Γράφει ὁ κ. Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητὴς ΑΠΘ, Πρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων
Ἀλήθεια, γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως ὁ ἴδιος βεβαιώνει: «ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰωάν. 14,6).
Τὰ πάντα στὴ ζωή τους εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν, ὅμως, ὁ Χριστὸς εἶναι τὰ πάντα στὴ ζωή τους, τότε ἐκεῖνοι, τί εἶναι ὡς ὑπάρξεις; Ἁπλῶς ἄβουλα καὶ κατευθυνόμενα ὄντα;
Καὶ βέβαια ὄχι, καθὼς ὁ Χριστός, «ὁ δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», εἶναι Ἐκεῖνος, πού, ὡς δημιουργός, ὅρισε τὴ σχέση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ἀλήθεια.
Ἡ πίστη τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δείχνει τὴν πιστὴ καὶ ἐλεύθερη τήρηση τοῦ θελήματός του, τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀληθεύει τὸν κάθε ἄνθρωπο.
Ἀφοῦ, ὅμως, εἶναι ἔτσι, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ πιστὴ πορεία τους στὴν ὁδό, στὴν ἀλήθεια καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἀναβιβάζει σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο ζωῆς. Ἐκεῖ, ποὺ ταυτίζεται ἡ δική τους ἀλήθεια, ὁ δικός τους δρόμος καὶ ἡ δική τους ζωὴ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καί, τότε, συμβαίνει αὐτὸ ποὺ βίωνε καὶ ὁμολογοῦσε, ὡς ὕπαρξη, ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστὸς) (Γαλ. 2, 20).
Τὸ πῶς ζεῖ ἕνας Χριστιανός, ὡς βαπτισμένο μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική του πίστη καὶ βούληση, ἀπὸ τὸ ἄν, δηλαδή, ἡ πίστη του εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἡ βούλησή του ἐλεύθερη ἀπὸ τὰ πάθη.
Ἡ βούληση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, συνεπῶς, λειτουργεῖ, μὲ βάση τὶς ἐμπειρίες, τὰ βιώματα καὶ τὴν προσωπικὴ εὐσέβεια καὶ πίστη του, ποὺ εἶναι θέματα προσωπικῆς στάσεως ζωῆς, ἔναντι τῆς ἀλήθειας. Ὅπως ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα πῆραν τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ χρησιμοποιοῦν καὶ νὰ δοκιμάζουν ὅλα τὰ καλὰ τῆς δημιουργίας Του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ δὲν ἦταν δικό Του δημιούργημα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ ἀρνεῖται τὸ κακὸ καὶ νὰ μὴ ὑποβάλει τὸν ἑαυτό του στὴν ἐπιθυμία νὰ τὸ δοκιμάζει καὶ νὰ ὁδηγεῖται μακρὰν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκαναν οἱ Πρωτόπλαστοι.
Ἡ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ προσφέρει τὴν ἐμπειρία τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου καὶ ἀνοίγει νέες προοπτικὲς σωτηρίας γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κυριακὴ Προσευχή, τὸ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ξεκινάει ἀπὸ τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» καὶ καταλήγει στὸ «ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».
Ἀκολουθώντας ὁ Χριστιανὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὁδό, ποὺ τοῦ ἔχει δείξει ὁ Χριστός, ποὺ ὁδηγεῖ, ἀδιάψευστα, στὴ ζωὴ καὶ μάλιστα τὴν Αἰώνια.
Ἀκολουθώντας ὅμως τὸ θέλημα τοῦ Πονηροῦ διαβόλου, ἀκολουθεῖ τὴ ζωὴ τοῦ ψεύδους καὶ τοῦ σκότους, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο καὶ μάλιστα τὸν αἰώνιο, ποὺ ἔχει ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν διάβολο καὶ ὅλους ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν.
Οἱ Χριστιανοί, ἑπομένως, εἶναι περισσότερο ἐλεύθεροι ἀπὸ τοὺς ἔνθεους εὐσεβεῖς ποὺ ἔζησαν μετὰ τὴν Πτώση, καθὼς ὁ Χριστὸς τοὺς χαρίζει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς Πτώσεως.
Ἡ πτώση, πλέον,δὲν εἶναι κανόνας, μπορεῖ νὰ ὑπερβαθεῖ, καθὼς ὁ Χριστὸς ἀπὸ ὑποχρεωτικὴ τὴν ἔκανε ὑπόθεση ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καὶ ξεπεράσιμη.
Ἂν καὶ ὁ Θεός, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Ὁ Θεὸς θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ λάβουν πλήρη καὶ καθαρὴ γνώση τῆς ἀλήθειας) (Α΄ Τιμοθ. 2, 4), δὲν ὑποχρεώνει κανένα νὰ ἀκολουθεῖ τὴν ἀλήθειά Του.
Ὁ ἴδιος προσφέρει τὴ ζωὴ σὲ ὅλους, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἐλεύθερος νὰ τὸν ἀκολουθήσει ἢ ὄχι: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν».
Ὁ ἴδιος δείχνει τὸν δρόμο, ὁρίζει τὸ ἔπαθλο, ἀλλὰ κάθε ἕνας ἔχει τὴν εὐθύνη τῆς προσωπικῆς του ἀπόφασης. Ὡστόσο, ἂν ἀποφασίσει νὰ τὸν ἀκολουθήσει, τί λέει ὁ Χριστός: «Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. 8, 12).
Ἡ συνεπὴς τήρηση, ἐκ μέρους τοῦ πιστοῦ, τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τῶν ἐντολῶν, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖ καὶ νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «ὁ λέγων ἔγνωκα αὐτὸν καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστί, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν. Ὃς δ’ ἂν τηρῇ αὐτοῦ τὸν λόγον, ἀληθῶς ἐν τούτῳ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τετελείωται. Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ ἐσμεν.
Ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν, ὀφείλει καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτως περιπατεῖν» (Αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι γνώρισα πλέον καὶ συνδέθηκα μὲ τὸν Θεόν, ἀλλὰ δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές Του, εἶναι ψεύτης, καὶ δὲν ὑπάρχει μέσα του ἡ ἀλήθεια. Ἐκεῖνος,ὅμως, ποὺ ἀκολουθεῖ ἀληθινὰ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνεται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει πλήρης καὶ τέλεια μέσα του. Μέσα σὲ μία τέτοια ἐμπειρία ζωῆς γνωρίζει ὅτι εἶναι ἑνωμένος μαζί Του. Ὅμως, ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι μένει καὶ ζεῖ ἐν τῷ Χριστῷ, ὀφείλει νὰ περιπατεῖ, ὅπως περιπατεῖ Ἐκεῖνος) (Α΄ Ἰωάν. 2, 4-6).
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται καὶ μποροῦν νὰ ἔχουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα τους, ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωή. Ὁ Χριστός, ὅμως, δὲν προσφέρει τὴ Βασιλεία Του σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀρνεῖται καὶ δὲν ἀγωνίζεται νὰ τὴν ἔχει, ἀλλὰ μόνον σὲ αὐτὸν ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ δείχνει ὅτι θέλει νὰ τὴν ἔχει.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ ἀληθινά, ἐντὸς τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀλήθειας,ἀξιώνεται νὰ φτάσει στὴν κάθαρση καὶ στὴ νίκη κατὰ τῶν παθῶν,νὰ ἀποτάσσει τὸν Σατανᾶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ζητᾶ, μὲ τὸ «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου», νὰ εἰσέλθει, νὰ κατοικήσει καὶ νὰ βασιλεύσει μέσα του ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ὅμως, δεχόμενος αὐτὴν τὴν τιμὴ καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέγει, σὲ ἄλλη συνάφεια, τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι,δηλαδή, «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».
Τί ἀποκαλύπτεται ἑπομένως; Ὅτι, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἡ βίωση τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ πορεία στὴν Ὁδὸ τῆς Θεογνωσίας, ὁδηγεῖ στὴν ἀποδοχὴ τῆς εἰσόδου καὶ ἐγκατάστασης μέσα του τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία βεβαιότητα ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὄντως, μπορεῖ,ἂν θέλει, νὰ μετέχει στὶς αἰώνιες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Πορφύριος «Ὁ Χριστὸς κάθεται ἔξω ἀπ’ τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας καὶ κρούει, γιὰ νὰ Τοῦ ἀνοίξουμε, μὰ δὲν μπαίνει μέσα. Δὲν θέλει νὰ ἐκβιάσει τὴν ἐλευθερία, ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς ἔχει δώσει. Τὸ λέει στὴν Ἀποκάλυψη: “Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ” (Ἀποκ. 3, 20). Ὁ Χριστὸς εἶναι εὐγενής. Στέκει ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας καὶ κτυπάει ἁπαλά. Ἂν τοῦ ἀνοίξουμε, θὰ ἔλθει μέσα μας καὶ θὰ μᾶς δώσει τὰ πάντα, τὸν ἑαυτό Του, μυστικά, ἀθόρυβα».
Ὁ Χριστός, συνεπῶς, ὡς ἀλήθεια καὶ ζωή, βρίσκεται διαρκῶς ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ τὸν περιμένει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ, ἐν ἐλευθερίᾳ.
Συνήθως ἡ πόρτα τῆς καρδίας εἶναι κλειστὴ γιὰ τὸν Χριστό, διότι, ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς, ὑποτάσσεται, χωρὶς ἰσχυρὲς ἀντιστάσεις, στὶς ἐμπαθεῖς προκλήσεις τοῦ κόσμου καθώς, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, «οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Γνωρίζουμε ὅτι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ εἴμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ) (Α΄ Ἰω. 5, 19).
Ὅμως, ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, ἀνοίγεται σ’ Αὐτὸν καὶ περιμένει, μὲ προσευχή, καρτερία καὶ ἀγάπη, τὴν εἴσοδο τοῦ ἀεὶ Ἐρχόμενου, Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του, ὡς Ἀλήθεια, Φῶς καὶ Ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου