Γράφει αναγνώστης
Ἄν ὁ Χριστός μᾶς ἔκανε τήν τιμή νά μᾶς ἐπισκεφθῆ μίαν ἡμέρα, μέ ποιά διαθέση ἄραγε θά
τοῦ ἀνοίγαμε τήν πόρτα μας; Ὅλοι βέβαια θά ἀπαντήσωμε πώς δέν θά ὑπῆρχε τίποτε
καλύτερο γιά ἐμᾶς. Πόσο διαφορετική ὅμως εἶναι ἡ πραγματικότητα καί πόσες φορές
ἀλλοίμονο! μᾶς διαψεύδει! Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας ὁ ἀναχωρητής ἀναφέρει ἕνα περιστατικό, πού
ἴσως λέει πολλά καί γιά τόν καθένα μας.
Ὑπῆρχε ἕνας ἡγούμενος πού εἶχε μεγάλη φήμη καί δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους. Διηύθυνε
200 μοναχούς. Πρωΐ Πρωΐ μιά μέρα πῆγε στό κοινόβιο αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέ τήν μορφή
ἑνός φτωχοῦ γέροντα, γνωστοῦ στόν ἡγούμενο. Παρακάλεσε τόν ἀδελφό πού ἦταν
θυρωρός νά μηνύση στόν ἡγούμενο ὅτι τόν ζητάει ὁ τάδε, ὁ συνάδελφός του. Ὁ θυρωρός,
ἀφοῦ μέ τίς πολλές παρακλήσεις μόλις καί μετά βίας πείσθηκε, πῆγε νά πῆ στόν ἡγούμενο
γιά αὐτόν τόν γέροντα. Τήν ὥρα ἐκείνη ὁ ἡγούμενος συνομιλοῦσε μέ μερικούς ξένους. Ὁ
θυρωρός περίμενε λίγο, ἀλλά μετά τοῦ ἀνέφερε γιά τόν φτωχό γέροντα. Ἐκεῖνος θύμωσε
καί τοῦ ἀπάντησε ὀργισμένος: «Δέν μέ βλέπεις πού κουβεντιάζω μέ τούς ἀνθρώπους;
Ἄφησε μέ τώρα».
Ὁ θυρωρός μαζεύτηκε καί ἄδειασε τόν τόπο. Γυρνῶντας στήν θέση του εἶπε στόν δῆθεν
φτωχό γέροντα τήν ἀπόκριση τοῦ ἡγουμένου. Ἀλλά ὁ μακρόθυμος καί ἀνεξίκακος Κύριος
ἐξακολούθησε νά περιμένη ἀκόμα δίπλα στήν πόρτα. Κοντά στό μεσημέρι κατέφθασε στό
μοναστήρι ἕνας πλούσιος. Ὁ θυρωρός γρήγορα, ὅταν τόν εἶδε, ἄνοιξε καί εἰδοποίησε τόν
ἡγούμενο γιά αὐτόν. Κι ἐκεῖνος μέ πολύ βιασύνη βγῆκε καί κατέβηκε στήν πόρτα νά τόν
ὑποδεχθῆ.
Μέ τήν εὐκαιρεία αὐτή ἐπωφελήθηκε ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός , ὁ φίλος των ταπεινῶν, νά
μιλήση στόν ἡγούμενο. Τόν πλησίασε μέ τήν μορφή τοῦ φτωχοῦ γέροντα καί τόν
παρακαλοῦσε λέγοντας: «Θέλω νά σοῦ μιλήσω, ἀββᾶ». Ἐκεῖνος ὅμως οὔτε ἀπάντηση δέν
τοὔδωσε. Μπῆκε μέ τόν πλούσιο μέσα καί ἄρχισε νά φροντίζη γιά τό τραπέζι. Κι ἀφοῦ
ἔφαγε ὁ πλούσιος, τόν συνόδεψε πάλι μέχρι τήν πόρτα. Ἔπειτα ξαναγύρισε, καί
αἰχμαλωτισμένος ἀπό τίς πολλές φροντίδες δέν θυμήθηκε καθόλου τήν παράκληση τοῦ
φτωχοῦ καί ἀνεξίκακου γέροντα.
Ἔφθασε τό βραδύ καί ἐκεῖνον τόν εὐλογημένο ξένο κανένας δέν τόν κάλεσε, οὔτε καν τόν
πρόσεξε. Τότε πλησίασε πάλι τόν θυρωρό καί τοῦ εἶπε νά διαβιβάση στόν ἡγούμενο τήν
ἑξῆς παραγγελία: «Ἀφοῦ ἀγαπᾶς τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἐγώ, γιά τήν ἄσκηση πού ἔκαμες
ὡς τώρα καί τόν καλό τρόπο τῆς ζωῆς σου, θά στείλω ἀπό τά τέσσερα μέρη τοῦ κόσμου
ἀνθρώπους νά σέ ἐπισκέπτονται, μιά καί σοῦ ἀρέσει νά τούς τιμᾶς καί νά τιμᾶσαι ἀπό
αὐτούς. Τά ἀγαθά ὅμως τῆς δικῆς μου Βασιλείας δέν θά τά γευθεῖς».
Ἀπό αὐτά τά λόγια ἔγινε φανερό ὅτι ὁ φτωχός γέροντας ἦταν ὁ Παντοκράτωρ Θεός.
Ὁ Χριστός λοιπόν ἔρχεται πολλές φορές καί μᾶς συναντᾶ. Ἔρχεται ὅμως «ἐν ἑτέρα μορφή».
Παρηλλαγμένος καί κρυμμένος κάτω ἀπό τίς συμπαθεῖς μορφές τῶν πεινασμένων, τῶν
διψασμένων, τῶν ξένων, τῶν γυμνῶν, τῶν ἀρρώστων, τῶν φυλακισμένων. Στέκεται κάθε
τόσο ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καί τῆς καρδίας μας καί κρούει. Ποιός θά τόν ἀκούση
καί θά ἀνοίξη τήν πόρτα γιά νά τόν δεχθῆ;; Ποιός θά δώση ψωμί στόν πεινασμένο Χριστό;
Ποιός θά περιμαζέψη τόν ὀρφανό Χριστό πού δέν ἔχει πού νά ἀκουμπήση τό κεφάλι του;
Ποιός θά ντύση τόν γυμνό Χριστό πού τρέμει στό κρύο; Ποιός θά ἐπισκεφτῆ καί θά
παρηγορήση τόν ἄρρωστο καί φυλακισμένο Χριστό;
Μακάριος ὅποιος τόν ὑπηρετήσει ἐδῶ, στό πρόσωπο τῶν «ἐλαχίστων ἀδελφῶν» του. Θά
τοῦ πῆ μιά μέρα ὁ Χριστός, ὅταν θά ἔλθη «ἐν τῇ δόξη αὐτοῦ»: «Σέ μένα τό ἔκαμες».
ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ
10-2-1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου