Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται
Τό Τροπάριον
«Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα·ἀνάξιος δέ πάλιν, ὅν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν, προστασίαις τῶν ἀσωμάτων, σῶσον ἡμᾶς.»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Νά, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στό μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θά εἶναι ὁ δοῦλος πού θά τόν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νά τόν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θά εἶναι ἐκεῖνος, πού θά τόν βρεῖ ράθυμο καί ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νά μή βυθιστεῖς στόν πνευματικό ὕπνο, γιά νά μήν παραδοθεῖς στό θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καί νά μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσύ ὁ Θεός· σῶσε μας διά τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων Ἀσωμάτων Δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
Μετά τήν ψαλμωδία τοῦ Ἀλληλουϊαρίου, στό ὁποῖο ἀπευθύνεται αἶνος πρός τό Θεό, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ αἴτηση τιμωρίας τῶν ἐχθρῶν Του (τοῦ ἀπαίδευτου λαοῦ καί τῶν ἐνδόξων τῆς γῆς), τό τροπάριο εἰσέρχεται στήν καθαρή ὑπόθεση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.
Ἡ σχέση τους μέ τό Χριστό παρομοιάζεται μέ γάμο, γεγονός εὐφρόσυνο καί φαιδρό. Ἡ ὥρα ὅμως τῶν γάμων εἶναι ἄγνωστη. Οἱ πιστοί πρέπει ξάγρυπνοι νά περιμένουν τήν ἔλευση τοῦ Νυμφίου. Καί νά, ξαφνικά, στό μέσο τῆς νύχτας, σέ χρόνο δηλαδή ἀπρόσμενο, ἀκούγεται ἡ ἰαχή: Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται! Τότε πραγματικά καλότυχος θά εἶναι ὁ δοῦλος, τόν ὁποῖο Νυμφίος θά βρεῖ ἄγρυπνο, ἕτοιμο νά τόν ὑποδεχτεῖ, μέ λαμπρό καί στολισμένο μέ ἔργα ἀγαθά τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς του. Μέ αὐτόν τόν ἄξιο ὀπαδό Του, ὁ Χριστός θά δεθεῖ πνευματικά μέ μιά ἕνωση αἰώνια καί ἀδιάσπαστη, θά τόν ὁδηγήσει στό Νυμφώνα του καί θά τόν κάνει κοινωνό τῶν γλυκασμῶν καί τῆς εὐωχίας τῆς Θείας Βασιλείας Του.
Ἀντίθετα, θά εἶναι ἄθλιος καί δυστυχής ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ὁ Νυμφίος θά βρεῖ ἀνύποπτο νά κοιμᾶται. Δηλαδή τόν ἄνθρωπο, πού, παραδομένος στίς ἡδονές καί τούς περισπασμούς τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ζεῖ ἀδιάφορος καί ἀμέριμνος, χωρίς αἴσθηση τῆς πραγματικῆς του ὑποθέσεως, τῆς σχέσεως του μέ τό Θεό καί τῆς τύχης του στήν ἀπέραντη αἰωνιότητα. Καί ὁ ὁποῖος ἔχοντας τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς του ἀκάθαρτο καί λερωμένο ἀπό ἁμαρτίες, θά κριθεῖ ἀνάξιος τῆς θείας βασιλείας, ἀποκομμένος ἀπό τό πανηγύρι τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ!
Αὐτά ἔχοντας κατά νοῦ ἡ ψυχή, προτρέπεται νά μένει ἄγρυπνη, νά μήν παραδοθεῖ στή ραθυμία καί τή ραστώνη τοῦ πνευματικοῦ ὕπνου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προθάλαμος τοῦ αἰώνιου ὕπνου τοῦ θανάτου καί τῆς ἀπώλειας, πού ἰσοδυναμεῖ μέ τόν ἀποκλεισμό της ἀπό τή Θεία Βασιλεία καί τήν ἔκπτωσή της στό πυκνό σκοτάδι τῆς κολάσεως! Ἀντίθετα μάλιστα, προτρέπεται, κράζοντας τόν τρισάγιο ὕμνο, νά ζητᾶ τό θεῖο ἔλεος μέ τήν προστασία τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων.
Τό Κοντάκιον
μετά τήν ἀνάγνωσιν τοῦ Εὐαγγελίου (Ματθ. 22,15 – 23,39)
«Τήν ὥραν, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί κράζουσα· Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἀφοῦ σκεφτεῖς, ψυχή μου, τήν ὥρα τοῦ τέλους (τῆς ἐπίγειας ζωῆς, δηλαδή τό θάνατο) καί φοβηθεῖς ἀπό τό πάθημα τῆς ἐκκοπῆς τῆς συκῆς, μέ φιλοπονία δούλεψε, ταλαίπωρη τό τάλαντο πού σοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, μένοντας ἄγρυπνη καί κράζοντας˙ νά μή μείνουμε ἔξω ἀπό τό νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Τό κοντάκιο εἶναι πολύ κατανυκτικό. Παρουσιάζει τόν πιστό, πού μέ εὐλάβεια γιορτάζει τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀνοίγει διάλογο μέ τήν ψυχή του. Ψυχή μου, τῆς λέγει, σκέψου καλά τό ἐπικείμενο τέλος τῆς ζωῆς σου, τήν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα, πού θ᾿ ἀπορρίψεις νεκρωμένο τό σῶμα σου στό μνῆμα. Θ΄ ἀποκολληθεῖς ἀπό τίς σωματικές αἰσθήσεις σου, καί θά βρεθεῖς σ᾿ ἕναν καινούργιο κόσμο, πού ὥς τώρα ἀγνοοῦσες. Καί μάλιστα ὅτι θά λογοδοτήσεις σέ πρώτη φάση στόν Πλάστη σου καί θά κριθεῖς. Ὧρες πραγματικά κρίσιμες καί φοβερές!
Τρόμαξε κατόπιν γιά τό κατάντημα τῆς συκῆς, πού ἄκαρπη δέχτηκε τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί νεκρώθηκε. Ὅτι ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο εἶναι ἀνοικτό καί γιά σένα, ἄν δέν ἔχεις καρπούς πνευματικούς, ἔργα ἀγαθά˙ ὅταν τό δέντρο τῆς ψυχῆς σου εἶναι ἄγονο, σκεπασμένο μόνο ἀπό φύλλα καί ἀγκάθια, ἔργα δηλαδή σκοτεινά καί ἐπαίσχυντα.
Ξύπνα, λοιπόν, ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς πνευματικῆς ραστώνης, βρές τό τάλαντο πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί καλλιέργησέ το, ὁποιοδήποτε κι ἄν εἶναι, ὁπουδήποτε κι ἄν βρίσκεσαι. Νά τό δουλέψεις μέ φιλοπονία κι ἐπιμέλεια, ξάγρυπνη, στήν ἔπαλξη τοῦ χρέους. Ἔτσι πού τελικά νά μή μείνεις ἔξω τοῦ νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μέ ἀναμμένη τή λαμπάδα σου ν᾿ ἀξιωθεῖς νά εἰσέλθεις στήν ὑπέρτατη χαρά τοῦ Κυρίου σου!
Απόσπαμα από το βιβλίο Ανδρέα Θεοδώρου “Προς το εκούσιον Πάθος”
πηγη: imaik.gr
ΟΛΟΙ ΛΕΝΕ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΗΣ ΣΥΚΗΣ ΟΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΚΑΡΠΟΝ ΣΥΚΗΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ ΦΑΡΙΣΑΙΩΝ Κ.Τ.Λ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΟΣΟΙ ΟΜΩΣ ΣΥΝΔΕΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑ ΜΕ ΟΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΠΟΛΥΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΚΑΤΑΡΕΣ ΠΙΑΝΟΥΝ ΣΕ ΜΑΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ;
Τί ἔλεγε ὁ ΄Ἅγιος Παϊσιος γιά τίς κατάρες
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ A’
Μέ ρώτησε κάποιος: “Αὐτό πού ψάλουμε τήν Μεγάλη Σαρακοστή, τό “Προσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε,
τούς ἐνδοξοις τῆς γής” (2), γιατί τό λέμε, ἀφοῦ εἶναι κατάρα;”
“Όταν κάνουν ἐπιδρομή οἱ βάρβαροι, τοῦ εἶπα, καί πᾶνε νά καταστρέψουν στά καλά καθούμενα ἕναν λαό καί
ὁ λαός προσεύχεται νά τούς βροῦν κακά, δηλαδή νά σπάσουν τά ἁμάξια τους, καί τά ἄλογά τους νά πάθουν κάτι,
γιά νά ἐμποδισθοῦν, καλό εἶναι ἤ κακό;
Αὐτό ἐννοεῖ, νά τούς ἔρθουν ἐμπόδια. Δέν εἶναι ὅτι καταριούνται”.
- Γέροντα, πότε πιάνει ἡ κατάρα;
- Ἡ κατάρα πιάνει, ὅταν ὑπάρχη στήν μέση ἀδικία.
Ἄν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μιά πονεμένη ἤ τῆς κάνη ἕνα κακό καί ἡ πονεμένη τήν καταρασθῆ, πάει, χάνεται τό σόι της.
Ὅταν δηλαδή κάνω κακό σέ κάποιον καί ἐκεῖνος μέ καταριέται, πιάνουν οἱ κατάρες του.
Ἐπιτρέπει ὁ Θεός καί πιάνουν, ὅπως ἐπιτρέπει λ.χ. νά σκοτώση ἕνας κάποιον ἄλλον.
Ὅταν ὅμως δέν ὑπάρχη ἀδικία, τότε ἡ κατάρα γυρνᾶ πίσω σ' αὐτόν πού τήν ἔδωσε.
- Καί πῶς ἀπαλλάσσεται κανείς ἀπό τήν κατάρα;
- Μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση.
Ἔχω ὑπ' ὄψιν μου πολλές περιπτώσεις, ἄνθρωποι πού ταλαιπωρήθηκαν ἀπό κατάρα, ὅταν τό κατάλαβαν
ὅτι τούς καταράσθηκαν, γιατί εἶχαν φταίξει, μετανοιωσαν, ἐξομολογήθηκαν καί τακτοποιήθηκαν.
Ἄν αὐτός πού ἔφταιξε πῆ: “Θεέ μου, ἔκανα αὐτό καί αὐτό, συγχώρεσε μέ...” καί ἐξομολογηθῆ μέ πόνο
καί εἰλικρίνεια, τότε ὁ Θεός θά τόν συγχωρήση, Θεός εἶναι.
- Καί τιμωρεῖται μόνον αὐτός πού δέχεται τήν κατάρα ἤ καί αὐτός ποῦ τήν δίνει;
- Αὐτός πού δέχεται τήν κατάρα, βασανίζεται σ' αὐτήν τήν ζωή.
Αὐτός ὅμως πού καταράσθηκε, βασανίζεται καί σ' αὐτήν τήν ζωή, καί στήν ἄλλη, γιατί ὡς ἐγκληματίας θά τιμωρηθῆ
ἐκεῖ ἀπό τόν Θεό, ἄν δέν μετανοήση καί ἐξομολογηθῆ.
Γιατί, ἐντάξει, μπορεῖ κάποιος νά σέ πείραξε, ἐσύ ὅμως μέ τήν κατάρα πού δίνεις, εἶναι σάν νά παίρνης τό πιστόλι
καί νά τόν σκοτώνης.
Μέ ποιό δικαίωμα τό κάνεις αὐτό;
Ὅ,τι καί ἄν σου ἔκανε ὁ ἄλλος, δέν ἔχεις δικαίωμα νά τόν σκοτώσης.
Γιά νά καταρασθῆ κανείς, σημαίνει ὅτι ἔχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς, ὅταν τό λέη μέ πάθος, μέ ἀγανάκτηση.
Ἡ κατάρα, ὅταν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο πού ἔχει δίκαιο, ἔχει μεγάλη ἰσχύ, ἰδίως ἡ κατάρα τῆς χήρας.
Θυμᾶμαι, μιά γριά εἶχε ἕνα ἀλογάκι καί τό ἔβαζε στήν ἄκρη τοῦ δάσους νά βοσκήση.
Ἐπειδή ἦταν λίγο ζόρικο, εἶχε βρεῖ ἕνα γερό σχοινί καί τό ἔδενε.
Μιά φορά πῆγαν στό δάσος τρεῖς γυναῖκες νά κόψουν ξύλα.
Ἡ μιά ἦταν πλούσια, ἡ ἄλλη χήρα καί ἡ ἄλλη ἦταν ὀρφανή καί πολύ φτωχιά.
Εἶδαν τό ἄλογο πού ἦταν δεμένο μέ τό σχοινί καί βοσκοῦσε καί εἶπαν: “Δέν παίρνουμε τό σχοινί νά δέσουμε τά ξύλα;”
Τό ἔκοψαν στά τρία καί πῆρε ἡ καθεμιά ἀπό ἕνα κομμάτι νά δέσουν τά δεμάτια τους.
Ἑπόμενο ἦταν νά φύγη τό ἄλογο. Ὅταν ἦρθε ἡ γριά καί δέν βρῆκε τό ζῶο, ἀγανάκτησε.
Ἄρχισε νά τό ψάχνη παντοῦ, παιδεύτηκε πολύ νά τό βρῆ.
Τελικά, ὅταν τό βρῆκε, εἶπε ἀγανακτισμένη: “Μέ τό ἴδιο το σχοινί νά τήν κουβαλήσουν αὐτήν πού τό πῆρε”.
Μιά μέρα, ὁ ἀδελφός της πλούσιας ἔκανε ἀστεία μέ ἕνα ὅπλο νομίζοντας πώς εἶναι ἄδειο
-ἦταν ἀπό αὐτά πού εἶχαν ἀφήσει οἱ Ἰταλοί- καί χτύπησε τήν ἀδελφή του στόν λαιμό.
Ἔπρεπε νά τήν μεταφέρουν στό νοσοκομεῖο καί χρειάσθηκε σχοινί, γιά νά τήν δέσουν ἐπάνω σε μιά ξύλινη σκάλα.
Ἐκείνη τήν ὥρα βρέθηκε τό ἕνα κομμάτι σχοινί, τό κλεμμένο, ἀλλά δέν ἔφθανε.
Ἔφεραν καί οἱ δύο ἄλλες γειτόνισσες τά δικά τους κλεμμένα κομμάτια καί τήν ἔδεσαν στήν σκάλα
καί τήν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο.
Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ κατάρα τῆς γριᾶς, “Μέ τό ἴδιο σχοινί νά τήν κουβαλήσουν”.
Καί τελικά πέθανε ἡ καημένη, ὁ Θεός νά τήν ἀναπαύση.
Βλέπετε, ἐπίασε ἡ κατάρα στήν πλούσια, πού δέν εἶχε οἰκονομική ἀνάγκη.
Οἱ ἄλλες εἶχαν τήν φτώχειά τους, εἶχαν κάποια ἐλαφρυντικά.
Συγκλονιστικό το σχόλιο σας! Έχει τόσο μεγάλη δύναμη η κατάρα!Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει κάθε όριο,αρκετοί πηγαίνουν και στους μάγους για μαγικά, αν καταριούνται παράλληλα τότε ο άλλος ο άνθρωπος δεν βλέπει ποτέ τίποτα καλό... Σας ευχαριστούμε.
ΔιαγραφήΚαλή Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα.