Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Ὁ συνεορτασμός τοῦ Πάσχα


 † Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου

  Μὲ ἀφορμὴν τὰ τριάντα πέντε ἔτη ἐκ τῆς κοιμήσεως τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, 10ην Νοεμβρίου 1989, δημοσιεύομεν τὸ λίαν ἐπίκαιρον ἄρθρον του «Ο ΣΥΝΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ», τὸ ὁποῖον εἶχε δημοσιευθῆ εἰς τὸ περιοδικὸν «ΕΝΟΡΙΑ» τὴν 10ην Μαΐου 1974 (ἀρ. φύλ. 549):

  «Πρὸ τεσσάρων ἀκριβῶς ἐτῶν εἶχεν, ἀποφάσει τῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου, συγκροτηθῆ Ἐπιτροπή τις, ἵνα μελετήσῃ τὸ Ἡμερολογιακὸν θέμα, προβῇ εἰς παρατηρήσεις ἐπὶ καταρτισθείσης εἰσηγήσεως καὶ διατυπώσῃ ταύτην εἰς τελικὴν μορφήν, προκειμένου αὕτη, ἐγκρινομένη ἁρμοδίως, νὰ ἀποτελέσῃ ἐπίσημον Κείμενον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διὰ τὴν σχεδιαζομένην Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. (Ὡς γνωστόν, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἶχεν ἀνατεθῆ ἡ διαπραγμάτευση δύο θεμάτων: «Ἡμερολογιακὸν ζήτημα» καὶ «Κωλύματα Γάμου»). Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς ἦτο ὁ Σεβ. Μυτιλήνης κ. Ἰάκωβος, μέλη δὲ ὁ Σεβ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ π. Μελέτιος Καλαμαρᾶς, οἱ ἀστρονόμοι κ.κ. Δημ. Κατσῆς καὶ Χρ. Παπαγεωργίου, ὁ γράφων τὰς γραμμὰς ταύτας καὶ τινες ἀκόμη. (Καίτοι δὲν εἶμαι ὑπὲρ τῆς συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου, ὑπὸ τὰς διαγραφομένας προϋποθέσεις, ἐν τούτοις μετέσχον τῆς Ἐπιτροπῆς, πιστεύων ὅτι εἶχον εἰπεῖν τι «σιγῆς κρεῖττον»).

  Κατὰ τὴν διατύπωσιν τῶν ἐμῶν παρατηρήσεων δὲν παρέλιπον νὰ εἴπω ὀλίγα καὶ περὶ τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μετὰ τῶν ἑτεροδόξων. Ἐπειδὴ ἐσχάτως τὸ θέμα ἀνεκινήθη καὶ πάλιν ὑπὸ ἐπισημοτάτων χειλέων (ἐννοῶ τὸ Πασχάλιον Μήνυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου), λαμβάνουσιν ἐπικαιρότητα τὰ ὅσα εἶπον τότε. Ἂς μοι ἐπιτραπῇ λοιπὸν ὅπως δημοσιεύσω διὰ τῆς ἀγαπητῆς καὶ φιλοξένου «Ἐνορίας» μέρος τῶν ἐν λόγῳ παρατηρήσεών μου:

  «…Τέλος, τίθεται τὸ ἐρώτημα: Τί ἀκριβῶς θὰ περιέχῃ καὶ τί θὰ προτείνῃ ἡ Εἰσήγησις τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας; Ἐν γενικαῖς γραμμαῖς, νομίζω, τὰ ἑξῆς: θὰ περιέχῃ ἱστορικὸν μέρος, εἰς ὅ ὁ λόγος θὰ εἶνε περὶ τῶν ἡμερολογίων γενικῶς, εἰδικώτερον δὲ περὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ Γρηγοριανοῦ, καθὼς καὶ περὶ τῆς σημερινῆς καταστάσεως τῶν ἐπὶ μέρους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐξ ἐπόψεως ἡμερολογιακῆς… Θὰ περιέχῃ δὲ καὶ πρακτικὸν μέρος, εἰς ὅ θὰ ὑπάρχωσι συγκεκριμέναι προτάσεις. Αὗται θὰ εἶνε αἱ ἑξῆς:

  α΄) Δέον νὰ ἀρθῇ ὁ ἑορτολογικὸς διχασμὸς τῶν μελῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διὰ τῆς ἀποδοχῆς ὑπὸ πασῶν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἑνὸς Ἡμερολογίου. Ἂν ἡ προτίμησις τῶν πλειόνων στραφῇ πρὸς τὸ Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον, τότε πᾶσαι αἱ Νεοημερολογιτικαὶ Ἐκκλησίαι δέον νὰ ἐπανέλθωσιν εἰς αὐτό. Ἂν στραφῇ πρὸς τὸ διωρθωμένον Ἰουλιανόν, τότε πᾶσαι αἱ Παλαιοημερολογιτικαὶ Ἐκκλησίαι δέον νὰ προβῶσιν εἰς τὴν διόρθωσιν τοῦ Ἡμερολογίου αὐτῶν. Ἂν ἔστω καὶ 2-3 Ἐκκλησίαι ἀρνηθῶσι τὴν διόρθωσιν, ἐπικαλούμενοι ἀποχρῶντας λόγους, τότε πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ ἡ πλειονοψηφία καί, χάριν τῆς ὁμοιομορφίας ἐν τῇ λατρείᾳ, νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς ἁπάσας τὰς Ἐκκλησίας τὸ Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον. Ἂν τυχὸν ὑποβληθῇ πρότασις περὶ προτιμήσεως τρίτου τινὸς Ἡμερολογίου, ὡς τὸ κυοφορούμενον «Παγκόσμιον Ἡμερολόγιον», τότε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀρνηθῇ συζήτησιν, λέγουσα: «Ἂς καταρτισθῇ πρῶτον τὸ Ἡμερολόγιον αὐτὸ καὶ εἶτα θὰ κρίνωμεν περὶ αὐτοῦ. Σήμερον θὰ κρίνωμεν καὶ θὰ ἀποφασίσωμεν περὶ τῶν δύο Ἡμερολογίων. Παλαιοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ διωρθωμένου Ἰουλιανοῦ».

  β΄) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀποκρούει μὲν διαρρήδην τὴν καθιέρωσιν ὡρισμένης Κυριακῆς τοῦ Ἀπριλίου ἤ ἄλλου μηνὸς πρὸς ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα, δέχεται ὅμως ὡς εὐκταίαν τὴν διόρθωσιν τοῦ ἐσφαλμένου ὑπολογισμοῦ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, καθὼς καὶ τοῦ ἐσφαλμένου ὑπολογισμοῦ τῆς πανσελήνου, δεδομένου ὅτι οὕτω θὰ παύσῃ ἡ παρέκκλισις ἐκ τοῦ θεσπίσματος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα θὰ εἶνε σύμφωνος πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας ἐκείνης Συνόδου. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ σφάλμα, ἔχον ὄπισθεν αὐτοῦ αἰῶνας ὁλοκλήρους, κατήντησε «παράδοσις» καὶ πολλοὶ θὰ σκανδαλισθῶσιν ἐκ τῆς διορθώσεως, μὴ ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι σκοπὸς αὐτῆς εἶνε οὐχὶ ἡ ἀθέτησις, ἀλλ’ ἡ ἀκριβεστέρα τήρησις τῆς περὶ τοῦ Πάσχα ἀποφάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τοῦτο δὲν δεχόμεθα τὴν ἄμεσον διόρθωσιν. Προτείνομεν ὅμως ὅπως πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀναλάβωσι πολυετῆ ἀγῶνα διαφωτίσεως τῶν πιστῶν. Ὅταν δέ, μετὰ πολλὰς προφανῶς δεκαετίας, καταστῇ συνείδησις εἰς τὸ Πλήρωμα ἡ ἀνάγκη τῆς διορθώσεως, μόνον τότε θὰ ὑπάρξῃ δυνατότης ἐγκαταλείψεως τῶν ἐσφαλμένων ὑπολογισμῶν.

   Τελευτῶν θὰ ἐπεθύμουν νὰ ὑποδείξω εὐλαβῶς, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἂν ἀκόμη (ὅπερ ἀπεύχομαι) συμφωνήσῃ εἰς τὴν ἄμεσον διόρθωσιν τοῦ ὑπολογισμοῦ τῆς ἰσημερίας καὶ τῆς πανσελήνου, ἀποφύγῃ ἀπολύτως νὰ συνδέσῃ τὴν διόρθωσιν πρὸς τὴν ἐπίτευξιν κοινοῦ ἑορτασμοῦ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἂν εὑρεθῇ ἐνώπιον προτάσεως περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἤ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ὀφείλει νὰ ἀρνηθῆ καὶ συζήτησιν κἄν περὶ τοῦ θέματος. Τοιαύτη συζήτησις πρέπει νὰ ἀποκλεισθῇ παντὶ σθένει καὶ πάσῃ θυσίᾳ, διότι ἀποτελεῖ ἀνατροπὴν ἐκ θεμελίων τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς καὶ ἰδίᾳ τῆς Ἐκκλησιολογίας. Ἤ πιστεύομεν ὅτι εἴμεθα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἤ δὲν πιστεύομεν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πεποιθυῖα ὅτι αὕτη καὶ μόνη εἶνε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ στῦλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας, τὸ Ταμεῖον τῆς Χάριτος, τὸ Ἐργαστήριον τῆς Σωτηρίας, ἐνδιαφέρεται μὲν ζωηρότατα περὶ τῆς εἰς αὐτὴν ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ἀδιαφορεῖ ὅμως τελείως περὶ τῶν ἐσωτερικῶν αὐτῶν ζητημάτων, ἐν ὅσῳ οὗτοι μένωσιν ἐν τῇ πλάνῃ. Ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἠθέλησε νὰ θεσπίσῃ κοινὸν ἑορτασμόν, ἀλλὰ διὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οὐχὶ διὰ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκομένους. Δὲν συνεζήτησεν οὔτε μετὰ τῶν Γνωστικῶν, οὔτε μετὰ τῶν Μαρκιωνιτῶν, οὔτε μετὰ τῶν Μανιχαίων, οὔτε μετὰ τῶν Μοντανιστῶν, οὔτε μετὰ τῶν Δονατιστῶν, ἵνα εὕρῃ βάσιν συνεννοήσεως περὶ κοινῶν ἑορτασμῶν. Καὶ ὅτε βραδύτερον ἀπεκόπησαν ἐκ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἀρειανοί, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσῖται, οἱ Εἰκονομάχοι κ.λ.π. κ.λ.π., ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε διενοήθη νὰ προέλθῃ εἰς συνεννοήσεις μετ’ αὐτῶν πρὸς θέσπισιν κοινοῦ ἑορτασμοῦ εἴτε τοῦ Πάσχα εἴτε οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς. Ἡ Ἐκκλησία ρυθμίζει τὰ ζητήματα Αὐτῆς, λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τὸ συμφέρον τῶν μελῶν Αὐτῆς καὶ οὐχὶ τὰς ἐπιθυμίας τῶν ἐκτὸς Αὐτῆς εὑρισκομένων. Ἂν οἱ ἑορτασμοὶ τῶν αἱρετικῶν συμπίπτωσι μετὰ τῶν τοιούτων τῆς Ἐκκλησίας, ἂς συμπίπτωσιν. Ἂν δὲν συμπίπτωσιν, ἂς μὴ συμπίπτωσιν. Ἡ Ἐκκλησία δὲν συσκέπτεται ἐπὶ ἴσοις ὅροις μετὰ τῶν αἱρετικῶν. Διαλέγεται βεβαίως μετ’ αὐτῶν, ἀλλ’ ἵνα δείξῃ εἰς αὐτοὺς τὴν ὁδὸν τῆς ἐπιστροφῆς. Τὸ νὰ συγκροτῶνται «Οἰκουμενικὰ Συμπόσια» ἢ ἄλλου τύπου Συνέδρια μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῆς πανσπερμίας τῶν αἱρετικῶν καὶ ἐν αὐτοῖς νὰ συσκεπτώμεθα περὶ καθορισμοῦ κοινῶν ἑορτασμῶν, ἐμμενόντων ὅμως καὶ τῶν μὲν καὶ τῶν δὲ (Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν) ἐν τοῖς οἰκείοις Δογματικοῖς χώροις, τοῦτο ἄγνωστον καὶ ἀδιανόητον ὂν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὄζον δὲ ἀπαισίου θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τεῖνον εἰς τὴν καθιέρωσιν τῆς ἁρμονικῆς καὶ ἀδιαταράκτου συνυπάρξεως ἀληθείας καὶ πλάνης, φωτὸς καὶ σκότους, μόνον ὡς «σημεῖον τῶν καιρῶν» δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ». Ταῦτα εἶπον τότε, ταῦτα ἐπαναλαμβάνω καὶ σήμερον.

Μετὰ βαθείας τιμῆς καὶ ἀγάπης ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ»

Πηγή: Τὰ δύο ἄκρα Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός


orthodoxostypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου