλουν περισσότερα χρήματα, χωρίς νὰ δουλεύουν. 

Οἱ νέοι πῶς νὰ περνοῦν στὶς ἐξετάσεις, χωρίς νὰ διαβάζουν, πῶς νὰ πάρουν πτυχίο, χωρίς νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν καφετέρια. Καὶ ἄν εἶναι δυνατόν, νὰ τηλεφωνοῦν ἀπὸ τὴν καφετέρια, γιὰ νὰ τούς δώσουν τὰ ἀποτελέσματα! Ναί, ἐκεῖ φθάνουν! Ἔρχονται πολλά παιδιά στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λένε: «Κάνε προσευχή νὰ περάσω». Δὲν διαβάζουν καὶ λένε: «Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήση». 

«Διάβασε, τοῦ λέω, καὶ Κάνε καὶ προσευχή». 

«Γιατί, μοῦ λέει, δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ βοηθήση;». Δηλαδή τὴν τεμπελιά του νὰ εὐλογήση ὁ Θεός; Δὲν γίνεται αὐτό. Ἄν τὸ παιδί διαβάζη, ἀλλὰ δὲν πιάνη, τότε θὰ τὸ βοηθήση ὁ Θεός. 

Εἶναι μερικά παιδιά ποὺ δὲν θυμοῦνται ἤ δὲν καταλαβαίνουν, ἀλλὰ καταβάλλουν προσπάθεια. Αὐτὰ  θὰ τὰ βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ γίνουν τετραπέρατα.Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐξαιρέσεις, ἕνα παλληκάρι ἀπὸ τὴν Χαλκιδική ἔδωσε ἐξετάσεις σὲ τρεῖς σχολές καὶ πέρασε σὲ ὅλες125, σὲ ἄλλη πρῶτος, σὲ ἄλλη δεύ-τερος, ἀλλὰ τὸν ἀνέπαυε πιὸ πολύ νὰβρῆ μία δουλειά, γιὰ νὰ ξελαφρώση τὸν πατέρα του ποὺ δούλευε στὰ μεταλλεῖα. Ἔτσι δὲν πῆγε νὰ σπουδάση καὶ ἐπίασε ἀμέσως κάπου δουλειά. Αὐτή ἡ ψυχή εἶναι φάρμακο γιὰ μένα. Γιὰ τέτοια παιδιά νὰ πεθάνω, νὰ γίνω φυτόχωμα. 

Οἱ περισσότεροι ὅμως νέοι ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ ἔχουν πάθει ζημιά. Ἔμαθαν νὰ τούς ἐνδιαφέρη μόνον ὁ ἐαυτός τους, δὲν σκέφτονται καθόλου τὸν πλησίον ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ὅσο τούς βοηθᾶς, τόσο πιὸ πολύ χουζούρι κάνουν.

Βλέπω κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Νὰ κρίνουν τὸ ἕνα, νὰ βαριοῦνται τὸ ἄλλο, ἐνῶ ἡ καρδιά οὔτε κουράζεται οὔτε γερνάει ποτέ. Νὰ γίνουν καλόγεροι, βαριοῦνται. Νὰ παντρευτοῦν, φοβοῦνται. Κοτζάμ παλληκάρια ἔρχονται, ξαναέρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος... 

«Ἄχ, καὶ καλόγερος δύσκολα εἶναι, λένε. Κάθε μέρα νὰ πρέπη νὰ σηκώνεσαι μεσάνυχτα! Δὲν εἶναι μία καὶ δυὸ μέρες!...». Γυρίζουν στὸν κόσμο. «Τί νὰ κάνω σ ́ αὐτήν τὴν κοινωνία, μὲ τί ἄνθρωπο θὰ μπλέξω, ἄν παντρευτῶ; Φασαρία εἶναι», λένε, καὶ ἔρχονται πάλι στὸ Ὅρος. Κάθονται λίγο, «δύσκολα...»σοῦ λένε.Οἱ νέοι σήμερα μοιάζουν μὲ καινούργιες μηχανές ποὺ τὰ λάδια τούς ειναί παγωμένα. Πρέπει νὰ ζεσταθοῦν τὰ λάδια, γιὰ νὰ πάρουν μπρός οἱ μηχανές, ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἔρχονται στὸ Καλύβι ταλαίπωρα παιδιά –δὲν εἶναι ἕνα καὶ δυὸ –καὶ μὲ ρωτοῦν: «Τί νὰ κάνω, Πάτερ; Πῶς νὰ περάσω τὴν ὥρα μου; Μὲ πιάνει πλήξη». «Νὰ βρής μία δουλειά, βρέ παιδί». «Ἔχω λεφτά, μοῦ λέει. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν δουλειά;». «Μά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι μηδέ ἐσθιέτω»126. Πρέπει νὰ δουλέψης, γιὰ νὰ φᾶς, καὶ ἄς ἔχης χρήματα. 

Ἡ δουλειά βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεπαγώσουν τὰ λάδια τῆς μηχανῆς του. Εἶναι δημιουργία. Δίνει χαρὰ καὶ παίρνει τὸ ἄγχος, τὴν πλήξη. Ἔτσι, βρέ παλληκάρι, νὰ βρής μία δουλειά ποὺ νὰ σοῦ ἀρέση ἔστω καὶ λίγο, καὶ νὰ ξεκινήσης. Γιὰ δοκίμασε, νὰ δής!».Καὶ βλέπεις, μερικάπαιδιά κουράζονται, καὶ ξεκουράζονται μὲ τὴν κούραση. Ἔρχονται νέα παιδιά στὸ Καλύβι καὶ κάθονται, καὶ κουράζονται ποὺ κάθονται. Ἀλλά μὲ πολύ φιλότιμο μὲ ρωτοῦν συνέχεια: «Τί νὰ σοῦ κάνουμε; Τί νὰ σοῦ φέρουμε;». Δὲν ζητῶ ποτέ τίποτε. Τὸ βράδυ μὲ τὸν φακό κάνω τὶς δουλειές, νὰ κουβαλήσω ξύλα, νὰ ἀνάψω δυὸ σόμπες τὸν χειμώνα, νὰ συμμαζέψω. Πολλοί ἀπὸ τούς ἐπισκέπτες τὰ ἀφήνουν ὅλα ἄνω-κάτω, λάσπες, κάλτσες βρεγμένες. Τούς δίνω λεπτές κάλτσες ποὺ μου στέλνουν, πετοῦν τὶς ἄλλες. Τούς δίνω χαρτοπετσέτες νὰ τὶς τυλίξουν, δὲν τὶς συμμαζεύουν. Τρεῖς φορές στὴν ζωή μου ζήτησα κάτι. 

Σὲ ἕνα παλληκάρι εἶπα μία φορά: «Θέλω δυὸ κουτιά σπίρτα ἀπὸ τὶς Καρυές» –ἄν καὶ εἶχα τέσσερις ἀναπτῆρες, ἀλλὰ τὸ ἔκανα γιὰ νὰ τοῦ δώσω χαρά. Ἔτρεξε χαρούμενος, λαχανίασε νὰ τὰ φέρη, ἀλλὰ τὸν  ξεκούρασε ἡ  κούραση,  γιατί  γεύτηκε  τὴν  χαρὰ  τῆς  θυσίας. Καὶ  ἄλλος καθόταν καὶ κουράσθηκε ποὺ καθόταν. Ζητοῦν νὰ νιώσουν τὴν χαρά, ἀλλὰ πρέπει νὰ θυσιασθῆ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἔρθη ἡ χαρά. Ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν θυσία γεννιέται. Ἡ πραγματική χαρὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ φιλότιμο. Ἔτσι καὶ καλλιεργηθῆ τὸ φιλότιμο, εἶναι πανηγύρι. Τὸ βάσανο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ σκαλώνει κανείς.

Ἁγίου  Παϊσίου Ἁγιορείτου  

«Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη» σελίδα 129

ΕΚΔ.: Ι. ΗΣ. «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου