Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Θεολόγος
Στὴν πρώτη εὐχὴ ποὺ διαβάζει ὁ ἱερέας στὴν Ἀκολουθία τῆς Κατηχήσεως, ἡ ὁποία προηγεῖται τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, λέγει μεταξὺ ἄλλων: «Ἀπόστησον ἀπ’ αὐτοῦ (αὐτῆς) τὴν παλαιὰν ἐκείνην πλάνην, καὶ ἔμπλησον αὐτὸν (αὐτὴν) τῆς εἰς σὲ πίστεως καὶ ἐλπίδος καὶ ἀγάπης, ἵνα γνῶ ὅτι σὺ εἶ Θεὸς μόνος, Θεὸς ἀληθινός, καὶ ὁ μονογενής σου Υἱός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ Ἅγιόν σου Πνεῦμα.» Δηλ. «Διῶξε ἀπ’ αὐτὸν/ήν τὴν παλιὰ ἐκείνη πλάνη καὶ γέμισέ τον/την μὲ πίστη, ἐλπίδα καὶ ἀγάπη γιὰ σένα, ὥστε νὰ μάθει πὼς ἐσὺ εἶσαι ὁ μόνος καὶ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὁ μονογενής σου Υἱός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ Ἅγιό σου Πνεῦμα».
Αὐτὴ ἡ παλαιὰ πλάνη ἀναφέρεται στὴν πρώτη προσπάθεια αὐτοθεοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Διαβόλου. Ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ δὲν ἱκανοποιοῦσε τὴν ἀνάγκη τῆς Εὔας γιὰ ἐπικοινωνία, ἀλλὰ ρέμβαζε περιεργαζόμενος τὴν κτίση, ἐκείνη εἶχε ἀρχίσει συζήτηση μὲ τὸ φίδι, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὑποκρυπτόταν ὁ πανοῦργος ὁ Διάβολος. Καὶ ὁ Διάβολος, ὅπως τὸ λέει καὶ ἡ λέξη, μὲ τὴν πρώτη πρότασή του τί κάνει; Διαβάλλει τὸν Θεό, λέγοντας “γιατί ὁ Θεὸς ἀπαγόρευσε νὰ φάγετε ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δένδρων, ποὺ ὑπάρχουν στὸν παράδεισο;”. Ἡ Εὔα ἀπὸ τὴν πλευρά της, ἐνῷ συνειδητοποίησε αὐτὴ τὴν συκοφαντία (φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι διορθώνει τὸν Διάβολο λέγοντας, ὅτι “ἀπὸ τοὺς καρποὺς κάθε δένδρου τοῦ παραδείσου μποροῦμε νὰ φᾶμε), τί κάνει; ἀντὶ νὰ διακόψει ἀμέσως τὸ διάλογο, τὸν συνεχίζει. Ἀνακοίνωσε στὸ φίδι, ὅτι δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ φάγουν ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου, ποὺ βρίσκεται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παραδείσου. Διότι ἐὰν φάγουν ἀπὸ τὸν καρπὸ αὐτὸ ἢ καὶ τὸν ἀγγίξουν, θὰ πεθάνουν. Καὶ τὸ φίδι συνεχίζει τὴ συκοφαντία, τονίζοντας στὴν Εὔα: «οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·, ἤδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν». Δηλ. “δέν θὰ ἀποθάνετε· κάθε ἄλλο. Σᾶς ἀπαγόρευσε ὁ Θεὸς νὰ φάγετε ἀπὸ τὸ δένδρο αὐτό, διότι γνώριζε ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα, ποὺ θὰ φάγετε, θὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια σας καὶ θὰ εἶσθε καὶ σεῖς σὰν θεοί, ὅμοιοι μὲ αὐτόν, γνωρίζοντες καλὸν καὶ πονηρόν”. Αὐτὰ τὰ λόγια, παρ’ ὅτι προῆλθαν ἀπὸ ἕνα ζῷο, τὸ ὁποῖο ἡ Εὔα ὄφειλε νὰ ἐξουσιάζει, καὶ παρ’ ὅτι ἦταν προϊὸν συκοφαντίας, εἶχαν μία καταλυτικὴ ἐπίδραση στὴ γυναῖκα. Μετέτρεψαν τὴ θεώρηση τοῦ καρποῦ ποὺ εἶχε ὥς τὴ στιγμὴ ἐκείνη. Ἡ προοπτικὴ νὰ γίνουν ἐκείνη καὶ ὁ Ἀδὰμ θεοὶ μὲ μία συνταγή, τὴν ὁποία υἱοθέτησαν ὡς δική τους ἔμπνευση, χωρὶς νὰ ὑπακοῦν στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἦταν κάτι ἐπαναστατικό. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ἔγινε τόσο κυρίαρχη, ὥστε νὰ ἀλλάξει στὰ μάτια τους ὅλη ἡ πραγματικότητα ποὺ ζοῦσαν ὥς τότε. Πρῶτα ἡ Εὔα καὶ ἔπειτα καὶ ὁ Ἀδάμ, γυρίζοντας τὴν πλάτη στὸν Θεὸ καὶ Δημιουργό τους, ἐπιλέγουν νὰ γευτοῦν τὸν καρπό. Τώρα πλέον θὰ προχωροῦν μόνοι τους, μὲ μόνο γνώμονα τὸν ἑαυτό τους, ὄντας, ὅπως πίστευαν, Θεοὶ ἀκριβῶς σὰν τὸν Θεό.
Ἀντὶ διὰ τὸν Θεάνθρωπον ὁ Ὑπεράνθρωπος
Αὐτὴ τὴν παλαιὰ πλάνη, τὸ νὰ νομίζει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ γίνεται θεός, τὴν μεταβάλλει ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε πρὸς τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα σὲ κοσμοσωτήριο μήνυμα, σὲ τομὴ μέσα στὴν ἱστορία, σὲ ἀνατρεπτικὸ νέο τῆς ἱστορίας. Μάλιστα, τὴν προβάλλει ὡς μόνη ἀλήθεια τῆς ἱστορίας, ὡς ἐπαναστατικὸ νέο τῆς δικῆς του κοσμοθεωρίας, λέγοντας «…ἐξ ἐμοῦ ὁμιλεῖ ἡ ἀλήθεια. – Ἀλλὰ ἡ ἀλήθειά μου εἶναι τρομερά: διότι ὀνομαζόταν μέχρι τώρα τὸ ψεῦδος ἀλήθεια… Ἐγὼ ἀνακάλυψα πρῶτος τὴν ἀλήθεια, μὲ τὸ νὰ αἰσθανθῶ πρῶτος τὸ ψεῦδος ὡς ψεῦδος». Δὲν ἀρκεῖ βέβαια μόνο ἡ αὐτοθεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου: Γιὰ νὰ γίνει αὐτὴ μὲ συνέπεια, πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἐξάλειψη κάθε θείου, κάθε ἔννοιας ὑπερβατικοῦ, κάθε ἐκδοχῆς ἑνὸς ἐπέκεινα, ἑνὸς Θεοῦ ὡς κυρίαρχου αὐτῆς τῆς ζωῆς ἐδῶ καὶ τῆς ζωῆς πέραν τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ ὁ Νίτσε στὸ ἔργο του «Ἡ Χαρούμενη Ἐπιστήμη» μὲ τὸ στόμα ἑνὸς τρελλοῦ ἀνθρώπου ἀναγγέλλει τὸν φόνο, τὴ θανάτωση τοῦ Θεοῦ ὡς πράξη τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ λόγια του εἶναι: «Δὲν θὰ πρέπει νὰ γίνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θεοί, γιὰ νὰ φανοῦμε ἀντάξιοί του;», δηλ. ἀντάξιοι αὐτοῦ τοῦ θεώρατου ἐγκλήματος, ποὺ ἀνατρέπει τὰ πάντα.
Αὐτὸς ὁ νέος Ἄνθρωπος-Θεός, ἀφοῦ ζεῖ μὲ τὴν πεποίθηση, ὅτι ἔχει ἐξαφανίσει ὅλους τούς θεοὺς καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τὸν «Ἐσταυρωμένο», ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Νίτσε «Ὑπεράνθρωπος». Τὸ τελευταῖο του ἔργο μὲ αὐτοβιογραφικὸ χαρακτῆρα φέρει τὸν τίτλο «Ecce Homo», δηλ. «Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος» καὶ ἀσφαλῶς παραπέμπει στὰ λόγια τοῦ Πιλάτου, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴ μαστίγωση ὁδηγεῖ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι καὶ τὸν κόκκινο μανδύα ἔξω ἀπὸ τὸ Πραιτόριο καὶ τὸν παρουσιάζει ἀκριβῶς μὲ αὐτὰ τὰ λόγια στὸν κόσμο. Τὸ ἔργο εἶναι γραμμένο πρὸς τὸ τέλος τοῦ ἔτους 1888 μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1889, ὅταν κατέληξε ὁ Νίτσε στὴν παραφροσύνη, στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸ θάνατό του τὸ 1900. Φέρει τὸν ὑπότιτλο «Πῶς γίνεται κανεὶς αὐτὸ ποὺ εἶναι», μία παραλλαγὴ τῆς φράσης τοῦ Ἀρχαίου Ἕλληνα ποιητῆ Πινδάρου στὰ Ἐπινίκια: «Γίνε αὐτὸ ποὺ εἶσαι». Μὲ τὸν ὑπότιτλο αὐτὸ ὁ Νίτσε προφανῶς ὑπονοεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς τελικὰ ἔγινε ἕνας ἀδύναμος ἀνθρωπάκος, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὸν κατάντησαν οἱ ἀντίπαλοί του, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴ δύναμη νὰ χειριστοῦν τὸν Πιλᾶτο καὶ νὰ τὸν κάνουν τελικὰ ὄργανό τους, τὸ ὄργανο ἐκεῖνο ποὺ διέταξε τὴν ἐξευτελιστικὴ ποινὴ τῆς Σταύρωσης. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο προφανῶς ἰσχύει γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Νίτσε, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο αὐτὸ περιγράφει τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν πιὸ σοφό, ὡς τὸν πιὸ ἔξυπνο, ὡς τὸν πιὸ ἐξαιρετικὸ συγγραφέα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἔπειτα μία σύντομη ἀνάλυση τῶν ὥς τότε ἔργων του. Καὶ κλείνει τὸ δικό του «Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος: Πῶς γίνεται κανεὶς αὐτὸ ποὺ εἶναι» μὲ τὴν παράγραφο «Γιατί εἶμαι κάτι τὸ μοιραῖο». Τὴν σοφία τὴν ἀνάγει στὴ διπλῆ φύση του, ἡ ὁποία ἀφενός, λόγω τοῦ εὐάλωτου τῆς ὑγείας του, μαρτυρεῖ τὴν εἰκόνα τὴν ἀσθενική, ἀλλὰ ἀφετέρου, λόγω τοῦ ψυχικοῦ του δυναμισμοῦ, δηλώνει τὴν Ὑγεία. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση τοῦ ἐπέτρεψε νὰ διεισδύσει τόσο βαθιὰ στὴν οὐσία τῆς ἱστορίας καὶ τῶν πραγμάτων. Ἡ ἐξυπνάδα του φανερώνεται, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο, κυρίως στὴν ἀπογύμνωση τῶν ὥς τώρα θρησκειῶν καὶ φιλοσοφιῶν, οἱ ὁποῖες ἀσχολοῦνται μὲ δῆθεν μεγάλα καὶ σημαντικά, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἀσήμαντα ἐρωτήματα. Πολὺ πιὸ σημαντικὰ κατὰ τὴν ἐκτίμησή του εἶναι τὰ μικρὰ πράγματα, ὅπως ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τόπου ζωῆς, τοῦ κλίματος, τοῦ εἴδους τῆς ξεκούρασης, ζητήματα τῆς προσωπικῆς προτίμησης στὴ λογοτεχνία καὶ μουσικὴ κ.ἄ.
Τὰ ἔργα του, σύμφωνα πάντα μὲ τὴν πεποίθηση τοῦ ἴδιου τοῦ Νίτσε, ἀποδεικνύονται ἐξαιρετικὰ καὶ μόνο ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι μέχρι τότε δὲν εἶχαν κατανοηθεῖ παρὰ μόνο ἀπὸ ἐλάχιστους.
Ἡ ἀπογοήτευσή του ἀπὸ τὴν ὥς τότε μὴ ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του, κατὰ τὴν ἄποψη πολλῶν εἰδικῶν, πρέπει νὰ τὸν ἐπιβάρυνε ἰδιαίτερα καὶ νὰ τὸν ὁδήγησε σὲ ὑπερβολὲς στὴν αὐτοεκτίμησή του. Αὐτὲς γίνονται φανερὲς ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο κεφάλαιο, ὅπου περιγράφει τὸν ἑαυτό του ὡς μοναδικὸ μέγεθος στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Μία γεύση τῆς αὐτοεκτίμησής του ἀποκτάει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη παράγραφο: «Ἡ ἀνακάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς εἶναι ἕνα γεγονός, τοῦ ὁποίου δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ἀντίστοιχο, μία ἀληθινὴ καταστροφή. Ὅποιος διαφωτίζει αὐτὴ τὴν ἠθική, εἶναι μία ἀνώτερη δύναμη, κάτι μοιραῖο, σχίζει τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας στὰ δύο. Ζεῖ κανεὶς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτόν… Ἡ ἀστραπὴ τῆς ἀλήθειας κτύπησε ἀκριβῶς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ὥς τώρα στεκόταν στὴν ὑψηλότερη θέση: Ὅποιος κατανοεῖ τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς, ἂς κοιτάξει, ἂν ἔχει μείνει ἀκόμα κάτι ὄρθιο. Ὅλα ὅσα ὥς τώρα ἔφεραν τὸ ὄνομα “ἀλήθεια”, ἔχουν ἀναγνωριστεῖ ὡς ἡ πιὸ βλαπτική, ἡ πιὸ ὕπουλη, ἡ πιὸ ὑπόγεια μορφὴ τοῦ ψεύδους. Ἡ ἁγία πρόφαση, νὰ βελτιώσουν τὴν ἀνθρωπότητα ἔχει ἀναγνωριστεῖ ὡς ἡ πανουργία, γιὰ νὰ ἀπομυζήσουν τὴν ἴδια τὴ ζωή, νὰ τὴν ἀφαιμάξουν».
Αὐτή, ὅπως φαίνεται, ἦταν ἡ ἀπόλυτη πεποίθησή του. Αὐτὸ ἦταν ὁ ἴδιος συγκριτικὰ μὲ τὸν Χριστό. Πολλοὶ ἐνδεικτικὰ εἶναι καὶ τὰ λόγια του, ποὺ γράφει σὲ μία ἐπιστολὴ στὸν Δανὸ λόγιο Brandes γιὰ αὐτὸ τὸ αὐτοβιογραφικό του ἔργο: «Μὲ ἕνα κυνισμό, ποὺ θὰ μείνει μοναδικὸς στὴν παγκόσμια ἱστορία, περιέγραψα τώρα τὸν ἑαυτό μου. Τὸ βιβλίο … εἶναι μία χωρὶς δισταγμὸ ἀπόπειρα δολοφονίας τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καταλήγει σὲ βροντὲς καὶ καταιγίδες ἐνάντια σὲ ὅλα ὅσα εἶναι χριστιανικά… Σᾶς ὁρκίζομαι, ὅτι μέσα στὸ διάστημα τῶν ἑπόμενων δύο ἐτῶν ὁλόκληρος ὁ κόσμος θὰ παρουσιάσει σπασμούς. Εἶμαι κάτι τὸ μοιραῖο».
Χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο τοῦ Νίτσε, ὅπως εἴδαμε ὥς τώρα, εἶναι ἡ ἄμετρή του αὐτοπεποίθηση, ἡ φαντασίωσή του, ὅτι ἐκεῖνος τέμνει τὴν ἱστορία στὰ δύο, ἄρα ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ἱστορίας. Αὐτὸ ἐξηγεῖ καὶ τὴν μανία του ἐναντίον τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὅπως προτιμᾶ νὰ ἀποκαλεῖ τὸν Χριστό. Τὸν διασύρει ὡς προσωποποίηση τοῦ ἀρρωστημένου καὶ διεφθαρμένου, ὡς θεὸ ἐκφυλισμένο «ποὺ ἔχει καταντήσει διαστροφὴ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Ἀντὶ νὰ εἶναι μεταμόρφωση τῆς ζωῆς καὶ τὸ αἰώνιο ΝΑΙ στὴ ζωή […] εἶναι ἕνας θεὸς ποὺ κατασυκοφαντεῖ τὴν ἐδῶ ζωή, διαδίδοντας ψέματα γιὰ μία ζωὴ πέραν τοῦ θανάτου». Ἐφόσον ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὸν κόσμο, ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ὥς τὴν ἐποχή του καὶ ὥς τὶς μέρες μας τέμνει τὴν ἱστορία, πρέπει ὁ Νίτσε, προκειμένου νὰ ἐγκαινιάσει μία ἀνώτερη ἱστορία μὲ θεμέλιο τὸν ἑαυτό του, νὰ γκρεμίσει τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ ὡς αἰτία τῆς διαστροφῆς τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Καὶ τὸ κάνει μὲ ἀπόλυτη συνέπεια. Ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐνσαρκώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πρέπει μαζὶ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ συντριβεῖ καὶ νὰ ἐξουδετερωθεῖ, προκειμένου νὰ μιλήσει τελικὰ μὲ τὸ στόμα τοῦ Νίτσε, νὰ ἐνσαρκωθεῖ τελικὰ στὸν Ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε. Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν Ὑπεράνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ κορυφαία ἔκφραση τῆς αἱρετικῆς πορείας τοῦ δυτικοῦ «χριστιανισμοῦ». Γι’ αὐτό, προκειμένου νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ κοσμοθεωρία τοῦ Νίτσε, πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ μέσῳ τῶν ἀλλοιώσεων τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴ Δύση.
Ἡ πορεία εἰς τὴν Δύσιν πρὸς τὸν Ὑπεράνθρωπον τοῦ Νίτσε
Αὐτὲς ἔχουν τὴν ἀρχή τους στὴ θεοποίηση τοῦ Πάπα, ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸν δυτικὸ χριστιανισμὸ σὲ μία ὅλο καὶ πιὸ καταστροφικὴ πορεία. Κάποτε καὶ στὴ Δύση ἀπόλυτο κέντρο ἦταν ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Παραδείγματος χάριν ἀπὸ τὸν πέμπτο αἰῶνα ὑπῆρξε μία ἀκμὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἰρλανδία, ἡ ὁποία μὲ περίπου 4000 μοναστήρια ἦταν τὸ πανεπιστήμιο τῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς ζωῆς στὴ Δύση. Στὸ μοναστήρι τοῦ Μπάνγκορ στὴ Βόρεια Ἰρλανδία ζοῦσαν κατὰ καιροὺς μέχρι καὶ 3000 μοναχοί. Ἡ ἀκτινοβολία αὐτοῦ τοῦ μοναχισμοῦ ἔφθανε μέχρι τὴ Γαλλία, τὴ σημερινὴ Γερμανία, τὴν Ἑλβετία, ἀκόμη καὶ μέχρι τὴ Βόρεια Ἰταλία. Ἀλλὰ ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικότητα ποὺ εἶχε ὡς καρπὸ μεγάλο ἀριθμὸ ἁγίων σὲ ὅλη τὴ Δύση χάθηκε τελικὰ μὲ τὴ δυτικὴ ὀφρύ, γιὰ τὴν ὁποία ἤδη κάνει λόγο ὁ Μέγας Βασίλειος. Αὐτὴ προοδευτικὰ παίρνει ὅλο καὶ μεγαλύτερες διαστάσεις μέσῳ τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ καὶ συναντιέται μὲ τὶς ἐπιδιώξεις τῶν Φράγκων ὡς ἀνερχόμενης μεγάλης δύναμης στὴ Δύση. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς σύζευξης ἦταν ἡ προοδευτικὴ αὔξηση τῆς ἀποστροφῆς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μὲ συνέπεια τὸ Μέγα Σχίσμα τοῦ 1054, ὅταν πλέον οἱ Φράγκοι εἶχαν φθάσει στὸν ἀπόλυτο ἔλεγχο τοῦ Παπικοῦ Θρόνου. Καὶ κορύφωση ἦσαν οἱ κατακτητικὲς διαθέσεις ἐναντίον τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ ἔγιναν πράξη μὲ τὶς Σταυροφορίες.
Τελικὰ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ μία ἀντίστοιχη θεολογία, ἡ ὁποία προβάλλει τὴν ἀνωτερότητά της ἔναντι τῆς θεολογίας τῶν Μεγάλων Πατέρων. Πρόκειται γιὰ μία διανοητική, μία ἐγκεφαλικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἐπαίρεται γιὰ τὴν ὀρθολογική της δόμηση, ἐπειδὴ μὲ αὐτὴν θεμελιώνει τὴ διεκδίκηση τῆς ἀπόλυτης κατανόησης τοῦ Θεοῦ, τῆς διείσδυσης στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐξασφαλίζεται στὸν Πάπα ὁ χειρισμὸς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφόσον ἔχει ἀναγορευτεῖ σὲ ἀντιπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ γῆς. Ὡς φορέας τῆς ἐξουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀσκεῖ τὸν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πιστῶν, πρᾶγμα ποὺ διαπιστώνεται σὲ ἀκραία μορφὴ στὰ συγχωροχάρτια. Ὁ Πάπας ἔχει πλέον ὑποκαταστήσει τὸν Θεάνθρωπο, ἔχει πάρει τὴ θέση του, γίνεται τελικὰ ὁ πρῶτος ἀλάθητος ἄνθρωπος, θεοποιεῖται. Ἐγκαινιάζεται ἔτσι μέσῳ τοῦ προσώπου τοῦ Ποντίφικα τῆς Ρώμης ὁ ἀνθρωπισμός, ὁ ἄνθρωπος ὡς μέγιστη ἀξία στὴν Ἱστορία. Ὁ Λούθηρος μὲ τὴ Μεταρρύθμιση ἐναντιώνεται στὸν αὐταρχισμὸ τοῦ θεοποιημένου Πάπα καὶ μὲ τὸ σύνθημά του «μόνο ἡ πίστη, μόνο ἡ γραφή, μόνο ἡ χάρις, μόνο ὁ Χριστὸς» στήνει τὸ δικό του ἐλεύθερο ἄνθρωπο. Ἀλλὰ τώρα, ἐπειδὴ ἔχει χαθεῖ ἡ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀνάγεται σὲ κριτήριο τῆς πίστης, τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα περνάει στὸν κάθε πιστό. Ὁ Διαφωτισμὸς ἐπιτείνει ἀκόμα τὰ πράγματα μὲ τὸ νὰ καταργεῖ ἐντελῶς τὸν Θεὸ τῆς Ἱστορίας. Παραμένει μόνο ἕνας Θεὸς Δημιουργός, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀφήνει τὸν κόσμο στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων. Ἄρα πέθανε ἤδη ὁ Θεὸς τῆς Ἱστορίας, κάθε ἐνδεχόμενο ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ ἰδίως μέσα στὸ κλῖμα τοῦ Προτεσταντισμοῦ τοῦ 19ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν εὐσεβισμὸ του μετέτρεψε τὴν πίστη σὲ ἠθικὴ καὶ τὸ δόγμα σὲ φιλοσοφία, γίνεται ἀπόλυτα κατανοητὴ μία κριτικὴ στάση ἀπέναντι στὸν δυτικὸ χριστιανισμό. Ὡστόσο στὸν Νίτσε αὐτὴ ἡ στάση δὲν παραμένει ἁπλῶς κριτική, ἀλλὰ ἐξελίσσεται σὲ ἀπόλυτα καταστρεπτικὴ μανία, ἡ ὁποία ἱκανοποιεῖται μόνο μὲ τὴ διάλυση κάθε μορφῆς χριστιανισμοῦ. Τὸ μένος του στρέφεται ἀκόμη καὶ ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε αὐτὸς στὴ συνέχεια νὰ ἀναδειχθεῖ ὡς Μεσσίας, ὡς ἐπίκεντρο τοῦ κοσμικοῦ γίγνεσθαι, ὡς ἐκεῖνος ποὺ ἀναχαιτίζει τὴν καταστροφικὴ πορεία τοῦ κόσμου. Μὲ τὶς λυτρωτικές του ἐπεμβάσεις, ὅπως πίστευε ἀκράδαντα ὁ ἴδιος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἐπιστρέφουν στὴν «κατάσταση τῆς ὑγείας». Ἔρχεται πλέον μία ριζικὰ νέα κοσμικὴ πραγματικότητα.
Αὐτὴ τὴν πεποίθηση δὲν βλέπουμε ἐξίσου ἔντονα στὶς σημερινὲς δυτικὲς κοινωνίες, μὴ ἐξαιρουμένης τῆς δικῆς μας πατρίδας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου