Γράφει ὁ κ. Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητὴς ΑΠΘ Πρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων
Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι οἱ διαφοροποιήσεις στὴν πίστη, ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς λαούς, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἐξομαλυνθοῦν. Ὡστόσο, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσεύχεται διαρκῶς «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, γιὰ τὴν ὁποία προσευχήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Ἀρχιερατική Του προσευχή, ζητώντας ἀπὸ τὸν Πατέρα Του καὶ Πατέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα τῶν Χριστιανῶν, νὰ εἶναι ἑνωμένοι σὲ ἕνα σῶμα, σὲ μία ποίμνη καὶ μία πίστη: «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν σοί» (Ἰω. 17, 21). Γιὰ «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» εὔχεται καὶ ἡ Ἐκκλησία στὴ θεία Λατρεία της.
Ὡστόσο, γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὸ 1054 ἔχουμε τὸ Σχίσμα ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως καὶ ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια ἐμπόδια γιὰ τὴν ἑνωτικὴ πορεία τους εἶναι ὅτι κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀναζητοῦσαν καὶ ἀναζητοῦν τὴν Ἕνωση, περισσότερο ἀνθρωποκεντρικὰ καὶ λιγότερο θεοκεντρικά, καθὼς δὲν θέτουν, ὡς βάση, τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀναφορὰ στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν, ἀλλὰ φαίνεται νὰ κάνουν ἑνωτικὲς προσπάθειες ἢ κινήσεις, μὲ ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ διπλωματικὸ χαρακτήρα καὶ μὲ περίβλημα μία κοσμικοῦ τύπου ἀγάπη.
Μάλιστα, ἀπὸ ὅ,τι ἀποκαλύπτουν κάποιες πληροφορίες, στὸ θέμα μίας μελλοντικῆς Ἑνώσεως τῶν Χριστιανῶν φαίνεται νὰ ἐπενδύουν κάποιοι ἰσχυροί, συνδέοντάς το μὲ γεωπολιτικά τους σχέδια, καθὼς τοὺς ἐνδιαφέρει καὶ τοὺς διευκολύνει κάθε στοιχεῖο ὀργανωτικὸ ἢ ἑνωτικὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συμβάλει στὴν ὀργάνωση ἑνὸς παγκόσμιου κράτους.
Ἔτσι, στὶς διαδικασίες γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Χριστιανῶν φαίνεται νὰ ἐμπλέκονται, φανερὰ ἢ κρυφά, κάποιες κοσμικὲς σκοπιμότητες, πού, ὡς συνήθως, συνοδεύονται μὲ πιέσεις ἢ προτροπὲς κοσμικῶν ἀξιωματούχων, ποὺ τεχνηέντως θέλουν νὰ ἀποϊεροποιήσουν καὶ νὰ ἐκκοσμικεύσουν τὸ θέμα τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως καὶ νὰ τὸ ἀποσυνδέσουν, ὅσο γίνεται, ἀπὸ τὴ χριστιανική του σκοποθεσία.
Στὸ πλαίσιο αὐτό, φαίνεται ὅτι κάποιοι παράγοντες, ποὺ ἐπηρέαζαν στὸ παρελθὸν ἢ ἐπηρεάζουν καὶ στὴν ἐποχή μας τὴν κατεύθυνση καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ σύγχρονου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐπενδύουν περισσότερο στὰ συναισθήματα ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐπιθυμία μίας διανθρώπινης εἰρήνευσης καὶ ἀγάπης καὶ λιγότερο στὴν ἄνωθεν εἰρήνη, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστη στὸ πρόσωπο καὶ στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὴ βιώνεται στὴν Ἐκκλησία καὶ ὅπως ἔχει ἐκφραστεῖ στὸ συνοδικὸ καὶ οἰκουμενικὸ ἦθος τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Παραδόσεως.
Ἔτσι, στὴ συζήτηση γιὰ τὴν Ἕνωση, δὲν βλέπουμε νὰ λαμβάνονται ὑπόψη οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας, ὅπως θὰ ἀνέμενε κανείς, δηλαδὴ ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια καὶ ἐπιθυμία γιὰ ἐπανόρθωσή τους στὴν ὀρθὴ καὶ εὐάρεστη στὸν Θεὸ πίστη.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν καὶ ὁ διάλογος πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση εἶναι θέμα θεολογικοῦ -καὶ μόνον- διαλόγου, ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ, ὅπως ὁρίζει ἡ θεολογικὴ ἁγιοπνευματικὴ Παράδοση τῆς Μίας Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὡστόσο, οἱ διάλογοι τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες δὲν σταμάτησαν ποτὲ νὰ γίνονται, οὔτε πρόκειται νὰ σταματήσουν, διότι ἀποτελεῖ χρέος καὶ ἀποστολὴ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν νὰ εὐαγγελίζονται τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς μόνον «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ ἐπανευαγγελισμὸς θεωρεῖται ἀναγκαῖος καὶ ἀπαραίτητος, γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ὅταν μάλιστα συνειδητοποιεῖται ὅτι ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ τῆς πίστεώς τους, ἀφοῦ χωρὶς αὐτήν, σύμφωνα μὲ τὴν ὁδηγία τῆς Γραφῆς, διακινδυνεύεται ἡ σωτηρία τους: «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».
Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑπομένως, σὲ κάθε περίπτωση, ὀφείλει νὰ κινεῖται στὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, μὲ βάση τὴν Ἀλήθειά της. Ἡ ἱερὴ παράδοση, πρὸς τοῦτο, δὲν εἶναι ὀρθὸ νὰ θεωρεῖται μία τυπικὴ σταθερότητα στὴ δογματικὴ κληρονομιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἡ ἀκέραιη καὶ βαθιὰ πίστη στὴ διαρκῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο εἶναι διαρκῶς παρὸν στὴ ζωὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦν, μὲ τὶς δικές Του δωρεές, νὰ ἀκολουθοῦν τὰ τρία στάδια τῆς ἐν Χριστῷ Τελειώσεως καὶ Σωτηρίας: Τὴν Κάθαρση, τὸν Φωτισμὸ καὶ τὴ Θέωση.
Γι’ αὐτό, ὅταν μιλᾶ κανεὶς γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν χριστιανῶν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι τὸ Σχίσμα, ὡς χωρισμὸς καὶ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει, δὲν θεραπεύεται μὲ κοσμικοῦ καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους συνδιασκέψεις, συνομιλίες καὶ ἀγαπολογίες, ἀλλὰ μὲ ἕνα γνήσιο διάλογο ἀληθείας καὶ ἀγάπης καὶ μὲ μία ἔμπρακτη καὶ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ ἐπανόρθωση ἐκ μέρους ἐκείνων, ποὺ παρεκτράπηκαν καὶ παρέκλιναν ἀπὸ τὴν ὁδὸ καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ραγίζοντας τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως.
Ἔτσι, εἶναι ἐμφανὲς πώς, ἐὰν δὲν ἐκλείψουν οἱ θεολογικὲς αἰτίες, ποὺ ὁδήγησαν στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι μάταιο νὰ προχωροῦν οἱ δύο πλευρὲς στὴν Ἕνωση, διότι αὐτή, ἐὰν ἐπιτευχθεῖ, μέσῳ ἄλλων κοσμικῶν κριτηρίων, θὰ εἶναι αἴολη καὶ εὐάλωτη, μὲ ἀποτέλεσμα, ὅπως συνέβη καὶ παλαιότερα, νὰ εἶναι ψεύτικη, συμβατικὴ καὶ φαινομενική.
Ἑνωτικοὶ διάλογοι, μετὰ ἀπὸ τὸ 1054, ἔγιναν πολλοί, χωρὶς ἀποτέλεσμα, ἐνῶ συνεχίζονται καὶ στὴν ἐποχή μας. Αὐτὴ ἡ συνέχεια τῶν διαλόγων, ὅταν φυσικὰ πραγματοποιοῦνται ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν ἀγάπῃ, ἀποτελεῖ πράξη οἰκοδομῆς, καθὼς δίνεται ἡ εὐκαιρία στὶς δύο πλευρὲς νὰ συζητοῦν, μὲ βάση τὰ Συνοδικὰ καὶ Πατερικὰ κείμενα καὶ νὰ γίνονται δέκτες τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν, πού, ἴσως, λειτουργήσουν, θετικά, στὴν ἐπάνοδο τῶν ἀποσχισθέντων στὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Τραυματικὸ σφάλμα, ὅμως, εἶναι νὰ χρησιμοποιεῖται ἢ νὰ συνδέεται ὁ θεολογικὸς διάλογος γιὰ τὴν Ἕνωση, μὲ κοσμικὰ σχέδια καὶ γεωπολιτικὲς ἐπιδιώξεις, καθὼς ἡ ὁποιαδήποτε μὴ θεολογικὴ προσέγγιση τῆς Ἕνωσης, θὰ ὁδηγήσει, ὄχι στὴν ἐπίτευξη τῆς ἀληθινῆς καὶ θεολογικῆς Ἑνότητας, ἀλλὰ στὴν σύναψη μίας συμβατικῆς συμμαχίας, μὲ ὅρους, προϋποθέσεις καὶ ἀποτελέσματα, ἄσχετα μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ζωή.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Χριστιανῶν, ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία διδάσκει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπαναλάβουν τὸ λάθος παλαιότερων διαλόγων, ὅπου ἀναγκάζονταν νὰ ὑποχωροῦν στὶς πολιτικὲς κινήσεις ἢ πιέσεις, ποὺ δὲν θεράπευαν, ἀλλὰ διαιώνιζαν τὸ σχίσμα, μὲ ἀποφάσεις ψευδοενώσεων ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν, ἀποκλειστικά, ἀνίερες προσδοκίες καὶ ὄχι τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἄλλωστε, εἶναι γνωστό, ἱστορικά, τὸ ἀποτέλεσμα τέτοιων ἐνεργειῶν, καθώς, ὅταν ἔγιναν ἀπόπειρες ψευδοενώσεων, μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ἐκπροσώπους, τῶν ρωμαιοκαθολικῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, ἀκυρώθηκαν, στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο λαό.
Τὶς δογματικὲς παρεκκλίσεις καὶ διαφορὲς τὶς διέκριναν οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός: «Πρὸ χρόνων πολλῶν ἀπεσχίσθη (ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης) τῆς τῶν ἑτέρων τεσσάρων Ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν κοινωνίας, ἀποσχοινισθὲν εἰς ἔθη καὶ δόγματα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια».
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ἐπίσης, καταγράφει τὴ θέση του γιὰ τὶς παπικὲς κακοδοξίες: «Τὸ ὀρθόδοξον δόγμα, ἀπερρίφθη καὶ ἀντικατεστάθη διὰ τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ πᾶν-δόγματος περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα. Ἐξ αὐτῆς δὲ τῆς παναιρέσεως ἐγεννήθηκαν καὶ γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι αἱρέσεις: Τὸ Filioque, ἡ ἀποβολὴ τῆς Ἐπικλήσεως, τὰ ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς κτιστῆς χάριτος, τὸ καθαρτήριον πῦρ, τὸ θησαυροφυλάκιον τῶν περισσῶν ἔργων κ.ἄ.».
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, φαίνεται ὅτι κινήσεις ποὺ νὰ δείχνουν ὅτι οἱ ἀποσχισθέντες ἔχουν προθέσεις ἐπιστροφῆς στὴν ἀλήθεια, μέσῳ μετανοίας, δὲν διακρίνει κανείς, ἕως τώρα, νὰ ἔχουν γίνει. Καλὸ θὰ εἶναι, συνεπῶς, νὰ ὑπάρχει μεγάλη προσοχὴ στὸ θέμα τῆς θεολογικῆς προσεγγίσεως Ἀνατολῆς – Δύσεως, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ γεννιοῦνται μεγάλες προσδοκίες, ὡς πρὸς τὴν πρόοδο στὴν ἀληθινὴ Ἕνωση καί, κατὰ συνέπεια, στὴν ἀληθινὴ Ἑνότητα τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου