Στις 6/19 Δεκεμβρίου 2024 ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος κ.κ. Μακάριος Ντραγκόι (Drăgoi) της Επισκοπής Βορείου Ευρώπης (του Πατριαρχείου Ρουμανίας) λειτούργησε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, κατόπιν προσκλήσεως του Καθηγουμένου της Μονής, Γέροντος Αμφιλοχίου, τελώντας την επομένην, τον κατανυκτικό μεθέορτο εσπερινό και το Κτητορικό μνημόσυνο των αοιδίμων κτητόρων της Μονής, μεταξύ των οποίων συναριθμούνται οι τρεις βασικοί ευεργέτες της: οι βοεβόδες της Μολδαβίας Αλεξάνδρου Λαπουσνεάνου (1555-1574), η σύζυγός του, Ρωξάντρα, και ο υιός τους ο Μπόγκνταν Δ΄ (1568-1572), οι οποίοι, μεταξύ άλλων δωρεών τόσο στο Άγιο Όρος (π.χ. στις Μονές Διονυσίου και Καρακάλου), όσο και σε Ιερούς Τόπους (στον Άγιο Σάββα), προσέφεραν και εδώ επανειλημμένα σημαντικές χρηµατικές βοήθειες.
Παρατίθεται στη συνέχεια, η ομιλία του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου της Επισκοπής Βορείου Ευρώπης κ.κ. Μακαρίου για τον «Ρόλο των μοναχών σ΄ έναν κόσμο ψηφιακά “καταγοητευμένο”».
Ο ρόλος των μοναχών σ΄έναν κόσμο
ψηφιακά «καταγοητευμένο»
Στην παράδοση της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, δηλαδή της μιάς του Χριστού Αγίας Εκκλησίας, ο μοναχισμός χαρακτηρίστηκε και χαρακτηρίζεται από ένα φαινομενικό παράδοξο: αυτός που τον ασπάζεται εγκαταλείπει τον κόσμο και αποτάσσεται οτιδήποτε κοσμικό, αλλά ταυτόχρονα παραμένει το πιο ουσιαστικό σημείο αναφοράς για τους «εν τῳ κόσμῳ» χριστιανούς.
Τοιουτοτρόπως, μοναχισμός δεν είναι μόνο η εγκατάλειψη των κοσμικών ή η αυστηρή απομόνωση, όπως συχνά εκλαμβάνεται στη Δύση, αλλά κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι εμπειρία μιας ριζικής, ολοσχερούς άσκησης εν όψει της συμμετοχής, όσο το δυνατόν πληρέστερα, στο έργο της θείας χάριτος.
Η υπακοή, η ησυχία, η άσκηση, η αδιάλλειπτη προσευχή, η μετάνοια, η κατάνυξη, η κάθαρση από τα πάθη και η απόκτηση των αρετών, γίνονται η βάση της προσωπικής προσπάθειας του μοναχού με σκοπό την πνευματική άνοδό του στο γενικό πλαίσιο του μοναστικού βίου, και οι τρόποι μέσα από τους οποίους βιώνει τη ζωντανή εμπειρία της θείας χάριτος, ως πατερική παρακαταθήκη στην οποία έχουν όλοι το ευλογημένο δικαίωμα συμμετοχής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μέχρι και σήμερα, τα φιλοκαλικά Απανθίσματα που συμπεριέχουν κείμενα των Αγίων Πατέρων όπου περιγράφονται ιερές αποκαλύψεις και εμπειρίες που έλαβαν χώρα σε μοναστικό περιβάλλον ‒ όπως Το Γεροντικό, Το Λιμωνάριο ή Ο Ευεργετινός ‒ βρίσκονται στις βιβλιοθήκες των απανταχού λαϊκών χριστιανών.
Για τον ίδιο λόγο, τα βιβλία που γράφηκαν από μοναχούς ή περί μοναχῶν με αγία βιωτή, όπως οι τόμοι με τα λόγια του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου και του προσφάτως αγιοκαταταγμένου αγίου Ιλίε Κλεόπα (1912-1998), από τη Μονή Συχαστρία ή τα συγγράμματα του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου ή του Αγίου Σωφρόνιου Σαχάρωφ ‒ για να αναφέρουμε μόνο μερικές από τις σύγχρονες μεγάλες μορφές της Ορθοδοξίας ‒ παραμένουν τόσο δημοφιλή όχι μόνο μεταξύ των μοναχών, αλλά και για όλο τον χριστιανικό λαό. Οι λαϊκοί διαβάζουν αυτά τα βιβλία για να βρουν καθοδήγηση για την πνευματική τους ζωή, για να παρηγορηθούν και να πορευθούν με διάκριση στο δρόμο της σωτηρίας.
Στη Δύση, αυτή η τόσο ζεστή και έντονη σύνδεση μεταξύ των μεγάλων μοναστικών προσωπικοτήτων και του χριστιανικού λαού, μεταξύ των μοναστηριών και του λαού, έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό. Όμως στην Ανατολή τα μοναστήρια παρέμειναν τόποι προσκυνήματος, ιεροί χώροι όπου ο καθένας μπορεί να αναζητήσει τη συμβουλή των μεγάλων πνευματικών ανδρών, τόποι περισυλλογής αλλά και προσανατολισμού σε ταραγμένους και δύσκολους καιρούς.
Άλλωστε είναι γνωστό ότι, στην ιστορία του Βυζαντίου και του μεταβυζαντινού κόσμου, πάντοτε υπήρχε μια στενή σχέση μεταξύ των μονών και του λαού. Γιατί αυτό; Όχι επειδή τα μοναστήρια είχαν κοσμικά «συμφέροντα», αλλ΄επειδή ο μοναχός αποσύρεται μεν από τον κόσμο, αλλά δεν αποκόπτεται από την ανθρώπινη κοινωνία, δεν την αποχωρίζεται. Αντίθετα: η αποταγή του από τον κόσμο, η απόρριψη του κοσμικού φρονήματος και όλων των υλικών αναγκών γίνεται ενόψει της απόκτησης μιας πιο έντονης και ουσιαστικής σχέσης και κοινωνίας ‒ εξαγνισμένης από το κοσμικό και σαρκικό τους στοιχείο ‒ με ολόκληρο τον Αδάμ, με τον άνθρωπο καθ΄εαυτό.
Ο μοναχός αγωνίζεται με όλο του το είναι να καθαριστεί από τις αμαρτίες, από τα πάθη, παλεύοντας με τις δικές του πτώσεις, προσπαθώντας να μην κρίνει ή κατακρίνει κανέναν, όμως δεν προσεύχεται μόνο για τον εαυτό του. Προσεύχεται, με κατάνυξη καρδίας για όλους τους συνανθρώπους του. Πονάει για όλους εκείνους που βρίσκονται στον κόσμο. Δεν χρειάζεται -και δεν συνίσταται- να διαβάζει τις ειδήσεις ή να συνδεθεί στο Διαδίκτυο για να είναι σε επαφή με τις ζυμώσεις και ανησυχίες του κόσμου. Ξέρει όμως ότι ο κόσμος φλέγεται και προσπαθεί να πάρει τον πόνο των ανθρώπων του κόσμου για να τον φέρει, μέσω της δικής του προσευχής, ενώπιον του Χριστού, της Θεοτόκου, των Αγίων.
Έτσι έχουν τα πράγματα και έτσι πρέπει να έχουν στον μοναχισμό μας. Για εμάς, εδώ στην Ανατολή, η παράδοση είναι ζωντανή, η παράδοση είναι εμπειρία που αποκτήθηκε και μοιράστηκε με άλλους. Και το Άγιο Όρος παραμένει το κέντρο της μοναστικής ζωής στον ορθόδοξο χώρο, από άποψη παράδοσης και οργάνωσης. Αυτή η παράδοση είναι ουσιαστική, γιατί εκείνος ή εκείνη που επιλέγει τον δρόμο της μοναχικής άσκησης, εγκαταλείποντας τον κόσμο, χρειάζεται μια «επαναφορά» σε πνευματικό επίπεδο, μια αναγέννηση «εν πνεύματι και αληθείᾳ». Δεν αρκεί μόνο να αφήσεις πίσω τον κόσμο για να γίνεις μοναχός. Απαιτείται μια επανατοποθέτηση ολόκληρης της ύπαρξής σου, μια υπαρξιακή μεταμόρφωση.
Αυτή η «επαναφορά», αυτή η πνευματική αναγέννηση, μπορεί να συντελεστεί μόνο σε μοναστηριακό περιβάλλον, σ’ένα μοναστήρι, μέσω της υπακοής, διαμέσου της καθοδηγούμενης άσκησης, συμμετέχοντας στις ακολουθίες και αγρυπνίες του κοινοβίου, με την κατάδυση σ΄ένα κόσμο κτισμένο σε εντελώς διαφορετικές αρχές από τις κοσμικές. Η διατήρηση αυτών των θεσμών είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του μοναχισμού. Στην ιστορία της Εκκλησίας υπήρξαν αρκετές περίοδοι πνευματικής ανομβρίας, οι οποίες διακρινόντουσαν και από το γεγονός ότι μειωνόταν ο αριθμός εκείνων που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν τη μοναστική ζωή.
Η επιθετική εκκοσμίκευση του 19ου αιώνα, ο αθεϊστικός κομμουνισμός των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ άφησαν σοβαρά αποτυπώματα πάνω στον μοναστικό βίο. Αλλά παρότι το νήμα της πατερικής συνέχειας είχε γίνει πολύ λεπτό, δεν σχίστηκε ουσιαστικά ποτέ. Πάντα υπήρχαν πατέρες που πάλευαν, που απέκτησαν πνευματική πείρα και εν συνεχείᾳ βοήθησαν τους αρχαρίους να αναγεννηθούν πνευματικά, να πραγματοποιήσουν την εν Χριστώ «επαναφορά».
Με την πρόνοια του Θεού, αυτή η πατερική συνέχεια διατηρήθηκε πάντοτε στο Άγιο Όρος. Πολύ πιο δύσκολο ήταν για τη χώρα μου, όπου ο κομμουνισμός προσπάθησε να αποκόψει ολοσχερώς αυτό το νήμα, με τον αφανισμό των μονών και με την εκδίωξη των μοναχών από τα κοινόβια και τις μοναστικές αδελφότητες. Ωστόσο, οι Γέροντες δεν εξαφανίστηκαν παντελώς και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βοήθησαν να διατηρηθεί το νήμα [της πατερικής συνέχειας], ειδικά μετά το 1989.
Όμως σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα πρόκληση, που θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα της πνευματικής «επαναφοράς» με ένα εντυπωσιακά διαφορετικό τρόπο ‒σε σύγκριση με την κομμουνιστική βαρβαρότητα‒ , με μια πρόκληση που θέτει σε κίνδυνο τον ρόλο του μοναχισμού γενικότερα.
Ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, ένα νέο παραπέτασμα έχει ανυψωθεί, ένα νέο πέπλο έχει τοποθετηθεί: το ψηφιακό τείχος. Ολόκληρος ο κόσμος εμπεριέχεται σ΄αυτήν την πανταχού παρούσα, αυθαίρετα παρεμβατική και εξαιρετικά κατακτητική ψηφιακή τεχνολογία. Είναι μια τεχνολογία που, όπως ήδη έχουν αποδείξει τόσοι πολλοί ερευνητές, αναδιαμορφώνει θεμελιωδώς το ανθρώπινο βίωμα. Αναδιαμορφώνει την παιδική ηλικία, τη νεότητα, αναδιαμορφώνει την ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Αποτελεί και αυτή μια «επαναφορά», αλλά αυτή τη φορά υπό αρνητική έννοια, υπό μια έννοια υποδουλωτική για το ανθρώπινο ον.
Αυτό το ψηφιακό τείχος δεν σχετίζεται μόνο με τον τρόπο που επικοινωνούμε, αλλά και με την προσδοκία, που καλλιεργείται και προωθείται εσκεμμένα, ότι η τεχνολογία θα λύσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Η τεχνολογία μεταμορφώνεται, μέσω αυτών των προσδοκιών, σε μια μαγεία νέου είδους. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική, με τις εφαρμογές τους σε όλο και περισσότερους τομείς, εξελίσσονται σε μια κατεύθυνση από την οποία ουσιαστικά αναμένεται να καταστούν «θαυματοποιοί».
Υπάρχουν «θαύματα» που αποδίδονται στην επιστήμη, τα οποία όμως, στην ουσία, εισάγουν, όπως φαίνεται, μια νέα ειδωλολατρία, αν σκεφτούμε, σαν παράδειγμα, τις προηγμένες τεχνικές της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Δημιουργείται εσφαλμένα η εντύπωση ότι ο άνθρωπος έχει ξεπεράσει εντελώς τα βιολογικά, φυσικά του όρια, ότι μπορεί να αποφασίσει να είναι οτιδήποτε του αρέσει, ανεξάρτητα από τη φύση του (λόγου χάριν, του δίνεται η εντύπωση ότι μπορεί μέσω της τεχνολογίας να γίνει άντρας από γυναίκα ή το αντίστροφο).
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη μοναστική ζωή; Η σχέση είναι πολύ βαθιά. Πρώτα απ'όλα, ασπάζονται τον μοναχισμό, όλο και περισσότερο, γενιές που μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα που διαμορφώνονται από αυτές τις ψηφιακές τεχνολογίες. Οι «ψηφιακοί γηγενείς» οι digital natives, όπως αποκαλούνται, έχουν ήδη υποστεί μια «επαναφορά» στα όρια αυτής της νέας διάστασης της πραγματικότητας.
Όμως τέτοια πρόσωπα χρειάζεται να βρουν στο μοναστήρι όχι μόνο ένα φυσικό περιβάλλον απομονωμένο, τοποθετημένο σ΄ένα συγκεκριμένο χώρο και οργανωμένο με ένα διαφορετικό τρόπο, αλλά και ένα διαφορετικό σύμπαν, ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς από εκείνο που άφησαν πίσω τους. Και, το πιο σημαντικό, ένα μέρος λελυτρωμένο από την τεχνολογική δουλεία. Το μοναστήρι πρέπει να είναι εκείνο το περιβάλλον στο οποίο το ψηφιακό τείχος μεταξύ ανθρώπου και Θεού έχει γκρεμισθεί ή δεν είχε ποτέ ανεγερθεί.
Η χρήση του έξυπνου τηλεφώνου, δηλαδή του «smartphone», από τον μοναχό πρέπει, υπό αυτή την άποψη, να ζυγιστεί με πολύ σύνεση και προσοχή. Όχι μόνο επειδή, μέσω του έξυπνου τηλεφώνου, ο μοναχός μπορεί να εκτεθεί σε επιβλαβές, ενδεχομένως, περιεχόμενο που παραμονεύει ασταμάτητα ή κινδυνεύει να χάσει τον πολύτιμο χρόνο του, αλλά επειδή μέσω αυτού του τηλεφώνου εισάγεται ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης, σκέψης και σύνδεσης με τα πάντα.
Σ΄έναν «ψηφιακό γηγενή», αυτά είναι ήδη μέρος της ύπαρξής του και χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να μπορέσει αυτός να επιστρέψει στις «εργοστασιακές του ρυθμίσεις», δηλαδή στην ανθρώπινη φύση που δεν υπέστη τις επεξεργασίες και τις επιρροές των νέων τεχνολογιών. Πρόκειται λοιπόν για μια απολύτως απαραίτητη προσπάθεια για να πραγματοποιηθεί η εν Χριστώ πνευματική αναγέννηση, χωρίς την οποία η εγκατάλειψη του κόσμου δεν σημαίνει αναγκαστικά και απάρνηση του πνεύματός του κόσμου τούτου.
Συνεπώς, το μοναστήρι, πρέπει να παραμείνει ένας προνομιακός χώρος της πρόσωπο-προς-πρόσωπο αλληλεπίδρασης, της άμεσης ανθρώπινης εμπειρίας, ένας χώρος ζωτικής συνάντησης και οργανικής εγκαταβίωσης, ένας χώρος προσωπικής και κοινοβιακής συνεργασίας. Το μοναστήρι πρέπει να παραμείνει μια όαση μέσα στην «ψηφιακή» έρημο, όπου το είδωλο και η αποπροσωποποίηση επηρεάζουν βαθύτατα την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση. Τόσο για να δοθεί μια ευκαιρία σε όσους θα έρθουν από αυτόν τον θύραθεν κόσμο για να ξαναβρούν το σφρίγος της πνευματικής ζωής, όσο και για να λάβουν παράδειγμα και ενίσχυση οι λαϊκοί. Αλλά, πάνω απ' όλα, το μοναστήρι πρέπει να παραμείνει ένας τόπος βίωσης της θείας χάριτος, ένας τόπος όπου μπορείς να βρεις κάποιον από τον οποίον να μάθεις τους τρόπους της έμπρακτης μετάνοιας, απάθειας και πνευματικής ανόδου. Ένας τόπος συνάντησης με τον Ζωντανό Θεό.
Πραγματική μοναστική ζωή ‒ αυτό χρειάζεται ο κόσμος! Περισσότερο από βίντεο κλιπ, περισσότερο από συναντήσεις μέσω βιντεοκλήσεων, περισσότερο από κάποια "ψηφιακά περιεχόμενα" πάνω σε θέματα μοναστικά, ο κόσμος χρειάζεται πραγματικούς μοναχούς, που να ζουν την πραγματική άσκηση σε πραγματικά μοναστήρια.
(ελληνική μετάφραση Πρωτ/ρος Γαβριήλ Μαντρίλα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου