Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

ΑΣΚΟΥΝ ΒΙΑΝ, ΥΨΩΝΟΜΕΝ ΑΝΤΙ-ΒΙΑΝ


  Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἤσκησε βίαν εἰς τοὺς πιστοὺς διὰ τὰ ἐμβόλια. 

Ἡ βία εἰς τὸ ἐκκρεμὲς μεταξὺ ἀπογνώσεως καὶ ἐλπίδος. Βία, Ἀντι-βία

 ΑΣΚΟΥΝ ΒΙΑΝ, ΥΨΩΝΟΜΕΝ ΑΝΤΙ-ΒΙΑΝ

Ἡ ἀντι-βία, τὸ πνευματικὸν μέγεθος, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ ἀκυρώση τὴν ὁρμὴν τῆς δαιμονικῆς βίας

Γράφει ὁ π. Στυλιανὸς Ἐμμ. Καρπαθίου,  Θεολόγος – Ψυχίατρος

  1. Εἰσαγωγικὰ

  Τὸ θέμα μας ἔχει σχέση μὲ μιὰ οὐσιώδη προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, καὶ ἀναφέρεται σ’ ἕνα παράδοξο γιὰ τὴν ἀντίληψη τοῦ κόσμου ἀγώνα, πού καλεῖται νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ξαναστηθεῖ μέσα του ἡ αὐθεντικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού, ναὶ μέν, τὴν ἀμαύρωσε  ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐξαφάνισε.

  Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ μοναδικὸς  ἱστορικὸς θεσμὸς, τῆς ὁποίας τὰς μέλη  κατακρεουργήθηκαν ἀπὸ ἀσύλληπτη δαιμονικὴ βία στὴν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διαδρομή της, πού δὲν ἔχει κοπάσει μέχρι σήμερα, ἀλλὰ καὶ ἡ μοναδικὴ δύναμη, πού μεταστοιχείωσε τὴ βία σὲ πνευματικὸ μέγεθος, τέτοιας ἀξίας καὶ μεγαλείου, πού παρόμοιο δὲν εἶδε οὔτε θὰ δεῖ ὁ κόσμος, ὅπως θὰ ἐξηγήσουμε στὴ συνέχεια.

  Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται σήμερα ὁ κόσμος ἀντανακλᾶ διάχυτα τὴν ἐντύπωση, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐκτραπεῖ στὸ πεδίο μίας ἀδυσώπητης ἐρημιᾶς, σ’ἕνα χῶρο ἀπρόσφορο καὶ ἀταίριαστο γιὰ τὴ ἀληθινή του φύση. Σπαρταρᾶ σὰν τὸ ψάρι ἔξω ἀπὸ τὸ νερό, ἔξω ἀπὸ τὸν φυσικό του χῶρο· ἔτσι παραλογίζεται, ἐνῶ νομίζει πώς ἐνεργεῖ λογικά, αὐτοκαταστρέφεται, ἐνῶ πιστεύει πώς ἐνεργεῖ δημιουργικά, χάνεται στὸ κοντόφθαλμο «τώρα», γιατί τοῦ λείπει ἡ ἀπεραντοσύνη, τῆς αἰωνιότητας, τὸ «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

  Τερατώδης συνέπεια τῆς πραγματικότητας αὐτῆς  εἶναι ἡ ἀκάθεκτη κυριαρχία βίας, ἄλλοτε ἄλλης  μορφῆς πού δὲν τὴν καταστέλλει ἡ ὑλικὴ εὐημερία, δὲν τὴν ἐλέγχει τὸ ἀπόκτημα γνώσεων, δὲν τὴν ἀμβλύνουν τὰ πολιτικὸ-οἰκονομικὰ  συστήματα, καὶ οἱ ἱστορικές τους ἐπαγγελίες, πού ἄφησαν πίσω τους ἐρείπια, πόνο, θρῆνο, καὶ θάνατο, τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία διακήρυτταν τὸ στήσιμο  μιᾶς νέας κοινωνίας μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης, καὶ τῆς ἰσονομίας.

  Ἔτσι,  καθημερινὰ  βλέπουμε μορφὲς διαμαρτυρίας μέσα ἀπὸ ἀκραῖες καὶ ἀνορθολογικὲς μορφὲς βίας, καὶ μάλιστα τυφλῆς βίας. Ποιὸς ἆραγε ἐκτρέφει τὴ “λατρεία” αὐτὴ ἀπὸ τὸ πεζοδρόμιο μέχρι τὰ γήπεδα, ἀπὸ τὸν ἱερὸ χῶρο τῆς οἰκογενειακῆς ἑστίας καὶ ζωῆς μέχρι καὶ σὲ πέρα ἀπὸ κάθε ὑποψία χώρους ἄσκησης παιδείας καὶ ἀγωγῆς καὶ ὄχι μόνον, δηλ. στὰ σχολεῖα καὶ τὰ πανεπιστήμια. Δυστυχῶς οἱ χῶροι τῆς παιδείας κατάντησαν σήμερα ἐν πολλοῖς χῶροι ἀπαιδευσίας. Τὰ ἱερώτερα καὶ ἀπαραβίαστα πεδία τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, αὐτὰ πού καὶ ὁ πρωτόγονος ἀκόμη ἄνθρωπος ἐσέβετο, σήμερα, στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων εὐτελίζονται σὲ φθηνὸ παιχνίδι μὲ πράξεις καὶ ἐνέργειες, παράλογες καὶ καταστροφικές, σὲ βάρος τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου.

  Καὶ διερωτώμαστε: Ἡ βία, ποιὰ πνευματικὴ καὶ ψυχολογικὴ ὡριμότητα μπορεῖ νὰ προϋποθέτει; Ποιὰ ἠθικὴ νομιμοποίηση μπορεῖ νὰ ἔχουν τέτοιες ἐνέργειες, τὴ στιγμὴ κατὰ τὴ ὁποία  προσβάλλονται τυφλά, ὄχι μόνον τὰ ἀγαθὰ πού μὲ κόπο καὶ πόνο ἀπέκτησε αὐτός, πού προσβάλλεται, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ὕψιστο καὶ ἀπροϋπόθετο ἀγαθό τῆς ζωῆς;

  Στὴ συνέχεια θὰ προσπαθήσουμε, ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ ἀνατάμουμε-νὰ ἐξετάσουμε τὸ πρόβλημα, νὰ συζητήσουμε πάνω στὰ ἀνακύπτοντα ἐρωτήματα πού ταλανίζουν τὶς σύγχρονες κοινωνίες, ἀφ’ ἑτέρου ὅμως, νὰ κατευθύνουμε τὴ σκέψη μας καὶ στοὺς δρόμους τῆς διεξόδου ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ αὐτὴ μάστιγα, πού στὸν πυρήνα της εἶναι μάστιγα τῆς ψυχῆς μας.

  1. Ὁρισμὸς τῆς βίας

  Τί ἐννοοῦμε λέγοντας βία. Αὐτὴ ὁρίζεται ὡς ἡ βάναυση ἐπιβολὴ τῆς δικῆς μας θέλησης πάνω στὸν ἄλλον, μέσα ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὸν ἐκφοβισμό. Ἔχουμε παραβίαση ὁρίων. Τῶν σωματικῶν, τῶν ψυχικῶν, τῶν ἠθικῶν, τῶν κοινωνικῶν, τῶν περιουσιακῶν κ.λπ. ὁρίων. Ἀκραία μάλιστα ἔκφραση τῆς βίας εἶναι ἡ χαρακτηριζόμενη ὡς τυφλὴ βία, ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς ἡ ἀπρόσωπη ἐπιθετικότητα ἐναντίον ὁποιουδήποτε,  ἀδιακρίτως, εἴτε αὐτὸς εὐθύνεται γιὰ κάτι, εἴτε ὄχι, ἀρκεῖ μέσα ἀπὸ τὸν θόρυβο καὶ τὸν πανικὸ πού θὰ προκληθεῖ, νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἀνόητη αὐτοβεβαίωση τοῦ καθενὸς πώς  μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ ἕνας ἄνθρωπος πάνω στὸν ἄλλο, τὸ ἕνα ἔθνος πάνω στὸ ἄλλο, ἡ μία φυλὴ πάνω στὴν ἄλλη κ.ο.κ.

  Στὴ σύγχρονη γλώσσα τῆς ψυχολογίας μιλᾶμε γιὰ δυνάμεις τοῦ ἀσυνειδήτου, πού βγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια μὲ διάφορες μορφὲς βιαιότητας πού ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι καταστροφικές.

  Στὸν προφήτη Ἰερεμία διαβάζουμε πώς «βαθεῖα παρὰ πάντα ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὶς γνώσεται αὐτόν;»  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διακρίνει μέσα του δύο νόμους, δυὸ δυνάμεις τῆς συνειδήσεώς του: αὐτὸν τῆς ἁμαρτίας πού βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἐπιθετικὴ στάση ἀπέναντι στὸν νόμο τῆς  ἀγαθῆς καὶ κατὰ Θεὸν προαίρεσής του. Ὁ Μακάριος Αἰγύπτου διαπιστώνει πώς μέσα στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει «ψυχὴ ἑτέρα μετὰ τῆς ψυχῆς» καὶ ὁ Γκαῖτε ὁμολογεῖ, ὅτι  «δυὸ ψυχὲς κατοικοῦν στὰ στήθη του».

  Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἀποκαλύπτουν ὅτι, ναὶ μὲν «οὐδεὶς ἑκών κακὸς», ὅμως ἡ κακία συνοδεύει τὴ μεταπτωτικὴ φύση μας, ἀφ’ὅτου διὰ τῶν Πρωτοπλάστων ἄνοιξε ἡ θύρα καὶ ἀφήσαμε χῶρο στὴ μισάνθρωπο συμβουλὴ τοῦ Πονηροῦ. Στὴ Βιβλικὴ ἀνθρωπολογία, «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ  ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ὁ ἄνθρωπος, «ἐνῶ  ἔχει τὴν τιμὴ τῆς λογικῆς φύσεως, δὲν λογικεύθηκε, ἀλλὰ ἦλθε στὴ θέση τῶν ἀνοήτων κτηνῶν καὶ ἔγινε ὅμοιος στὸ νοῦ μὲ αὐτά».

  Δηλαδὴ ἔχουμε μία διολίσθηση τοῦ φωτεινοῦ κόσμου στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀνήλιο ἀσυνείδητο, πού μὲ τὶς ἀναθυμιάσεις του θολώνει τὴ σκέψη, παγώνει τὸ συν­αίσθημα, διαφθείρει τὴ συνείδηση καὶ τὴν ἐξωθεῖ στὸ παράλογο.

  Καὶ τότε ξεπετιέται ἀπὸ τὴ καρδιὰ ὅλων μας ἕνα γιατί , ὁσάκις, γινόμαστε  μάρτυρες γεγονότων, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γητευμένος-σαγηνευμένος ἀπὸ τὸ χυμένο αἷμα τοῦ συναθρώπου του ἀκυρώνει καὶ τὴν τελευταία του ἀχνὴ αἴσθηση τῆς ἀνθρωπιᾶς του καὶ δυσ­τυχῶς συχνὰ στὸ ὄνομα τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἐλευθερίας. Τὸ χυμένο αἷμα, εἴτε σὲ πραγματικὸ εἴτε σὲ συμβολικὸ ἐπίπεδο.

  Ἡ βία εἶναι ἡ συνέπεια  τοῦ ἀπορφανισμένου ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ συνεπῶς ἀπὸ ἠθικὰ ἐρείσματα, ἐπειδὴ δὲ ἡ φύση ἀποστρέφεται τὸ κενό, τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ, τρέχουν νὰ καταλάβουν οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις.

  Γι’ αὐτὸ οἱ ἱστορικὲς ἐπαγγελίες πού μετῆλθαν τὴ βία, μαρξισμός, ἱστορικὸς ὑλισμός, φασισμὸς, χιτλερισμός,  καὶ θὰ ἔλεγα γιατί ὄχι καὶ οἱ σύγχρονες ἐπαγγελίες  γιὰ τὸν παράδεισο μιᾶς πολιτικοοικονομικὰ  ἑνωμένης Εὐρώπης, πού συστηματικὰ  στοχεύει στὸν βίαιο ἀποστραγγισμὸ τῆς ζωτικῆς ἰκμάδας τοῦ ἔθνους μας σήμερα) ἄφησαν καὶ ἀφήνουν πίσω τους, καταστροφή, πόνο δάκρυα.

  Ἐνήργησαν καὶ ἐνεργοῦν δίχα Θεοῦ καὶ πρὸ Θεοῦ καὶ οὐ κατὰ Θεόν, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή.

  1. Πηγαί τῆς βίας

  Ποιὰ εἶναι ἆραγε ἡ ἀρχέτυπη μορφὴ τῆς βίας, ἡ μήτρα μέσα στὴ ὁποία κυοφορήθηκε;

  Στὰ πρῶτα κεφάλαια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐξιστορεῖται ἀπὸ τὸν μέγα Προφήτη Μωυσῆ ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας, ἀλλὰ καὶ ὁμοίωσής του μὲ τὸν Ἀγαθὸ Δημιουργό.  Τότε προικίζεται μὲ τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ τὴ δυνατότητα ἐπιλογῆς τῆς  πορείας του ἐλευθέρως. Ἡ δοκιμασία λοιπὸν τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας γίνεται στὸν Παράδεισο σ’ ἕνα διάλογο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ ἀνοίξει  μὲ τὸν διαστροφέα ὄφι, τὸν διάβολο. Ἀνύποπτος ὁ Πρωτόπλαστος ἐκτίθεται μὲ δική του εὐθύνη σ’ ἕνα εὐπρόσωπο καὶ ἀξιοπρεπῆ ἐκ πρώτης ὄψεως διάλογο, στὸν ὁποῖο ραγίζει ἡ ἐμπιστοσύνη του ἀπέναντι στὸν Δημιουργό Του.

  Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἡ γοητεία τοῦ παμπόνηρου ἐκβιάζει τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς κἄν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ, παρὰ μόνον ὅταν μπροστά του ἐκτυλίσσονται τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀνυπακοῆς του, καὶ γεύθηκε ὁ ἴδιος τὴν πικρία τῆς ἀπόφασής  του. Ἔτσι ἡ πρώτη μορφὴ βίας εἶναι ἡ διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ κατασυκοφάντηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα κάθε μορφὴ βίας εἰσβάλλει πειρατικὰ ὡς δυνατότητα στὴν ἀνθρώπινη σκέψη, καὶ ἔτσι ὁ Κάϊν  σκοτώνει τὸν Ἄβελ καὶ ὁ φαῦλος κύκλος τῶν συγκρούσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δὲν παύει μέχρι σήμερα στὸ πεδίο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.

Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τοῦ Θεοῦ

Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τοῦ ἀνθρώπου

Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τῆς φύσεως

Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος καταντᾶ παράλογος, ἀλλὰ τὸ τραγικώτερο εἶναι ὅτι κουβαλᾶ τὴν ψευδαίσθηση πώς εἶναι λογικός. Τὸ περιγράφει εὔστοχα ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης: «ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποιὸς ὁρίζει ἐδῶ/τὸ ἀνάποδο βαφτίζει καὶ τὸ λέει σωστό/τοῦ ἀδύναμου τὸ δίκιο μήτε λέει ποτὲ/βγάνει τὴ μέρα νύχτα καὶ τ’ὁρκίζεται».

4. Τὰ αἴτια τῆς βίας ὡς φαινομένου εἰς τάς διαπροσωπικάς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων

  α. Τὸ μεγάλο πρόβλημα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, καὶ ὄχι μόνον, εἶναι ἡ αὐτοθεοποίησή του μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη τῆς αὐτονομίας του σὲ ὕψιστη ἀξία. Τὸ πρόταγμα τῆς αὐτονομίας εἶναι τὸ ἰδανικὸ σύμφωνα μὲ τὸν ἄθεο τροτσκιστὴ Κορνήλιο Καστοριάδη. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἀκόμη ὑπῆρξαν φωνὲς πού προώθησαν τὴν ἔννοια τῆς αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου κάτι πού τὰ φιλοσοφικὰ κινήματα πρὶν δύο-τρεῖς αἰῶνες τὰ κατέστησαν ἀξία.

  Γράφει ὁ σοφιστὴς Κρίτων καὶ Καλλικλὴς «δίκαιόν ἐστι τὸ ἄγειν βία τὸν κρείττω τὰ τῶν ἡττόνων καὶ ἄρχειν τὸν βελτίω τῶν χειρόνων καὶ πλέον ἔχειν τὸν μείνω τοῦ φαυλοτέρου». Ἀπὸ τὴν ἴδια ἀντίληψη ἐμπνέονται καὶ στοὺς νεώτερους χρόνους , ὁ Hobbes, ὁ Μακιαβέλλι, ὁ Νίτσε καὶ ὁ Μὰρξ  ὁ ὁποῖος μάλιστα θεωρεῖ τὴν ὁμαδικὴ βία ὡς κοινωνικὴ ἀναγκαιότητα. Ὁ ἄνθρωπος γι’ αὐτοὺς ἔχει ἀξία, διότι ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ παράγει ἀγαθὰ καὶ ὄχι γιατί εἶναι ἄνθρωπος.

Ἀποτελέσματα  αὐτῆς  τῆς λογικῆς εἶναι:

-ἡ ἀπάνθρωπη εὐγονική, πού βιάζει μέσα ἀπὸ τὶς ἐκτρώσεις καὶ τὴ διαλογὴ ἐμβρύων τὴν ἀνθρώπινη ζωή.

-ἡ ἐγκατάλειψη στὸν θάνατο κάθε ἀνθρώπου πού ἔχει ἀφεθεῖ στὴν ἀνθρωποκτόνο ἀπαισιοδοξία μέσα ἀπὸ τὴ λεγόμενη εὐθανασία, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ στερήση τὴν ἐν Χριστῷ αἰώνια αἰσιοδοξία.

-ὁ διαμελισμὸς τοῦ φερομένου ὡς  ἐγκεφαλικὰ νεκροῦ ἀνθρώπου-ὄχι ὅμως καὶ βιολογικά, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ μέλη του ὡς ἀνταλλακτικὰ.

  Συνέπεια αὐτοῦ τοῦ τρόπου σκέψης,  εἶναι ὅτι «Γίνεσαι ἔμβρυο ἀργότερα (δηλ. ὄχι ἐξ ἄκρας συλλήψεως) καὶ πτῶμα νωρίτερα (ἐγκεφαλικὸς θάνατος ὡς ἰσότιμος τοῦ βιολογικοῦ) σύμφωνα μὲ τὸν πρωτοπόρο Γάλλο ἐρευνητὴ J.Testrar, ὁ ὁποῖος προσθέτει: «Τὸ τίμημα τῆς προόδου πληρώνεται ἤδη μὲ τὰ πρώϊμα ἢ ὄψιμα ἀπόβλητα τοῦ ἀνθρώπου».

  Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πολιτικὴ θεωρία τείνει στὸ νὰ δημιουργήσει κανόνες χωρὶς τὸν Θεὸ καὶ συχνὰ χωρὶς τὴ φύση, μὲ τὸ ζενὶθ  τῆς ἀνθρώπινης παραφροσύνης   νὰ καταγράφεται στοὺς τοίχους τοῦ Παρισιοῦ  κατὰ τὸν Μάη τοῦ ’68 «οὔτε ἀφέντης οὔτε Θεός, ὁ Θεός εἶμαι ἐγώ».

  β.  Ἀναπόφευκτη  συνέπεια τῆς αὐτονομίας  εἶναι ὅτι γιγαντώνεται ἡ ἐγωπαθὴς ἀντίληψη γιὰ τήν ζωή. Ἡ ἀτομοκρατία, ἡ φιλαυτία, ὁ ὠφελιμισμὸς ἐκτρέφουν τὴν ψυχοπαθολογία ἑνὸς ἀδιέξοδου ναρκισσισμοῦ. Καὶ θὰ σᾶς θυμίσω κάτι χαρακτηριστικό. Σήμερα μιλᾶμε γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα.

  Ἀπὸ τὴ φύση του τὸ δικαίωμα ἔχει ὡς σύστοιχη ἔννοια  τὴν ὑποχρέωση. Τὸ δικαίωμα εἶναι ἡ ἔννομη χρήση τῆς ἐλευθερίας. Τὸ καθῆκον εἶναι ὁ ἔννομος περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας. Δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις πρέπει νὰ βρίσκονται σὲ ἰσορροπία μεταξύ τους.     Ὅμως στὴ διακήρυξη τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτου πού εἶναι μία ἀπὸ τὶς πρῶτες θεσμικὲς πράξεις τῆς Γαλλικῆς Ἐθνικῆς Ἐθνοσυνελεύσεως τὸ 1789, καὶ ἐπηρέσασε ὁλόκληρη τὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία καὶ τὰ συντάγματα τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν, εἶναι  χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ὑπερψηφίσθηκε –καὶ καλῶς-ἡ διακήρυξη τῶν δικαιωμάτων, ἀπορρίφθηκε ὅμως ἡ ἰδέα τῆς ταυτόχρονης ἀνακήρυξης καὶ καθηκόντων τοῦ ἀνθρώπου διὰ ψήφων 570 ἔναντι 433.

  Ἐπ’ αὐτῆς τῆς “φιλοσοφίας” ἀναπτύχθηκε ὁ δημοκρατικὸς εὐγονισμός,  ἡ φύση τοῦ ὁποίου ἀποδεικνύεται ἀπὸ δύο ἁπλὰ παραδείγματα

  α. Ἐπιτρέπεται νὰ  γεννηθεῖ ἀρσενικὸ ἢ θηλυκὸ παιδὶ ἀνάλογα μὲ τὴ θέληση τῶν γονέων. β. Ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ δὲν προϋποθέτει τὴν ἀναγκαστικὴ ἕνωση  μητέρας μὲ ἕνα ἄνδρα, ἀλλὰ ἕνα παιδὶ, «ὅταν τὸ θέλω, μ’ ὅποιον τὸ θέλω, ὅπως τὸ θέλω» γεγονὸς πού ἔλαβε ὑπόσταση μὲ τὸ ΙΙΙ Ράιχ, καὶ σήμερα κυριαρχεῖ μὲ τὴν ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση, τὴν πλέον ἀκραία ἔκφραση  βίας κατὰ τοῦ ἀνθρώπου.

  Τὰ ἠθικὰ ἐπίχειρα τῆς αὐτονομίας τὰ συνοψίζει  ὁ ἄθεος ὑπαρξιστὴς φιλόσοφος Σάρτρ πού θὰ μᾶς πεῖ, πώς οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μου. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ  ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία διὰ στόματος τοῦ Ἡρακλείτου διαπιστώνει «καθ’ ὅσον ἂν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα», καὶ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ κηρύξει τὴν πανανθρώπινη ἑνότητα μέσα ἀπὸ τὸ ἄθλημα τῆς ἀγάπης ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἐχθρό.

  γ. Παράλληλα ὁ συστηματικὸς ὑποβιβασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας μέσα ἀπὸ τὰ κυρίαρχα φιλοσοφικὰ συστήματα πού διακινοῦνται στὶς μέρες μας, δὲν παύει. Ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ παρατήρηση πώς ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο συμπέραναν πώς δὲν εἴμαστε τὸ κέντρο τοῦ κόσμου ἄρα μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι ἀπωθημένοι σὰν κόκκος ἄμμος χωρὶς ἀξία. Ἀπὸ τὸ ἰδεολόγημα τοῦ δαρβινισμοῦ προσπαθοῦν νὰ ἐμπεδώσουν τὴν αἴσθηση πώς εἴμαστε ἀπόγονοι πουλερικῶν καὶ μαλακίων. Ἀπὸ τὸ ψυχαναλυτικὸ σύστημα τοῦ Freud θέλουν νὰ μᾶς ἀκυρώσουν κάθε ὑγιῆ κίνηση τῆς βούλησής μας καὶ κατὰ συνέπεια ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν μηδενισμὸ, στὴ ἀπόγνωση καὶ τὶς κραυγὲς ἀπελπισίας.

  Τὸ συναίσθημα παγώνει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὁ χρόνος γίνεται ἐφιαλτικός, τὰ ὄνειρα μικραίνουν, ἢ καὶ  γίνονται ἐφιαλτικὰ, σβήνει ἡ θέληση ὄχι γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος νὰ θέλει, ἀλλὰ γιατί δὲν ξέρει καὶ δὲν βλέπει ποῦ μπορεῖ νὰ ἀκουμπήσει τὴ ζωντανή του θέληση γιὰ  ζωή,  ἐργασία, παιδεία, ὑγεία καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀγαθὸ ἀποζητᾶ ἡ καρδιά του. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι νοιώθουν ἀποπροσανατολισμένοι καὶ βυθίζονται στὸ ἄγχος.

  Ἡ σύγχρονη μάλιστα πραγματικότητα εἶναι τρομακτική. Σύμφωνα μὲ τὸν Παγκόσμιο Ὀργανισμὸ Ὑγείας ἡ κατάθλιψη εἶναι τέταρτη αἰτία ἀπώλειας ἐτῶν ζωῆς καὶ τὸ 2002 θὰ εἶναι δεύτερη. Τὸ 2006 σύμφωνα μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ ἕνωση, ὅπως ἀνακοίνωσε ἡ ἁρμοδία Ἐπίτροπος Ὑγείας κ. Ἀνδρούλα Βασιλείου εἴχαμε στὴν Εὐρώπη 50000 θανάτους ἀπὸ αὐτοκινητιστικὰ δυστυχήματα καὶ 56000 θανάτους ἀπὸ αὐτοκτονία, γεγονὸς πού ἔχει σημάνει συναγερμὸ στὶς κοινοτικὲς ὑπηρεσίας Ὑγείας. Σημειώσατε ὅμως καὶ τὸ ἄλλο. Τὰ ποσοστὰ αὐτοκτονίας στοὺς ἀνθρώπους πού ἐνσυνείδητα πιστεύουν στὸν Θεὸ εἶναι σχεδὸν μηδενικά.

  1. Ἡ βία εἶναι διδακτὴ

  Οἱ θεόπνευστοι Προφῆτες τονίζουν διὰ στόματος τοῦ Ἰερεμίου (9,21) ὅτι «ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων ὑμῶν» καὶ θυρίδες εἶναι οἱ πύλες τῶν αἰσθήσεων. «Τὸ κακὸν οὐκ ἐκ παρατάξεως οὐδὲ ἐκ μάχης» κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ  ψεκτὰ πάθη πού κατακυριεύουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου «ἐν τοῖς αἰσθητοῖς πραγμάτων» μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος σ’ ἕνα καταιγισμὸ ψευδαισθήσεων πού ἐξαλλάσσουν τὰ νοήματα καὶ τὶς σκέψεις του.

  Θὰ σᾶς φέρω τὸ παράδειγμα τῆς διαφημισθείσης συλλογῆς τῶν βιβλίων τοῦ Χάρρυ πότερ καὶ ἀναφέρομαι σ’ αὐτὰ, διότι ὁ μέχρι πρότινος Ἀμερικανὸς πρόεδρος Μπαρὰκ Ὀμπάμα ἐπισκεπτόμενος ἕνα δημοτικὸ σχολεῖο ἐξεθείασε τὴ σειρὰ καὶ μάλιστα πρόβαλε τὸν ἑαυτό του ὡς παράδειγμα πατέρα,  ὅταν αὐτὸς διάβαζε στὰ παιδιά του, τὰ βιβλία αὐτά.

  Ἐπισημαίνω μόνον  ἐλάχιστα  τρομακτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ βιβλία αὐτά. Στὸ 2ο βιβλίο μιλᾶ γιὰ πάρτυ φαντασμάτων /στὸ 4ο φρικτὴ τέλεση σατανισμοῦ /στὸ 3ο γλειφιτζούρι μὲ γεύση αἵματος ἢ ἐμετοῦ/ στὸ 1ο βιλίο ὁ Νέβυ ξεκοιλιάζει βατράχους μὲ τὸ αἷμα. /Τὸ φάντασμα τῆς Μυρτιᾶς ζεῖ μέσα στὴν ἀποχέτευση τῆς τουαλέτας. /Οἱ ἥρωες τοῦ Ρόουσλινγκ κλέβουν, ψεύδονται, ἐκδηλώνουν μῖσος καὶ ἐκδίκηση, παραβιάζουν κανόνες καὶ στὸ τέλος πάντα ἐπιβραβεύονται. Ὑπάρχει βίαιη παρέμβαση ἀπὸ τοὺς καλοὺς μάγους μὲ στόχο ἢ μεταμόρφωση ἢ τὸν ἔλεγχο τῶν ἀνθρώπων χωρὶς τὴ θέλησή τους.

  Μὲ τὸν τρόπο  αὐτὸ δίδονται λανθασμένα παιδαγωγικὰ πρότυπα, ἀνηλεῆ καὶ ψυχοκτόνα χωρὶς τὴν παραμικρὴ αἴσθηση εὐγένειας καὶ ὀμορφιᾶς, ἀλλὰ καὶ νοήματος ζωῆς, μὲ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐμπνεύσουμε τὰ παιδιά.

  Ὁ Ἰσοκράτης  γράφει ὅτι «τὸ τῆς πόλεως ὅλης ἦθος ὁμοιοῦται τοῖς ἄρχουσι». Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Σοφίας Σειρὰχ «Κατὰ τὸν κριτὴν (κυνερνήτη) οὕτως καὶ οἱ λειτουργοὶ αὐτοῦ καὶ κατὰ τὸν ἡγούμενον τῆς πόλεως (τὸν ἀρχηγὸ τῆς Πολιτείας) πάντες οἱ κατοικοῦντες αὐτήν»· δηλαδή, ὅποιος  εἶναι ὁ κυβερνήτης  ἑνὸς λαοῦ, τέτοιοι θὰ εἶναι καὶ οἱ ὑπουργοί του καὶ ὅποιος εἶναι ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς πολιτείας, τέτοιοι θὰ εἶναι καὶ οἱ κάτοικοί της.

  Παρέλκει βέβαια νὰ τονίσω τὸν ἀρνητικὸ ρόλο τοῦ τηλεοπτικοῦ πεδίου, ὅπου ἡ νοσηρὴ φαντασία ἀπὸ τὰ βιβλία μεταβάλλεται σὲ εἰκονική, δηλαδὴ παρερμηνευτική τῆς πραγματικότητας.

  Σήμερα ἡ εἰκόνα ἔχει καταντήσει τὸ ὄπιο τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν, πού καταντᾶ νεκρὲς τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔχει παρατηρηθεῖ πώς ἡ σχέση τηλεοπτικῆς βίας καὶ ἐγκληματικότητας στὴν πραγματικὴ ζωὴ εἶναι ἀμφίδρομη. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ λεξιπενία πού παρατηρεῖται στὶς νεώτερες γενιές,  ἔχει παρατηρηθεῖ πώς προάγει τὴ βία.

  Ἐὰν κανεὶς ἐκτιμήσει στατιστικὰ τὰ προσφερόμενα τηλεοπτικὰ ἔργα, θὰ διαπιστώσει ὅτι κατὰ πλειοψηφία τὰ κυρίαρχα πρότυπα διδάσκουν αἷμα καὶ βία. Θὰ ἤθελα ἰδιαίτερα νὰ τονίσω γιὰ τὴν χρήση τῶν ἠλεκτρονικῶν παιχνιδιῶν, ὅτι ἐκεῖ  ὁ νέος ἄνθρωπος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ὁρμέμφυτο τῆς ἡδονῆς πού τοῦ προκαλεῖ ἡ εἰκονικὴ παντοδυναμία του. Πατᾶ ἕνα κουμπὶ καὶ γίνεται ὁ κυρίαρχος τοῦ παιχνιδιοῦ, Αὐτὸ παράγει αὐτόματα μία αἴσθηση ὑπερδύναμης καὶ συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση πού τοῦ προσ­φέρει ἡ ψευδαίσθηση αὐτή. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φωνάξουμε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ψυχική τους ὑγεία  νὰ τραποῦν στὸν γνωστὸ καὶ δοκιμασμένο τρόπο τῆς ἀνάγνωσης ὑγιῶν βιβλίων καὶ δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχουν Ἕλληνες λογοτέχνες μὲ ποιότητα καὶ αἴσθηση εὐθύνης, γιὰ νὰ τὰ κατευθύνουν σὲ δρόμους προόδου καὶ ὑγιοῦς πνευματικῆς παραγωγικότητας.

  Ἡ βία εἶναι κατ’ ἐξοχὴν διδακτὴ καὶ δυστυχῶς βρίσκει χῶρο στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ προηγουμένως κατάφεραν κάποιοι νὰ δημιουργήσουν χαίνοντα κενὰ-ἀπόγνωση. Καὶ ἐνῶ καλπάζει τὸ κακό, ὄχι μόνον ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ συγκρατήσουμε, ἀλλὰ τὸ κατ’ ἐξοχὴν δρᾶμα μας ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ διακρίνουμε ὡς κοινωνία ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ πάνω στὸ ἱστορικό μας  ὄχημα. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι τὸ μοιραῖο ἁμάρτημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὅτι γίναμε «φονιάδες τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν Νίτσε, καὶ στερήσαμε ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ψυχὲς τὰ τιμιώτερα τιμαλφῆ τῆς ζωῆς.

  1. Ἡ λύσις

  Ποῦ θὰ ἀναζητήσουμε τὴ λύση; ποιὰ εἶναι ἡ διέξοδος ἀπὸ τὰ ἐπαφρίζοντα  κύματα τῆς βίας, πού λυμαίνονται τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, τὴν οἰκογένεια καὶ γενικώτερα τὴν κοινωνία, μέσα στὴν ὁποία χαράζουμε τὰ ὄνειρά μας καὶ ἀποθέτουμε τὸν δυναμισμό  μας. Μπορεῖ ἡ διέξοδος νὰ μὴ φαίνεται βατὴ, ὅπως  τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ φυσικὸ δίκαιο ὑποδεικνύει καὶ νὰ ἀντιμετωπίζεται μὲ χλευασμὸ καὶ περιφρόνηση ἀπὸ τὸν κόσμο πού ξέχασε τὴν πνευματική του πατρίδα. Ἀλλὰ ἡ στρεότητα τῶν πνευματικῶν μεγεθῶν  ἀποδεικνύεται  στὸ βάθος τοῦ χρόνου ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς ἱστορίας. Γι’αὐτὸ καὶ εἶναι εὐτυχὴς (ὄλβιος) ὅποιος γνωρίζει τὴν ἱστορία του κατὰ τὸν Ἡρόδοτο.

  Γιὰ νὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ ἰδιαίτερα ἀντιληπτά, θὰ φέρω ἕνα ἱστορικὸ παράδειγμα:  Στὶς 16 Αὐγούστου 1922 τελέσθηκε στὴν Ἁγία Φωτεινὴ τῆς ἀλησμόνητης Σμύρνης ἡ τελευταία Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἱερομάρτυρα καὶ Ἐθνομάρτυρα Χρυσόστομο, παρουσίᾳ τοῦ Ἕλληνα Ἀρχιστρατήγου. Οἱ ἀρχὲς πολιτικὲς καὶ στρατιωτικὲς καὶ θρησκευτικές τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης συντεταγμένα φεύγουν. Ὁ πολιτικὸς διοικητὴς Στεργιάδης, ὑψηλόβαθμοι στρατιωτικοὶ ἀλλὰ καὶ ἐκπρόσωποι Παπικῶν  καὶ Προτεσταντῶν. Μένει ὅμως  ὁ καλὸς Ποιμένας. Καὶ ἀπὸ τὸ μηδὲν  τοῦ μαρτυρικοῦ διασυρμοῦ του, ἀπὸ τὴν ἀπίστευτη καὶ μανιώδη βία πού ξέσπασε πάνω του, γίνεται ἡ ἀκτινοβόλος ἱστορικὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας ὁ παγκόσμιος ἱππότης πίστεως καὶ θυσίας, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλους ἐκείνους πού περιέσωσαν μὲν τὴν σάρκα τους ἀπὸ τὴν ὠμὴ βία, ἀλλὰ διωλίσθησαν σὲ ἱστορικὲς σκιές, πού τὶς χαρακτηρίζει πλέον ἡ ἀσημαντότητα.

  Μὲ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τονίσω ὅτι τὴν ἀνθρωποκτόνο βία μπορεῖ νὰ τὴν ἀνατρέψει μία ἄλλη πνευματικὴ βία, γιατί ἐν τέλει ἡ βία ἔχει δίμορφο χαρακτήρα. Μοιάζει μὲ τὸν πολεμικὸ Ρωμαῖο θεὸ Ἰανὸ πού εἶχε δυὸ πρόσωπα στραμμένα σὲ ἀντιδιαμετρικῶς ἀντίθετες κατευθύνσεις τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλο.

  Ἡ μία βία πού ἤδη περιγράψαμε ἀλλοτριώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ φύση του, ἡ ἄλλη εἶναι τὸ σωστικὸ ἀντίδοτο ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἐξαλλαγῆς του σὲ κακόηθες πνευματικὸ μόρφωμα, ἡ πρώτη τὸν ἐξορίζει ἀπὸ τὸν φυσικὸ ψυχικὸ καὶ πνευματικό του χῶρο καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν τρομακτικὴ ὑπαρξιακὴ μοναξιά, ἐκεῖ ὅπου τὰ πάντα σαπίζουν καὶ ἡ δεύτερη τὸν ἐπαναπατρίζει ἐκεῖ ὅπου ὅλα ἀνθοῦν, γιατί ἀνασαίνουν ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος.

  Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ βία πού μπορεῖ νὰ ἀκυρώσει τὴν βαναυσότητα τῆς ἄλλης; Τὸ στίγμα της μᾶς τὸ δίδει ὁ Ἴδιος Κύριος στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν ρηξικέλευθο αὐτὸ λόγο Του μεταθέτει, ἀλλάζει τὴ πορεία τῆς βίας πού πρέπει νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος καὶ ταυτόχρονα τὸν καλεῖ σὲ αὐθυπέρβαση. Δὲν ἀπορρίπτει τὴ βία, ἀλλὰ τῆς ἀλλάζει τὸν ροῦν, τὴν ἐπανατροχιάζει ἐπὶ τὸ ὀρθόν. Ζητᾶ τὴν μεταμόρφωση τῆς θελήσεώς μας. Δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ ἔλευση τῆς Βασιλείας Του, ἀλλὰ γιὰ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τὴ βροῦμε. Χρειάζεται λοιπὸν καθολικὴ ἀναστροφὴ-ὁλικὴ ἐπαναφορά, τῶν ἐντὸς μας δυνάμεων τῆς βίας. Αὐτὸ σημαίνει πώς ἡ βία ποὺ σύμφωνα μὲ τὶς παραδοχὲς καὶ αὐτῆς τῆς ἀπνευμάτιστης ψυχανάλυσης εἶναι δύναμη πού κατακερματίζει, δύναμη ἀποδιοαργανωτικὴ καὶ τῆς ἐσωτερικῆς συνοχῆς τῶν ψυχικῶν μας δυνάμεων καὶ κατὰ συνέπεια τῆς κοινωνικῆς μας ὑπόστασης, ἔχει καὶ τὴν ἀντὶ-βία της, ὡς δύναμη πνευματικὴ πού ἑνοποιεῖ καὶ προάγει.

  Αὐτὴ ἡ μορφή τῆς ἀντὶ-βίας μας τὴν περιγράφει σύγχρονος διανοητὴς μὲ πολὺ γλαφυρὸ τρόπο: «Ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἀντίπαλος γιὰ τὸ τότε σοβιετικὸ καθεστὼς δὲν ἦταν ἡ Δύση μὲ τοὺς πυραύλους καὶ τὰ ἀτομικὰ ὅπλα, ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἀντίπαλος ἦταν ἕνας ἐκτοπισμένος καὶ κυνηγημένος καρκινοπαθὴς πού ἀρνεῖτο νὰ γράψει τὸ Θεὸ μὲ μικρὸ θῆτα. Ὁ  Σολτζενίτσιν, αὐτὴ ἡ συγκλονιστικὴ ἐνσάρκωση καὶ ἔκφραση τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀλήθειας πού ἀπὸ μόνη της κάνει νὰ τρέμουν σπασμὸ  θανάτου οἱ σιδηρόφρακτοι Γολιὰθ» Γιὰ τὸ Ἔθνος μας, οἱ Νεομάρτυρες ὑπῆρξαν τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα πού ἔκαμναν τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες νὰ «ξαναπιστεύσουν στὸν ἑαυτό τους καὶ ἀντικατοπτριζόμενοι στὸ μαρτύριό τους νὰ βεβαιώνονται ὅτι εἶναι ζωντανοί».

  Αὐτὸ λοιπόν, πού μόλις προηγουμένως ὀνομάσαμε ἀντὶ-βία εἶναι ὁ πνευματικὸς ὀγκόλιθος, τὸ πνευματικὸ μέγεθος πού μπορεῖ νὰ ἀκυρώσει τὴν ὁρμὴ τῆς δαιμονικῆς βίας, ἀφοῦ προσανατολίσει τὸν ἀγώνα  στὴ βία πού πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀσκήσει κατὰ τῶν προσωπικῶν του παθῶν, τῆς ρίζας πού τροφοδοτεῖ τὴν ἀνθρωποκτόνο βία. Ἀπὸ ἀνθρωποκτόνος νὰ γίνει παθοκτόνος. Καὶ ἡ βία ἀπὸ δύναμη ἐξωστρέφειας, νὰ καταστεῖ ὁρμὴ ἐσωτερικῆς ἀναγέννησης.

  Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ὑπὸ τὴν κυριαρχικὴ ἐξουσία καὶ τὴ βία τοῦ ἀσυνειδήτου, οἱ ἀναθυμιάσεις τοῦ ὁποίου συσκοτίζουν νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ ἔτσι ἐνεργεῖ χωρὶς τὴ δική του βούληση καὶ καθαρὴ κρίση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχαῖος δελφικὸς λόγος «γνῶθι σαὐτὸν» εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρος ὡς γενικὴ ἀλλὰ ἀσαφὴς ἀρχή. Καὶ τοῦτο διότι στερεῖται τοῦ προτύπου ἐκείνου πού μπορεῖ νὰ δώσει συγκεκριμένο χαρακήρα γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινός μας ἑαυτὸς καὶ ποιὸς ὁ ψευδὴς πού συχνὰ μασκαρεύεται τὸν ἀληθινό, καὶ ἐξωθεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ τραγικὲς συγχύσεις. Ἀντιθέτως τὸ πατερικὸ «γνῶθι σαὐτὸν» ἔχει πρότυπο ἀλήθειας τὸν Χριστό, τὸν Θεάνθρωπο, καὶ μέθοδο σωτηρίας τὴν ἄλλη βία τὴν ἀντὶ-βία πού διακηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο.

  Κεντρικὸς ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖον μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑφάνει τὴν προσωπικότητά του καὶ νὰ οἰκοδομήσει τὴν ψυχοπνευματική του ὑγεία εἶναι ἡ καλλιέργεια ἰσχυρῆς βούλησης, αὐτῆς, πού ὡς ἡγεμόνας τοῦ εἶναι μας, μπορεῖ νὰ διαπλεύσει ἀκίνδυνα ἀπὸ τοὺς σκοπέλους τοῦ μηδενισμοῦ, γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ὡραίου καὶ ἀληθινοῦ.

  Ἡ ἄτονη βούληση ἐπιτρέπει στὴ βία νὰ εἰσέλθει στὰ πεδία τῆς ζωῆς μας. Ἡ ρωμαλέα ἀνοίγει δρόμους ζωῆς, ὥστε οἱ ὄγκοι τῆς κακίας νὰ διαλυθοῦν μέσα μας καὶ ὁ ἐσωτερικὸς χῶρος νὰ γίνει τόπος τοῦ Ἁγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος.  Τόσο στὶς πνευματικές μας παλινωδίες ὅσο καὶ στὶς καθαρὰ  ψυχολογικές μας μειονεξίες ἡ βούληση εἶναι αὐτὴ πού  πάσχει, καὶ αὐτῆς τὴν παλινόρθωση πρέπει νά προτάξουμε. Πῶς ὅμως;

  1. Τρόποι

Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία ἀπέσυρε τὴ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν κατηύθυνε στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Λάτρεψε τὴν κτίση καὶ ὄχι τὸν Κτίσαντα. Ἄρα ἡ θεραπεία πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἀντίστροφη ὁδό, νὰ κυριαρχήσει ἡ βούλησή μας στὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφὴς γιὰ τὸν προσωπικό του ἀγώνα, τὸν ὁποῖον προβάλλει καὶ ὡς πρότυπο ζωῆς, ὅταν γράφει, «ὑπὸ(ὢ)πιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγώ, παλεύω μὲ ἄλλα λόγια νὰ ὑποτάξω τὶς ὁρμὲς τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν βία πού θὰ ἀσκήσω μέσα μου κατὰ τῶν ψεκτῶν μου παθῶν, τῶν ἀξιοκατάκριτων ἀδυναμιῶν μου, ἂν θέλουμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν πατερικὴ ἑρμηνευτική.

  Τρεῖς εἶναι οἱ τρόποι:

 α. Ἡ Ἐκκλησία τὸν πρῶτο τρόπο τὸν ὀνομάζει ἐγκράτεια. Οἱ ἐπιστῆμες τῆς ψυχικῆς ὑγείας τὸν ἀποκαλοῦν ἐνδυνάμωση τῆς βουλήσεως, γιατί γνωρίζουν πολὺ καλὰ πώς προβλήματα μείζονα ψυχικῆς ὑγείας, μείζονα καὶ ἐλάσσονα  προσβάλλουν κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν τὴν λειτουργία τῆς βουλήσεως. Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, πώς «ἡ ἐγκράτεια οὐ διδάσκει σωφροσύνην ἀλλὰ παρέχει», δηλ. τὴν καθιστᾶ βίωμα.

  Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε ὡς προγυμνάσματα ἐγκρατείας, τὴν νηστεία,  τὸν ἔλεγχο τῶν  φαντασιώσεων μὲ σύνεση καὶ κατανόηση γιὰ τοὺς νέους, τὴν ὁριοθέτηση τῆς ζωῆς κυρίως τῶν ἐφήβων μας  στὶς παραδεδεγμένες  παγκόσμιες καὶ διαιώνιες ἀρχὲς στὶς σχέσεις τῶν δύο φύλων, ὅπως ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία φιλανθρώπως ὁρίζει. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς  ἡ σεξουαλικὴ ἀγωγὴ ἀπὸ νηπιαγωγεῖο ἀκόμη,  μὲ τὴν προπέτεια πού προωθεῖται, ἀκαίρως, εὐκαίρως, εἶναι κατ’ ἀρχὰς ἰδιαιτέρως ἐπικίνδυνη καθ’ ὅσον,  δὲν ἔχουν ὁλοκληρωθεῖ οἱ ἐγκεφαλικὲς συνάψεις, ἡ ἀφαιρετικὴ σκέψη εἶναι ἀνύπαρκτη ἢ μόλις ἀρχόμενη.  Ἡ πρόσληψη ἐννοιῶν στὸ παιδὶ καὶ τὸν  ἔφηβο  χωρὶς νὰ ἔχει τὴν δυνατότητα κριτικῆς σκέψης, εἶναι ἐγκληματική.

  Ἀπομαγεύεται, ἀποϊεροποιεῖται  τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς  καὶ ἡ σεξουαλικότητα, ὅπως συνήθως προβάλλεται σήμερα μέσα ἀπὸ τὴν μονομέρεια  ἑνὸς ὑλώδους καὶ σαρκικοῦ φρονήματος γίνεται καταστροφικὴ καὶ γι’ αὐτὸν ἀκόμη τὸν αἰσθησιασμό. Ἀντίθετα ὅταν τιθασευθεῖ ἀπὸ τὸν σεβασμὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἀναδεικνύεται σὲ πηγὴ δημιουργίας ἀνόθευτης ἀπὸ κάθε μορφῆς εὐτέλεια.

  β. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς αἰδοῦς. Νομίζει κανεὶς πώς σήμερα ἔχουμε φθάσει στὸ τέλος τῆς ἀθωότητας. Ἡ ἔννοια τῆς αἰδοῦς σημαίνει εὐλάβεια, σεβασμὸ, ἐντροπὴ, εὐπρέπεια, κοσμιότητα. Οἱ Γάλλοι λένε: Pudeur fut toujours la premiere des Graces Αἰδὼς καὶ Δίκη (αἰδὼς καὶ νόμοι) ἦταν σύνεδροι τοῦ Δία (Σοφοκλῆς).Καὶ στὴ Νεφέλη τοῦ Ἀριστοφάνη ὁ Δίκαιος λόγος ἀπαιτεῖ ὅπως ὁ νέος παριστᾶ ἐν ἑαυτῷ τὸ ἄγαλμα τῆς αἰδοῦς.

  Βέβαια,   ὁ πολλὰ ἀστοχήσας Freud θεωρεῖ τὴν αἰδῶ ὡς ἐφεύρημα  τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς. Λησμονεῖ ὅμως ὅτι ἡ ἀρετὴ ἀποκαλύπτει, φανερώνει τὴν ψυχικὴ ὑγεία καὶ ὅτι ἡ ἄρση τῶν ἀναστολῶν, δηλαδὴ ἐξώθηση τῆς αἰδοῦς στὸν ἔξω ἀπὸ τὴ συνείδησή μας χῶρο, θεωρεῖται ὡς ψυχικὸν νόσημα. Καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὁ φρόνιμος καὶ σοφὸς  καὶ ἐλεύθερος κατὰ τὴν ἀντίληψη τοῦ κόσμου, μένει στὸ τέλος ἄδειος, κενός, γυμνός.  Στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα  ὑπάρχει μιὰ παρήχηση μεταξὺ τῶν λέξεων γυμνὸς (arummin) καὶ φρονιμώτατος (arum), μὲ τὴν ὁποία χαρακτηρίζεται ὁ ὄφις. Πράγματι ὁ διάβολος ἐμφανίζεται ὡς φρόνιμος, ἀποδεικνύεται ὅμως στὴ πράξη γυμνός, γι’αὐτὸ καὶ ἡ φρονιμάδα του δὲν εἶναι παρὰ ἡ λεοντή, γιὰ νὰ κρύψη τὴν πανουργία καὶ δολιότητά του.

  Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος  γράφει: Τὰ παιδιὰ ἂς εἶναι ἔτσι ντροπαλά, ὥστε νὰ διακρίνωνται γιὰ τὴν σεμνότητά τους καὶ τὴν σωφροσύνη τους, γιὰ νὰ ἐπαινοῦνται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂς μάθουν νὰ ἐξουσιάζουν τὸ στομάχι, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πολυτέλεια, νὰ μὴ εἶναι σπάταλα καὶ νὰ εἶναι φιλόστοργα. Νὰ μάθουν νὰ ὑπακούουν.» Μὲ ἄλλα λόγια  τούς καταρρράκτες τῆς ἐνέργειάς τους νὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν στὸ νὰ τιθασεύουν τὰ πάθη τους, ἀσκώντας ἀντὶ-βία στὴν βίαιη παρόρμηση τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου πού ἀντιστρατεύεται, ὅπως εἴπαμε, τὴν ἀρετή.

  γ. Γιὰ νὰ ὑπάρξουν ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο,  ἔρεισμα ὑπαρξιακό, δηλαδὴ ἡ πίστη. Γράφει ὁ Ἐλύτης πώς, «ἂν δὲν πατήσεις τὸ ἕνα σου πόδι ἔξω ἀπὸ τὴ γῆ, ποτέ σου δὲν θὰ μπορέσεις νὰ σταθεῖς ἐπάνω της». Μὲ ἄλλα λόγια χωρὶς Θεὸ δὲν ἔχει οὔτε νόημα, οὔτε προοπτική, ἢ προσδοκία ἡ ζωή.

  Διώξαμε τὸ Θεό, τὸν ὄντως Ὄντα, καὶ γεμίσαμε μὲ ἀφηρημένες ἰδεολογίες καὶ κοινωνιολογικὰ κηρύγματα, πού ἐμφανίζονται ὡς θρησκευτικὰ ὑποκατάστατα, καὶ ὑπόσχονται ἐπίγειους οὐτοπικοὺς παραδείσους.

  Πρέπει σ’ ὅλους αὐτοὺς νὰ ὑπενθυμίσουμε πώς ἡ πίστη σ’ὁποιαδήποτε ἰδεολογία, ξένη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁδηγεῖ στὴν τρομοκρατία, καὶ τοῦτο διότι ἡ ἐξωτερικὴ πραγματικότητα πρέπει νὰ συμμορφωθεῖ βίαια μὲ τὴν ἰδεολογία. Ἔτσι, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἔγιναν θύματα τῶν πιστῶν τῆς κάθε κοινωνικοοικονομικῆς  ἰδεολογικῆς καθαρότητας, γιατί θέλησαν νὰ κρατήσουν τὴ προσωπική τους τιμή, ἐλευθερία καὶ ἀξιοπρέπεια.

  Ὁ Χριστὸς ὅμως τόνισε μὲ ἐμφαντικὸ τρόπο, «μὴ φοβᾶσθε τὴ βία αὐτῶν πού ἀποκτείνουν τὸ σῶμα σας, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ παραβιάσουν τὴν ψυχή σας», μία ψυχὴ πού ξέρει νὰ ὑποτάσσεται στὸ  ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ (ἀσκώντας ἀντὶ βία, δηλ. βία στὰ πάθη του) πού εἶναι ὅμως καὶ χρηστὸς (ὠφέλιμος) καὶ ἐλαφρός, συνοψίζεται δὲ στὸ γνωστὸ εὐαγγελικὸ τρίπτυχο: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, ἀράτω τὸ σταυρόν, καὶ ἀκολουθήτω μοι».

  Οἱ ἰδεολογίες  ἐπιβλήθηκαν μὲ τὴν βία, ἡ πίστη ὅμως στὸν Θεὸ εἶναι αἴτημα ψυχῆς, οἱ ἰδεολογίες εἶναι ἐπινοήματα ἀνθρώπινα, ἡ πίστη ἀναπαλλοτρίωτος ἐσωτερικὸς θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ἰδεολογίες  εἶναι ἄπνοα (χωρὶς πνοὴ)καὶ ἄψυχα μορφώματα,  ἡ πίστη εἶναι ὁ ζωντανὸς θεῖος σπινθήρας τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. «Ἐγὼ εἶπα ὅτι ὑμεῖς θεοὶ ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες».

  1. Ἐπιλεγόμενα

  Ἡ βία ἀποτελεῖ ἕνα ὀξὺ πρόβλημα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ ἔναγχος- γεμᾶτος ἄγχος καὶ ἀγωνία νὰ ἀντιμετωπίσει παραγνωρίζοντας δυστυχῶς τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ αἴτια εἶναι ἐσωτερικά-τῆς ψυχῆς μας καὶ ὄχι ἐξωτερικά. Ἀναπότρεπτα μᾶς σφυροκοποῦν ἐξωτερικὰ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ μοντέλα τρόπου καὶ μορφῆς ζωῆς. Ἔχουμε φθάσει στὸ χαμηλότερο ἐπίπεδο σαρκικοῦ καὶ ὑλώδους φρονήματος πού τρέφεται ἀπὸ τὸν αἰσθησιακὸ καταναλωτισμό. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸ στὸ τέλος αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ αὐτοκαταναλώνεται.

Ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ λύτρωσή μας; Μόνον ἡ ἀπόλυτη καταξίωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἀπὸ τῆς συλλήψεώς του μέχρι καὶ τοῦ βιολογικοῦ του θανάτου καὶ ἡ μεταστροφὴ τῆς θανατερῆς ἐξωστρεφοῦς βίας σὲ ἐσωστρεφῆ βιασμὸ τῶν παθῶν μας. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν».

  Θὰ τελειώσω μὲ ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ  διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη Ἔρως –Ἥρως, μᾶς δίνει τὸ διάγραμμα μιᾶς ὁδοιπορίας, στὴ  «μάχη μὲ τὸ δαίμονα», ὅπου τὰ ἐπαφρίζοντα κύματα ἀπὸ τὸν κλαυθμὸ ἑνὸς ἐρωτικοῦ σπαραγμοῦ, σπᾶνε πάνω σ’ἕνα πολύτιμο φορτίο, πού μᾶς κληροδοτεῖ  ἡ πνευματική μας παράδοση, ὡς ἀπάντηση στὶς φευγαλέες σκιὲς τοῦ ἔρωτα, ὅταν αὐτὸς ἐκφυλίζεται σὲ libido. Τὸ διήγημα αὐτὸ   δὲν εἶναι μόνον ἕνας θησαυρὸς λόγου, ἀλλὰ ἕνα κειμήλιο ζωῆς. Ἐκεῖ βλέπει κανεὶς πῶς τὴν καταστροφικὴ βία ἡ πίστη στὸν Χριστὸ τὴν μεταπλάθει σὲ ζωντανὴ μορφὴ ἀγάπης ἀληθινοῦ θὰ ἔλεγα ἔρωτα.

  Ὁ Γιωργής, λοιπόν, εἶναι βαθειὰ ἐρωτευμένος μὲ τὴν ὄμορφη Ἀρχόντω, τὴν γλυκειά του παιδικὴ ἀγάπη. Νὰ ὅμως  πού ἡ Μαρουδίτσα ἡ μάνα τῆς Ἀρχόντως, «ἦτο συμφωνοτάτη μὲ τὸν (ἀρχαῖο τραγικὸ ποιητὴ) Εὐριπίδην, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν τιμὴν νὰ τὸν γνωρίζει» σύμφωνα μὲ τὴν παπαδιαμάντειο γλαφυρότητα, ὁ ὁποῖος ἀποφαίνεται πώς νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει». Καὶ ἔτσι προξένεψε καὶ πάντρεψε τὴν κόρη της μὲ ἕνα «χερσαῖο» «οἰκοκύρη ἄνθρωπο, μὲ τὰ χωράφια του, τὰ σπίτια του τὰ καλά του».

  Ἄναυδος ὁ Γιωργής συνειδητοποιεῖ πώς ἡ ἀγαπημένη του φεύγει στὴν ἀγκαλιὰ ἑνὸς ἄλλου, καὶ μάλιστα ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ναυτικὸς πού θὰ τὴ διαπερνοῦσε στὴν ἀντίπερα ὄχθη γιὰ τὸ ὁριστικό της ταξίδι μὲ τὸν ξένο. «Δὲν ἦτο ψέμα ἦτο ἀλήθεια… Καὶ πάλιν μπορεῖ νὰ ἦτο ψέμα, τὶς δύναται νὰ εἶναι βέβαιος;  Ἦτο ὄνειρον μαγικόν, ἀπαίσιον καὶ τρομερόν, ὄνειρον τὸ ὁποῖον ἔβλεπε μὲ ἀνοικτὰ τὰ μάτια» Καταιγισμοὶ σκέψεων, καμίνι ἡ ψυχή του. Ὁ ἄνεμος, μία παρατιμονιὰ, ἕνα καργάρισμα τοῦ πανιοῦ, νὰ πέσουν ὅλοι στὴ θάλασσα «νὰ στείλει εἰς τὸν ἄλλον κόσμον τρεῖς ψυχάς» καὶ «νὰ δράξη τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸ βραχίονα ἀπὸ τὴν μασχάλην, «νὰ ἀναπνέει τὸ  δακτυλιδένιο στοματάκι της» καὶ νὰ τῆς λέει «Μὴ φοβᾶσαι ἀγάπη μου» μέχρις ὅτου φθάσουν στὴν ὄχθη.

  «Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ, (Ἀρχόντω μου) ὄχι». Τέλος ἀναποδογύρισε τὴν βάρκαν; Ἔπνιξε τοὺς ἐπιβάτας; Τὴν ἔσωσεν ἐκείνην; Δὲν ἰσχύει τηλαισθησία οὔτε τηλεπάθεια, διὰ νὰ ζητήσωμεν τὰς ψήφους τῶν ἀναγνωστῶν, νοερῶς καριαίως, οὐδὲ Κοινοβουλίου τέμενος εἶναι παρ’ ἡμῖν ἱερόν, ἀλλὰ ναὸς εὐβουλίας. Πᾶς συγγραφεὺς ὑποτίθεται, ὅτι ἀντιπροσωπεύει τὴν μέσην κρίσιν καὶ τὸ μέσον αἴσθημα τῶν ἀναγνωστῶν του. Δὲν τὴν ἀναποδογύρισε, δὲν τοὺς ἔπνιξε· ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε, ἀλλὰ τὸ ὀλίγον αὐτὸ ἔλειψεν. Ἔξαφνα εἶδε νοεράν ὀπτασίαν, τὴν μορφὴν τῆς μητρὸς του τῆς Μπούρμπαινας, ἐναέριον παλλομένην. Ἐτράβα τὰ μαλλιά της, κλαίουσα καὶ τοῦ ἔλεγε: Ἄχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τί εἶν’ αὐτὸ πού θὰ κάμης;» Ἔκαμε κρυφὰ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῆς καρδίας, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισόν του, ἐνθυμήθη καὶ εἶπε τρεῖς φοράς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὅπου τοῦ τὸ εἶχε μάθει, ὅταν ἦτο μικρός, ἡ μητέρα του, καὶ αὐτὸς ἔκτοτε τὸ εἶχε ξεχάσει. Εἶπεν: «Ἂς πάγει ἡ πτωχή, νὰ ζήσει μὲ τὸν ἄνδρα της. Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της». Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κι’ ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του-ἔρωτα χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας».


orthodoxostypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου