Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

«Κοίταξε νά πληρώσεις τό χρέος σου ὅσο ζεῖς…»

 

«Κοίταξε νά πληρώσεις τό χρέος σου ὅσο ζεῖς…»

Ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Γεωργίου (Καρσλίδη)*

   ταν πήγαινα στό χωριό μου καί συζητοῦσα αὐτά πού ἔβλεπα καί ἄκουγα ἀπό τόν καλό μας Γέροντα, ἄλλοι πίστευαν, ἄλλοι κορόϊδευαν καί ἄλλοι ἔλεγαν, ὅταν ξαναπᾶτε, θά ᾿ρθοῦμε κι ἐμεῖς. Πολλοί ἐρχόταν στόν Γέροντα ἀπό περιέργεια. Ἀλλά ὅταν τούς ἔλεγε ὅλη τους τήν ζωή, ἀποροῦσαν καί πίστευαν.

   Κάποτε μετά τό Πάσχα πήγαμε ἀπό τά Κύρια στό Μοναστήρι 54 ἄτομα. Ὁ Γέροντας καθόταν μόνος του στό κελλί του. Τόν χαιρετήσαμε καί τοῦ εἴπαμε ὅτι εἴμαστε πολλοί. Ἐκεῖνος σηκώθηκε σιγά σιγά καί ἦρθε ἔξω καί ἀκούμπησε στήν κολώνα τοῦ καμπαναριοῦ. Ἐκεῖ ἐρχόταν ἕνας ἕνας καί τόν χαιρετοῦσε. Μιά γριά περπατοῦσε μέ μπαστούνι καί μόλις ἤθελε λίγα βήματα νά τόν πλησιάσει. Ἐκεῖνος μᾶς κοίταξε καί εἶπε: «Ὅλοι ἤρθατε, αὐτήν γιατί τήν φέρατε;» Δέν μιλήσαμε. Ἐγώ σκέφτηκα, ἐπειδή τήν εἶδε σ᾿ αὐτά τά χάλια γι᾿ αὐτό τό εἶπε. Πλησίασε μιά ἄλλη γριά καί τοῦ φίλησε τό χέρι. Τῆς ἔδωσε τό δεξί του καί κοιτάζοντάς την δέν τό πῆρε, ἀλλά τῆς κούνησε τό κεφάλι καί τήν ρώτησε πόσα τάματα ἔκανε καί δέν τά πλήρωσε κι ἐκείνη ἀπάντησε ὅτι ἔταξε πολλά ἀλλά δέν τά πήγαινε. Δέν εἶχε χρήματα γιά νά τά πάρει. Κι ὁ Γέροντας τῆς εἶπε νά μή τάζει ἄν δέν μπορεῖ νά τά κάνει ἤ νά τάζει μικρά πού νά μπορεῖ νά τά κάνει. Καί πάλι τῆς εἶπε: «Καλά ὅλο τάζεις καί δέν τά πηγαίνεις, ἀλλά ἕνα μεγάλο ἐδῶ καί 45 χρόνια πού τό ἔταξες σέ μεγάλη ἀνάγκη, γιατί δέν τό ἔκανες;» Κι ἐκείνη ἀπάντησε ὅτι δέν μπόρεσε νά τό κάνει, ἀλλά καί τό ξέχασε. Τότε τῆς εἶπε: «Ἄκου τί θά σοῦ πῶ. Φρόντισε νά πληρώσεις τό χρέος σου αὐτό τό μεγάλο πρίν φύγεις ἀπό δῶ, γιατί ὅσο καί νά ζήσεις μιά μέρα θά φύγεις καί γιά νά φτάσεις ἐκεῖ πού πρέπει θά ἀνεβεῖς 7 σκαλοπάτια. Γιά νά τά ἀνεβεῖς ὅμως, θά ὑποφέρεις, θά κουραστεῖς, θά ἱδρώσεις, θά πονέσεις κι ὅταν ἀνέβεις ἐκεῖ θά σέ περιμένουν οἱ χρεωφειλέτες καί θά σέ ρωτήσουν ἄν πλήρωσες τά χρέη σου κι ἐσύ βέβαια θά πεῖς ὄχι, γιατί ἐκεῖ τίποτε δέν κρύβεται. Τότε θά σοῦ ποῦν νά τά πληρώσεις καί μετά νά ᾿ρθεῖς, πράγμα πού δέν εἶναι εὔκολο νά ξαναρθεῖς. Γι᾿ αὐτό κοίταξε νά πληρώσεις τό χρέος σου ὅσο ζεῖς». Ἡ γυναίκα μετά μᾶς εἶπε τί εἶχε συμβεῖ. (Ἦταν ἔγκυος σ᾿ ἕνα της παιδί. Τρία μερόνυχτα πονοῦσε καί δέν μποροῦσε νά ἐλευθερωθεῖ. Ὁ πατέρας της τήν λυπήθηκε τόσο, πού τό τελευταῖο βράδυ, ἀφοῦ ἔβλεπε τήν κόρη του νά κινδυνεύει, βγῆκε στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ, γονάτισε καί παρακάλεσε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο νά ἐλευθερώσει τό παιδί του καί αὐτός θά τήν πήγαινε στήν Πάτμο νά τόν προσκυνήσει. Αὐτό ἔγινε στήν Μικρά Ἀσία ἀλλά τό εἶχαν ξεχάσει.) Ρώτησε τόν Γέροντα τί πρέπει νά κάνει κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅτι, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά κάνει αὐτό πού πρέπει, μπορεῖ νά ἀγοράσει μιά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη καί νά τήν πάει σ᾿ ἕνα μοναστήρι.

   Ἀφοῦ τελείωσε, τόν πλησίασε μιά ἄλλη γριά. Τόν χαιρέτησε κι αὐτή ἀλλά πάλι μέ τό δεξί του χέρι κράτησε τό χέρι της καί τῆς κούνησε τό κεφάλι κι ἐκείνη τοῦ εἶπε: «Γιατί, Γέροντα, κουνᾶς τό κεφάλι σου; Κατάλαβες τά βάσανα πού πέρασα στή ζωή;». Κι ὁ Γέροντας τῆς ἔδειξε μέ τό ἀριστερό σάν νά τῆς ἔλεγε πολλά, καί τή ρώτησε πόσα παιδιά ἔχει κι ἐκείνη ἀπάντησε: «Ἄχ ὀκτώ παιδιά ἔκανα, ἀλλά ἕνα ἔχω» κι ὁ Γέροντας πάλι μέ τό ἀριστερό χέρι τῆς κάνει, πόσα παιδιά, κι ἐκείνη πάλι τοῦ λέει: «Σοῦ εἶπα ὀκτώ ἔκανα», κι ὁ Γέροντας πάλι τῆς λέει πόσα ἀβάφτιστα, πόσα ἀκοινώνητα, κι ἐκείνη τοῦ λέει ὅλα τά βαφτισμένα πέθαναν, γιατί πέθαναν μεγάλα καί τότε τῆς εἶπε: «Δέν μέ καταλαβαίνεις ἤ δέν θέλεις νά μέ καταλάβεις; Μαμή, ἐσύ μαμή, καίγονται, καίγονται», ἔλεγε, καί τά μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα καί τῆς ἔδειχνε τά χέρια της. «Γιατί τό ἔκανες αὐτό;» τῆς ἔλεγε. «Ὀρφανά ἔθρεψες καί καλοσύνες ἔκανες πολλές, ἀλλ᾿ αὐτό πού ἔκανες ἦταν φοβερό ἁμάρτημα. Πολλές φορές σκότωνες παιδιά. Ἔχεις μεγάλο κανόνα. Νά᾿ ρθεῖς ἄλλη φορά μόνη σου, νά μείνεις τρεῖς ἡμέρες, νά πάρεις τόν κανόνα σου πρίν φύγεις ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο». Μετά μᾶς εἶπε ἡ γριά ὅτι στήν Κατοχή πήγαιναν γυναῖκες καί ἔκλαιγαν καί τῆς ἔλεγαν: «Θεία, τί νά κάνω, αὐτά πού ἔχω δέν μπορῶ νά τά ζήσω, πῶς νά φέρω καί ἄλλο παιδί στόν κόσμο;» κι ἐκείνη τίς λυπόταν καί τίς ἔδινε φάρμακα καί τά σκότωνε. Μᾶς τά διηγήθηκε κι ἔκλαιγε. Ὅτι ἦταν μαμή τό ξέραμε, ἀλλ᾿ αὐτό πού ἔκανε δέν τό ξέραμε…

* Ἀπὸ τὸ θαυμάσιο βιβλίο τῶν Γ.Κ.Χατζοπούλου - Ι.Σ.Διαμαντοπούλου, «Ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ὁσίου Πατρός ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΣΛΙΔΗ», Δράμα 1982.

πηγη: pneumatikes-selides.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου