Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

«Ο Κολοκοτρώνης ως άνθρωπος και ως στρατιωτικός». Σαράντος Ι. Καργάκος

Έγινε θρύλος, παράδοση, τραγούδι. Ακόμη και σήμερα η λέξη «Γέρος», κατάλληλα εκφερόμενη, δηλώνει τον Κολοκοτρώνη. Γιατί εδώ το «γέρος» δεν σημαίνει απλώς τον ηλικιωμένο, σημαίνει τον πολύπειρο, τον πολυδοκιμασμένο, τον πολυμήχανο, τον σοφό.

Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ούτε με τα τότε δεδομένα ήταν γέρος. Όταν άρχισε ή Επανάσταση ήταν 51 ετών. Ήταν γόνος παλιάς οικογένειας κλεφτών από το Λεοντάρι της Αρκαδίας. Γεννήθηκε το 1770 «δευτέραν ημέραν της Λαμπρής (3 Απριλίου)» στο Ραμαβούνι  της Μεσσηνίας σ’ ένα ρέμα, όπου η καταδιωκόμενη οικογένειά του είχε βρει καταφύγιο. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος (Κωνσταντής), διαπρεπής κλέφτης, σκοτώθηκε το 1780 στην Καστάνιτσα συμπολεμώντας με τον θρυλικό Παναγιώταρο Βενετσανάκο, όταν τούς είχε πολιορκήσει ο Χασάν πασάς .Η οικογένειά του γλίτωσε. Ο Θεοδωράκης, όπως αλλιώτικα τον έλεγαν μετά το ράπισμα που αδικαιολόγητα εισέπραξε από έναν Τούρκο στην Τριπολιτσά,  βγήκε κλέφτης σε ηλικία 15 ετών κοντά στον περίφημο Ζαχαρία, από τον οποίο έμαθε όλα τα «τερτίπια» τής κλέφτικης πολεμικής τέχνης και ζωής. Αργότερα σχημάτισε δικό του στρατιωτικό σώμα και συνεργάστηκε με τον Ζαχαρία. Στο μεγάλο διωγμό τής κλεφτουριάς, όπου έχασε τον αδελφό του Γιάννη, τον λεγόμενο για την ορμητικότητά του, «Ζορμπά», αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ζάκυνθο. Το 1806, όταν τα ελληνικά σκάφη υπό την καθοδήγηση του Ρώσου Σινιάβιν, πολεμούσαν κατά των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης, παρότι στεργιανός, έγινε καταδρομέας των θαλασσών. Εξόπλισε ένα «σεβέκι», παλαιό τουρκικό σκάφος που το είχαν επισκευάσει στη Ζάκυνθο.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Γέρος στα «Απομνημονεύματά» του, έλαβε την άδεια να «κτυπάει από στεργιάς και θαλάσσης τους Τούρκους όθεν (=όπου και όπως) τον εβόλαγε». Συμμετείχε στην επιχείρηση κατά της Αγίας Μαύρας (=Λευκάδας), αλλά γρήγορα άφησε τη θάλασσα, επειδή τού ζητήθηκε από τον στρατηγό Παπαδόπουλο, που εκπροσωπούσε την ρωσική διοίκηση στα Επτάνησα, να παραδώσει το σπαθί του. Είχε κτυπήσει, χωρίς διαταγή, λιμάνια τού Αλή πασά. Ετέθη υπό κράτηση, αλλά με παρέμβαση τού Καποδίστρια αφέθηκε ελεύθερος. Ο Παπαδόπουλος τού έδωσε ξανά το σπαθί του με την χρυσή φούντα αλλ’ αυτός αρνήθηκε να την κρατήσει, ενθυμούμενος τούς στίχους του Ρήγα:

«Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθεί ή να κρεμάσει φούντα για ξένον στο σπαθί».

Το 1810 εντάχθηκε στον αγγλικό στρατό, πολέμησε κατά των Γάλλων κι έγινε ταγματάρχης στο τάγμα τού δούκα της Υόρκης. Τότε γνωρίστηκε με τον στρατηγό Ριχάρδο Τσώρτς, που θα διορισθεί  από την ελληνική κυβέρνηση αρχιστράτηγος στα δύο τελευταία έτη της Επαναστάσεως. Για να συντηρήσει την οικογένειά του, άσκησε στη Ζάκυνθο το επάγγελμα του κρεοπώλη. Κατανοώντας την αξία των γραμμάτων δεν εφείδετο χρημάτων για να καλομορφώσει τα παιδιά του, τον Πάνο και τον Γιάννη (γνωστό αργότερα με το όνομα Γενναίος) κοντά στον σπουδαίο Αντώνιο Μαρτελάο, τον δάσκαλο τού Σολωμού.

Όταν άρχισε η ευρύτερη δράση των «αποστόλων» της Φιλικής και ωρίμασαν οι καιροί, ανεχώρησε από την Ζάκυνθο κι έφθασε στις 9 Ιανουαρίου 1821 στην Καρδαμύλη της Μάνης. Είχε την στήριξη του εκεί ισχυρού Μανιάτη καπετάνιου Παν. Μούρτζινου. Συμμετείχε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας, αλλά δεν παρέμεινε εκεί. Στόχος του ήταν η εξάπλωση του κινήματος στην Αρκαδία και ακολούθως η πολιορκία της πρωτεύουσας του Μοριά. Παρά τις πρώτες αποτυχίες, που δεν τον λύγισαν, μπόρεσε να επιβάλει το σχέδιό του και να εξασφαλίσει στους επαναστάτες τις πρώτες τακτικού χαρακτήρα επιτυχίες.

Ο Κολοκοτρώνης ήταν γεννημένος στρατιωτικός. Επιτελικός και εκτελεστικός νους, μπορούσε να συνδυάζει την κλέφτικη  παράδοση («αραία-αραία για να φαινόμαστε καμμιά κατοσταρέα») με την ευρωπαϊκή πολεμική τακτική. Γενναίος στα έργα, ανθεκτικός στις δοκιμασίες, εξαιρετικός αγορητής, με σκέψη πυκνή και λόγο σαφή° διακρινόταν για  την ακράδαντη πίστη του στον Αγώνα και γι’ αυτό στη δεύτερη φάση, όταν μετά την επιδρομή του Ιμπραήμ άρχισε το «προσκύνημα» στο Μοριά, δεν εδίστασε να φανεί σκληρός, ρίχνοντας  το σύνθημα: «Τσεκούρι και  φωτιά στους  προσκυνημένους». Την πίστη του στην υπόθεση της ελευθερίας μπορούσε με το παράδειγμα και τον εύστροφο παραβολικό του λόγο να την μεταδίδει και  στους άνδρες του. Από διάφορες πηγές έχουμε περιγραφές γι’ αυτόν. Υπήρξε πρότυπο ηγεσίας, ανδρείας και ηθικής, ένας χαρακτήρας αξιοσημείωτος, αξιοθαύμαστος  και αξιαγάπητος. Ήταν επιβλητικός, με γωνιώδες πρόσωπο, αλλά με βαθύ, διεισδυτικό βλέμμα, βροντώδη και  αποφασιστική φωνή, που τού χάριζε επιβολή.

Μέσα στο πλήθος των γιγαντόκορμων καπεταναίων ξεχώριζε. Ξεχώριζε, όπως ο ομηρικός Οδυσσέας, όταν μιλούσε. Η χρήση της αγγλικής περικεφαλαίας, με σαφή αναγωγή στην ελληνική αρχαιότητα, και  η χρησιμοποίηση τού άλογου (της «Κούλας» και του «Κεχαγιά») τον έκαναν ακόμη πιο επιβλητικό και ηγετικό. Επιπλέον, η πίστη στον Τριαδικό  Θεό και η προσευχή στο Χριστό και την Παναγία αποτελούσαν θεμελιώδη στοιχεία της καθημερινότητάς του και την καθοδήγηση στην προσωπική και στρατιωτική του ζωή. Η ευλάβεια και ο σεβασμός στην ελληνική παράδοση ήταν πάντα παρόντα στις πράξεις και τη σκέψη του, δημιουργώντας μια αδιάρρηκτη και ειλικρινή σύνδεση με την εκκλησία και την εθνική του αποστολή. 

Το σημαντικό στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη είναι πως ήταν ο μόνος από τους στρατιωτικούς που είχε στρατηγική σύλληψη του Αγώνα. Δεν τόν είδε σε τοπική αλλά σε πανελλήνια διάσταση. Η πολιτική του όραση εκάλυπτε όχι μόνο την Πελοπόννησο και τα νησιά αλλά και  τη Θεσσαλία ,Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη κι έφθανε ως την Κωνσταντινούπολη. Αυτό ήταν απαρχής σχηματισμένο μέσα στο στρατιωτικό του σχεδίασμα.  Αφηγείται  στον Τερτσέτη για το προεπαναστατικό απελευθερωτικό σχέδιό του: «Σκοπός μου ήταν, μιαν φοράν να ελευθερώναμε την Πελοπόννησο, εκάμναμε μίαν βάσιν, ένα quartier, και έπειτα προοδεύαμεν και εκτός Πελοποννήσου. «‘Επειτα η Πελοπόννησος ήτο ως νησί και  ήτον εύκολο να υπερασπισθεί αυτό το μέρος». 

Μετά την απελευθέρωση, μιλώντας στην Πνύκα στις 8 Οκτωβρίου 1838, ενώπιον μαθητών του Ελληνικού Γυμνασίου, είπε τα ακόλουθα: «Και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και  την Μακεδονίαν και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολη».

Ο Κολοκοτρώνης, ως άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή, ήταν φιλόθρησκος, απλός και προσηνής και καθόλου απρόσιτος, λιτός στη δίαιτα, χωρατατζής, εξαιρετικός χορευτής και τραγουδιστής και γαλαντόμος. Ο Τερτσέτης, που μάς έδωσε συγγραφικά την προσωπογραφία του, λέγει πως «η πλεονεξία ήτον τίποτε, καθώς και η φιλαργυρία του».

Παρ’ όλο που έζησε μέσα στους σκοτωμούς και έχασε στον Αγώνα περί τούς 40 συγγενείς, «φιλέκδικος δεν ήτον, ούτε ήθελε να φονεύει ανθρώπους, εκτός από τους πολέμους».

Μία φράση βρίσκεται στο προοίμιο της προσωπογραφίας που έκανε γι’ αυτόν ο Τερτσέτης: «Η παρουσία του και η υπογραφή του ήτον το δυνατώτερον όπλον εις τον στρατιώτην, ίνα είπω εις την Πελοπόννησον, αφού έφθασε πλέον να λέγουν κι οι απλοί  Έλληνες: « Τό είπε ο Γέρος».

( απόσπασμα κεφ. «Ο Κολοκοτρώνης ως άνθρωπος και ως στρατιωτικός» από το βιβλ. « Η Ελληνική Επανάσταση του 1821», Σαράντος Ι. Καργάκος, εκδ. 2014).

« Κι όταν ενίκησε πια και τον τιμούσαν τού λένε (σ.σ. του Κολοκοτρώνη): 

« Εσένα θα τιμήσει η πατρίδα, σαν ελευθερωθεί». « Εμένα» λέει, «θα με καταδικάσει εις θάνατον». Όπως και έγινε. « Αλλά δεν με νοιάζει αυτό. Με νοιάζει εγώ να κάνω καλό στην πατρίδα μου. Τίποτ’ άλλο. Τίποτ’ άλλο. Δεν εξετάζω τι θα κάνει η πατρίδα μου». ( «Λόγοι για τους ήρωες του 1821», μακ. Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, εκδ. Κυπρής, 2021).           

                                                                                Κ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου