† Ὁ μέγας Ἀρχιστράτηγος τοῦ Θεοῦ Μιχαήλ, ἀπό παλαιά ἀκόμα καί πρίν τήν ἔνσαρκη οἰκονομία, εἶχε εὐσπλαχνία καί κηδεμονία πρός τό ἀνθρώπινο γένος καί ἔδειχνε πρός αὐτό πολλές εὐεργεσίες. Μετά ἀπό τήν ἐπί γῆς ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔδειξε πολύ μεγαλύτερη εὐσπλαχνία καί ἀγάπη σέ ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, τούς καυχώμενους στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τότε λοιπόν καί μετά τρέχει νοερά σέ ὅλα τά μέρη τῆς οἰκουμένης δίνοντας πλούσια τίς εὐεργεσίες του. Κάποια στιγμή κατοίκησε καί σέ ἕναν τόπο τῆς Φρυγίας, πού ὠνομαζόταν Χερέτωπα.
Ὁ μέγας εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, κηρύσσοντας τό Εὐαγγέλιο σέ ἐκεῖνα τά μέρη, εἶπε προφητικά, ὅτι μετά ἀπό λίγον καιρό θά γίνη θεία ἐπίσκεψις καί ξεχωριστή πρόνοια τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ἀγγέλων Μιχαήλ σέ ἐκεῖνο τόν τόπο. Καί πράγματι, μόλις πέρασε λίγος καιρός ἀπό αὐτήν τήν πρόρρησι, ἡ γῆ ἐκείνη ἀνέβλυσε νερό ἁγιάσματος μέ τήν δύναμι τοῦ Ἀρχαγγέλου, τό ὁποῖο γιάτρευε κάθε ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν λοιπόν μιά κόρη εὐεργετημένη ἀπό τόν Ἀρχάγγελο γιατρεύτηκε ἀπό τήν ἀρρώστια της ἀπό τό ἀναβλύζων νερό τοῦ ἁγιάσματος, ὁ πατέρας της ἔκτισε ἐκεῖ ἕναν ὡραιότατο Ναό στό ὄνομα τοῦ Ἀρχιστράτηγου. Πάνω στό ἁγίασμα ἔκτισε καί μιά πάρα πολύ ὄμορφη καί ἀκριβῆ σκεπή.
Ἀφοῦ πέρασαν ἐνενῆντα χρόνια, πῆγε στόν πιό πάνω ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου κάποιος θεοφιλής καί εὐλαβής νέος, ὁ Ἄρχιππος, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἱεράπολι, ὁ ὁποῖος λόγῳ τοῦ πόθου, πού εἶχε πρός τόν Ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ, τοποθετήθη-κε φύλακας καί ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ του, περνῶντας τήν ζωή του μέ πολλή ἄσκησι καί ἐγκράτεια. Ἐπειδή προχώρησε ἀρκετά καί στήν ἡλικία καί στήν ἀρετή καί νίκησε ἐντελῶς τά θελήματα τῆς σάρκας, γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε πολλῶν χαρισμάτων ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτήν τήν αἰτία λοιπόν καί τά πλήθη τῶν ἀπίστων ἑλλήνων τόν κατηγοροῦσαν καί μέ θυμό κινοῦνταν ἐναντίον του τόσο, πού κάποια φορά, ἀφοῦ τόν ἔπιασαν ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς του χτύπησαν μέ ραβδιά τά ἱερά μέλη τοῦ σώματός του. Ἀλλά καί ἀφοῦ ὥρμησαν καί ἐναντίον τοῦ νεροῦ τοῦ ἁγιάσματος δοκίμασαν νά τό ἐξαφανίσουν λόγῳ τοῦ φθόνου τους. Ἀλλά, ὤ τῆς μεγίστης δυνάμεως τοῦ Ἀρχαγγέλου!, σέ ἄλλους ἕλληνες τά χέρια κοκκάλωσαν, χωρίς νά μποροῦν νά κινηθοῦν καί σέ ἄλλους παρουσιάσθηκε μπροστά τους φλόγα, ἀναγκάζοντάς τους νά γυρίσουν πίσω ἄπρακτοι. Ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά κατορθώσουν τούς κακούς σκοπούς τους, σκέφθηκαν ἄλλο τέχνασμα· νά ἐκτρέψουν, δηλαδή, μέ αὐλάκια τόν ποταμό, πού ἔτρεχε ἐκεῖ δίπλα, ὥστε νά ὁρμήση κατ’ εὐθεῖαν στόν ναό καί νά πνίξη τόσο τόν τίμιο ἄνδρα Ἄρχιππο, ὅσο καί τό πλῆθος πού παρευρίσκονταν ἐκεῖ καί νά ἀφανίσουν τήν ἰαματική δύναμι τοῦ νεροῦ τοῦ ἁγιάσματος, καθώς θά ἑνωθῆ μέ αὐτά τά νερά τοῦ ποταμοῦ. Αὐτά σκέφτονταν νά κάνουν οἱ ἀνόητοι, ἀλλά ὁ ποταμός, ὤ τῶν θαυμασίων σου Κύριε! σάν νά ἦταν ζωντανός γύρισε πρός τό ἄλλο μέρος καί δέν ἔκανε αὐτά πού ἤθελαν νά κάνουν οἱ ἄπιστοι.
Οἱ ἀσεβεῖς τότε θύμωσαν περισσότερο καί σκέφθηκαν νά ἑνώσουν καί ἄλλους δύο ποταμούς, οἱ ὁποῖοι ἔτρεχαν σέ ἐκεῖνον τόν τόπο, καί ἔτσι νά τούς ἀφήσουν νά ὁρμήσουν, γιά νά ἐξαφανίσουν ὄχι μόνο τό νερό τοῦ ἁγιάσματος ἀλλά ἀκόμα καί τόν ἴδιο τόν ναό καί τόν χῶρο γύρω ἀπό αὐτόν. Αὐτό ἦταν πολύ πιθανό νά γίνη, καθώς ὁ χῶρος γύρω ἀπό τόν Ναό ἦταν κατηφορικός καί αὐτό βοηθοῦσε πολύ νά πραγματοποιηθῆ τό κακό τους ἔργο. Ὅταν μαζεύθηκαν οἱ ἐπικατάρατοι καί ἔσκαψαν βαθύ χαντάκι, τό ὁποῖο τό ἔφραξαν τριγύρω, ἐξέτρεψαν τούς ποταμούς μέσα σ’ αὐτό καί ἄφησαν τά νερά νά ξεχυθοῦν κατά τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου. Τότε λοιπόν ὁ ἀοίδιμος Ἄρχιππος, ὁ φύλακας, ἀφοῦ κατάλαβε τούς κακούς σκοπούς τῶν ἀσεβῶν, παρακάλεσε μέ θέρμη τόν Ἀρχάγγελο. Ὁ Ἀρχάγγελος τοῦ παρουσιάσθηκε καί τόν κάλεσε μέ τό ὄνομά του· ὁ Ἀρχιππος ἐκπλαγείς τόσο ἀπό τήν θαυμαστή θεωρία τοῦ Ἀρχαγγέλου, ὅσο καί γιατί τόν κάλεσε μέ τό ὄνομά του, βγῆκε ἀπό τόν ναό καί ἔπεσε στά γόνατα. Καί ὁ Μιχαήλ τοῦ εἶπε· “Σήκω καί ἔλα μαζί μου καί θά ἰδῆς τήν ἀκαταμάχητη δύναμι τοῦ Θεοῦ”.
Καί, μόλις ἔκανε τόν τύπο τοῦ σταυροῦ ὁ Ἀρχάγγελος, ἀμέσως καί οἱ ποταμοί σταμάτησαν σάν τεῖχος ἀκίνητοι. Κατόπιν χάραξε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐπάνω σε μία πέτρα πολύ ὑψηλή, πού ἦταν κοντά στόν Ναό, καί, ὤ τοῦ θαύματος!, ἀμέσως ἔγινε μία βροντή φοβερή. Καί ἡ μέν γῆ, σείσθηκε πολύ δυνατά, ἐνῷ ἡ πέτρα σχίσθηκε. Ὁ Ἀρχάγγελος πάλι σημείωσε τόν τύπο τοῦ σταυροῦ καί εἶπε· «Ἄς συντριβῆ ἡ δύναμις τοῦ Διαβόλου καί ἄς πλημμυρίση ἀπό ἐδῶ κάθε ἀπαλλαγή κακῶν σέ ἐκείνους, πού πλησιάζουν μέ πίστι». Ἔπειτα μέ μεγάλη καί δυνατή φωνή διέταξε τά ἑξῆς στούς ποταμούς λέγοντας· «Στήν χοάνη αὐτή, νά χωνευθῆτε, ὦ ποταμοί». Ἔτσι ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα χωνεύεται ἐκεῖ τό νερό μέ παράξενο τρόπο. Γι’ αὐτό καί ἀπό τήν αἰτία αὐτή «Χῶναι» ὠνομάσθηκε ὁ τόπος, πρός δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μας καί σέ ἔπαινο καί τιμή τοῦ πανενδόξου καί θερμοῦ μας ἀντιλήπτορα Μιχαήλ. (Τό ἐκτενές Συναξάρι γι’ αὐτό βλέπε στόν Νέο Θησαυρό)[1].
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐδοξίου, Ρωμύλου, Ζήνωνος καί Μακαρίου.
Τμηθέντες Εὐδόξιος, Ρωμύλος, Ζήνων,
Καί Μακάριος, μακαριστοί τοῦ τέλους.
+Ἀπό τούς Ἁγίους αὐτούς, ὁ μέν Ρωμύλος, ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ κατά τό ἔτος 98, ἔχοντας τό ἀξίωμα τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ. Ἐπειδή ὅμως ἔλεγξε τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό, διότι ἐξώρισε τούς Χριστιανούς στρατιῶτες στήν ἀνατολή, πού ἦταν ἕνδεκα χιλιάδες, καί τούς θανάτωσε καί, ἐπειδή ὡμολόγησε τόν ἑαυτό του Χριστιανό, γιά τούς λόγους αὐτούς, λέω, ἀφοῦ τόν ἔρριξαν κάτω στήν γῆ, τόν ἔδειραν μέ ραβδιά. Καί ἐπειδή θεωροῦσε τίς πληγές ὡς εὐεργεσίες, κίνησε τόν τύραννο σέ περισσότερο θυμό. Ἔτσι ἀφοῦ ἀποκεφαλίσθηκε, τελειώθηκε καί ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο τόν στέφανο τῆς ἀθλήσεως.
Ὁ θεῖος Εὐδόξιος ἔζησε στά χρόνια του Διοκλητιανοῦ κατά τό ἔτος 290, κόμης ὡς πρός τό ἀξίωμα, στό ὁποῖο ὑποβιβάσθηκε ἀπό τό ἀνώτερο ἀξίωμα πού εἶχε τοῦ πριμμικηρίου, γιά τήν ἀγάπη στόν Χριστό. Αὐτός λοιπόν συκοφαντήθηκε ὡς Χριστιανός στόν τότε ἡγεμόνα καί κυρίαρχο τῆς Μελιτινῆς, πού σήμερα ὀνομάζεται Μαλατιᾶς, πού ἦταν μητρόπολις τῆς μικρᾶς Ἀρμενίας καί βρίσκεται κοντά στόν Εὐφράτη ποταμό. Καί ἀμέσως στάλθηκαν ἄνθρωποι, γιά νά τόν φέρουν. O δέ Ἅγιος Εὐδόξιος, μόλις τό ἔμαθε αὐτό, φόρεσε ἕνα ἔνδυμα φτωχότερο, γιά νά μή γνωρισθῆ. Ἔτσι, ὅταν συνάντησε τούς ἀπεσταλμένους καί ρωτήθηκε ποῦ βρίσκεται ὁ Εὐδόξιος ὁ κόμης, ὑποσχέθηκε ὁ Ἅγιος νά τούς δείξη αὐτόν πού ζητοῦν, ἄν πᾶνε στό σπίτι του καί τούς ξεκουράση λίγο ἀπό τόν κόπο τῆς ὁδοιπορίας.
Ἀφοῦ λοιπόν τούς ὑποδέχθηκε καί μέ καλωσύνη τούς φιλοξένησε, ὡμολόγησε, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ζητούμενος Εὐδόξιος. Οἱ στρατιῶτες, ὅταν τό ἄκουσαν αὐτό, λυπήθηκαν πολύ. Ἔτσι, ἀντί τῆς φιλοξενίας πού τούς ἔδειξε, αὐτοί τοῦ ἔδωσαν ἄδεια νά ἀναχωρήση. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυρας σκέφθηκε ὅτι εἶναι προτιμώτερο νά τούς ἀκολουθήση, παρά νά φύγη. Καί ἔτσι ἀφοῦ κάλεσε τήν γυναῖκα του, πού λεγόταν Βασίλισσα, τῆς ἄφησε τήν φροντίδα καί τήν πρόνοια γιά ὅλα τά πράγματα τοῦ σπιτιοῦ. Ἔπειτα τῆς ἔδωσε αὐτήν τήν τελευταία ἐντολή καί παραγγελία· δηλαδή νά μή κλάψη γιά τόν θάνατό του, ἀλλά μάλιστα νά τιμήση τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του μέ κάθε λαμπρότητα καί χαρά. Καί στό χωριό του νά σχεδιάση ἕνα εὐτελῆ τάφο, χωρίς ἐπιγραφή καί ἐκεῖ νά θάψη τό σῶμα του.
Ἀμέσως λοιπόν ὁ ἀοίδιμος Εὐδόξιος καταφρονῶντας καταγωγή, δόξα, ἀγάπη γυναίκας καί προσπάθεια τέκνων, πηγαίνει μόνος του πρός τόν ἡγεμόνα καί μέ παρρησία ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας θέλοντας νά φοβίση τόσο τόν Ἅγιο Εὐδόξιο, ὅσο καί τούς ἄλλους στρατιῶτες, κοίταξε μέ ἄγριο βλέμμα στούς στρατιῶτες. Καί “ὅσοι”, εἶπε, “ἀπό ἐσᾶς, δέν θέλετε νά θυσιᾶστε στούς θεούς, λῦστε τίς στρατιωτικές ζῶνες καί παρουσιασθῆτε φανερά μπροστά μου”. Τότε ὁ γενναῖος Εὐδόξιος λύνοντας τήν ζώνη, πού ἦταν γνώρισμα τοῦ ὀφφικίου τοῦ κόμητος, τήν ρίχνει ἐπάνω στό πρόσωπο τοῦ ἄρχοντα. Παρόμοια καί ὅλοι οἱ στρατιῶτες Χριστιανοί πού ἦταν ἐκεῖ γύρω, ὄντας στόν ἀριθμό χίλιοι ἑκατόν τέσσαρες, καί αὐτοί, λέω, ἀφοῦ ἔλυσαν τίς στρατιωτικές τους ζῶνες, τίς ἔρριξαν στόν ἡγεμόνα. Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν εἶδε αὐτό, τό ἀνέφερε στόν Διοκλητιανό. Ὁ Διοκλητιανός δεχόμενος τήν εἴδησι αὐτή ἔγινε ἔξω φρενῶν ἀπό τόν θυμό. Καί ἀμέσως προστάζει, νά τιμωρήση μέν ὁ ἡγεμόνας βαρειά ἐκείνους, πού στάθηκαν αἴτιοι αὐτῆς τῆς τόλμης, ἡ δέ βουλή καί τό κριτήριο νά ὁρίση τήν ἀπόφασι κατά τῶν ἄλλων.
Ἐπειδή λοιπόν ἔλαβε τήν ἐξουσία αὐτή ὁ ἡγεμόνας, βλέποντας τόν Ἅγιο Εὐδόξιο νά μή πείθεται καθόλου στό νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό, προσ-τάζει νά τεντωθῆ ἀπό τά τέσσαρα μέρη· δηλαδή ἀπό τά δύο χέρια καί τά δύο πόδια καί νά δαρθῆ μέ χλωρά λουριά. Ἔπειτα τόν ρίχνει στήν φυλακή. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, βγάζοντάς τον ἀπό τήν φυλακή, προστάζει νά τσακίσουν τά νεῦρα τοῦ τραχήλου του μέ μολύβδινες σφαῖρες καί νά βγάλουν ἀπό τήν θέσι τους τίς ἀρθρώσεις καί τίς ἁρμονίες τοῦ σώματός του· τό ὁποῖο πράγματι εἶναι ἕνας θάνατος, ἀπό ὅλους τούς θανάτους πικρότερος. Καί τελευταῖα προστάζει νά τόν θανατώσουν μέ τό ξῖφος. Πηγαίνοντας λοιπόν ὁ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ στόν τόπο τῆς τελειώσεως, προσευχήθηκε. Καί ὅταν στράφηκε εἶδε τήν γυναῖκα του καί τῆς ὑπενθύμισε πάλι ἐκεῖνα, πού πρόλαβε καί τῆς παρήγγειλε.
Βλέπει ἀκόμη καί ἕνα του φίλο, ὀνόματι Ζήνωνα, πού θρηνοῦσε γιά τόν θάνατό του. Καί τοῦ λέει· “Μή κλαῖς, ὦ φίλε Ζήνων. Διότι ἐγώ γνωρίζω μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός, τόν ὁποῖο λατρεύω, δέν θά χωρίση ἐμᾶς ἀπό μεταξύ μας, τούς ὁποίους ἕνωσε σέ θερμή φιλία καί ὁ γνήσιος ἔρωτας πρός τόν Θεό”. Ἀμέσως μέ τόν λόγο τοῦ Ἁγίου, κήρυξε ὁ Ζήνων τόν Χριστό καί τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι. Ἔπειτα καί ὁ ἀοίδιμος Εὐδόξιος πεθαίνει μέ ξῖφος. Παρόμοια τελειώθηκαν καί οἱ χίλιοι ἑκατόν τέσσαρες Μάρτυρες. Καί ἀφοῦ πέρασαν ἑπτά ἡμέρες, φάνηκε μέ ὄνειρο ὁ Ἅγιος Εὐδόξιος στήν γυναῖκα του καί τήν διέταξε νά πῆ στόν Μακάριο τόν φίλο του νά πάη στό πραιτώριο, δηλαδή στήν οἰκία τοῦ ἡγεμόνα. Πηγαίνοντας λοιπόν ἐκεῖ ὁ Μακάριος συνελήφθη καί, ἀφοῦ ὡμολόγησε τόν Χριστό, πέθανε καί αὐτός μέ ξίφος καί ἔτσι ἀπῆλθε, γιά νά χαίρεται μέ τόν φίλο του Εὐδόξιο καί μέ τούς ὑπόλοιπους αἰώνια στά Οὐράνια
[1] Σημείωσε ὅτι στήν Μεγίστη Λαύρα καί στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων, εὑρίσκεται ἐγκώμιο στό θαῦμα τοῦ Ἀρχιστρατήγου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Καί τό περί τῶν ἄλλων Ἁγίων».
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγε, δυσωποῦμέν σε ἀεὶ ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἵνα ταῖς σαῖς δεήσεσι τειχίσης ἡμᾶς, σκέπη τῶν πτερύγων, τῆς ἀῢλου σου δόξης, φρουρῶν ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτενῶς καὶ βοῶντας· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ταξιάρχης τῶν ἄνω Δυνάμεων.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς νεφέλη ὠράθης ἐπισκιάζουσα, Μιχαὴλ Ταξίαρχο τῷ σῷ ἁγίω ναῶ, ὑετίζων δαψιλῶς ὕδωρ ἀθάνατον ὅθεν ὡς ἄλλη κιβωτόν, διεφύλαξας αὐτόν, καὶ ρείθρων τῶν ποταμῖων, τὸν ροῦν ἠκόντιαας πόρρω, πρὸς εὐφροσύνην τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Ἀρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργὲ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ, καὶ ἀρχηγὲ τῶν Ἀσωμάτων, τὸ συμφέρον ἡμῖν αἴτησαι, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶν Ἀσωμάτων ἀρχιστράτηγος.
πηγη: http://www.neaskiti.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου